Αγροτικός γιατρός – Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας.

Αγιος Λουκάς ο ιατρός, Συμφερουπόλεως – Κριμαίας, Saint Luke the physician, Symferoupoleos – Crimea, Святой Лука врач, Крым

Ἐγκαταλείψαμε τήν Τσίτα πρίν τελειώσει ὁ πόλεμος. Μπῆκα στήν ὑπηρεσία τοῦ διαμερίσματος τοῦ Ἀρντάτοφ, στή διοίκηση τοῦ Σιμπίρσκ.
Ὁ ρόλος μου ἦταν νά διευθύνω τό δημοτικό νοσοκομεῖο. Παρά τίς ταραχές καί ἄθλιες συνθήκες, ἄρχισα ἀμέσως νά κάνω ἐπεμβάσεις, σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς χειρουργικῆς καί τῆς ὀφθαλμολογίας. Κάποιους μῆνες ἀργότερα ὡστόσο, ἀξεπέραστα προβλήματα μέ ὑποχρέωσαν νά διακόψω αὐτή τήν ἐργασία.
Στό νοσοκομεῖο τοῦ Ἀρντάτοφ, βρέθηκα διαμιᾶς ν’ ἀντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες καί κινδύνους, σέ σχέση κυρίως μέ τήν πρακτική τῆς γενικῆς ἀναισθησίας, ἀπό ἀνεκπαίδευτους βοηθούς. Ἐκεῖ μοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα πώς ἔπρεπε νά ἀποφύγω ὅσο τό δυνατόν τή γενική ἀναισθησία καί νά τήν ἀντικαταστήσω ἀπό τοπική ἀναισθησία.
Ἀποφάσισα νά παώ νά δουλέψω σ’ ἕνα μικρό νοσοκομεῖο ἐπαρχιακό, πού βρῆκα στήν κωμόπολη Βέρνιχ Λιουμπάζ, διοικητική περιφέρεια Φατέζ, στήν εὐρεῖα περιφέρεια τοῦ Κούρσκ.
Ἡ ἐργασία δέν ἦταν πιό εὔκολη. Σέ αὐτό τό νοσοκομεῖο πού δέν εἶχε παρά δέκα κλίνες, ἔκανα πολλές ἐπεμβάσεις. Ἡ φήμη μοῦ κόστισε σέ λίγο νά βλέπω νά καταφθάνουν ἀσθενεῖς ἀπό ἄλλες διοικητικές περιφέρειες τοῦ Κούρσκ καθώς καί τοῦ Ὀρέλ.
Θυμᾶμαι τήν περίεργη περίπτωση ἑνός νεαροῦ ζητιάνου ὁ ὁποῖος, τυφλός ἀπό τρυφερᾶς ἡλικίας, ἐπανάκτησε τήν ὅρασή του ὕστερα ἀπό μία ἐπέμβαση. Δύο μῆνες ἀργότερα, ἕνα πλῆθος τυφλῶν τῆς περιοχῆς –πού τούς συγκέντρωσε ὁ ἰαθείς- ἦρθαν σχηματίζοντας οὐρά ὁ ἕνας πίσω ἀπ’ τόν ἄλλο καί, στηριγμένοι στά μπαστούνια τους, μοῦ ζητοῦσαν νά τούς γιατρέψω.
Ἐκείνη τήν ἐποχή, τυπώνεται σέ πρώτη ἔκδοση τό βιβλίο τοῦ καθηγητῆ Μπράουν. Τό διάβασα μέ λαχτάρα, γιατί ἦταν πρώτη φορά πού ἄκουγα νά γίνεται λόγος γιά τοπική ἀναισθησία καί κάποιες μέθοδοί της δημοσιεύονταν. Συγκράτησα ἰδίως ὅτι ὁ Μπάρουν θεωροῦσε πρακτικά ἀδύνατη τήν ἀναισθησία τοῦ ἰσχιακοῦ νεύρου. Τό ζήτημα τῆς τοπικῆς ἀναισθησίας τράβηξε τό ἐνδιαφέρον μου τόσο πολύ, πού ἀποφάσισα νά ἐπεξεργαστῶ νέες μεθόδους.
