Για τη μνησικακία (μέρος Β’) – Αββά Δωροθέου.

Συμβαίνει δε πολλές φορές να αποδίδει κανείς κακό αντί κακού, όχι μόνο με πράξη, αλλά και με λόγο και με τη στάση του. Και παρουσιάζεται εξωτερικά ότι δεν ανταπέδωσε με πράξη το κακό, αλλά βλέπει ότι το ανταπέδωσε με λόγο, ή, όπως είπα, με τη συμπεριφορά του. Γιατί πολλές φορές κάνει κανείς ένα μορφασμό ή μια κίνηση ή ρίχνει ένα βλέμμα και ταράσσει τον αδελφό του. Πραγματικά, μπορεί κανείς και μ’ ένα βλέμμα και με μια κίνηση να πληγώσει τον αδελφό του. Και είναι και αυτό ανταπόδωση κακού αντί κακού. Άλλος προσπαθεί να μην ανταποδώσει το κακό ούτε με πράξη, ούτε με λόγο, ούτε με μορφασμό ή με κίνηση. Λυπάται όμως στην ψυχή του για τον αδελφό του και στενοχωριέται μαζί του. Βλέπετε πόση διαφορά καταστάσεων! Άλλος πάλι δεν τρέφει καμία λύπη για τον αδελφό του. Αν όμως ακούσει ότι κάποτε κάποιος τον στενοχώρησε ή γόγγυσε εναντίον του ή τον έβρισε, ευχαριστιέται που το ακούει και βρίσκεται και αυτός στην κατάσταση να αποδίδει κακό αντί κακό μέσα στην καρδιά του.

Άλλος ούτε κακία κρατάει, ούτε χαίρεται όταν ακούει κακολογία γι’ αυτόν που τον έθλιψε, αλλά στενοχωριέται βαθιά αν εκείνος λυπηθεί. Δεν αισθάνεται όμως ευχάριστα αν του συμβεί κάτι καλό, αλλά, αν τον δει να δοξάζεται ή να αναπαύεται, στενοχωριέται. Και είναι και αυτό ένα είδος μνησικακίας, ελαφρότερο, όμως πραγματικό. Πρέπει δε και να χαίρεται κανείς για τα καλά του αδελφού του και να κάνει τα πάντα, για να τον εξυπηρετήσει και με καθετί να φροντίζει να τον τιμά και να τον αναπαύει.

Στην αρχή του λόγου είπαμε ότι πολλές φορές συμβαίνει να βάλει κάποιος μετάνοια στον αδελφό του και μετά τη μετάνοια να παραμένει ακόμα λυπημένος μαζί του. Τότε λέμε ότι, βάζοντας μετάνοια, την μεν οργή θεράπευσε μ’ αυτή τη μετάνοια, εναντίον όμως της μνησικακίας δεν αγωνίστηκε ακόμα. Υπάρχει δε και άλλος που, αν συμβεί να στενοχωρηθεί με κάποιο και βάλουν μετάνοια και συγχωρεθούν, ειρηνεύει απέναντί του και δεν βαστάει στην καρδιά του καμιά κακή ανάμνηση γι’ αυτόν. Αν όμως συμβεί, μετά από μερικές ημέρες, να του πει κάτι που να τον στενοχωρήσει, αρχίζει να ξαναθυμάται και τα πρώτα και να αναστατώνεται, όχι μόνο για τα δεύτερα, αλλά και για τα πρώτα. Αυτός μοιάζει με άνθρωπο που έχει πληγή και βάζει έμπλαστρο. Και προσωρινά με το έμπλαστρο την επουλώνει. Είναι όμως ακόμα το μέρος ευαίσθητο και οποιαδήποτε στιγμή του ρίξει κανείς μια πέτρα, πληγώνεται πιο εύκολα απ’ όλο το άλλο σώμα και αρχίζει αμέσως να αιμορραγεί. Έτι παθαίνει και αυτός. Είχε πληγή και της έβαλε επάνω έμπλαστρο, που είναι η μετάνοια.

