Για το ψέμα (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Θέλω να σας θυμίσω, αδελφοί μου, λίγα για το ψέμα. Γιατί δεν βλέπω να πολυφροντίζετε να κρατάτε τη γλώσσα σας και γι’ αυτό εύκολα παρασυρόσαστε σε λάθη. Βλέπετε, αδελφοί μου, ότι για κάθε πράγμα, όπως πάντα σας λέω, παίζει ρόλο η συνήθεια και στο καλό και στο κακό. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή και άγρυπνη φροντίδα, για να μη μας ξεγελάει το ψέμα. Γιατί κανένας απ’ αυτούς που λένε ψέματα δεν ενώθηκε με τον Θεό. Το ψέμα δεν έχει καμιά σχέση με τον Θεό. Γιατί είναι γραμμένο ότι: «Το ψέμα πηγάζει από τον Πονηρό». Και σ’ άλλο σημείο έχει γραφεί ότι: «Ο διάβολος είναι ψεύτης και πατέρας του ψεύδους» (Ιωάν. 8, 44). Βλέπετε, λέει τον διάβολο πατέρα του ψεύδους. Η δε αλήθεια είναι ο Θεός. Γιατί Αυτός λέει: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. 14, 6). Καταλαβαίνετε λοιπόν από Ποιόν χωριζόμαστε και με ποιον δενόμαστε με το ψέμα. Είναι ολοφάνερο ότι δενόμαστε με τον διάβολο. Αν πραγματικά θέλουμε να σωθούμε, έχουμε υποχρέωση, με όλη τη δύναμη και με κάθε φροντίδα, να αγαπάμε την αλήθεια
και να φυλαγόμαστε από κάθε είδους ψέμα, για να μη μας χωρίσει από την αλήθεια και τη ζωή.

Υπάρχουν δε τρεις διαφορετικοί τρόποι για να πει κανείς ψέματα. Ο ένας είναι να πει κανείς ψέματα με το νου του. Ο άλλος το να πει ψέματα με λόγια και ο τρίτος το να πει ψέματα με ολόκληρη τη ζωή του. Εκείνος που με το νου του λέει ψέματα, είναι αυτός που δέχεται τις υπόνοιες. Αυτός, αν δει κάποιον να μιλάει με τον αδελφό του, υποψιάζεται και λέει: «Για μένα λέει». Και αν σταματήσουν να μιλάνε, πάλι υποψιάζεται ότι σταμάτησαν γι’ αυτόν. Αν του πει κανείς μια κουβέντα, υποψιάζεται ότι την είπε επίτηδες για να τον στενοχωρήσει. Και μ’ ένα λόγο, σε κάθε πράγμα έτσι υποψιάζεται τον αδελφό του, λέγοντας: «Για μένα το έκανε αυτό, για μένα το είπε εκείνο. Γι’ αυτό το λόγο έκανε τούτο το πράγμα». Αυτός είναι που με το νου του λέει ψέματα. Γιατί δεν λέει τίποτε αληθινό, αλλά όλα είναι βασισμένα στιες υποψίες. Απ’ αυτό το λόγο λοιπόν γεννιούνται περιέργειες, καταλαλιές, κρυφακούσματα, διαμάχες, κατακρίσεις.