Στό Λιουμπάζ, ἔπρεπε νά θεραπεύσω κάποιες περιπτώσεις σπάνιες καί πολύ ἐνδιαφέρουσες πού ἔγιναν τό ἀντικείμενο τῶν δύο πρώτων ἄρθρων μου: «Ἡ ἐλεφαντίαση τοῦ προσώπου, πλεγματοειδές νεύρωμα» καί « Ἡ ὀπισθοδρομική στένωση στήν ἐντερική κήλη».
Ἡ φήμη μου, ἄμετρη, καθιστοῦσε τήν κατάστασή μου στό Λιουμπάζ ἀνυπόφορη. Ἔπρεπε ταυτόχρονα νά δέχομαι τούς ἐξωτερικούς ἀσθενεῖς πού ἔφθαναν κατά μεγάλους ἀριθμούς, νά χειρουργῶ στήν κλινική ἀπό τίς 9 ἡ ὥρα τό πρωί μέχρι τό βράδυ, νά διατρέχω μεγάλες ἀποστάσεις, νά ἐξετάζω τίς νυκτερινές ὧρες στό μικροσκόπιο τούς τραυματισμένους ἀπό τίς ἐπεμβάσεις ἱστούς, νά πραγματοποιῶ σχεδιασμούς μικροσκοπικῶν παρασκευμάτων γιά τά ἄρθρα μου. Οἱ δυνάμεις μου, ὅσο νεανικές κι ἄν ἦταν, σέ λίγο δέν ἐπαρκοῦσαν γι’ αὐτήν τήν ἔργασία.
Ἀξίζει νά μνημονεύσω τήν πρώτη μου τραχειοτομή, γιατί συνέβη κάτω ἀπό ὅλως ἐξαιρετικές συνθῆκες. Εἶχα πάει νά ἐπισκεφθῶ κάποιο σχολεῖο τῆς περιοχῆς, σ’ ἕνα χωριό ὄχι μακριά ἀπό Λιουμπάζ. Τά μαθήματα εἶχαν τελειώσει. Ἕνα κοριτσάκι καταφθάνει στό σχολεῖο κρατώντας στά χέρια του ἕνα παιδί πού πνιγόταν: εἶχε στραβοκαταπιεῖ ἕνα μικρό κομμάτι ζάχαρης τό ὁποῖο ἔπεσε μέσα στό λάρυγγα. Δέν εἶχα τίποτε μαζί μου παρά μόνο ἕναν σουγιά, ἕνα κομμάτι βαμβάκι φαρμακευτικό καί σάν ἀντισηπτικό, λίγο διάλυμα διχλωριούχου ὑδραργύρου (σουμπλιμέ). Ἀποφάσισα, ὡστόσο, νά κάνω τήν ἐπέμβαση. Ζήτησα ἀπό τή δασκάλα νά μέ βοηθήσει, ἀλλά ἔκείνη ἔκλεισε τά μάτια καί το ’βαλε στά πόδια. Μιά γριά παραδουλεύτρα ἔδειξε πιό πολύ θάρρος, ἀλλάκι αὐτή ἔφυγε μόλις ἄρχισα τήν ἐπέμβαση. Τότε ἔβαλα τό φασκιωμένο παιδί πάνω στά γόνατά μου καί τοῦ ἔκανα γρήγορα μιά τραχειοτομή, πού ἐξελίχθηκε μέ τόν πιό θαυμαστό τρόπο. Ἀντί γιά σωλήνα πού προβλέπεται σ’ αὐτή τήν περίπτωση, εἰσήγαγα μέσα στήν τραχεῖα ἕνα φτερό χήνας πού εἶχε προετοιμάσει ἡ γριά. Ἡ ἐπέμβαση, δυστυχῶς, δέν ἔλυσε τό πρόβλημα, διότι τό κομμάτι τῆς ζάχαρης εἶχε κατεβεῖ πιό βαθιά, ἀναμφίβολα μέσα στόν βρόγχο.
