Για το ότι πρέπει να μεμφόμαστε τον εαυτό μας – Αββά Δωροθέου.

Ας ερευνήσουμε, αδελφοί μου, να βρούμε ποιος είναι ο λόγος που μερικές φορές ακούει κανείς ένα προσβλητικό λόγο και τον ξεπερνάει χωρίς να ταραχθεί, σαν να μην άκουσε σχεδόν τίποτα, ενώ άλλοτε με τον ίδιο λόγο αμέσως ταράζεται. Ποιά είναι η αιτία μιας τέτοιας διαφοράς; Άραγε, έχει μια μόνο αιτία αυτό το πράγμα ή πολλές; Εγώ βλέπω ότι έχει μεν πολλές αιτίες, μια όμως είναι η μητέρα, θα λέγαμε, που γεννά όλες τις άλλες. Και εξηγώ πως ακριβώς. Πρώτα – πρώτα συμβαίνει πολλές φορές να προσεύχεται κανείς λέγοντας την ευχή ή να κάνει νοερά πνευματική μελέτη και βρίσκεται, θα λέγαμε, σε ειρηνική ψυχική κατάσταση. Έτσι σηκώνει τον αδελφό του και ξεπερνάει τα λόγια του χωρίς ταραχή. Άλλοτε συμβαίνει να έχει κανείς συναισθηματική προσκόλληση σε κάποιον άλλο και γι’ αυτό σηκώνει όλες τις δυσκολίες που του προξενεί χωρίς να θλίβεται. Πάλι συμβαίνει να έχει κανείς πολύ κακή ιδέα για κάποιον, επειδή αυτός εκδηλώνει απορριπτική διάθεση για το πρόσωπό του.

Γι’ αυτό τον περιφρονεί και δεν τον υπολογίζει ως άνθρωπο, ούτε καν καταδέχεται να μιλήσει γι’ αυτόν, ούτε γι’ αυτά που λέει και κάνει.

Και σας αναφέρω ένα σχετικό γεγονός για να θαυμάσετε. Ζούσε ένας αδελφός στο Κοινόβιο, πριν εγώ φύγω από εκεί. Και τον παρατηρούσα ότι ποτέ δεν ταραζόταν ούτε στενοχωριόταν με κανέναν, αν και είδα πολλούς αδελφούς να τον βρίζουν με διάφορούς τρόπους και να τον προκαλούν. Αλλά ο νεότερος εκείνος σήκωνε με τέτοιο τρόπο όσα δεχόταν από τον καθένα τους, σαν να μην τον ενοχλούσε κανείς. Εγώ λοιπόν πάντοτε θαύμαζα την τόσο μεγάλη ανεξικακία του και επιθυμούσα να μάθω πως απέκτησε αυτή την αρετή. Τον παίρνω λοιπόν, μια φορά, ιδιαίτερα και το βάζω μετάνοια, παρακαλώντας τον να μου πει, ποιο λογισμό έχει πάντοτε στην καρδιά του, όταν τον βρίζει κάποιος ή τον κάνει να υποφέρει, και δείχνει τόσο μεγάλη μακροθυμία. Αυτός τότε μου απάντησε με φυσική απλότητα και ανεπιτήδευτο τρόπο και μου είπε: «Συνηθίζω να φυλάγομαι απ’ αυτούς τους βρωμερούς ανθρώπους και δέχομαι όσα μου κάνουν, όπως ακριβώς δέχονται τα δυνατά και γεροδεμένα σκυλιά τα βασανιστήρια από τα τυραννικά αφεντικά τους».

Όταν άκουσα αυτή την απάντηση έσκυψα το κεφάλι μου και είπα με το λογισμό μου. Βρήκε το δρόμο του ο αδελφός! Και αφού σταυροκοπήθηκα έφυγα, παρακαλώντας τον Θεό να σκεπάζει και αυτόν και εμένα.

Ώστε συμβαίνει, όπως είπα, και από περιφρόνηση να μην ταραχθεί κάποιος. Αυτό όμως είναι φανερή καταστροφή. Το να ταράζεται όμως κάποιος με τον αδελφό του που τον στενοχωρεί συμβαίνει ή γιατί δεν βρίσκεται εκείνη την ώρα σε καλή ψυχική κατάσταση ή γιατί τρέφει γι’ αυτόν κάποια αντιπάθεια. Υπάρχουν βέβαια και πολλές άλλες αιτίες που το προκαλούν αυτό, που έχουν ήδη αναφερθεί με πολλούς τρόπους. Αν όμως θέλουμε να μιλήσουμε με ακρίβεια, ή αιτία κάθε ταραχής είναι το ότι δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τις αμαρτίες μας και να κλαίμε γι’ αυτές. Γι’ αυτό νιώθουμε όλη αυτή την κατάθλιψη. Γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ποτέ ανάπαυση. Δεν είναι δε θαυμαστό το ότι ακούμε από όλους τους αγίους ότι δεν υπάρχει άλλη οδός εκτός απ’ αυτήν και βλέπουμε ότι κανένας απ’ όσους ακολούθησαν άλλο δρόμο δεν βρήκαν ανάπαυση, και περιμένουμε εμείς να βρούμε ανάπαυση ή να κρατηθούμε στο σωστό δρόμο, χωρίς να συνηθίσουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας;

Πράγματι, ακόμα και αν ο άνθρωπος πετύχει πολλά πνευματικά κατορθώματα, δεν εργαστεί όμως αυτό το έργο της αυτομεμψίας, δεν θα σταματήσει ποτέ να στενοχωρεί και να στενοχωριέται και να χάνει όλους τους κόπους του.

