Ιερωσύνη του – Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας.

Σέ λίγο ἔμαθα πώς ὑπῆρχε στήν Τασκένδη κάποια ἀδελφότητα καί πῆγα σέ μία ἀπό τίς συνάξεις. Καθώς γινόταν ὁ διάλογος, ἔκανα μακρά παρέμβαση καί ἡ ὁμιλία μου ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση πού μεταβλήθηκε σέ χαρά μόλις ἔμαθαν ὅτι ἥμουν ὁ ἀρχίατρος τοῦ νοσοκομείου τῆς πόλης.
Ἕνας ὑψηλά ἱστάμενος ἱερέας, ὁ πρωθιερέας Μιχαήλ Ἀντρέεφ, προϊστάμενος τοῦ ναοῦ κοντά στόν σταθμό, ὀργάνωνε τίς Κυριακές τά βράδια συνάξεις μέ θέματα ἀπό τή Βίβλο. Λάμβανε τόν λόγο κι ὅποιος ἀπό τό ἀκροατήριο ἐπιθυμοῦσε μποροῦσε νά παρέμβει. Ἀκολουθοῦσαν ψαλμωδίες. Πήγαινα τακτικά σ’ αὐτές τίς συνάξεις καί συχνά γίνονταν σοβαρές συζητήσεις. Ἀγνοοῦσα βέβαια ὅτι αὐτές οἱ συζητήσεις δέν ἦταν παρά ἡ ἀπαρχή τῆς μετέπειτα σημαντικῆς ἱεροκηρυκτικῆς δράσης μου.
Μόλις ἔκανε τήν ἐμφάνισή της ἡ ὀλέθρια «Ζῶσα Ἐκκλησία»*, ἡ ὕπαρξη καί δράση τῶν ἐπισκόπων συζητεῖτο παντοῦ -στίς ἐνοριακές κληρικολαϊκές συνελεύσεις-κάποιοι δέ καθαιρέθηκαν. Τότε ἔγινε καί ἡ «δίκη» τοῦ ἐπισκόπου Τασκένδης καί Τουρκμενιστάν, μέσα σ’ ἕνα μεγάλο χῶρο ὅπου συγκεντρωνόταν ἡ χορωδία, πολύ κοντά στόν καθεδρικό. Παρευρέθηκαν μέ τήν ἰδιότητά μου ὡς φιλοξενούμενος καί ἔκανα μιά μακρά φλογερή ὁμιλία γιά ἕνα ζήτημα πολύ σημαντικό.
Δέν ὑπῆρξαν ξεκάθαρες θέσεις στή συνέλευση καί ἡ δράση τοῦ ἐπισκόπου Ἰννοκέντιου (Πουστίνσκι) ἐκτιμήθηκε θετικά. Στό τέλος τῆς σύναξης, οἱ συμμετέχοντες διασκορπίστηκαν, διασταυρωθήκαμε ἀπρόοπτα μέ τόν ἐπίσκοπο κοντά στήν πόρτα. Μέ πῆρε ἀπό τό χέρι καί μέ ὁδήγησε στήν αὐλή τοῦ καθεδρικοῦ. Τόν φέραμε γύρα δύο φορές. Μοῦ εἶπε πώς ἡ ὁμιλία μου τοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση καί, σταματώντας δήλωσε: «Γιατρέ, πρέπει νά γίνεις ἱερέας»!
Ὅπως ἤδη τό εἶπα, ποτέ δέν εἶχα σκεφτεῖ τήν ἱερωσύνη, ἀλλά ἐξέλαβα αὐτά τά λόγια σάν κλήση τοῦ Θεοῦ μέ τή φωνή τοῦ ἐπισκόπου. Χωρίς νά σκεφτῶ οὔτε ἕνα λεπτό, ἀπάντησα «Καλά, δεσπότη μου! Ἄν ἀρέσει στόν Θεό, θά γίνω ἱερέας».
Λίγο ἀργότερα, τοῦ εἶπα πώς ἡ νοσοκόμα μου ἔμενε στό σπίτι μου, ἐξηγώντας του ὅτι τή δέχτηκα ἔπειτα ἀπό φανερά θαυμαστή ἐντολή τοῦ Θεοῦ, σάν «μητέρα ἐπί τέκνοις εὐφραινομένην» (Ψαλμ. 112,9). Πῶς νά γίνει πού ἕνας ἱερέας δέ μπορεῖ νά ζήσει μέ μία ξένη γυναίκα κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη; Ὁ ἐπίσκοπος, ὡστόσο, δέν ἔδωσε καμία σημασία σ’ αὐτή μου τήν ἀντίρρηση. Δήλωσε μόνο ὅτι δέν ἀμφέβαλλε ὡς πρός τό ὅ,τι εἶχα τηρήσει τήν ἕβδομη ἐντολή.