Ἡ διοίκηση τῆς περιοχῆς μέ μετέφερε στήν κλινική τοῦ Φατέζ, τῆς πρωτεύουσας. Ὡστόσο δέν ἐπρόκειτο νά ἐργαστῶ γιά πολύ ἐκεῖ. Ἡ περιφέρεια τοῦ Φατέζ ἦταν πραγματικά κρησφύγετο «βισώνων» φανατικῶν ὑπερ-αντιδραστικῶν, τῶν «Ἑκατό Μαύρων*». Ὁ πιό ἀκραῖος ἀνάμεσά τους ἦταν ὁ πρόεδρος τοῦ συμβουλίου τῆς ἐπαρχίας, ὁ Μπατεζάτουλ πολύ πρίν ἀπό τόν πόλεμο, ἔγινε διάσημος ἀπό ἕνα σχέδιο νόμου πού στόχος του ἦταν νά ἐξαναγκάσει τούς κινέζους ἀγρότες σέ ὑποχρεωτική μετανάστευση στή Ρωσία γιά νά γίνουν δοῦλοι τῶν μεγαλοϊδιοκτητῶν.
Ὁ Μπατεζάτουλ μέ θεωροῦσε ἐπαναστάτη, ἐπειδή δέν πῆγα, σταματώντας κάθε ἄλλη ἐνέργεια, στό προσκέφαλο τοῦ ἰσπράβνικ**. Ἀπολύθηκα ἐπί τόπου μέ διοικητική ἀπόφαση. Κι ἔτσι ὅμως, δέ στάθηκε τυχερός ὁ Μπατεζάτουλ. Μιά μέρα πού εἶχε ἀγορά, ἕνας ἀπό τούς τυφλούς πού εἶχα γιατρέψει, σκαρφαλωμένος πάνω σ’ ἕνα βαρέλι, ἔβγαλε ἕνα φλογερό λόγο κατά τῆς ἀπόλυσής μου. Ἐπηρεασμένο τό πλῆθος κατευθύνθηκε πρός τήν πολυκατοικία τοῦ συμβουλίου τῆς ἐπαρχίας ἡ ὁποία βρισκοταν στόν ἴδιο ἀκριβῶς χῶρο. Δέν ὑπῆρχε ἐκεῖ, παρά ἕνα μόνο μέλος τοῦ συμβουλίου πού πανικοβλημένος κρύφτηκε κάτω ἀπό ἕνα γραφεῖο. Αὐτά ἔγιναν τό 1909.
Δύο χρόνια πρίν, γεννήθηκε τό πρώτο μου παιδί, ὁ Μίσα καί κατόπιν, τό 1908, ἡ θυγατέρα μου Ἑλένη. Χρειάστηκε ἐγώ ὁ ἴδιος ν’ ἀναλάβω καθήκοντα μαίας.
Ἀπό τό Φατέζ πῆγα στή Μόσχα, ὅπου ἤμουν γιά λιγότερο ἀπό ἕναν χρόνο ἐξωτερικός γιατρός στή χειρουργική κλινική τοῦ καθηγητῆ Ντιακόνοφ. Ὁ κανονισμός τοῦ ἱδρύματος ὑποχρέωνε ὅλους τούς ἐξωτερικούς γιατρούς νά προετοιμάζουν διδακτορική διατριβή. Μοῦ πρότειναν γιά θέμα τή φυματίωση τῆς ἀρθρώσεως τοῦ γονάτου. Δύο ἤ τρεῖς ἑβδομάδες ἀργότερα ὁ καθηγητής Ντιακόνοφ μέ κάλεσε γιά νά μάθει τά τῆς διατριβῆς μου. Τοῦ ἀπάντησα πώς εἶχα ἤδη διαβάσει ἄρθρα πάνω στό ἀντικείμενο ἀλλά πώς δέν μέ ἐνδιέφερε. Ὁ καθηγητής μέ ἄκουσε μέ κατανόηση καί προσοχή πολλή. Ὅταν ἔμαθε πώς εἶχα δικό μου ἀντικείμενο, μέ ρώτησε μέ τό πλέον ζωηρό ἐνδιαφέρον. Ἀποδείχτηκε ὅτι δέν γνώριζε τίποτα περί τοπικῆς ἀναισθησίας. Τοῦ μίλησα γιά τό βιβλίο τοῦ καθηγητῆ Μπράουν. Πρός μεγάλη μου χαρά, ἐγκατέλειψε τήν ἀρχική του πρόταση καί μοῦ πρότεινε νά συνεχίσω πάνω στό ἀντικείμενό μου.