Ποιά δε χαρά, ποιά ανάπαυση δεν θα έχει, όπου και αν πάει, όπως ακριβώς είπε ο αββάς Ποιμήν, εκείνος που μέμφεται τον εαυτό του; Γιατί, αν του συμβεί κάποια ζημιά ή κάποια ατίμωση είτε οποιαδήποτε άλλη στενοχώρια, προλαβαίνει και θεωρεί τον εαυτό του ως άξιο του κακού και ποτέ δεν ταράζεται. Υπάρχει μεγαλύτερη ανάπαυση απ’ αυτή;

Αλλά μπορεί να πει κάποιος: «Αν με στενοχωρήσει ο αδελφός και ψάξω μέσα μου και βρω ότι δεν του έδωσα καμιά αφορμή, πώς μπορώ να κατηγορήσω τον εαυτό μου;» Πραγματικά, αν εξετάσει κανείς τον εαυτό του με φόβο Θεού, θα βρει ότι οπωσδήποτε έδωσε αφορμή είτε με λόγο, είτε με έργο, είτε με κάποια κίνηση. Και αν ακόμα βλέπει, όπως λέει, ότι ο ίδιος δεν έδωσε καμιά απολύτως τέτοια αφορμή στη συγκεκριμένη περίπτωση, πιθανόν να τον στενοχώρησε κάποια άλλη φορά ή για το ίδιο θέμα ή για κάτι άλλο. Ή μπορεί κάποιον άλλο αδελφό να στενοχώρησε και έπρεπε γι’ αυτό να υποφέρει ή, πολλές φορές, και για κάποια άλλη αμαρτία. Ώστε αν, όπως είπα, με φόβο Θεού εξετάσει κανείς τον εαυτό του και ψηλαφήσει τη συνείδησή του με ακρίβεια, θα βρει οπωσδήποτε ότι είναι ένοχος.

Άλλες φορές πάλι βλέπει κανείς τον εαυτό του να παραμένει ήσυχος και ειρηνικός. Όταν όμως του πει ο αδελφός κάποιο λυπηρό λόγο, ταράζεται και γι’ αυτό νομίζει ότι δικαιολογημένα στενοχωριέται μαζί του, λέγοντας ότι: «Αν δεν ερχόταν να μου μιλήσει και να με ταράξει, δεν θα έπεφτα στην αμαρτία». Και τούτο δεν είναι μόνο αυταπάτη, αλλά είναι και παραλογισμός. Διότι μήπως αυτός που του είπε τη βαριά φράση του έβαλε στην ψυχή του και το πάθος; Του έδειξε το πάθος που βρίσκεται μέσα του, για να μετανοήσει, αν θέλει, γι’ αυτό. Γιατί αυτός μοιάζει με εκλεκτό ψωμί που εξωτερικά έχει πολύ καλή εμφάνιση, όταν όμως το κόψει κανείς, τότε φαίνεται η μούχλα του. Έτσι και αυτός καθόταν ειρηνικός, καθώς νόμιζε, είχε όμως μέσα του το πάθος και δεν το ήξερε. Μια κουβέντα του είπε ο αδελφός του και έβγαλε τη βρωμιά που βρισκόταν κρυμμένη μέσα του. Αν λοιπόν θέλει να βρει έλεος, πρέπει να μετανοήσει, να καθαριστεί, να προοδεύσει.

Να καταλάβει δηλαδή ότι οφείλει να ευχαριστεί μάλλον τον αδελφό, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο του προξένησε τόσο μεγάλη ωφέλεια.

Διότι κάθε αγωνιστή δεν τον καταβάλλουν και δεν τον επηρεάζουν στο ίδιο μέτρο πάντοτε οι πειρασμοί, αλλά όσο προοδεύει στην πνευματική ζωή, τόσο ελαφρότεροι του φαίνονται. Πραγματικά, όσο προοδεύει η ψυχή, τόσο δυναμώνει και μπορεί να βαστάζει όσα τη βρίσκουν. Όπως ακριβώς, αν ένα ζώο είναι γερό και του φορτώσει κανείς βαρύ φόρτωμα, το σηκώνει εύκολα. Και αν ακόμα τύχει να σκοντάψει, αμέσως σηκώνεται και δεν καταλαβαίνει σχεδόν καθόλου ότι σκόνταψε. Αν όμως είναι ασθενικό και αδύνατο ζώο, τότε και το παραμικρό το γονατίζει. Και αν τύχει να πέσει, έχει ανάγκη από πολλή βοήθεια για να σηκωθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Όσο αμαρτάνει, ταλαιπωρείται από την ίδια την αμαρτία. Γιατί η αμαρτία έχει την ιδιότητα να ταλαιπωρεί και να φθείρει αυτόν που τη διαπράττει. Επομένως, οτιδήποτε και αν συμβεί, τον καταπονεί. Όταν όμως προκόψει ο άνθρωπος, ξεπερνάει διαρκώς ευκολότερα όλα εκείνα που τον κούραζαν κάποτε.

Ώστε το να θεωρούμε αίτιο για όσα μας συμβαίνουν τον εαυτό μας και κανέναν άλλο, μας ευεργετεί πάρα πολύ και μας βοηθά να προκόψουμε και μας αναπαύει. Και πολύ περισσότερο μας βοηθά το να πιστεύουμε ότι τίποτα δεν παραχωρείται να μας συμβεί χωρίς να είναι κάτω από τη Θεία Πρόνοια.

Αλλά λέει κάποιος: «Πώς είναι δυνατόν να μη στενοχωρηθώ αν έχω ανάγκη από ένα πράγμα και δεν μου το δίνουν; Αφού το έχω ανάγκη»; Ούτε τότε δεν δικαιολογείται να κατηγορεί κανέναν ή να θλίβεται. Αλλά, αν πράγματι έχει ανάγκη από κάτι, καθώς λέει, και δεν του το δίνουν, πρέπει να σκέπτεται: Ο Χριστός ξέρει καλύτερα από μένα αν πρέπει να ανακουφισθώ και Αυτός θα συμπληρώσει την έλλειψη αυτού του πράγματος ή αυτής της τροφής». Οι Ισραηλίτες έφαγαν το μάννα στην έρημο σαράντα χρόνια. Και το μεν μάννα ήταν ένα είδος, γινόταν όμως στον καθένα ό,τι είχε ανάγκη. Σ’ αυτόν που είχε ανάγκη από γλυκό, γινόταν γλυκό. Σ’ αυτόν που είχε ανάγκη από αλμυρό, γινόταν αλμυρό. Και μ’ ένα λόγο, γινόταν για τον καθένα ό,τι ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του (Σοφ. Σολ. 16, 21). Έτσι λοιπόν, αν έχει κάποιος ανάγκη από αυγό, και δεν του δίνουν παρά λάχανο, πρέπει να πει το λογισμό του: «Αν ήταν για το συμφέρον μου, οπωσδήποτε θα μου το έστελνε ο Θεός.

