Για το ότι πρέπει να βαδίζουμε το δρόμο του Θεού με άγρυπνο πνεύμα, χωρίς να χάνουμε τον καιρό μας (μέρος Β’) – Αββά Δωροθέου.

Να, έτσι είμαστε και εμείς. Γιατί είναι μερικοί από μας που άφησαν τον κόσμο και ήρθαν στο μοναστήρι, με σκοπό να αποκτήσουν τις αρετές. Και μερικοί κατόρθωσαν κάτι λίγο και σταμάτησαν. Άλλοι λίγο περισσότερο. Άλλοι έφθασαν μέχρι τα μέσα το σκοπού και σταμάτησαν. Άλλοι δεν κατόρθωσαν τίποτε απολύτως, αλλά, ενώ έδωσαν την εντύπωση ότι βγήκαν από τον κόσμο, παρέμειναν όμως παραδομένοι στον κόσμο, στα πάθη και στην κοσμική δυσωδία. Άλλοι κατορθώνουν μια μικρή πρόοδο στο καλό και πάλι τη χάνουν. Υπάρχουν δε και άλλοι που χάνουν περισσότερα απ’ ό,τι κέρδισαν. Άλλοι κατόρθωσαν να αποκτήσουν μεν τις αρετές, είχαν όμως υπερηφάνεια και εξευτέλιζαν τους αδελφούς τους, γι’ αυτό παρέμειναν έξω από την πόλη και δεν μπήκαν μέσα. Και έτσι ούτε και αυτοί πέτυχαν το σκοπό τους. Γιατί, και αν ακόμα έφθασαν την πύλη της πόλεως, παρέμειναν όμως έξω, ώστε και αυτοί ξέπεσαν από το σκοπό τους. Καθένας μας λοιπόν ας μάθει που βρίσκεται, αν δηλαδή βγήκε από την πόλη του, παρέμεινε όμως έξω από την πύλη, στα σκουπίδια της
πόλεως. Αν προχώρησε λίγο ή πολύ. Αν έφθασε στο μισό του δρόμου. Αν περπατάει δύο μίλια και γυρίζει πίσω δύο. Αν περπατάει δύο μίλια και γυρίζει πίσω πέντε. Αν περπάτησε μέχρι την πόλη και μπήκε στην Ιερουσαλήμ. Αν στη μεν πόλη έφθασε, όμως δεν μπόρεσε να μπει μέσα. Ο καθένας μας ας μάθει την κατάστασή του, που ακριβώς βρίσκεται.

Γιατί υπάρχουν τρεις καταστάσεις στον άνθρωπο. Είναι αυτός που αφήνει τα πάθη του να εκδηλώνονται ελεύθερα και ανενόχλητα, είναι και εκείνος που δεν τα αφήνει να εκδηλωθούν καθόλου, είναι και αυτός που τα ξεριζώνει. Εκείνος που αφήνει τα πάθη του να εκδηλώνονται, είναι αυτός που συμμορφώνει τη ζωή του μ’ αυτά, αυτός που απαιτεί να του δίνονται οι συνθήκες της δραστηριότητας του πάθους σαν νόμιμο δικαίωμα. Αυτός που δεν επιτρέπει στο πάθος να εκδηλωθεί, είναι εκείνος που ούτε το αφήνει ελεύθερο να εκδηλωθεί ούτε το ξεριζώνει, αλλά με περίσκεψη και κυριαρχημένη θέληση το ξεπερνάει τη στιγμή του πειρασμού. Το κρατάει όμως μέσα του. Αυτός δε που ξεριζώνει το πάθος, είναι εκείνος που αγωνίζεται διαρκώς και κάνει όλα τα αντίθετα απ’ όσα του υπαγορεύει το πάθος.