Καθώς αὐτό ἀπαιτοῦσε ἀνατομικές ἔρευνες καί πειράματα τά ὁποῖα περιλάμβανε ἔγχυση ἔγχρωμης ζελατίνης σέ πτώματα, ἔπρεπε νά περνῶ ἀπό τό ἰνστιτοῦτο τοπογραφικῆς ἀνατομίας καί χειρουργικῶν ἐπεμβάσεων πού διηύθυνε ὁ καθηγητής Ράιν, πρόεδρος τοῦ συλλόγου χειρουργῶν Μόσχας. Ἀποκαλύφθηκε, ὅμως πώς κι αὐτός ἀγνοοῦσε τά πάντα περί τοπικῆς ἀναισθησίας.
Κατάφερα νά βρῶ γήγορα ἕνα ἁπλό καί ἀξιόπιστο μέσο γιά νά κάνω τίς ἐνέσεις, ἐξίσου ἐφαρμόσιμο τόσο στό ἰσχιακό νεῦρο, ὅσο καί στή διέξοδό του ἀπό τήν κοιλότητα τῆς λεκάνης πράγμα πού ὁ Χάνιρχ Μπράουν θεωροῦσε σχεδόν ἀδύνατο. Βρῆκα ἐπίσης μία μέθοδο ἔγχυσης ἐφαρμόσιμη στό διάμεσο νεῦρο γιά ἀναισθησία τοπική στό χέρι. Ἔκανα μιά ἔκθεση τῶν ἀνακαλύψεών μου στό σύλλογο χειρουργῶν τῆς Μόσχας. Ξεσήκωσε ζωηρό ἐνδιαφέρον.
Ὡστόσο, δέν εἶχα μέ τί νά ζήσω στή Μόσχα μέ τή γυναίκα μου καί τά δύο μικρά παιδιά μου. Χρειάστηκε νά φύγω γιά τήν κωμόπολη Ρομάνοφκα τῆς περιοχῆς Μπαλάσοφ στή διοίκηση τοῦ Σαράτοφ γιά νά ἐργαστῶ σέ μιά κλινική εἴκοσι πέντε κλινῶν. Ἐκεῖ ἐκδήλωσα μεγάλη χειρουργική δραστηριότητα καί συνέταξα ἕναν ἀπολογισμό τῆς ἐργασίας μου, ἕνα ἐνημερωτικό φυλλάδιο ὅπως ἐκεῖνο πού δημοσιεύαμε στήν κλινική τοῦ καθηγητῆ Ντιακόνοφ. Παράλληλα συνέχιζα τίς ἔρευνές μου γιά τήν τοπική ἀναισθησία στή Μόσχα, κατά τήν ἐτήσια μηναία άδειά μου. Ἐργαζόμουν τότε ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ στό ἰνστιτοῦτο τῶν καθηγητῶν Ράιν καί Καρούζιν, στήν ἕδρα τῆς περιγραφικῆς ἀνατομίας. Εἶχα τήν εὐκαιρία νά μελετήσω 300 κρανία. Ἀνακάλυψα μία μέθοδο μεγάλης ἀκριβείας: νά ἐφαρμόζουμε ἔγχυση στόν δεύτερο κλάδο τοῦ τριδύμου νεύρου, ἀκριβῶς στήν ἔξοδο τοῦ Foramen rotundum (Λατινικά στό γαλλικό =στρογγυλή τρύπα) . Τήν ἐποχή πού τελείωσα αὐτή τήν ἐργασία, δέ ζοῦσα πλέον στή Ρομάνοφκα, ἀλλά ἤμουν ἀρχίατρος καί χειρουργός σ’ ἕνα νοσοκομεῖο πενήντα κλινῶν στό Περεσλάβ-Ζαλέσκι, πρωτεύουσα τῆς περιοχῆς.