Τυχαίνει καμιά φορά να υποψιαστεί κάποιος κάτι και τα πράγματα να αποδείξουν ότι ήταν αληθινό. Και γι’ αυτό ακριβώς ισχυρίζεται ότι, επειδή θέλει να διορθώσει τον εαυτό του, πάντοτε κινείται με καχυποψία και περιέργεια, κάνοντας την ακόλουθη σκέψη: «Αν μιλάει κανείς εναντίον μου και εγώ τον ακούσω, θα καταλάβω ποιο είναι το σφάλμα που με κατηγορεί και θα διορθωθώ». Πρώτα – πρώτα λοιπόν, αυτή η προκατάληψη που δέχεται στην ψυχή του είναι έργο του Πονηρού. Γιατί άρχισε με το ψέμα, δηλαδή χωρίς να ξέρει, υποψιάστηκε αυτό που δεν ήξερε. Πώς μπορεί λοιπόν κακό δένδρο να κάνει καλούς καρπούς; Αν όμως θέλει να διορθωθεί εντελώς, όταν του πει ο αδελφός «μην το κάνεις αυτό» ή «γιατί το έκανες εκείνο;», να μη ταραχθεί. Αλλά να βάλει μετάνοια και να τον ευχαριστήσει και τότε θα διορθωθεί. Και, αν δει ο Θεός ότι είναι τέτοια η πρόθεσή του, δεν θα τον αφήσει ποτέ να πλανηθεί, αλλά οπωσδήποτε θα του στείλει τον κατάλληλο άνθρωπο, για να τον διορθώσει. Το να πει όμως ότι «επειδή θέλω να διορθωθώ, πιστεύω στις
υποψίες μου και κατά συνέπεια συνηθίζω να κρυφακούω και να περιεργάζομαι», αυτό είναι μια σκέψη που του τη βάζει και τη δημιουργεί ο διάβολος, θέλοντας να τον καταστρέψει.

Όταν κάποτε βρισκόμουνα στο Κοινόβιο, είχα τον πειρασμό να προσπαθώ να συμπεράνω την εσωτερική κατάσταση κάποιου από τις κινήσεις του. Μου συνέβη λοιπόν ένα σχετικό γεγονός. Μια φορά, καθώς στεκόμουν, προσπερνάει μια γυναίκα που βάσταζε ένα σταμνί νερό, και δεν κατάλαβα πως παρασύρθηκα και πρόσεχα τα μάτια της. Αμέσως τότε μου γεννήθηκε ο λογισμός ότι ήραν πόρνη. Μόλις λοιπόν μου είπε αυτό το πράγμα ο λογισμός, πολύ στενοχωρήθηκα και το ανέφερα στον γέροντα, τον αββά Ιωάννη, μ’ αυτό τον τρόπο: «Γέροντα, αν, χωρίς να το θέλω, δω μια κίνηση κάποιου και συμπεράνω με το λογισμό την κατάσταση που βρίσκεται, τί πρέπει να κάνω»; Και μου απάντησε ο γέροντας κατ’ αυτόν τον τρόπο: «Τί λοιπόν, δεν συμβαίνει πολλές φορές να έχει κανείς κάποιο φυσικό ελάττωμα και με πολύ αγώνα να το ξεπεράσει; Δεν μπορείς απ’ αυτό να καταλάβεις την κατάστασή σου. Ποτέ λοιπόν να μην πιστεύεις στις υποψίες σου, γιατί στραβός οδηγός και τα ίσια τα κάνει στραβά. Οι υποψίες είναι ψεύτικες και βλάπτουν». Από τότε, και αν ακόμα μου έλεγε ο
λογισμός για τον ήλιο ότι είναι ήλιος ή για το σκοτάδι ότι είναι σκοτάδι, δεν το πίστευα. Επειδή δεν υπάρχει τίποτε βαρύτερο από τις υποψίες. Είναι τόσο πολύ βλαβερές, γιατί μένουν πολύ καιρό μέσα μας και αρχίζουν να μας πείθουν να νομίζουμε ότι βλέπουμε καθαρά, πράγματα που ούτε υπάρχουν ούτε έχουν γίνει.