Πλην όμως και το ίδιο αυτό το λάχανο μπορεί να το κάνει για χάρη μου θρεπτικό σαν αυγό ο Θεός». Και είμαι βέβαιος ότι στα μάτια του Θεού αυτό ισοδυναμεί με μαρτύριο. Γιατί, πραγματικά, αν κάποιος είναι άξιος να αναπαυθεί, ο Θεός φωτίζει και την καρδιά των Σαρακηνών να τον ελεήσουν κατά την ανάγκη του. Αν όμως δεν είναι άξιος να αναπαυθεί ή δεν είναι για το συμφέρον της ψυχής του, και αν ακόμα δημιουργήσει καινούργιο ουρανό και καινούργια γη, δεν βρίσκει ανάπαυση. Φυσικά, άλλες φορές βρίσκει κανείς περισσότερα απ’ όσα του χρειάζονται και άλλοτε δεν έχει ούτε τα απαραίτητα. Γιατί ο Θεός, ως ελεήμων, δίνει στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. Μερικές φορές όμως οικονομεί σε κάποιον περισσότερα απ’ όσα του χρειάζονται, θέλοντας να του δείξει την υπερβολική αγάπη που έχει προς τον άνθρωπο και να τον διδάξει την ευχαριστία. Όταν όμως δεν του δίνει αυτά που του χρειάζονται, καλύπτει με το λόγο Του την ανάγκη που θα κάλυπτε το πράγμα που του λείπει και τον μαθαίνει υπομονή.

Ώστε, σε κάθε περίσταση, πρέπει να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στον Θεό. Και είτε ευεργετηθούμε, είτε κακοπάθουμε, να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στον Θεό και να Τον ευχαριστούμε για όσα μας συμβαίνουν, προσπαθώντας πάντοτε να διατηρήσουμε την αυτομεμψία. Και να λέμε, όπως έλεγαν και οι Πατέρες, αν μεν συμβεί κάτι καλό, «είναι οικονομία του Θεού», αν δε συμβεί κάτι κακό, «προέρχεται από τις αμαρτίες μας».

Πραγματικά, ό,τι και αν πάθουμε, από τις αμαρτίες μας το παθαίνουμε. Γιατί οι Άγιοι, και όταν ακόμα πάσχουν, υποφέρουν για τη δόξα του Ονόματος του Θεού ή για να φανερωθεί η αρετή τους και να ωφεληθούν πολλοί ή για να πολλαπλασιασθεί η αμοιβή τους από τον Θεό. Για μας όμως τους ταλαίπωρους, πώς μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο; Αμαρτάνουμε κάθε μέρα τόσο πολύ και επιδιώκουμε την ικανοποίηση των παθών μας με κάθε τρόπο. Αφήσαμε τον ίσιο δρόμο που χάραξαν οι Πατέρες, δηλαδή την αυτομεμψία, και περπατάμε τους στραβούς δρόμους, κατηγορώντας τον πλησίον. Και ο καθένας μας, σε κάθε περίσταση, ζητάει να ρίξει το φταίξιμο στον αδελφό του και να φορτώσει σ’ αυτόν το βάρος της ευθύνης του. Καθένας ζει με αμέλεια, τίποτα δεν εφαρμόζει και έχει την απαίτηση από τον πλησίον να τηρεί τις εντολές.

Κάποτε με πλησίασαν δύο αδελφοί, που στενοχωρούσε ο ένας τον άλλον, και έλεγε ο μεγαλύτερος για τον μικρότερο: «Του λέω να κάνει κάτι και στενοχωριέται και στενοχωριέμαι και εγώ, γιατί σκέπτομαι ότι, αν με αγαπούσε και μ’ εμπιστευόταν, θα τον πληροφορούσε ο Θεός να τα δεχθεί’. Και ο μικρότερος έλεγε: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί έχω την εντύπωση ότι δεν μου μιλάει με φόβο Θεού, αλλά σαν να θέλει να με διατάζει. Και νομίζω ότι γι’ αυτό δεν αναπαύεται η καρδιά μου, όπως λένε οι Πατέρες». Προσέξτε, πως ο ένας έριξε το βάρος στον άλλο και κανείς τους δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Άλλοι δύο, που στενοχώρησαν ο ένας τον άλλο, έβαλαν μεν ο ένας στον άλλον μετάνοια, παρέμειναν όμως ανειρήνευτοι. Και ο μεν ένας έλεγε: «Δεν μου έβαλε με την καρδιά του μετάνοια και γι’ αυτό δεν αναπαύθηκα. Γιατί έτσι έχουν πει οι Πατέρες». Ο δε άλλος έλεγε: «Επειδή δεν είχε προδιατεθεί με αγάπη προς το πρόσωπό μου, πριν εγώ του δείξω τη μετάνοιά μου, γι’ αυτό κι εγώ δεν αναπαύθηκα».

Βλέπετε αυταπάτη, αδελφοί μου, βλέπετε πως διαστράφηκε ο λογισμός τους; Ο Θεός γνωρίζει πόσο μεγάλη κατάπληξη μου προξενεί το ότι ακόμα και τους Πατέρες χρησιμοποιούμε, σύμφωνα με τα θελήματά μας τα πονηρά, για να χάσουμε τις ψυχές μας. Έπρεπε να πάρει καθένας πάνω του την ευθύνη, να κατηγορήσει τον εαυτό του και να πει: «Δεν έβαλα ειλικρινά μετάνοια στον αδελφό μου, γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Ο δε άλλος να πει: «Εγώ δεν είχα την καρδιά μου έτοιμη να συγχωρέσει και να αγαπήσει τον αδελφό μου, πριν αυτός μου εκφράσει τη μετάνοιά του και γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Έτσι θα έπρεπε να κάνουν κα οι προηγούμενοι. Ο μεν πρώτος έπρεπε να πει: «Εγώ μιλάω με αυθάδεια, γι’ αυτό δεν αναπαύει ο Θεός τον αδελφό μου». Και ο άλλος έπρεπε να λογίζεται: «Ο αδελφός μου μου δίνει εντολές με ταπείνωση και αγάπη, αλλά εγώ είμαι ανυπότακτος και δεν έχω φόβο Θεού». Άλλ’ όμως κανένας τους δεν βρήκε το σωστό δρόμο και δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Αντίθετα, καθένας έριξε το βάρος στον άλλον.