Λίγο πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησή μας ἀπό τή Ρομανόφκα, γεννήθηκε ὁ γιός μου Ἀλιόσα κάτω ἀπό τραγικές συνθῆκες. Παρά τόν ἐπικείμενο τοκετό, τό διακινδύνεψα νά πάω στό Μπαλάσοφ, σέ μιά συνδιάσκεψη τοῦ συμβουλίου ὑγείας, ἐλπίζοντας νά ἐπιστρέψω γρήγορα. Χωρίς νά περιμένω τό τέλος τῆς διάσκεψης ὅρμησα πρός τό σταθμό, ὅπου εἶδα ἕνα τραῖνο ἕτοιμο νά ξεκινήσει μετά τή δεύτερη σφυρίχτρα. Μή ἔχοντας τόν χρόνο νά βγάλω εἰσητήριο, πήδηξα στό βαγόνι, Βλέπω ἐκεῖ ἀρκετούς Τατάρους· κι ὅμως δέν ὑπῆρχαν Τάταροι στή Ρομάνοφκα. Εἶχα ἀνέβει στό τρένο γιά τό Χάρκοβο***! Χρειάστηκε, λοιπόν, νά κατέβω στόν πρῶτο σταθμό γιά νά γυρίσω πίσω στό Μπαλάσοφ. Ἐπιστρέφοντας στή Ρομάνοφκα, βρῆκα τόν γιό μου νά ἔχει μόλις γεννηθεῖ μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Μιά συνάδελφος –πού εἶχε ἐπιστρέψει πρίν ἀπό ἐμένα ἀπό τό συμβούλιο- ξεγέννησε τή γυναίκα μου καθώς ἐπέστρεφε.
Τό 1916, ὅταν ἔμενα στό Περεσλάβλ, ὑποστήριξα στή Μόσχα τή διδακτορική μου διατριβή πάνω στήν τοπική ἀναισθησία. Τήν κριτική ἐπιτροπή ἀποτελοῦσαν ὁ καθηγητής Μαρτίνοφ, ἕνας καθηγητής (γερμανόφωνος) τοπογραφικῆς ἀνατομίας καί χειρουργικῶν ἐπεμβάσεων τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἔχω λησμονήσει καί ὁ καθηγητής Καρούζιν.
Ὁ Μαρτίνοφ ἔκανε μιά ἐνδιαφέρουσα ἀναφορά. Δήλωσε: «Ἕχουμε συνηθίσει διδακτορικές διατριβές γραμμένες πάνω σ’ ἕνα ὁρισμένο θέμα, μέ σκοπό τήν προώθηση καριέρας καί τῶν ὁποίων ἡ ἐπιστημονική ἀξία δέν εἶναι μεγάλη. Ὅταν ὅμως εἶδα τό βιβλίο σας, ἀποκόμισα τήν ἐντύπωση τοῦ κελαηδήματος ἑνός πουλιοῦ πού εἶναι ἀδύνατο νά μήν κελαηδήσει, καί πολύ τό ἐκτίμησα». Ὁ καθηγητής Καρούζιν πάλι, πολύ πολύ συγκινημένος, ἦρθε καί μοῦ ἔσφιξε θερμά τό χέρι, ζητώντας μου συγγνώμη πού δέν ἐνδιαφερόταν γιά τήν ἐργασία μου στή σοφίτα ὅπου συντηροῦνταν τά κρανία, μή ὑποπτευόμενος ὅτι ἑτοιμαζόταν ἐκεῖ μία τόσο λαμπρή διατριβή.