Και σας αναφέρω ένα πράγμα αξιοθαύμαστο σχετικό μ’ αυτό, που έτυχε να παρακολουθήσω όταν ακόμα βρισκόμουνα στο Κοινόβιο. Εκεί είχαμε έναν αδελφό που τον ενοχλούσε πάρα πολύ αυτό το πάθος. Και τόσο πολύ πίστευε στις υποψίες του, ώστε για κάθε υποψία του να είναι βέβαιος ότι ακριβώς έτσι συμβαίνει, όπως του υπαγορεύει ο λογισμός του, και δεν υπάρχει άλλη πιθανότητα. Και επειδή με την πάροδο του χρόνου μεγάλωνε το κακό, οι δαίμονες τον παραπλάνησαν σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπει μια φορά στον κήπο για να κατασκοπεύσει. Γιατί πάντοτε κρυφοκοίταζε και κρυφάκουγε. Του φάνηκε λοιπόν, ότι είδε κάποιον αδελφό να κλέβει σύκα και να τρώει. Ήταν δε και Παρασκευή και δεν είχαν φθάσει ακόμα στη δεύτερη Ώρα.1 Αφού δε έπεισε τον εαυτό του ότι αληθινά αυτό που είδε ήταν πραγματικότητα, φεύγει κρυφά και βγαίνει έξω, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, περιμένοντας πάλι την ώρα της Συνάξεως, για να δει τι θα κάνει ο αδελφός – αυτός που δήθεν είχε κλέψει και είχε φάει τα σύκα – κατά την ώρα της Θείας Κοινωνίας. Και καθώς τον
είδε να νίβει τα χέρια του, για να προσέλθει να κοινωνήσει, τρέχει και λέει στον Γέροντα. «Αυτό τον αδελφό που μπαίνει να μεταλάβει μαζί με τους άλλους, δώσε εντολή να μην τον κοινωνήσουν, γιατί τον είδα από το πρωί να κλέβει σύκα και να τρώει». Στο μεταξύ προχωρεί ο αδελφός εκείνος με πολλή κατάνυξη στην Αγία Προσφορά, γιατί ήταν και από τους ευσεβείς αδελφούς. Μόλις λοιπόν τον είδε ο γέροντα, τον καλεί, πριν ακόμα πλησιάσει τον ιερέα που κοινωνούσε, τον παίρνει παράμερα και του λέει: «Πες μου, αδελφέ, τί είναι αυτό που έκανες σήμερα;» Εκείνος παραξενεύτηκε και του λέει: «Πού γέροντα»; Και του λέει ο γέροντας: «Στον κήπο που μπήκες το πρωί, τί έκανες εκεί»; Λέει πάλι με έκπληξη ο αδελφός: «Γέροντα, ούτε τον κήπο είδα σήμερα, ούτε εδώ στο Κοινόβιο βρισκόμουν το πρωί, αλλά δες, μόλις έφθασα από οδοιπορία. Γιατί αμέσως μόλις τελείωσε η αγρυπνία, μ’ έστειλε ο Οικονόμος σ’ αυτή τη μακρινή δουλειά». Ήταν δε η εξωτερική αυτή δουλειά που ανέφερε πολλά μίλια μακριά και μόλις αυτή την ώρα της Συνάξεως είχε γυρίσει
ο αδελφός. Καλεί ο γέροντας τον οικονόμο και τον ρωτάει: «Πού τον έστειλες αυτόν τον αδελφό;» Απαντάει ο οικονόμος το ίδιο ακριβώς που είχε πει και ο αδελφός. «Σ’ αυτή την πόλη τον έστειλα. Και βάζει μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, γέροντα, γιατί ξεκουραζόσουν από την αγρυπνία και γι’ αυτό δεν τον έφερα να πάρει την καθιερωμένη ευχή πριν φύγει». Μόλις λοιπόν πήρε αυτές τις πληροφορίες ο γέροντας, τους έδωσε ευχή και τους άφησε να πάνε να κοινωνήσουν. Και καλεί τον αδελφό που είχε τις υποψίες και τον επιτιμά και του απαγορεύει να κοινωνήσει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάλεσε όλους τους αδελφούς, μετά από τη Σύναξη, τους ανέφερε με δάκρυα όσα συνέβηκαν και επιτίμησε δημόσια τον αδελφό για όλα, για να βγουν τρία καλά από αυτό: Να ντροπιαστεί και να παραδειγματισθεί ο διάβολος, αυτός που σπέρνει τις υποψίες, να συγχωρεθεί η αμαρτία του αδελφού με την ατίμωση εκείνη και να βοηθηθεί στο εξής από τον Θεό, και για να κάνει τους αδελφούς προσεκτικότερους να μην παραδέχονται ποτέ τις υποψίες τους. Έλεγε λοιπόν,
συμβουλεύοντας και μας και τον αδελφό πάνω σ’ αυτό το θέμα, ότι δεν είναι τίποτα πιο βλαβερό από τις υποψίες και το απεδείκνυε μ’ αυτό το γεγονός.