Να, γι’ αυτό δεν μπορούμε να προκόψουμε, γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ωφέλεια σε τίποτε, αλλά περνάμε όλο τον καιρό μας σαπίζοντας από τους λογισμούς που κάνουμε εναντίον των αδελφών μας και κατατσακιζόμαστε, επειδή καθένας δικαιώνει τον εαυτό του. Καθένας αφήνει τον εαυτό του, όπως είπα, χωρίς να εφαρμόζει τίποτα. Και όλοι μας έχουμε την απαίτηση να τηρούν οι άλλοι τις εντολές του Θεού. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να συνετισθούμε να κάνουμε το καλό, γιατί αν ποτέ και το ελάχιστο μάθουμε, αμέσως απαιτούμε από τον αδελφό μας να το εφαρμόσει, κατηγορώντας τον και λέγοντας: «Πρέπει να κάνει αυτό» ή «γιατί αυτό δεν το έκανε έτσι»; Γιατί δεν απαιτούμε καλύτερα από τους εαυτούς μας να εφαρμόζουμε τις εντολές και δεν κατηγορούμε τους εαυτούς μας ως παραβάτες.

Πού είναι εκείνος ο Γέροντας, που, όταν τον ρώτησαν «τί περισσότερο βρήκες σ’ αυτό το δρόμο, πάτερ»; Απάντησε «έμαθα στο καθετί να κατηγορώ τον εαυτό μου». Πράγμα που έκανε αυτόν που τον ρώτησε να τον επαινέσει και να του πει: «Άλλος δρόμος εκτός απ’ αυτόν δεν υπάρχει». Όμοια και ο αββάς Ποιμένας είπε αναστενάζοντας: «Όλες οι αρετές μπήκαν σ’ αυτό το σπίτι, εκτός από μία και χωρίς αυτή δύσκολα στέκεται ο άνθρωπος». Και τον ρώτησαν: «Ποιά είναι αυτή»; Και λέει: «Η αυτομεμψία». Και ο μέγας Αντώνιος είπε: «Αυτή είναι η σπουδαιότερη πνευματική εργασία, που έχει να κάνει ο άνθρωπος μέσα του. Να επωμίζεται τα λάθη του απέναντι στον Θεό και να προετοιμάζεται για τους πειρασμούς μέχρι την τελευταία του αναπνοή». Και παντού βλέπουμε ότι αυτό τηρούσαν οι Πατέρες και αναπαύονταν, αναφέροντας τα πάντα στον Θεό, ακόμα και τα πιο ασήμαντα.

Τέτοιος ήταν ο άγιος εκείνος Γέροντας που, όταν αρρώστησε, του έβαλε ο αδελφός στο φαγητό αντί για μέλι λιναρόλαδο, πράγμα που είναι βλαπτικότατο. Και όμως δεν είπε τίποτε, αλλά έφαγε σιωπηλός την πρώτη και την δεύτερη μερίδα που του χρειαζόταν, χωρίς να κατηγορήσει τον αδελφό του, λέγοντας: «Με περιφρόνησε». Και όχι μόνο δεν είπε ότι τον περιφρόνησε, αλλά δεν τον λύπησε ούτε με κανέναν άλλο λυπηρό λόγο. Όταν δε κατάλαβε ο αδελφός τι είχε κάνει, άρχισε να στενοχωριέται και να λέει: «Σε σκότωσα, Γέροντα, και εσύ μου φόρτωσες την αμαρτία, γιατί δεν είπες τίποτα». Με πόση πραότητα του απάντησε, λέγοντας: «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Αν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, θα έβαζες μέλι». Και αμέσως απέδωσε το γεγονός στο θέλημα του Θεού. «Τί ανακατεύεις τον Θεό, καλόγερε; Ο αδελφός έκανε το λάθος και συ λες αν ήθελε ο Θεός; Τί σημαίνει αυτό»; Και απαντάει: «Ναι, αν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, θα μου έβαζε μέλι ο αδελφός».

Και αυτό συνέβη, ενώ ο γέροντας αρρώστησε τόσο πολύ, ώστε να μην μπορεί για πολλές ημέρες να φάει τίποτα. Και όμως, παρόλα αυτά, δεν αγανάκτησε εναντίον του αδελφού, αλλά απέδωσε το λάθος στο θέλημα του Θεού και αναπαύθηκε. Πολύ σωστά έλεγε ο γέροντας. Γιατί ήξερε καλά ότι, αν ήθελε ο Θεός να φάει μέλι, και το βρωμόλαδο θα το έκανε μέλι.

Εμείς όμως για κάθε πράγμα θεωρούμε υπεύθυνο τον αδελφό μας, κατηγορώντας τον ότι μας περιφρονεί και ότι ενεργεί χωρίς συνείδηση. Και, αν ακούσουμε ένα λόγο, αποδίδοντάς τον αμέσως σε κακή πρόθεση, λέμε: «Αν δεν ήθελε να με πληγώσει, δεν θα το έλεγε». Πού να βρεθεί ο άγιος εκείνος προφήτης Δαυίδ που είπε για τον Σεμεί: «Αφήστε τον να καταρασθεί, γιατί ο Θεός του είπε να καταρασθεί τον Δαυίδ» (Βασ’. Α’ 16, 10). Τον φονιά πρόσταξε ο Θεός να καταρασθεί τον Προφήτη; Πώς λοιπόν του μίλησε ο Θεός; Αλλά ο Προφήτης, ως σοφός και επειδή ήξερε ότι τίποτε άλλο δεν ελκύει τη Χάρη του Θεού στην ψυχή όπως οι πειρασμοί, και μάλιστα όταν έρχονται επί πλέον σε καιρό δοκιμασίας και δύσκολης περιστάσεως, έλεγε: «Αφήστε τον να καταριέται τον Δαυίδ, γιατί του είπε ο Κύριος να το κάνει». Γιατί; «Μήπως δει ο Θεός την ταπείνωσή μου και μου αποδώσει καλό αντί για τη κατάρα του». Βλέπεις με πόση σύνεση ενεργούσε ο Προφήτης; Γι’ αυτό και διαφωνούσε με όσους ήθελαν να τον υπερασπισθούν, λέγοντας:

«Γιατί ασχολείσθε με μένα, παιδιά της Σαρούιας; Αφήστε τον να καταριέται, γιατί ο Κύριος τον παρακίνησε».