Και οι τρεις αυτές καταστάσεις έχουν πολύ πλάτος. Να, τι εννοώ. Θέλετε να αναφέρουμε οποιοδήποτε πάθος και να το εξετάσουμε; Θέλετε να μιλήσουμε για την υπερηφάνεια ή για την πορνεία; Ή θέλετε καλύτερα να πούμε για την κενοδοξία, επειδή πέφτουμε πάρα πολύ σ’ αυτή; Από κενοδοξία δεν ανέχεται να ακούσει κανείς μια κουβέντα από τον αδελφό του. Είναι κάποιος που μόλις ακούει ένα λόγο ταράσσεται και λέει πέντε λόγια ή δέκα, αντί για τη μια κουβέντα που του είπαν, και μαλώνει και ταράσσει. Αφού δε τελειώσει η διαμάχη, εξακολουθεί να σκέπτεται άσχημα εναντίον εκείνου που του είπε το λόγο και να θυμάται με εμπάθεια το κακό που του έγινε και να λυπάται γιατί δεν είπε περισσότερο απ’ όσα είπε. Και ετοιμάζει μέσα του πολύ χειρότερα λόγια για να του πει και πάντοτε λέει: «Αχ! Γιατί να μην του πω κι αυτό; Και πρέπει να του πω και αυτό». Έτσι βρίσκεται πάντοτε οργισμένος. Να, αυτή είναι η μια κατάσταση. Σ’ αυτή την κατάσταση η ενέργεια του κακού έχει παγιωθεί στον άνθρωπο. Ο Θεός να μας φυλάξει από τέτοια κατάσταση.

Αυτή η κατάσταση κάνει τον άνθρωπο άξιο της κολάσεως. Γιατί, κάθε αμαρτία που δεν εξαφανίζεται με τη διόρθωση και τη μετάνοια, οδηγεί τον άνθρωπο στον Άδη. Αλλά, και αν ακόμα ένας τέτοιος άνθρωπος θελήσει να μετανοήσει, δεν μπορεί μόνος του να ξεφύγει από το πάθος, αν δεν έχει βοήθεια και από μερικούς αγίους, όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες. Γι’ αυτό πάντοτε σας λέω, φροντίστε να κόψετε τα πάθη, πριν γίνουν μόνιμα ιδιώματα της ψυχής ας.

Είναι και άλλος που ταράσσεται μεν όταν ακούσει έναν λόγο και λέει και αυτός πέντε λόγους ή και δέκα αντί για τον ένα. Και στενοχωριέται γιατί δεν είπε άλλα τρίς χειρότερα απ’ αυτά και λυπάται και το θυμάται με εμπάθεια. Μένει δε μερικές μέρες έτσι και μετά μετανιώνει. Άλλος μένει έτσι μια βδομάδα και μετά μετανιώνει. Άλλος παραμένει έτσι μια μέρα και μετά μετανιώνει. Άλλος βρίζει, μαλώνει, ταράσσεται, ταράσσει και αμέσως μετανιώνει. Κοιτάξτε πόσες διαφορές καταστάσεων. Και όμως όλοι αυτοί είναι για τον Άδη, εφόσον επιτρέπουν στο πάθος να δρα μέσα στην ψυχή τους.

Ας μιλήσουμε και γι’ αυτούς που ελέγχουν και συγκρατούν τα πάθη τους. Είναι κάποιος που, όταν ακούει ένα πικρό λόγο, στενοχωριέται μέσα του. Δεν λυπάται όμως γιατί τον έβρισαν, αλλά γιατί δεν το άντεξε. Αυτός ανήκει στην κατάσταση αυτών που αγωνίζονται, που ελέγχουν και εμποδίζουν τη δραστηριότητα του πάθους. Άλλος αγωνίζεται και κουράζεται, μετά όμως, επειδή είναι δυνατό και επίμονο το πάθος, τελικά υποκύπτει σ’ αυτό. Άλλος, ενώ δεν θέλει να απαντήσει άσχημα, από συνήθεια παρασύρεται και απαντά. Άλλος αγωνίζεται να μην απαντήσει τίποτε απολύτως κακό, στενοχωριέται όμως γιατί τον έβρισαν και στη συνέχεια καταδικάζει τον εαυτό του επειδή λυπήθηκε και μετανοεί γι’ αυτό. Άλλος δεν στενοχωριέται γιατί τον έβρισαν, αλλά ούτε και χαίρεται. Να, αυτοί όλοι είναι εκείνοι που ελέγχουν και εμποδίζουν τη δραστηριότητα του πάθους. Διαφέρουν όμως οι δύο απ’ όλους τους άλλους αυτής της κατηγορίας, δηλαδή αυτός που αγωνίστηκε αλλά έπεσε και εκείνος που έπεσε χωρίς να το θέλει από τη συνήθεια.