Και άλλα παρόμοια σε διάφορες περιστάσεις μας είπαν οι Πατέρες, για να μας προφυλάξουν από το κακό που φέρνουν οι υποψίες. Ας φροντίσουμε λοιπόν, αδελφοί μου, με όλες μας τις δυνάμεις να μη δίνουμε εμπιστοσύνη ποτέ στις υποψίες μας. Τίποτε δεν απομακρύνει τόσο πολύ τον άνθρωπο από το να παρακολουθεί και να ελέγχει τις αμαρτίες του, και τίποτε δεν τον κάνει τόσο πολύ να ασχολείται με όσα δεν τον αφορούν όσο αυτές. Απ’ αυτό το πάθος δεν μπορεί να προκύψει τίποτα καλό, απ’ αυτό συμβαίνουν μυριάδες ταραχές, μυριάδες στενοχώριες, απ’ αυτό ποτέ δεν βρίσκει καιρό ο άνθρωπος να αποκτήσει το φόβο του Θεού. Λοιπόν, και αν ακόμα η δική μας η κακία σπείρει υποψίες στην ψυχή μας, αμέσως ας τις μετατρέψουμε σε καλές σκέψεις και τότε δεν θα μας βλάπτουν. Γιατί είναι καταστρεπτικές οι υποψίες και δεν αφήνουν την ψυχή ποτέ να βρει την ειρήνη της. Να, αυτό ακριβώς είναι το ψέμα που ζούμε με το μυαλό μας.

Περί ψεύδους. Μέρος πρώτον.

Θέλω υμάς υπομνήσαι, αδελφοί, περί του ψεύδους ολίγα. Βλέπω γαρ υμάς μη πάνυ σπουδάζοντας τηρείν την γλώσσαν υμών, και εκ τούτου ευχερώς εις πολλά κατασυρόμεθα. Βλέπετε, αδελφοί μου, ότι εις παν πράγμα, καθώς αεί λέγω υμίν, συνήθειά εστί και εις το καλόν και εις το κακόν. Χρεία ούν πολλής νήψεως, ίνα μη κλεπώμεθα υπό του ψεύδους. Ουδείς γαρ ψευδόμενος ήνωται τω Θεώ αλλότριόν εστί του Θεού το ψεύδος . Γέγραπται γαρ ότι? Το ψεύδος εκ του πονηρού έστι και πάλιν ότι? Ψεύδος εστί και ο πατήρ αυτού. Ιδού πατέρα λέγει του ψεύδους τον διάβολον. Η δε αλήθειά εστίν ο Θεός αυτός γαρ λέγει? εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Βλέπετε ουν πόθεν χωρίζομεν εαυτούς και τίνι προσκολλώμεθα δια του ψεύδους, δήλον ότι τω πονηρώ. Ει ουν θέλομεν τω όντι σωθήναι, οφείλομεν πάση δυνάμει και πάση σπουδή αγαπάν την αλήθειαν και φυλάττειν εαυτούς από παντός ψεύδους, ίνα μη χωρίση ημάς από της αληθείας και της ζωής.