Εμείς όμως δεν ανεχόμαστε να πούμε για τον αδελφό μας: «Ο Κύριος τον παρακίνησε». Αλλά, αν ακούσουμε ένα λόγο, αμέσως νιώθουμε όπως οι σκύλοι. Ρίχνει κανείς επάνω τους πέτρα και αφήνουν αυτόν που τους πετροβόλησε και δαγκώνουν την πέτρα. Έτσι κάνουμε και εμείς. Εγκαταλείπουμε τον Θεό που επιτρέπει να μας βρουν συμφορές, για να καθαριστούμε από τις αμαρτίες μας, και τα βάζουμε με τον αδελφό μας, λέγοντας: «Γιατί μου το ‘πε; Γιατί μου το ‘κανε»; Και ενώ μπορούμε απ’ αυτά να έχουμε μεγάλη ωφέλεια, βλάπτουμε τον εαυτό μας, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι όλα γίνονται με την Πρόνοια του Θοεύ για το συμφέρον του καθενός. Ο Θεός να μας χαρίσει σύνεση με τις ευχές των Αγίων. Αμήν.

Περί του εαυτόν μέμφεσθαι.

Ζητήσωμεν, αδελφοί, πόθεν ποτέ μεν ακούει τις ρήμα θλιβερόν και παρέρχεται αυτό αταράχως, ως μηδέ ακούσας σχεδόν˙ ποτέ δε ακούει και ευθέως ταράσσεται. Τίς εστίν η αιτία της τοιαύτης διαφοράς. Άρα δε και μίαν έχει αιτίαν το πράγμα τούτο ή και πολλάς; Εγώ βλέπω ότι πολλάς μεν έχει αιτίας μία δε εστίν η γεννώσα, ως αν είποι τις, όλας τας λοιπάς αιτίας και λέγω πως˙ Πρώτον μεν συμβαίνει τινά ευρεθήναι, από ευχής ή από καλού καθίσματος, και ευρίσκεται, ως αν είποι τις, εν καλή καταστάσει, και βαστάζει τον αδελφόν αυτού και παρέρχεται αταράχως. Πάλιν δε συμβαίνει ότι ευρίσκεται τις έχων προσπάθειαν προς τινά, και δια τούτο αθλίπτως βαστάζει τα παρ’ αυτού επιφερόμενα αυτώ. Έστι πάλιν ότι καταφρονεί τις τον θέλοντα αυτόν θλίψαι, και ως ευτελίζων τα παρ’ αυτού και μηδέ προσέχων αυτώ ως ανθρώπω, μηδέ ποιούμενος αυτού λόγου επί τοις παρ’ αυτού λεγομένοις ή γινομένοις.

Και λέγω υμίν τι τοιούτον, ίνα θαυμάσητε˙ Ην τις αδελφός εν τω κοινοβίω προ του με αναχωρήσαι εκείθεν, και έβλεπον αυτόν μηδέποτε ταρασσόμενον ή θλιβόμενον προς τινά καίτοιγε διαφόρως είδον πολλούς των αδελφών υβρίζοντας και σιαίνοντας αυτόν˙ ούτως δε έφερεν ο νεώτερος εκείνος τα παρ’ εκάστου αυτών, ως μηδενός παντελώς οχλούντος αυτώ. Εγώ ουν εθαύμαζον αεί την υπερβολήν της ανεξικακίας αυτού και επεθύμουν μαθείν πόθεν εκτήσατο την αρετήν ταύτην˙ και λαμβάνω αυτόν άπαξ παρά μίαν και βάλλω αυτώ μετάνοιαν, παρακαλών ειπείν μοι ποίον αεί λογισμόν έχει εν τη καρδία αυτού είτε υβριζόμενος είτε οιανδήπο9τε επαχθές πάσχων υπό τινός, ότι τοιαύτην ενδείκνυται μακροθυμίαν. Ο δε αποκρίνεται φύσει μετά απονοίας και λέγει μοι˙ Άλλ’ εγώ έχω προσέχειν τοις τέλμασι τούτοις και δέξασθαι τα παρ’ αυτών, ως παρ’ ανθρώπων ωραίοι κύνες. Ακούσας εγώ τούτο έβαλον κάτω τα ώτά μου και λέγω εμαυτώ˙ Εύρε την οδόν ο αδελφός ούτος και σφραγίσας εμαυτόν απήλθον ευχόμενος ίνα ο Θεός και εμέ και αυτόν σκεπάση.

Ώστε συμβαίνει, ως είπον, και από καταφρονήσεως μη ταραχθήναί τινά. Τούτο δε προφανής εστίν απώλεια. Το δε ταραχθήναί τινά προς αδελφόν θλίβοντα αυτόν συμβαίνει ή εκ του μη ευρεθήναι κατ’ εκείνην την ώραν εν καλή καταστάσει, ή εκ του έχειν αηδίαν τινά προς αυτόν. Εισί δε και άλλα πολλά αίτια τούτου, άπερ διαφόρως είρηται. Το δε αίτιον πάσης ταραχής εστίν, εάν μετά ακριβείας ζητήσωμεν, το μη μέμφεσθαι εαυτούς εκείθεν έχομεν όλην την συντριβήν ταύτην, εκείθεν ουδέποτε ευρίσκομεν ανάπαυσιν. Ουκ έστι γαρ θαυμάσαι ότι ακούομεν παρά πάντων των αγίων μη είναι άλλην οδόν πλην ταύτης και βλέπομεν ότι ουδείς ώδευσέ ποτέ άλλην οδόν και εύρεν ανάπαυσιν˙ και προσδοκώμεν ημείς αναπαύεσθαι ή όλως οδόν ευθείαν κρατείν, μηδέποτε ανεχόμενοι εαυτούς μέμφεσθαι; Όντως εάν ποιήση άνθρωπος μυρίας πολιτείας, μη κρατήση δε την οδόν ταύτην, ου μη παύσεταί ποτέ θλίβων και θλιβόμενος και απόλλων όλους τους κόπους αυτού.