Και προσωρινά μεν θεράπευσε την πληγή, ακριβώς όπως και ο πρώτος, δηλαδή θεράπευσε την οργή και άρχισε να φροντίζει και για τη μνησικακία, προσπαθώντας να μην κρατήσει καμιά κακή ενθύμηση στην καρδιά του. Αυτό ακριβώς είναι η επούλωση του τραύματος. Δεν το εξαφάνισε όμως μέχρι τώρα εντελώς, αλλά ακόμα έχει το έλλειμμα της μνησικακίας, που είναι η ουλή, απ’ όπου εύκολα ξανανοίγει όλο το τραύμα, όταν δεχθεί μικρό κτύπημα. Πρέπει λοιπόν να αγωνισθεί, για να εξαφανίσει εντελώς την ουλή, ώστε και να ξαναβγάλει τρίχες το μέρος εκείνο και να μη μείνει καμιά ασχήμια, ούτε να γίνεται καθόλου αντιληπτό ότι βρισκόταν σ’ εκείνο το μέρος τραύμα.

Πώς όμως μπορεί να το κατορθώσει κανείς αυτό; Με το να προσεύχεται με όλη του την καρδιά γι’ αυτόν που τον λύπησε και να λέει: «Θεέ μου, βοήθησε τον αδελφό μου και με τις ευχές του και μένα». Και βρίσκεται στη θέση να προσεύχεται για τον αδελφό του – πράγμα που αποτελεί απόδειξη της αγάπης και της συμπάθειας – και να ταπεινώνεται, ζητώντας βοήθεια με τις ευχές του. Όπου δε υπάρχει συμπάθεια, αγάπη και ταπείνωση, πώς μπορεί να υπερισχύσει θυμός ή μνησικακία ή κάποιο άλλο πάθος; Καθώς είπε και ο αββάς Ζωσιμάς: «Και αν ακόμα ξεσηκώσει όλα τα σύνεργα της κακίας του ο διάβολος με όλα τα δαιμόνιά του, όλες οι πονηριές του αχρηστεύονται και συντρίβονται από την ταπείνωση που φέρνει η τήρηση της εντολής του Χριστού».1 Λέει δε κάποιος άλλος Γέροντας: «Αυτός που προσεύχεται για τους εχθρούς του, δεν έχει μέσα του μνησικακία»2

Κατανοήστε καλά ό,τι ακούτε και κάνετέ τα πράξη. Γιατί, πραγματικά, αν πρακτικά δεν τα εφαρμόσετε με τα λόγια δεν μπορείτε αυτά να τα μάθετε. Ποιός άνθρωπος, που θέλει να μάθει μια τέχνη, τη μαθαίνει μόνο με τα λόγια; Οπωσδήποτε πρώτα φτιάχνει και χαλάει και ξαναφτιάχνει και ξαναχαλάει και έτσι, κοπιάζοντας λίγο και υπομένοντας, μαθαίνει την τέχνη, με τη βοήθεια του Θεού, που βλέπει την προαίρεση και τον κόπο του και τον δυναμώνει στο έργο. Και εμείς θέλουμε να μάθουμε τη μεγαλύτερη απ’ όλες τις τέχνες,3 χωρίς να καταπιαστούμε με έργα; Πώς είναι δυνατόν; Ας προσέξουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί μου, και ας δουλέψουμε με πολλή επιμέλεια, όσο έχουμε ακόμα καιρό. Ο Θεός να δώσει να θυμόμαστε και να φυλάμε εκείνα που ακούμε, για να μη μας επιβαρύνουν τη ημέρα της Κρίσεως.

Περί μνησικακίας. Μέρος δεύτερον.

Έστι δε αποδούναι κακόν αντί κακού, ου μόνον έργω, αλλά και λόγω και σχήματι. Και δοκεί τις έργω μεν μη αποδιδόναι κακόν, ευρίσκεται δε λόγω, ως είπον, ή και σχήματι αποδιδούς. Έστι γαρ ότε ποιεί τις εν σχήμα ή κίνημα ή βλέμμα, και ταράσσει τον αδελφόν αυτού˙ δύναται γαρ τις και δια βλέμματος ή κινήματος πλήξαι τον αδελφόν αυτού˙ και έστι και τούτο αποδούναι κακόν αντί κακού. Άλλος σπουδάζει μήτε έργω, μήτε λόγω, μήτε σχήματι ή κινήματι αποδούναι κακόν αντί κακού˙ έχει δε λύπην εν τη καρδία αυτού προς τον αδελφόν αυτού και θλίβεται κατ’ αυτού. Βλέπετε πόση διαφορά καταστάσεων. Άλλος ούτε λύπην τινά έχει προς τον αδελφόν αυτού˙ εάν δε ακούση ότι έθλιψεν αυτόν ει τις δήποτε ή εγόγγυσε κατ’ αυτού ή ελοιδόρησεν αυτόν, αεί τέρπεται ακούων και ευρίσκεται και ούτος αποδιδούς κακόν αντί κακού εν τη καρδία αυτού. Άλλος ούτε κακίαν κρατεί ούτε χαίρει ακούων λοιδορίαν κατά του θλίψαντος αυτόν, αλλά και θλίβεται εάν θλιβή˙ ουχ ηδέως δε έχει ίνα και καλώς πάθη, άλλ’ εάν ίδη αυτόν δοξαζόμενον ή αναπαυόμενον, θλίβεται˙
και έστι και τούτο είδος μνησικακίας, κουφότερον μεν όμως εστί. Θέλει δε τις και χαίρειν τη αναπαύσει του αδελφού αυτού και πάντα ποιείν προς θεραπείαν αυτού και έκαστον πράγμα επιτηδεύειν προς τιμήν και ανάπαυσιν αυτού.