Εισί δε τρεις διαφοραί ψεύδους έστιν ο ψευδόμενος κατά διάνοιαν και έστιν ο εν λόγω ψευδόμενος και έστιν ο εις αυτόν τον βίον αυτού ψευδόμενος. Ο κατά διάνοιαν ψευδόμενός εστίν ο δεχόμενος τας υπονοίας. Εάν ίδη ούτός τινά λαλούντα μετά του αδελφού αυτού, υπονοεί και λέγει ότι? Δι’ εμέ λαλούσι. Και εάν κόψωσι την ομιλίαν, πάλιν υπονοεί ότι δι’ αυτόν έκοψαν. Εάν είπη τις ρήμα, υπονοεί ότι δια το θλίψαι αυτόν είπε, και απλώς εις έκαστον πράγμα ούτως υπονοεί τον πλησίον λέγων? Δι εμέ τόδε εποίησε, δι’ εμέ τόδε είπε? δια τόδε, τόδε εποίησεν. Ούτός εστίν ο κατά διάνοιαν ψευδόμενος. Ουδέν γαρ αληθές λέγει, αλλά πάντα από υπονοίας. Εκ τούτου λοιπόν περιέργειαι, καταλαλιαί, το παρακροάσθαι, το μάχεσθαι, το κατακρίνειν.

Έστι δε ότε υπονοεί τις πράγμα και ευρίσκεται εκ του συμβάντος αληθές, και ως εκ τούτου φησί θέλων εαυτόν διορθώσασθαι, αεί περιεργάζεται λογιζόμενος ότι? Εάν κατ’ εμού λαλή τις, βλέπω τι εστί το σφάλμα μου εν ω διαβάλλει με, και διορθούμαι εμαυτόν. Πρώτον μεν ουν αυτή η αρχή εκ του πονηρού εστί? δια γαρ του ψεύδους ήρξατο, μη ειδώς υπενόησεν ο ουκ ήδει. Πώς ουν δύναται δένδρον πονηρόν καρπούς καλούς ποιήσαι; Ει δε όλως θέλει διορθώσασθαι, όταν είπη αυτώ ο αδελφός? Μη ποιήσης τόδε, ή Δια τί τόδε εποίησας; Μη ταραχθή αλλά βάλη μετάνοιαν και ευχαριστήση αυτώ? και τότε διορθώσεται. Και εάν ίδη ο Θεός ότι τοιαύτη εστίν η προαίρεσις αυτού, ουδέποτε αφίει αυτόν πλανηθήναι, αλλά πέμπει πάντως τον οφείλοντα αυτόν διορθώσασθαι. Το δε ειπείν ότι? Δια το διορθωθήναι πιστεύω ταις υπονοίαις μου, και λοιπόν παρακροάσθαι και περιεργάζεσθαι, δικαίωμά εστί του διαβόλου θέλοντος επιβουλεύσαι.

Ποτέ όντος μου εν τω κοινοβίω, επειραζόμην ίνα εκ της κινήσεως του ανθρώπου καταλαμβάνω την κατάστασιν αυτού. Απαντά μοι ουν τοιούτον πράγμα? άπαξ ως ίσταμαι, παρέρχεται μία γυνή βαστάζουσα υδρίαν ύδατος, και ουκ οίδα πως συνηρπάγην και προσέσχον τοις οφθαλμοίς αυτής και υποβάλλει μοι ευθέως ο λογισμός ότι πόρνη εστίν. Ως ουν υπέβαλε τούτο ο λογισμός, εθλίβην πάνυ, και δηλώ τω γέροντι τω αββά Ιωάννη ούτως Δέσποτα, εάν μη θέλων ίδω κίνημά τινός, και υποβάλλει μοι ο λογισμός την κατάστασιν αυτού, τι οφείλω ποιήσαι; Και δηλοί μοι ο γέρων ούτως? Τί ουν; Ουκ έστιν ότε αεί έχει τις φυσικόν ελάττωμα και δι αγώνος κατορθοί αυτό; Ουκ έστιν εκ τούτου μαθείν κατάστασιν τινός. Μηδέποτε ουν πιστεύσης ταις υπονοίαις σου? σκαμβός γαρ κανών και τα ορθά σκαμβά ποιεί. Ψευδείς εισίν αι υπόνοιαι και βλάπτουσιν. Εκ τότε ει ειπέ μοι ο λογισμός περί του ηλίου ότι ήλιός εστίν, ή περί του σκότους ότι σκότος εστίν, ουκ επίετευον αυτώ. Ουδέν γαρ βαρύτερον των υπονοιών τοσούτόν εισίν επιβλαβείς, ότι χρονίζουσαι εν ημίν άρχονται
πείθειν ημάς και εναργώς δοκείν βλέπειν πράγματα μήτε όντα, μήτε γενόμενα.