Ποίαν δε χαράν, ποίαν ανάπαυσιν ουκ έχει, όπου δ’ αν απέλθη, ώσπερ είπεν και ο αββάς Ποιμήν, ο εαυτόν μεμφόμενος; Εάν τι γαρ συμβή αυτώ είτε ζημία είτε ατιμία είτε οιαδήποτε θλίψις, προλαβών έχει εαυτόν άξιον και ουδέποτε ταράσσεται. Έστι τούτου τι ποτέ αμεριμνότερον;

Αλλά λέγει τις˙ Και εάν θλίβη με ο αδελφός, και ερευνήσω εμαυτόν και εύρω ότι ουκ έδωκα αυτώ οιανδήποτε πρόφασιν, πώς δύναμαι μέμψασθαι εμαυτόν; Όντως εάν ερευνήση τις εαυτόν μετά φόβου Θεού, ευρίσκει ότι πάντως έδωκεν αιτίαν είτε έργω είτε λόγω είτε σχήματι. Ει δε και βλέπει εαυτόν, ως λέγει, ότι εν ουδενί τούτων έδωκεν όλως αιτίαν προς το παρόν, εικότως άλλοτε έθλιψεν αυτόν ή εις αυτό το πράγμα ή εις άλλο, ή άλλον αδελφόν έθλιψεν και εχρεώστει δια τούτο παθείν, ή πολλάκις και δι’ άλλην αμαρτίαν˙ ώστε εάν, ως είπον, μετά φόβου Θεού ερευνήσης τις εαυτόν και ψηλαφήση την ιδίαν συνείδησιν ακριβώς, ευρίσκει εαυτόν πάντως αίτιον.

Πάλιν έστιν ότε βλέπει τις εαυτόν ως μετά ειρήνης και ησυχίας καθεζόμενον, και ότε είπει αυτώ ο αδελφός το ρήμα το λυπούν αυτόν, ταράσσεται, και ως εκ τούτου νομίζει ευλόγως θλίβεσθαι, κατ’ αυτού λέγων ότι˙ Ει μη ήλθε και ελάλησέ μοι και ετάραξέ με, ουκ είχον αμαρτήσαι. Και τούτο χλεύη εστί και τούτο παραλογισμός εστί. Μη γαρ ο ειπών αυτώ το ρήμα ενέβαλεν αυτώ το πάθος; Το πάθος το εν αυτώ έδειξεν αυτώ, ίνα εάν θέλη, μετανοήσει υπέρ αυτού. Ούτος γαρ έοικε σιλιγνίω καθαρώ, έξωθεν λαμπούθιόν τι˙ και όταν κλάση αυτό τις, τότε φαίνεται ο βόρβορος αυτού. Ούτως και αυτός εκάθητο μετ’ ειρήνης, ως ενόμιζεν, είχε δε έσωθεν αυτού το πάθος και ουκ ήδει. Εν ρήμα είπεν αυτώ ο αδελφός αυτού και εξέβαλεν τον βόρβορον τον κεκρυμμένον έσω. Εάν ουν θέλη ελεηθήναι, μετανοήση, καθαρίση, προκόψη, και βλέπει ότι μάλλον ευχαριστήσαι οφείλει τω αδελφώ ως αιτίω γινομένω αυτώ τοιαύτης ωφελείας.

Ουκ έτι γαρ ομοίως βαρούσιν αυτόν οι πειρασμοί, άλλ’ όσον προκόπτει, τοσούτον ευρίσκονται αυτώ ελαφρότεροι. Όσον γαρ προκόπτει η ψυχή, γίνεται ισχυρά και έχουσα δύναμιν βαστάσαι τα επερχόμενα. Ώσπερ ένα η ζώον ισχυρόν, και φορτώσεις τις αυτό γομάριν μέγα, μετά αναπαύσεως βαστάζει˙ εάν δε και συμβή αυτώ προσκόψαι, ευθέως εγείρεται και σχεδόν ουδέ αισθάνεται ότι προσέκοψεν˙ εάν δε η ζώον ταλαίπωρον, και το ει τι δήποτε βαρεί αυτό˙ εάν δε και πέση, δέεται πολλής βοηθείας εις το εγείραι αυτό˙ ούτως εστί και το της ψυχής όσον ενεργεί την αμαρτίαν, ταλαιπωρεί εξ αυτής. Η γαρ αμαρτία ταλαιπωροποιός έστι και σαθροί τον έχοντα αυτήν, λοιπόν ει τι δήποτε εάν συμβή, βαρεί αυτόν˙ εάν δε προκόψη άνθρωπος, γίνονται αυτώ κατά πρόσβασιν ελαφρότερα εκείνα τα ποτέ βαρούντα αυτόν˙ ώστε πάνυ ημάς ευεργετεί και εις πολλήν ανάπαυσιν και προκοπήν φέρει το εαυτούς και μηδένα άλλον εν τοις συμβαίνουσιν αιτιάσθαι. Και μάλιστα ότι ουδέν εγχωρεί άνευ της προνοίας του Θεού γενέσθαι ημίν.

Ουκούν καν λέγει τις ότι˙ Πώς ου δύναμι θλιβήναι, εάν χρήζω πράγματος και ου λαμβάνω; Ιδού γαρ χρήζω αυτού κατ το αναγκαίον. Ουδέ ούτως έχει λόγον το μέμψασθαι αυτόν τινά ή θλιβήναι κατά τινός˙ αλλά εάν τω όντι χρήζη πράγματος, ως λέγει, και ου λαμβάνει, οφείλει λέγειν ότι˙ Ο Χριστός οίδε πλέον μου ει οφείλω αναπαήναι, και αυτός γίνεταί μοι αντί τούδε του πράγματος ή αντί τούδε του βρώματος. Οι υιοί Ισραήλ έφαγον το μάννα εν τη ερήμω τεσσαράκοντα έτη˙ και εν μεν είδος ην το μάννα, εκάστω δε εγίνετο καθώς έχρηζε˙ τω χρήζοντι αλμυρού εγίνετο αλμυρόν˙ τω χρήζοντι γλυκέος εγίνετο γλυκύ˙ και εκάστω απλώς ούτως εγίνετο αρμόζον προς την κράσιν αυτού. Ούτως ουν εάν χρήζη τις ωού, και ου λαμβάνη, ει μη λάχανον, είπη τω λογισμώ αυτού ότι˙ Ει συνέφερέ μοι, είχε πάντως πέμψαι μοι αυτό ο Θεός πλην δύναται και αυτό το λάχανον ποιήσαί μοι ως ωόν˙ και πιστεύω τω Θεώ ότι γίνεται αυτώ εις μαρτύριον.