Αυτοί και οι δύο διατρέχουν τον κίνδυνο να ανήκουν σ’ αυτούς που αφήνουν τα πάθη να εκδηλώνονται ελεύθερα. Τους ανέφερα δε μεταξύ αυτών που ελέγχουν και εμποδίζουν τα πάθη, γιατί είχαν την προαίρεση να τα σταματήσουν και δεν επιθυμούσαν τη δραστηριότητά τους, αλλά αυτό τους προξενούσε λύπη και αγώνα. Είπαν δε και οι πατέρες ότι καθετί που δεν το θέλει η ψυχή, δεν αντέχει πολύ στο χρόνο. Γι’ αυτό πρέπει να ψάχνουν μέσα τους μήπως και αν ακόμη δεν επιθυμούν τη δραστηριότητα του πάθους, επιθυμούν όμως κάποιο αίτιο που προκαλεί το πάθος και γι’ αυτό νικώνται και παρασύρονται.

Υπάρχουν ακόμα και μερικοί άλλοι που αγωνίζονται να συγκρατήσουν το πάθος, αλλά με άλλο πάθος. Άλλος μεν σιωπά για κενοδοξία άλλος δε από ανθρωπαρέσκεια ή για οποιοδήποτε άλλο πάθος. Αυτοί προσπαθούν να γιατρεύσουν το κακό με το κακό. Είπε όμως ο αββάς Ποιμένας ότι η πονηρία με κανέναν τρόπο δεν καταργεί την πονηρία. Αυτοί βρίσκονται στην τάξη αυτών που διαπράττουν το κακό, έστω και αν ακόμα ξεγελούν τον εαυτό τους ότι δεν βρίσκονται εκεί.

Θέλουμε όμως να αναφέρουμε και γι’ αυτούς που ξεριζώνουν το πάθος. Είναι κάποιος που χαίρεται όταν τον βρίσουν, αλλά χαίρεται επειδή θα πάρει μισθό. Αυτός είναι από εκείνους που ξεριζώνουν το πάθος, αλλά χωρίς επίγνωση. Άλλος χαίρεται γιατί τον βρίζουν και πιστεύει ότι του αξίζει, επειδή αυτός έγινε αιτία. Αυτός με επίγνωση ξεριζώνει το πάθος. Γιατί, όταν κανείς βρίζεται και αποδίδει την ευθύνη στον εαυτό του και δέχεται σαν συνέπειες της δικής του αμαρτίας όσα του συμβαίνουν, αυτός αγωνίζεται με επίγνωση. Και καθένας που παρακαλεί τον Θεό και λέει, «Κύριε, δώσε μου ταπείνωση», πρέπει να ξέρει ότι μ’ αυτό που ζητά είναι σαν να παρακαλεί να στείλει κάποιον ο Θεός να τον βρίσει. Όταν λοιπόν τον βρίσει κάποιος, πρέπει και αυτός να βρίζει τον εαυτό του και να τον εξευτελίζει μέσα του, ώστε εκείνος μεν να τον ταπεινώνει εξωτερικά, ο ίδιος δε να ταπεινώνει τον εαυτό του εσωτερικά.