Τήν ἐπομένη Κυριακή, κατά τήν ἀνάγνωση τῶν ὡρῶν, συνοδευόμενος ἀπό δύο διακόνους καί φορώντας ἕνα ράσο πού δέ μοῦ ἔκανε, βρέθηκα ἐνώπιον τοῦ θρόνου του ἐπισκόπου γιά νά χειροθετηθῶ ἀναγνώστης, ψάλτης καί ὑποδιάκονος. Χειροτονήθηκα διάκονος στή λειτουργία. Γεγονός ἀσυνήθιστο, ἡ χειροτονία εἰς διάκονον ἑνός ἀναγνωρισμένου καθηγητῆ, ἔκανε πραγματικά αἴσθηση στήν Τασκένδη. Συνοδεία ἑνός καθηγητῆ, μία σημαντική ὁμάδα φοιτητῶν τῆς ἰατρικῆς σχολῆς ἦρθαν νά μέ βροῦν. Ὄντας πολύ ἀπομακρυσμένοι ἀπό τή θρησκεία, δέ μποροῦσαν νά συλλάβουν, οὔτε νά ἐκτιμήσουν τόν τρόπο συμπεριφορᾶς μου. Τί θά μποροῦσαν νά καταλάβουν ἄν τούς ἔλεγα πώς βλέποντας τίς χλευαστικές λιτανεῖες πού σάρκαζαν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ἡ καρδιά μου κραύγαζε «Δέ μπορῶ νά σωπάσω»! Αἰσθανόμουν ὅτι ἦταν καθῆκον μου νά ὑπερασπιστῶ μέ τό κήρυγμα τόν κατηγορούμενο Κύριό μας καί νά δοξάσω τό ἄπειρο πρός τό ἀνθρώπινο γένος ἔλεός Του.
Μία ἑβδομάδα μετά τήν εἰς διάκονο χειροτονία μου, ἀνήμερα τῆς Ὑπαπαντῆς χειροτονήθηκα ἱερέας ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἰννοκέντιο.
Λησμόνησα νά πῶς ὅτι ἤμουν ἕνας ἀπό τούς πρώτεργάτες στή δημιουργία τοῦ πανεπιστημίου τῆς Τασκένδης. Στίς περισσότερες ἕδρες εἶχαν ἐκλέξει διδάκτορες καταγόμενους ἀπό τήν Τασκένδη. Ἤμουν ὁ μόνος πού εἶχα ἀνακηρυχτεῖ διδάκτορας στή Μόσχα, στήν ἕδρα τῆς τοπογραφικῆς ἀνατομίας καί χειρουργικῆς.
Ἔπρεπε νά ἀσκῶ ταυτόχρονα τήν ἱερωσύνη καί τή διδασκαλία στήν ἰατρική σχολή, ὅπου ἔρχονται καί πολλοί φοιτητές ἀπό τά ἄλλα ἔτη. Δίδασκα μέ τό ράσο καί τόν ἐπισήθιο σταυρό μου· τήν ἐποχή ἐκείνη αὐτό ἦταν ἀκόμη δυνατό. Σήμερα πλέον δέν εἶναι. Καθώς ἐπιπλέον παράμενα καί ἀρχίατρος τοῦ δημοτικοῦ νοσοκομίου τῆς Τασκένδης δέ λειτουργοῦσα στόν καθεδρικό παρά μόνο τίς Κυριακές.
Ὁ ἐπίσκοπος Ἰννοκέντιος, ὁ ὁποῖος σπάνια κήρυττε, μέ διόρισε τέταρτο ἐφημέριο στόν καθεδρικό καί μοῦ ἐμπιστεύτηκε ὅλο τό κήρυγμα. Στήν περίπτωση αὐτή, μοῦ ἀνέφερε τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου «οὐ γάρ ἀπέστειλέ μέ ὁ Χριστός βαπτίζειν, ἀλλ’ εὐαγγελίζεσθαι» (Α΄Κορ. 1,17). Κατανοοῦσε βαθιά αὐτό πού μοῦ ἔλεγε καί τά λόγια του ἦταν σχεδόν προφητικά. Σήμερα, ἔχοντας τριάντα ὀκτώ ἔτη στήν ἱερωσύνη ἀπό τά ὁποία τριάντα ἕξι ὡς ἐπίσκοπος, καταλαβαίνω καθαρά ὅτι ἐκλήθην παρά Θεοῦ στό κήρυγμα καί στήν ὁμολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.