Και γαρ μετά αληθείας εάν η τις άξιος του αναπαήναι, καρδίαν Σαρακηνών πληροφορεί ο Θεός ποιήσαι μετ’ αυτού έλεος κατά την χρείαν αυτού˙ ει δε ουκ έστιν άξιος του αναπαήναι ή ου συμφέρει αυτώ, καινόν ουρανόν και καινήν γην εάν ποιήση, ουχ ευρίσκει ανάπαυσιν˙ αμέλει, ποτέ μεν ευρίσκει τις και υπέρ την χρείαν αυτού, ποτέ δε ουδέ την χρείαν. Επειδή ο Θεός ως ελεήμων εκάστω παρέχει την χρείαν αυτού, έστι δε ότε οικονομεί τινά και υπέρ την χρείαν, δεικνύων αυτώ την υπερβολήν της φιλανθρωπίας αυτού και διδάσκων αυτόν την ευχαριστίαν. Όταν δε ου παρέχη αυτώ την χρείαν αυτού, ποιεί δια του λόγου αυτού την ενέργειαν του πράγματος ου χρήζει και διδάσκει αυτόν την υπομονήν ώστε εις πάντα άνω οφείλομεν προσέχειν καν καλώς πάθωμεν παρά τινός, άνω προσέχειν καν κακώς πάθωμεν, άνω προσέχειν και ευχαριστείν επί τοις συμβαίνουσι, βαστάζοντες αεί την μέμψιν εαυτών και λέγοντες καθώς είπον οι Πατέρες εάν μεν καλόν τι ποτέ συμβή, ότι οικονομία εστί του Θεού˙ εάν δε κακόν, ότι δια τας αμαρτίας ημών.

Εν αληθεία γαρ παν ο εάν πάθωμεν, εκ των αμαρτιών ημών πάσχομεν. Οι γαρ άγιοι καν πάσχωσιν, υπέρ του ονόματος του Θεού πάσχουσιν ή δια του αναδειχθήναι την αρετήν αυτών εις πολλών ωφέλειαν ή δια το πληθυνθήναι παρά του Θεού μισθόν αυτών. Περί ημών δε των αθλίων πως δυνάμεθα ειπείν τούτο; Καθ’ εκάστην ούτως αμαρτάνοντες και εκδικούντες τα πάθη ημών αφήκαμεν την ευθείαν οδόν ην είπον οι Πατέρες, το μέμφεσθαι εαυτούς και οδεύομεν την στρεβλήν οδόν μεμφόμενοι τον πλησίον, και έκαστος ημών σπουδάζει εν παντί πράγματι βαλείν την αιτίαν κατά του αδελφού αυτού και ρίψαι κατ’ αυτού το βάρος. Έκαστος αμειλεί και ουδέν φυλάττει, και τον πλησίον απαιτούμεν τας εντολάς.

Ήλθον εγγύς μου ποτέ δύο αδελφοί θλιβόμενοι προς αλλήλους και ελεγεν ο μείζων περί του μικροτέρου ότι˙ Επιτάσσω αυτώ πράγμα, και θλίβεται και θλίβομαι καγώ ενθυμούμενος ότι ει είχεν πίστιν και αγάπην προς με, εδέχετο αν τα παρ’ εμού μετά πληροφορίας. Έλεγε δε και ο μικρότερος˙ Συγχώρησον, κύρι, ότι τάχα ου λέγει μοι μετά φόβου Θεού, άλλ’ ως θέλων κελεύσαί μοι, και νομίζω ότι δια τούτο ου πληροφορείται η καρδία μου, ως λέγουσιν οι Πατέρες. Θέτε τον νουν υμών πως οι δύο αλλήλους εμέμψαντο, και ουδείς αυτών εμέμψατο εαυτόν. Άλλοι δύο θλιβέντες πάλιν προς αλλήλους και βάλλοντες αλλήλους μετάνοιαν έμειναν απληροφόρητοι˙ και ο μεν εις έλεγεν ότι˙ Ουκ από καρδίας έβαλέ μοι μετάνοιαν, και δια τούτο ουκ επληροφορήθην˙ ούτως γαρ είπον οι Πατέρες. Οι δε άλλος έλεγεν ότι˙ Επειδή ουκ ήν κατηρτισμένος εις αγάπην προς εμέ πριν εγώ μετανοήσω αυτώ, δια τούτο ουδέ εγώ επληροφορήθην. Βλέπεις χλεύην, κύρι; Βλέπεις διαστροφήν λογισμού;

Ο Θεός οίδεν, εκπλήττομαι ότι και τας χρήσεις τας των Πατέρων λαμβάνομεν προς τα θελήματα ημών τα πονηρά και απώλειαν των ψυχών ημών. Δέον έκαστον αυτών βαλείν επάνω αυτού την μέμψιν, και τον μεν ειπείν ότι˙ Ουκ από καρκδίας έβαλον μετάνοιαν τω αδελφώ μου, και δια τούτο ουκ επληροφόρησεν αυτόν ο Θεός τον δε άλλον ειπείν ότι˙ εγώ ουκ ήμην κατηρτισμένος εν αγάπη προς τον αδελφόν μου προ του αυτόν μετανοήσαί μοι, και δια τούτο ουκ επληροφόρησεν αυτόν ο Θεός. Ομοίως έδει και τους άλλους ποιήσαι, τους προ τούτων˙ ο γαρ πρώτος ώφειλεν ειπείν ότι˙ Εγώ μετά αυθαδείας λαλώ, και δια τούτο ου πληροφορεί ο Θεός τον αδελφόν μου. Και ο άλλος ώφειλε λογίσασθαι ότι˙ Ο αδελφός μου μετά ταπεινώσεως και αγάπης επιτάσσει μοι, άλλ’ εγώ ειμί ανυπότακτος και ο μη έχων φόβον Θεού. Άλλ’ ουδείς αυτών εύρεν την οδόν και εμέμψατο εαυτόν˙ άλλ’ έκαστος τον πλησίον αυτού εβάρησεν.