Τό πανεπιστήμιο τῆς Βαρσοβίας μοῦ ἀπένειμε γιά τήν ἐργασία μου μία λαμπρή ἀνταμοιβή, τό βραβεῖο Σόινακι -ἀξίας 400 χρυσῶν ρουβλιῶν- πού ἀπονέμεται στίς «καλύτερες διατριβές πού ἀνοίγουν καινούργιους δρόμους στήν ἰατρική». Ὡστόσο, δέν ἔλαβα αὐτό τό ποσό, γιατί δέν μπόρεσα νά παρουσιάσω στό πανεπιστήμιο τῆς Βαρσοβίας τόν ἀπαιτούμενο ἀριθμό ἔργων. Πράγματι, τυπωμένο σέ 750 ἀντίτυπα, τό βιβλίο γρήγορα ἐξαντλήθηκε ἀπό τή βιβλιοθήκη, ὅπου εἶχα τήν ἀπρονοησία νά τό βάλω πρός πώληση.
Γιά ἕνα ἀγροτικό γιατρό, ὅπως ἤμουν ἐγώ ἐπί δεκατρία χρόνια, οἱ Κυριακές καί οἱ ἑορτές εἶναι μέρες μέ τή μεγαλύτερη ἀπασχόληση. Γι’ αὐτό δέν εἶχα τή δυνατότητα νά πηγαίνω στήν ἐκκλησία οὔτε στό Λιουμπάζ, οὔτε στή Ρομάνοφκα, οὔτε στό Περεσλάβλ-Ζαλέσκι. Πολλές χρονιές, δέν τηροῦσα τίς σαρακοστές. Τόν τελευτῖο πάντως καιρό τῆς ζωῆς μου στό Περεσλάβλ, βρῆκα –μετά μεγάλου κόπου- τό μέσον νά πηγαίνω στόν καθεδρικό, ὅπου καί εἶχα εἰδικό μου κάθισμα λόγω τίτλου. Αὐτό χαροποίησε πολύ τούς πιστούς τῆς πόλης.
Συνέβη ἐπίσης ἕνα σημαντικό γεγονός στή ζωή μου, πού ὁ Θεός τό δρομολόγησε στό Περεσλάβλ. Ἀπό τό ξεκίνημά μου κιόλας ὡς χειρουργό στήν Τσίτα, τό Λιουμπάζ καί τή Ρομανόφκα, κατενόησα στήν ἐντέλεια τό πόσο σπουδαία ἦταν ἡ χειρουργική τῶν πυωδῶν τραυμάτων καί τό πόσο λίγα πράγματα εἶχα διδαχθεῖ στή διάρκεια τῶν σπουδῶν μου. Ἀνέθεσα στόν ἑαυτό μου νά μελετήσω -ὁλομόναχος- σέ βάθος τή διάγνωση καί θεραπεία τῶν πυωδῶν παθήσεων. Στό τέλος τῆς διαμονῆς μου στό Περεσλάβλ, μοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα νά παρουσιάσω τήν ἐμπειρία μου σ’ ἕνα βιβλίο μέ τίτλο Δοκίμια χειρουργικῆς πυωδῶν τραυμάτων. Ἐπεξεργάστηκα τό σχέδιό του κι ἔγραψα τόν πρόλογο. Τότε, πρός μεγάλη μου ἔκπληξη, μία πολύ παράξενη ἰδέα μοῦ ἦρθε στό νοῦ, πού δέ μέ ἐγκατέλειψε ποτέ πιά. «Ὅταν τό βιβλίο αὐτό ὁλοκληρωθεῖ, τό ὄνομα τοῦ συγγραφέα θά εἶναι ὄνομα ἐπισκόπου».
Ἡ ἰδέα νά γίνω ἱερέας, πολλῶ μᾶλλον ἐπίσκοπος, δέν εἶχε περάσει ποτέ ἀπό τό μυαλό μου. Ἀλλά, ἄν οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς μας δέν εἶναι γνωστοί, γιά τόν παντογνώστη Θεό εἶναι, καί μάλιστα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μας. Ὅπως θά δοῦμε ἀργότερα, ἡ ἔμμονη αὐτή ἰδέα πραγματοποιήθηκε ὕστερα ἀπό μερικά χρόνια.