Στά πολλά χρόνια τῆς ἱερατείας μου δέν ἔκανα ποτέ μυστήρια** οὔτε μία βάπτιση, ἐκτός ἀπό συντομευμένες βαπτίσεις. Ἐκτός ἀπό τό κήρυγμα στά συλλείτουργα μέ τόν ἐπίσκοπο Ἰννοκέντιο, κάθε Κυριακή μετά τόν ἑσπερινό, ἔκανα στόν καθεδρικό μακρές συζητήσεις πάνω σέ ἐπείγοντα καί δύσκολα θεολογικά θέματα, μπροστά σέ πολυπληθῆ ἀκροατήρια. Ἕναν ὁλόκληρο κύκλο ἀφιερώσαμε στήν κριτική τοῦ ὑλισμοῦ. Δέν εἶχα θεολογική παιδεία, ἀλλά μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ξεπερνοῦσα τά ἐμπόδια πού ἔχουν νά κάνουν μέ τέτοιου εἴδους παρεμβάσεις συζητητῶν.
Ἐπιπλέον, γιά δύο χρόνια ἔκανα συχνά δημόσιες ἀντιπαραθέσεις μέ ἕναν ἀποστάτη, τόν πρωτοθιερέα Λομάκιν πού εἶχε διατελέσει ἱεραπόστολος τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Κούρσκ, καί ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας στήν Κεντρική Ἀσία. Οἱ συζητήσεις αὐτές, οἱ ὁποῖες τραβοῦσαν πολυπληθές κοινό, τέλειωναν συνήθως μέ τήν ἥττα τοῦ ἀποστάτη, γεμάτου ντροπή. Οἱ πιστοί τοῦ ἔκοβαν τόν δρόμο λέγοντάς του: «Πές μας πότε ἔλεγες ψέματα, ὅταν ἤσουν παπᾶς ἤ τώρα;» Ὁ δυστυχής ἀρνητής ἄρχισε νά μέ φοβᾶται καί ζήτησε ἀπό τούς διοργανωτές νά τόν ἀπαλλάξουν «ἀπό τόν φιλόσοφο».
Μιά μέρα, χωρίς νά τό ξέρει, οἱ σιδηροδρομικοί ὑπάλληλοι μέ προσκάλεσαν στόν σύλλογό τους γιά νά πάρω μέρος σέ ἕναν διάλογο πάνω στή θρησκεία. Ἀμέσως πρίν ξεκινήσουμε, κι ἐνῶ εἶχα πάρει θέση πάνω στή σκηνή -ἡ κουρτίνα ἦταν κλειστή ἀκόμη- βλέπω ξαφνικά τόν ἀντίπαλό μου ν’ ἀνεβαίνει τά σκαλοπάτια τοῦ βάθρου. Βλέποντάς μέ μουρμούρισε συγχυσμένος: «Πάλι αὐτός ὁ γιατρός»! Ὑποκλίθηκε καί ξανακατέβηκε. Πῆρε αὐτός πρῶτος τόν λόγο ἀλλά ὅπως πάντα ἡ παρέμβασή μου γκρέμισε ὅλα του τά ἐπιχειρήματα καί οἱ ἐργάτες μέ ἀντάμειψαν μέ δυνατά χειροκροτήματα. Οἱ λέξεις τοῦ Ψαλμωδοῦ: «θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός» ἐκπληρώθηκαν μέ φοβερό τρόπο σ’ αὐτόν τόν δύστυχο βλάσφημο κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Προσβλήθηκε ἀπό καρκίνο στό ὀρθό ἔντερο καί, χειρουργώντας τον, διαπίστωσα ὅτι ἡ φλεγμονή εἶχε ἤδη φτάσει στήν οὐροδόχο κύστη. Μία βαθιά καί ἐξαιρετικά δύσοσμη κοιλότητα γεμάτη πύον, κόπρανα καί οὖρα, μέ πλῆθος σκουλήκια, δέν ἄργησε νά δημιουργηθεῖ μέσα στή λεκάνη τοῦ ἐχθροῦ τοῦ Θεοῦ. Οἱ πόνοι του τόν ἔκαναν φοβερά ἐπιθετικό. Μή ὑποφέροντας τέτοια κακία καί τόσες κατάρες, ἀκόμη καί οἱ κομμουνίστριες νοσοκόμες πού τόν εἶχαν ἀναλάβει, ἀρνήθηκαν ν’ ἀσχοληθοῦν μαζί του.