Και λέγω υμίν πράγμα θαυμαστόν περί τούτου ω τινί εγώ παρηκολούθησα έτι ων εν τω κοινοβίω. Αδελφόν τινά είχομεν εκεί πάνυ οχλούμενον υπό του πάθους τούτου, και ούτως επείθετο ταις ιδίαις υπονοίαις, ώστε πληροφορείσθαι αυτόν περί εκάστης υπονοίας αυτού ότι ούτως εστί πάντως ως υπογράφει ο λογισμός αυτού, και ουκ ενδέχεται άλλως τω ουν χρόνω προκόπτοντος του κακού, ούτως αυτόν έπεισαν οι δαίμονες πλανάσθαι, ώστε εισελθείν αυτόν άπαξ εις τον κήπον κατασκοπούντα? αεί γαρ και παρετηρείτο και παρηκροάτο? και έδοξε βλέπειν τινά των αδελφών κλέπτοντα σύκα και τρώγοντα. Ην δε και Παρασκευή, και ακμήν ουδέ ώρα δευτέρα. Ως ουν έπεισεν εαυτόν ως ότι ιδικώς μετά αληθείας είδε το πράγμα, κρύβει εαυτόν φησί και εξέρχεται σιωπών και επιτηρεί πάλι εις την ώραν της συνάξεως ιδείν τι ποιεί ο αδελφός εις την κοινωνίαν, ο δήθεν κλέψας και φαγών τα σύκα. Και ως είδεν αυτόν νίπτοντα τας χείρας, ίνα εισέλθη και κοινωνήση, τρέχει και λέγει τω αββά ότι? Ο δείνα ο αδελφός, ίδε που εισέρχεται μεταλαβείν της αγίας κοινωνίας μετά
των αδελφών αλλά κέλευσον μη δοθήναι αυτώ. Εγώ γαρ είδον αυτόν από πρωί κλέπτοντα σύκα εκ του κήπου και τρώγοντα. Εν τοσούτω εισέρχετα ο αδελφός εκείνος μετά πολλής κατανύξεως εις την αγίαν προσφοράν? ην γαρ και των ευλαβών. Ως ουν είδεν αυτόν ο αββάς, καλεί αυτόν πριν ή πλησιάσει τω πρεσβυτέρω τω μεταδιδούντι, και λαμβάνει αυτόν παρά μίαν και λέγει αυτώ? Ειπέ μοι, αδελφέ, τί εστίν ο εποίησας σήμερον; Εκείνος εξενίσθη και λέγει αυτώ? Πού, δέσποτα; Λέγει αυτώ ο αββάς. Εις τον κήπο νότε εισήλθες πρωί, τί εποίεις εκεί; Λέγει πάλιν ως εκπληττόμενος ο αδελφός? Δέσποτα, ούτε τον κήπον είδον σήμερον ούτε ώδε ήμην εις το κοινόβιον πρωί, αλλά άρτι ίδε ήλθον από της οδού. Ευθέως γαρ μετά το απολύσαι την αγρυπνίαν, έπεμψέ με ο οικονόμος εις τήνδε την απόκρισιν. Ην δε η απόκρισις περί της είπεν από πολλών μιλίων και κατ’ αυτήν την ώραν της συνάξεως ην φθάσας ο αδελφός. Μεταστέλλεται ο αββάς τον οικονόμον και λέγει αυτώ? Πού έπεμψας τον αδελφόν τούτον; Αποκρίνεται ο οικονόμος όπερ είπεν και ο αδελφός ότι? Ει τήνδε
την κώμην έπεμψα αυτόν? και βάλλει μετάνοιαν λέγων? Συγχώρησον, κύρι, ότι ανεπαύου από της αγρυπνίας, και δια τούτο ουκ ήνεγκα αυτόν λαβείν παρά σου απόλυσιν. Ως ούν επληροφορήθη ο αββάς, απέλυσον αυτούς μετ’ ευχής απελθείν κοινωνήσαι. Και καλεί τον αδελφόν τον τας υπονοίας έχοντα, και επιτιμά αυτώ και αφορίζει αυτόν από της αγίας κοινωνίας και ου μόνον τούτο, αλλά και καλέσας τους αδελφούς πάντας μετά την σύναξιν, εξήγγειλεν αυτοίς μετά δακρύων τα συμβάντα και εστηλίτευσε τον αδελφόν επί πάντων, τρία εκ τούτου πραγματευόμενος, το καταισχυνθήναι τον διάβολον και παραδειγματισθήναι τον σπείροντα τας υπονοίας, και το συγχωρηθήναι την αμαρτίαν του αδελφού δια της ατιμίας εκείνης και λαβείν παρά του Θεού βοήθειαν εις το εξής, και το ποιήσαι τους αδελφούς ασφαλεστέρους προς το μηδέποτε ανασχέσθαι ταις ιδίαις υπονοίας και πολλά νουθετήσας περί τούτου και ημάς και τον αδελφόν, έλεγεν μηδέν είναι βλαβερώτερον των υπονοιών, και εδείκνυε δια του συμβάντος υποδείγματος.