Είναι και άλλος που, όχι μόνο χαίρεται όταν τον βρίσουν και θεωρεί υπεύθυνο τον εαυτό του, αλλά και λυπάται γιατί ταράχθηκε εκείνος που τον έβρισε. Ο Θεός να μας χαρίσει μια τέτοια κατάσταση.

Βλέπετε πόση ευρύτητα έχουν αυτές οι τρεις καταστάσεις; Καθένας μας λοιπόν, όπως είπα, ας μάθε σε ποια κατάσταση ανήκει. Αν δηλαδή με τη θέλησή του δουλεύει στο πάθος και το απολαμβάνει. Ή αν δεν δουλεύει στο πάθος με τη θέλησή του, όμως νικιέται ή παρασύρεται από τη συνήθεια και το κάνει, ενώ μετά από την πράξη στενοχωριέται και μετανοεί γιατί το έκανε. Ή αν αγωνίζεται να συγκρατήσει το πάθος με επίγνωση ή με τη βοήθεια άλλου πάθους. Γιατί, όπως ακριβώς είπαμε, πολλές φορές σιωπά κανείς ή από κενοδοξία ή από ανθρωπαρέσκεια ή, με λίγα λόγια, από έναν εμπαθή ανθρώπινο λογισμό. Να διερωτάται ακόμα καθένας μας αν άρχισε να ξεριζώνει το πάθος, αν το ξεριζώνει με επίγνωση και κάνει όλα τα αντίθετα από το πάθος. Καθένας ας μάθει σε ποιο σημείο βρίσκεται, σε ποιο μίλι του δρόμου.

Έχουμε υποχρέωση να ερευνάμε τους εαυτούς μας, όχι μόνο καθημερινά, αλλά και σε τακτά χρονικά διαστήματα, και κάθε μήνα και κάθε εβδομάδα, και να λέμε: «Την πρώτη εβδομάδα τόσο πιεζόμουνα απ’ αυτό το πάθος, άραγε τώρα πώς είμαι»; Κατά παρόμοιο τρόπο κατά διαστήματα να λέμε ότι: «Πέρυσι, μέχρι αυτού του σημείου με νικούσε αυτό το πάθος. Τώρα πού βρίσκομαι»; Και μ’ αυτό τον τρόπο καθημερινά να εξετάζουμε τους εαυτούς μας αν προκόψαμε λίγο ή βρισκόμαστε στα ίδια ή γίναμε χειρότεροι.

Ο Θεός να μας χαρίσει δύναμη, ώστε και αν ακόμα δεν ξεριζώνουμε το πάθος, τουλάχιστον να μην το ενεργούμε, αλλά να το συγκρατούμε. Γιατί, πραγματικά, είναι πολύ βαρύ πράγμα να δουλεύουμε το πάθος και να μην το ελέγχουμε. Και σας κάνω μια σχετική παραβολή, με τι μοιάζει αυτός που αφήνει ανεξέλεγκτα τα πάθη του και τα ενεργεί με το θέλημά του. Μοιάζει με άνθρωπο που ο εχθρός του ρίχνει άπειρα βέλη με το τόξο και εκείνος παίρνει αυτά τα βέλη και με τα ίδια του τα χέρια τα μπήγει στην καρδιά του. Εκείνος που συγκρατεί το πάθος μοιάζει μ’ αυτόν που χτυπιέται δυνατά από τον εχθρό του με τόξο, αλλά είναι προφυλαγμένος με θώρακα και δεν τον τρυπούν τα βέλη. Εκείνος, τέλος, που ξεριζώνει το πάθος μοιάζει μ’ αυτόν που χτυπιέται δυνατά με τόξα και δέχεται τα βέλη και τα κατατσακίζει ή τα στέλνει πίσω στην καρδιά του εχθρού του, όπως αναφέρεται στον Ψαλμό: «Η ρομφαία τους ας μπει στην καρδιά τους και τα τόξα τους ας κατατσακιστούν» (Ψαλμ. 36, 15). Ας φροντίσουμε και εμείς αδελφοί μου, και αν ακόμα δεν μπορούμε
τελείως να στρέψουμε τη ρομφαία του εχθρού στην καρδιά του, τουλάχιστον να μη δεχόμαστε τα βέλη και να μην τα μπήγουμε οι ίδιοι στις καρδιές μας, αλλά, αν είναι δυνατόν, να προφυλαχθούμε με θώρακα, για να μην πληγωθούμε από αυτά. Ο καλός Θεός ας μας προστατεύσει απ’ αυτά και ας μας δώσει ψυχική αγρυπνία και επιμέλεια και ας μας οδηγήσει στο δρόμο Του. Αμήν.