Σ’ αὐτή τή δύσκολη περίοδο κατά τήν ὁποία ἔπρεπε νά συνδυάσω τήν ὑπηρεσία καί τό κήρυγμα στόν καθεδρικό ναό μέ τά καθήκοντα τοῦ ἐπικεφαλῆς τῆς ἕδρας τῆς τοπογραφικῆς ἀνατομίας καί τῆς χειρουργικῆς καθώς καί τή διδασκαλία τῆς ἰατρικῆς, ἔπρεπε σύντομα ν’ ἀποκτήσω θεολογική κατάρτιση. Ὁ Κύριος μέ βοήθησε σ’ αὐτό τό ἔργο : ἕνας πιστός παλαιοπώλης, ἀκροατής τῶν λόγων καί τῶν συζητήσεών μου μοῦ ἐφερε τόσα πολλά βιβλία ὥστε σύντομα εἶχα μία πλούσια βιβλιοθήκη.
Καί δέν ἦταν αὐτά μόνο: συνέχιζα νά ἔχω ἀναλάβει τήν εὐθύνη τοῦ ἀρχιάτρου, χειρουργοῦσα καθημερινά -ἀκόμη καί τή νύχτα- στό νοσοκομεῖο κ ἔπρεπε ὄντως νά βγάλω ἐπιστημονικά συμπεράσματα ἀπό τίς παρατηρήσεις μου. Γι’ αὐτό προχωροῦσα σέ ἔρευνες πάνω στά πτώματα τοῦ νεκροτομείου τοῦ νοσοκομείου. Κουβαλοῦσαν κάθε μέρα ὁλόκληρα καρότσια: σώματα προσφύγων ἀπό τά μέρη τοῦ Βόλγα ὅπου ἡ φοβερή πεῖνα καί οἱ ἐπιδημίες ἔκαναν τρομερές καταστροφές. Γιά νά ἐργαστῶ πάνω σ’ αὐτά τά πτώματα, ἔπρεπε ἐγώ ὁ ἴδιος νά τά καθαρίσω ἀπό τίς ψεῖρες καί τή βρώμα τους. Οἱ πολυάριθμες αὐτές ἔρευνες μέ βοήθησαν στά Δοκίμια χειρουργικῆς πυοδῶν τραυμάτων, τά ὁποία γνώρισαν τρεῖς ἐκδόσεις καί συνολικό τιράζ 60.000 ἀντιτύπων. Μέ τό βιβλίο αὐτό κέρδισα τό βραβεῖο Στάλιν πρώτης κατηγορίας.
Ἡ ἐργασία πάνω στά πτώματα πού ἦταν γεμάτα ψεῖρες μοῦ κόστισε ἀκριβά. Ἀπόκτησα ἐξανθηματικό τύφο πολύ ἐπικίνδυνο. Ἀλλά μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ἀσθένεια περιορίστηκε σέ δύο κρίσεις: ἡ πρώτη πολύ σοβαρή καί ἡ δεύτερη σχεδόν καλοήθης.

*Πρόκειται γιά ἕνα σχίσμα πού προκλήθηκε ἀπό τή σοβιετική ἐξουσία γιά νά ἀλωθεῖ ἡ ὀρθόδοξη ρωσική Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἔσω. Καθοδηγημένη ἀπό ἐγγάμους ἱερεῖς πού ἐκλέγονταν ἐπίσκοποι, ἡ «Ζῶσα Ἐκκλησία» κυρίευε διά τῆς βίας ἀρκετούς ναούς, οἱ ὁποίοι γενικά ἦταν κλειστοί, ἅπαξ καί οἱ πιστοί τούς εἶχαν ἐγκαταλείψει. Ἡ κίνηση αὐτή διαλύθηκε στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1920. Κάποιοι πού εἶχαν ἐνταχθεῖ ἐκεῖ μετάνιωσαν, ἄλλοι δήλωσαν δημοσίως ἄθεοι.
**Δηλαδή κυρίως βαπτίσεις, γάμους καί κηδεῖες, πολυάριθμες δεήσεις γιά ζωντανούς ἤ πεθαμένους πού ζητοῦν οἱ πιστοί. Οἱ Ρῶσοι ἱερεῖς κάνουν ἐντυπωσιακά πολλές.

Από το βιβλίο: Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο: Αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, του Αγίου Λουκά (Αρχιεπ. Συμφερουπόλεως και Κριμαίας).
Εκδότης «ΕΝ ΠΛΩ». Ιούλιος 2021. Επιμέλεια, ΜΠΟΥΓΑ ΣΟΦΙΑ

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.