Ἔτσι ζήσαμε ἕξι χρόνια στό Περεσλάβλ-Ζαλέσκι, ὅπου γεννήθηκε ὁ δεύτερος γιός μου Βαλεντίν. Ἀνέπτυξα μεγάλη χειρουργική δραστηριότητα στό δημοτικό νοσοκομεῖο τοῦ ἐργοστασίου. Ὑπῆρξα ἕνας ἀπό τους πρωτοπόρους στίς ἐγχειρήσεις –πολύ σπουδαῖες γιά τήν ἐποχή- τῶν χοληφόρων ὁδῶν, τοῦ στομάχου, τῆς σπλήνας, ἀκόμη καί τοῦ ἐγκεφάλου. Τά ἔτη 1915-1916, ἤμουν ἐπίσης διευθυντής ἑνός μικροῦ νοσοκομείου γιά τραυματίες.
Στίς ἀρχές τοῦ 1917 ἦρθε σ’ ἐμᾶς ἡ μεγάλη ἀδελφή τῆς γυναίκας μου, ἀκριβῶς μετά τήν ταφή –στήν Κριμαία- τῆς κόρης της πού πέθανε ἀπό καλπάζουσα φθίση. Γιά κακή μας τύχη, εἶχε φέρει μαζί της τή χνουδάτη κουβέρτα κάτω ἀπό τήν ὁποία εἶχε πεθάνει τό ἄρρωστο κοριτσάκι. Εἶπα στήν γυναίκα μου Ἄννα ὅτι μέ τήν κουβέρτα ἡ ἀδελφή της μᾶς ἔφερνε τό θάνατο. Ὅπως κι ἔγινε: ἔμεινε μαζί μας δύο ἑβδομάδες καί λίγο μετά τήν ἀναχώρησή της παρατήρησα ὅτι ἡ Ἄννα εἶχε ὁλοφάνερα συπτώματα τῆς πευμονικῆς φυματίωσης.
Τό γεγονός συνέπεσε τήν ὥρα πού διάβαζα στήν ἐφημερίδα τήν προκήρυξη ἑνός διαγωνισμοῦ γιά τή θέση χειρουργοῦ καί ἀρχιάτρου στό μεγάλο δημοτικό νοσοκομεῖο τῆς Τασκένδης. Μέ διάλεξαν ἀνάμεσα σέ πολλούς ὐποψηφίους. Μᾶς συνόδευε μία νεαρή ὑπηρέτρια πού μόλις εἶχε ἀποκτήσει παιδί. Στά μισά τοῦ δρόμου ἀνάμεσα στό Περεσλάβλ καί τή Μόσχα, ὁ ὑψηλός πυρετός τῆς Ἄννας μᾶς ἀνάγκασε νά σταματήσουμε γιά μιά ἑβδομάδα στόν ξενώνα τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦς ἁγίου Σέργιου. Ἦταν πολύ ἐπίπονο, μέ μικρά παιδιά, γιατί οἱ σιδηρόδρομοι ἦταν ἤδη πολύ ἀποδιοργανωμένοι.