Περί του μετά σκοπού και νήψεως οδεύειν την οδόν του Θεού. Μέρος δεύτερον.

Ιδού ούτως εσμέν και ημείς. Εισί γαρ τινές εξ ημών ότι αφήκαν τον κόσμον και εξήλθον εις το μοναστήριον σκοπόν έχοντες εις το κτήσασθαι τας αρετάς˙ και οι μεν κατώρθωσαν ολίγον και εναπέμειναν άλλοι έτι μικρόν, άλλοι και έως του ημίσεως του πράγματος και εστάθησαν˙ άλλοι ουδέν όλως κατώρθωσαν, αλλά έδοξαν μεν εξελθείν εκ του κόσμου, έμειναν δε εις τα του κόσμου και εις τα πάθη και εις την δυσωδίαν αυτών άλλοι κατορθούσι μικρόν καλόν και πάλιν αναλύουσιν αυτό, εισί δε τινές και πλείον ου κατώρθωσαν αναλύουσιν άλλοι κατώρθωσαν μεν τας αρετάς, έσχον δε υπερηφανίαν και εξουδένωσιν εις τον πλησίον, και έμειναν έξω της πόλεως και ουκ εισήλθον έσω, και όμως ουδέ αυτοί έτυχον του σκοπού αυτών˙ καν γαρ έφθασαν την πύλην της πόλεως, αλλά έξωθεν έμειναν, ώστε και αυτοί εξέπεσον του ιδίου σκοπού. Έκαστος ουν ημών μάθη που εστίν˙ ει εξέβη εκ της ιδίας πόλεως, έμεινε δε έξω της πόρτης εις την δυσωδίαν της πόλεωςει προέβη μικρόν ή πολύ˙ ει έφθασε το ήμίσυ της οδού˙ ει δύο μίλια ποιεί και αναλύει τα δύο˙ ει δύο ποιεί
και αναλύει πέντε˙ ει ώδευσεν έως της πόλεως και εισήλθεν εις Ιερουσαλήμ˙ ει την πόλιν μεν έφθασεν , έσω δε ουκ ηδυνήθη εισελθείν. Έκαστος μάθη την κατάστασιν αυτού που εστί.

Τρεις γαρ καταστάσεως εισίν εν τω ανθρώπω˙ έστιν ο ενεργών το πάθος και έστιν ο ιστών αυτό και έστιν ο εκριζών αυτό˙ ο ενεργών το πάθος εστίν ο πράττων αυτό, ο επεκδικών αυτό, ο δε ιστών το πάθος εστίν ο μήτε ενεργών μήτε εκκόπτων αυτό, αλλά φιλοσοφών μεν και παρερχόμενος, έχων δε το πάθος εν εαυτώ˙ ο δε εκριζών το πάθος εστίν ο αγωνιζόμενος και ποιών τα εναντία του πάθους.