Είπομεν δε εν τη αρχή του λόγου ότι έστι τις βάλλων μετάνοιαν τω αδελφώ αυτού και μετά την μετάνοιαν μένει ακμήν έχων λύπην κατ’ αυτού, και λέγομεν ότι βαλών την μετάνοιαν, την μεν οργήν δι’ αυτής εθεράπευσε, προς δε την μνησικακίαν ούπω ηγωνίσατο. Έστι δε άλλος ότι εάν συμβή τινά θλίψαι αυτόν και βάλωσι μετάνοιαν και διαλλαγώσιν αλλήλοις, ειρηνεύει προς αυτόν και ουδεμίαν μνήμην κακήν έχει εν τη καρδία αυτού περί αυτού˙ εάν δε συμβή αυτόν μεθ’ ημέρας ειπείν αυτώ τι ποτέ θλίβον αυτόν, άρχεται και των πρώτων μνημονεύειν και ταράσσεσθαιου μόνον περί των δευτέρων, αλλά και περί των πρώτων. Ούτος έοικεν ανθρώπω έχοντι τραύμα και βάλλοντι έμπλαστρον˙ και τέως δια της εμπλάστρου εθεράπευσε το τραύμα και συνούλωσεν, έτι δε ασθενέστερός εστίν ο τόπος, και ότε δήποτε ρίψει τις λίθον κατ’ αυτού, πλέον όλου του σώματος εκείνος ο τόπος ευχερώς πλήσσεται και άρχεται ευθέως αιμορροείν˙ ούτω έπαθε και αυτός˙ έσχε τραύμα και επέθηκεν έμπλαστρον, ήτις εστίν η μετάνοια, και τέως μεν εθεράπευσε το τραύμα, ώστε και ο
πρώτος, τούτ’ εστί την οργήν, ήρξατο και της μνησικακίας επιμελείσθαι δια του σπουδάσαι μηδεμίαν κακήν μνήμην κρατήσαι εν τη καρδία αυτού˙ τούτο γαρ εστί το συνουλώσαι το τραύμα. Ούπω δε τελείως εξήλειψεν, άλλ’ έτι έχει έλλειμμα της μνησικακίας, όπερ εστίν η ουλή εξ ης ευχερώς αναδαρούται όλον το τραύμα, όταν δέξηται μικράν πληγήν. Οφείλει ουν αγωνίσασθαι, ίνα και την ουλήν τελείως εξαλείψη, ώστε και τριχώσαι τον τόπον και μήτε αμορφίαν τινά υπολειφθήναι, μήτε νοείσθαι όλως ότι εγένετο εν τω τόπω εκείνω τραύμα.

Πώς δε δύναται τούτο κατορθώσαι; Δια του προσεύχεσθαι εξ όλης καρδίας υπέρ του λυπήσαντος αυτόν και λέγειν˙ Ο Θεός, βοήθησον τω αδελφώ μου καμοί δια των ευχών αυτού. Και ευρίσκεται υπερευχόμενος τω αδελφώ αυτού, όπερ εστί συμπαθείας και αγάπης τεκμήριον, και ταπεινούμενος δια του αιτείν βοήθειαν δια των ευχών αυτού. Όπου δε συμπάθεια και αγάπη και ταπείνωσις, τί δύναται ισχύσαι θυμός ή μνησικακία ή έτερον πάθος; Καθώς είπεν ο αββάς Ζωσιμάς ότι˙ εάν κινήση πάντα τα μάγγανα της κακίας αυτού ο διάβολος μετά πάντων των δαιμόνων αυτού, αργούσι πάσαι αι μεθοδείαι αυτού και συντρίβονται υπό της ταπεινώσεως της εντολής του Χριστού. Λέγει δε και έτερος γέρων˙ Ο προσευχόμενος υπέρ εχθρών, αμνησίκακος έσται.