Και άλλα δε τοιαύτα διαφόρως είπον οι Πατέρες ασφαλιζόμενοι ημάς περί της βλάβης των υπονοιών. Σπουδάσωμεν ουν, αδελφοί, πάση τη δυνάμει ημών μηδέποτε πιστεύειν ταις ιδίαις υπονοίαις ουδέν ούτως αφιστά άνθρωπον από του προσέχειν ταις ιδίαις αμαρτίαις, και ποιεί αυτόν πάντοτε περιεργάζεσθαι τα μη ανήκοντα αυτώ και εκ τούτου ουδέν καλόν, εκ τούτου μυρίαι ταραχαί, μυρίαι θλίψεις, και εκ τούτου ουδέποτε σχολάζει ο άνθρωπος κτήσασθαι τον φόβον του Θεού? καν σπαρώσιν ουν ημίν υπόνοιαι δια την κακίαν ημών, ευθέως μεταστρέψωμεν αυτάς εις καλοεννοησίας, και ου βλάπτωσιν ημάς. Κακαί γαρ εισίν αι υπόνοιαι και ουδέποτε αφίουσι την ψυχήν ειρηνεύσαι? ιδού τούτό εστί το κατά διάνοιαν ψεύδος.

Υποσημείωση.

1. Το εικοσιτετράωρο χωρίζεται κατά πολλούς τρόπους και συστήματα, ακόμη και σήμερα. Έχουμε τη Βυζαντινή ώρα που επικρατεί στο Άγιον Όρος. Φαίνεται ότι η αυτή μέθοδος υπήρχε και στη Μονή εκείνη. Πρώτη ώρα της νυκτός είναι μία ώρα μετά τη δύση του ηλίου και πρώτη ώρα της ημέρας είναι μια ώρα μετά τη λήξη του δωδεκάωρου που ισομοιράζεται η νύκτα με την ημέρα. Δεύτερη ώρα είναι η εβδόμη πρωινή, σύμφωνα με το δικό μας σύστημα.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.