Έχουσι δε αι τρεις αύται καταστάσεις πολύ πλάτος οίόν τι λέγω˙ ο είπατε οίον θέλετε πάθος και γυμνάσωμεν αυτό; Θέλετε είπωμεν περί υπερηφανίας; Θέλετε περί πορνείας; Ή θέλετε μάλλον λέγωμεν περί κενοδοξίας, επειδή πάνυ ηττώμεθα εις αυτήν; Από κενοδοξίας ου δύναταί τις ακούσαι ρήμα από του αδελφού αυτού. Έστιν ουν τις ότε ακούει εν ρήμα και ταράσσεται, και λέγει πέντε ρήματα ή και δέκα αντί του ενός ρήματος, και μάχεται και ταράσσει, και μετά το παύσασθαι εκ της μάχης μένει λογιζόμενος κακά κατά του ειπόντος αυτώ το ρήμα εκείνο και μνησικακών αυτώ και λυπούμενος ότι ουκ είπε πλέον ων είπε, και ετοιμάζει εαυτώ ρήματα έτι δεινότερα εις το ειπείν αυτώ, και αεί λέγει˙ Δια τί ουκ είπον αυτώ τόδε; Και έχω ειπείν αυτώ τόδε και αεί μένεται. Ιδού μία κατάστασις αύτη εστίν η εν έξει έχουσα τρο κακόν. Ο Θεός ρύσηται ημάς από της τοιαύτης καταστάσεως η τοιαύτη κατάστασις υπόκειται πάντως τη κολάσει˙ πάσα γαρ η κατ’ ενέργειαν αμαρτία υπό τον άδην εστίν αλλά καν θελήση ο τοιούτος μετανοήσαι, ουκ ισχύει μόνος
περιγενέσθαι του πάθους, εάν μη και βοήθειαν σχη παρά τινών αγίων, καθώς και οι Πατέρες είπον˙ δια τούτο αεί λέγω υμίν, σπουδάσατε κόψαι τα πάθη πριν γενέσθαι έξει αυτών.

Έστιν άλλος ότε ακούει ρήμα και ταράσσεται μεν και λέγει και αυτός πέντε ρήματα ή και δέκα αντί ενός, και θλίβεται ότι ουκ είπε άλλα τρισχείρω, και λυπείται και μνησικακεί˙ ποιεί δε ολίγας ημέρας και μεταβάλλεται˙ άλλος ποιεί εβδομάδα εν τούτοις και μεταβάλλεται˙ άλλος ποιεί μίαν ημέραν και μεταβάλλεται˙ άλλος υβρίζει, μάχεται, ταράσσεται, ταράσσει και ευθέως μεταβάλλεται. Ιδού πάσαι διαφοραί καταστάσεων, και όμως υπό τον άδην εισίν ούτοι πάντες εφ’ όσον ενεργούσιν.

Είπωμεν και περί των ιστώντων το πάθος. Έστι τις ότε ακούει ρήμα και θλίβεται μεν καθ’ εαυτόν πλην λυπείται ουχ ότι υβρίσθη, άλλ’ ότι ουχ υπήνεγκεν˙ ούτος της καταστάσεως των αγωνιζομένων εστί, των ιστώντων το πάθος εστίν. Άλλος αγωνίζεται και κοπιά, ύστερον δε νικάται εκ του βαρείσθαι αυτόν υπό του πάθους άλλος ου θέλει μεν αποκριθήναι κακώς, από συνηθείας δε συναρπάζεται άλλος αγωνίζεται μεν μη λαλήσαι όλως τι ποτέ κακόν, λυπείται δε ότι υβρίσθη˙ πλην αλλά καταγινώσκει εαυτού ότι λυπείται και μετανοεί περί τούτου˙ άλλος ου λυπείται μεν ότι υβρίσθη, άλλ’ ουδέ χαίρει. Ιδού ούτοι πάντες οι ιστώντες το πάθος εισίν˙ έχουσι δε εν εαυτοίς διαφοράν οι δύο προς τους λοιπούς, ο ηττώμενος εν τω αγωνίζεσθαι και ο συναρπαζόμενος από συνηθείας ούτοι γαρ εν φόβω εισί του κινδύνου των ενεργούντων˙ είπον δε αυτούς των ιστώντων το πάθος είναι τη γαρ διαθέσει έστησαν το πάθος και ου θέλουσιν ενεργήσαι, αλλά και λυπούνται και αγωνίζονται. Είπον δε οι Πατέρες ότι παν πράγμα ο μη θέλει η ψυχή, ολιγοχρόνιόν εστίν.