Εργάσασθε και νοήσατε καλώς ει τι ακούετε. Όντως γαρ εάν μη εργάσησθε, λόγω ου δύνασθε ταύτα παραλαβείν. Ποίος άνθρωθπος θέλων μαθείν τέχνην, λόγω μόνω παραλαμβάνει αυτήν; Πάντως πρώτον παραμένει ποιών και ασυστροφών και πάλιν ποιών και αφανίζων, και ούτως κατά μικρόν κοπιών και υπομένων μανθάνει την τέχνην, του Θεού βλέποντος την προαίρεσιν και τον κόπον αυτού, και συνεργούντος αυτώ. Ημείς δε την τέχνην των τεχνών λόγω θέλομεν παραλαβείν, μη επιβαλλόμενοι έργω; Και πώς ενδέχεται; Πρόσχωμεν ουν εαυτοίς, αδελφοί, και εργασώμεθα μετά σπουδής, ως έτι έχομεν καιρόν. Ο Θεός δώη ημίν μνημονεύειν και φυλάττειν α ακούομεν, ίνα μη εις κρίμα ημίν γένωνται εν ημέρα κρίσεως.

Υποσημειώσεις.

1. «Εν παντί αμαρτήματι εταπείνωσεν ημάς ο διάβολος, και οφείλομεν ευγνώμονες γενέσθαι της ταπεινώσεως ημών˙ οι γαρ ευγνώμονες γενόμενοι της αυτών ταπεινώσεως συντρίβουσι τον διάβολον. Και καθώς είπον οι άγιοι Πατέρες˙ εάν κατενεχθή η ταπείνωσις εις τον άδην, εις τον ουρανόν ανάγεται˙ και εάν υψωθή η υπερηφανία έως του ουρανού, κατάγεται εις τον άδην˙ τις πείθει ποτέ τεταπεινωμένον πλέξαι λογισμούς κατά τινός, ή καν ανέξεσθαι μέμψασθαί τινά, ή βάλλειν επάνω άλλου αιτίαν; Παν γαρ οτιούν πάθη ο ταπεινός ή ακούση, αφορμήν λαμβάνει εις το καταμέμφεσθαι και υβρίζειν εαυτόν˙ και εμέμνητο του αββά Μωυσέως ότε εξέβαλλον αυτόν οι κληρικοι του ιερατείου, ειπόντες αυτώ˙ Ύπαγε έξω, Αιθίοψ. Και ήρξατο εαυτόν επιπλήττειν και λέγειν˙ Σποδόδερμε, μελανέ, καλώς σοι εποίησαν˙ μη ων άνθρωπος έρχη εις το μέσον των ανθρώπων˙ και καλώς σοι εποίησαν» (Αββά Ζωσιμά, P. G. 78, 1688A).
2. P. G. 40, 1277D.
3. Άλλ’ έστω τις μήτε κακός, και αρετής ήκων εις το ακρότατον˙ ουχ ορώ, τίνα λαβών επιστήμην, η ποία δυνάμει πιστεύσας, ταύτην αν θαρροίη την προστασίαν˙ τω όντι γαρ αύτη μοι φαίνεται τέχνη τις είναι τεχνών, και επιστήμη επιστημών, άνθρωπον άγειν, το πολυτροπώτατον ζώον και ποικιλώτατον. Γνοίη δ’ αν τις τη των σωμάτων θεραπεία, τη των ψυχών ιατρείαν αντεξετάσαι˙ και όσω μεν εργώδης εκείνη καταμαθών, όσω δε η καθ’ ημάς εργωδεστέρα προσεξετάσας, και τη φύσει της ύλης, και τη δυνάμει της επιστήμης, και τω τέλει της ενεργείας τιμιωτέρα» (Γρηγορίου Θεολόγου P. G. 35, 425A Πρβλ και Ευαγρίου P. G. 79, 748 – 49)

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Για τη μνησικακία (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.