Ίδε, δια τούτο ουχ ευρίσκομεν προκόψαι, δια τούτο ουχ ευρίσκομεν ωφεληθήναι εις τι ποτέ, αλλά μένομεν όλον τον χρόνον ημών σηπόμενοι εκ των λογισμών ημών κατ’ αλλήλων και συντρίβοντες εαυτούς. Επειδή έκαστος εαυτόν δικαιοί˙ έκαστος αφίησιν αυτόν, ως προείπον, μηδέν φυλάττοντα, και εκ του πλησίον απαιτούμεν τας εντολάς. Δια τούτο ούτε συνετιζόμεθα εις το αγαθόν, ότι μικρόν τι ποτέ εάν φωτισθώμεν, ευθέως εκ του πλησίον απαιτούμεν αυτό, μεμφόμενοι αυτόν και λέγοντες ότι˙ Οφείλει τόδε ποιήσαι, και διατί τοιώσδε ουκ εποίησε; Δια τί μη μάλλον εαυτούς απαιτούμεν τας εντολάς και εαυτούς μεμφόμεθα ως μη φυλάττοντες;

Πού ο γέρων εκείνος ο ερωτηθείς˙ Τί πλέον εύρες εν τη οδώ ταύτη, Πάτερ; Και αποκριθείς και ειπών το Εν παντί εαυτόν μέμφεσθαι, όπερ και ο ερωτήσας επήνεσε. Και λέγει αυτώ˙ Άλλη οδός ουκ έστι πλην ταύτης. Ομοίως και ο αββάς Ποιμήν είπε μετά στεναγμού ότι˙ Πάσαι αι αρεταί εις τον οίκον τούτον εισήλθον παρά μίαν αρετήν, και εκτός αυτής κόπω ίσταται ο άνθρωπος και ηρώτησαν αυτόν ποίαν εστίν αύτη; Και λέγει˙ Ίνα ο άνθρωπος μέμψηται εαυτόν. Είπε δε και ο άγιος Αντώνιος ότι αύτη εστίν η μεγάλη εργασία του ανθρώπου, ίνα το σφάλμα αυτού επάνω αυτού βάλη ενώπιον του Θεού και προσδοκήση πειρασμόν έως εσχάτης αναπνοής. Και πανταχού ευρίσκομεν ότι οι Πατέρες τούτο φυλάξαντες και ανάγοντες πάντα επί τον Θεόν έως και των λεπτών ανεπάησαν.

Οίος ην ο άγιος γέρων εκείνος ότε ησθένησε, και έβαλεν ο αδελφός εις το βρώμα αυτού αντί του μέλιτος το έλαιον το από του λινοσπέρμου˙ έστι δε πανολέθριον˙ και όμως ο γέρων ουδέν είπεν, αλλά έφαγε σιωπών το πρώτον λακέντην και το δεύτερον τα ποιήσαντα την χρείαν αυτού, μη μεμψάμενος τον αδελφόν εν εαυτώ, λέγων ότι κατεφρόνησεν. Και ου μόνον τούτο ουκ είπεν, άλλ’ ουδέ λόγω ελύπησεν αυτόν. Ότε δε έμαθεν ο αδελφός το τι εποίησε, ήρξατο θλίβεσθαι λέγων˙ Εφόνευσά σε, αββά, και συ την αμαρτίαν έθηκας επ’ εμέ, ότι εσιώπησας. Πώς μετά πραότητος απεκρίθη αυτώ λέγων˙ Μη θλιβής, τέκνον˙ ει ήθελέ με ο Θεός φαγείν μέλι, μέλι είχες βαλείν˙ και ευθύς αντίγαγε το πράγμα επί τον Θεόν. Τί έχει πράγμα ο Θεός, καλόγηρε; Ο αδελφός εσφάλη και λέγεις˙ Ει ήθελεν ο Θεός τί προς το πράγμα; Και λέγει˙ Ναι˙ ει ήθελεν ο Θεός ίνα μέλι φάγω, μέλι είχε βαλείν ο αδελφός. Και τούτο, ότι τοσαύτην ασθένειαν είχεν ο γέρων, τοσαύτας ημέρας μη δυνάμενος δέξασθαι τροφήν, και όμως ουκ εθλίβη προς τον αδελφόν, άλλ’ ανήγαγε
το πράγμα επί τον Θεόν και ανεπάη˙ και καλώς έλεγεν ο γέρων˙ ήδει γαρ ότι ει ήθελεν αυτόν ο Θεός ίνα μέλι φάγη, και το οζόμενον έλαιον μετέτρεπεν εις μέλι.

Ημείς δε εν εκάστω πράγματι κατά του πλησίον ερχόμεθα εγκαλούντες, μεμφόμενοι ως καταφρονούντα και παρά συνείδησιν ποιούντα˙ καν ρήμα ακούσωμεν, ευθέως διαστρέφομεν αυτό λέγοντες˙ Ει μη ήθελε πλήξαί με, ουκ έλεγε. Πού ο άγιος εκείνος ο ειπών περί του Σεμεεί˙ Άφετε αυτόν καταράσασθαι, ότι Κύριος είπεν αυτώ καταράσασθαι τον Δαβίδ; Ανδρί φονεί ελάλει ο Θεός ίνα καταράσηται τον Προφήτην; Πώς ουν ο Θεός είπεν αυτώ; Αλλά ο Προφήτης, ως έχων γνώσιν και ειδώς ότι ουδέν ούτως το έλεος του Θεού επί την ψυχήν φέρει ως οι πειρασμοί, και μάλιστα εν καιρώ θλίψεως και περιστάσεως προστιθέμενοι, έλεγεν˙ Άφετε αυτόν καταράσασθαι τον Δαβίδ, ότι Κύριος είπεν αυτώ. Δια τί; Εί πώς ίδοι Κύριος την ταπείνωσίν μου και επιστρέψει μοι αγαθά αντί της κατάρας αυτού. Οράς πώς εν γνώσει εποίει ο προφήτης; Όθεν και διεπονείτο προς τους θέλοντας αμύνασθαι τον καταρώμενον λέγων˙ Τί εμοί και υμίν, υιοί Σαρούϊας. Άφετε αυτόν καταράσθαι ότι ο Κύριος είπεν αυτώ.

Ημείς δε ουκ ανεχόμεθα ειπείν περί αδελφού ημών ότι Κύριος είπεν αυτώ˙ άλλ’ εάν ακούσωμεν ρήμα, ευθέως το του κυνός πάσχομεν. Ρίπτει τις κατ’ αυτού λίθον, και αφίει τον ρίψαντα και απέρχεται δάκνειν τον λίθον. Ούτως και ημείς ποιούμεν, αφίεμεν τον Θεόν τον συγχωρούντα επενεχθήναι ημίν τας επιφοράς προς κάθαρσιν των αμαρτιών ημών, και χωρούμεν κατά του πλησίον λέγοντες˙ Δια τί ειπέ μοι; Και δια τί εποίησέ μοι; Και δυνάμενοι εκ των τοιούτων μεγάλως ωφεληθήναι, το εναντίον επιβουλεύομεν εαυτοίς, αγνοούντες ότι πάντα προνοία Θεού γίνεται προς το συμφέρον εκάστω. Ο Θεός συνετίση ημάς ευχαίς αγίων. Αμήν.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.