Στήν Τασκένδη, ἡ κατοικία ὑπηρεσίας τοῦ ἀρχιάτρου ἦταν ἕνα ὄμορφο διαμέρισμα πέντε δωματίων, μέσα στό νοσοκομεῖο. Ἔπρεπε ὡστόσο ἐγώ ὁ ἴδιος νά πλένω συχνά τά πατώματα, ἀφοῦ ἀναπόφευκτα ἡ ζωή αὐτά τά χρόνια τῆς ἐπανάστασης εἶχε δυσκολέψει. Τό 1919, ἡ πόλη ἔγινε θέατρο ἑνός ἐμφυλίου πολέμου ἀνάμεσα στή φρουρά τοῦ κάστρου τῆς Τασκένδης καί τό σύνταγμα Τουρκμένιων στρατιωτῶν ὑπό τίς διαταγές κάποιου στρατιωτικοῦ ἐπιθεωρητή πού εἶχε προδώσει τήν ἐπανάσταση. Οἱ ὀβίδες ἀπό τούς δύο ἀντιπάλους πετοῦσαν πάνω ἀπό τήν πόλη καί τό νοσοκομεῖο. Περνώντας κάτω ἀπ’ τά πυρά τους, ἔπρεπε νά πηγαίνω στή δουλειά. Ἡ ἐξέγερση τοῦ συντάγματος τῶν Τουρκμενίων κατεστάλη καί ἡ πάταξη τῶν ἐχθρῶν τῆς ἐπανάστασης ἄρχισε, πράγμα πού κόστισε σέ μένα καί στόν ταμειακό διαχειριστή τοῦ νοσοκομείου φρικτές ὧρες. Μᾶς συνέλαβε κάποιος ὀνόματι Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος εἶχε πράγματι τιμωρηθεῖ ἀπό τόν δήμαρχο. Μᾶς ἔσυραν στά μηχανουργεῖα τῶν σιδηροδρόμων ὅπου δικάζονταν οἱ Τουρκμένιοι. Καθώς διασχίζαμε τή γέφυρα πού δρασκελίζει τίς γραμμές, οἱ ἐργάτες φώναζαν κάτι στόν Ἀντρεά. Ἔμαθα στή συνέχεια ὅτι τόν συμβούλευαν νά μήν μᾶς ἐλευθερώσει, ἀλλά νά μᾶς τουφεκίσει ἐπί τόπου κάτω ἀπό τή γέφυρα.
Τό ἀχανές πλαίσιο τῶν μηχανουργείων ἦταν γεμάτο ἀπό στρατιῶτες τοῦ συντάγματος πού εἶχε ξεσηκωθεῖ. Τούς καλοῦσαν τόν καθένα μέ τή σειρά του σ’ ἕνα χωριστό δωμάτιο. Ἐκεῖ, χάραζαν ἕναν σταυρό, σχεδόν ἀπέναντι ἀπό κάθε ὄνομα. Σ’ αὐτό τό δικαστήριο συνεδρίαζαν ὁ Ἀνδρέας κι ἕνας ἀκόμα ὑπάλληλος τοῦ νοσοκομείου πού βρῆκε τό χρόνο νά προειδοποιήσει τούς ἐνόρκους ὅτι ὁ Ἀνδρέας μέ εἶχε συλλάβει, ὅπως καί τόν ταμειακό διαχειριστή, ἀπό προσωπική ἐμπάθεια. Δέν ἔβαλαν σταυρό στά ὀνόματά μας καί μᾶς ἐλευθέρωσαν γρήγορα, πρός μεγάλη ἔκπληξη τῶν ἐργατῶν μέ τούς ὁποίους διασταυρωνόμασταν στό δρόμο καί οἱ ὁποῖοι ἀποροῦσαν πῶς μᾶς ἐπέτρεψαν νά ἐγκαταλείψουμε τά μηχανουργεῖα.
Μάθαμε στή συνέχεια, γιά τή φρικτή σφαγή, ἐκείνη τή νύχτα, τῶν Τουρκμενίων καί πολλῶν κατοίκων τῆς πόλης.

————————————————————-
*Φασιστική ὀργάνωση κατά τῶν Ἑβραίων πού ἱδρύθηκε στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα, ἡ ὁποία ἔκανε νά βασιλεύει ἡ τρομοκρατία ἀπό τά πογκρόμ καί τίς συστηματικές δολοφονίες, ἐνάντια στους ἐχθρούς τῆς Ρωσίας.
**Ἀξιωματικός τῆς ἀστυνομίας.
*** Πόλη πού βρίσκεται μέσα στό «χρυσό δακτύλιο» τῶν τουριστικῶν περιοχῶν γύρω ἀπό τή Μόσχα, δύο ὧρες μέ τό λεωφορεῖο ἀπό τή Λαύρα τῆς ἁγίας Τριάδος τοῦ ἁγίου Σεργίου.

Από το βιβλίο: Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο: Αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, του Αγίου Λουκά (Αρχιεπ. Συμφερουπόλεως και Κριμαίας).
Εκδότης «ΕΝ ΠΛΩ». Ιούλιος 2021. Επιμέλεια, ΜΠΟΥΓΑ ΣΟΦΙΑ

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.