Οφείλουσι δε ψηλαφάν εαυτούς μη πως καν μη αυτό το πάθος, αλλά τι ποτέ των αιτίων του πάθους επεκδικώσι, και δια τούτο ηττώνται ή συναρπάζονται.

Εισί δε τινές φησίν αγωνιζόμενοι στήσαι το πάθος, αλλά κατά πάθος. Ο μεν γαρ σιωπά δια κενοδοξίαν ο δε δι’ ανθρωπαρέσκειαν ή δι’ άλλο οίον δήποτε πάθος. Ούτοι καιρώ το κακόν ιώνται. Είπε δε ο αββάς Ποιμήν ο΄τι πονηρία ουδαμώς πονηρίαν αναιρεί. Ούτοι μετά των ενεργούντων εισί, καν χλευάζωνται.

Θέλωμεν λοιπόν ειπείν και περί των εκριζούντων το πάθος. Εστί τις ότε χαίρει μεν εάν υβρισθή, αλλά δια το έχειν μισθόν. Ούτος των εκριζούντων το πάθος εστίν, άλλ’ ου μετά γνώσεως. Άλλος δε χαίρει υβριζόμενος και έχει ότι χρεωστεί υβρισθήναι, ως ότι αυτός έδωκεν την αιτίαν. Ούτος μετά γνώσεως εκριζοί το πάθος το γαρ υβρισθήναί τινά και φέρειν κακθ’ εαυτού την αιτίαν και δέχεσθαι ως ίδια τα επερχόμενα αυτώ, γνώσεώς εστίν. Έκαστος γαρ ευχόμενος τω Θεώ˙ Κύριε, δος μοι ταπείνωσιν, οφείλει ειδέναι ότι τούτό εστίν ο αιτεί, ίνα πέμψη αυτώ τινά υβρίσαι αυτόν˙ όταν ουν υβρίζηται υπό τινός, οφείλει και αυτός εαυτόν υβρίζειν και εξουδενείν εν τω ιδίω λογισμώ, ίνα εκείνος μεν ταπεινοί αυτόν έξωθεν και αυτός εαυτόν έσωθεν. Έστιν άλλος ότε ου μόνον χαίρει υβριζόμενος και εαυτόν αιτιάται, αλλά και λυπείται δια την ταραχήν του υβρίσαντος αυτόν˙ Ο Θεός ενέγκοι ημάς εις τοιαύτην κατάστασιν.

Βλέπετε πόσον εστί πλάτος εις τας τρεις καταστάσεις. Έκαστος ουν ημών, ως είπον, μάθη ποίας εστί καταστάσεως εάν θέλων ακμήν ενεργή το πάθος και επεκδική, ή θέλων μεν ου ποιή, νικώμενος δε ή από συνηθείας συναρπαζόμενος ενεργή αυτό, και μετά το ενεργήσαι, θλίβεται και μετανοεί ότι ενήργησεν, ή αγωνίζεται στήσαι το πάθος εν γνώσει ή κατά άλλο πάθος αγωνίζεται, ώσπερ είπομεν ότι˙ Έστιν ότε σιωπά τις ή κατά κενοδοξίαν ή κατά ανθρωπαρέσκειαν ή απλώς ειπείν κατά τινά λογισμόν ανθρώπινον. Και ει ήρξατο εκριζούν το πάθος, και ει μετά γνώσεως εκριζοί αυτό και ποιεί τα εναντία του πάθους έκαστος μάθη πού εστίν, εις ποίον μίλιόν εστίν.

Ου μόνον γαρ οφείλομεν καθ’ ημέραν ερευνάν εαυτούς, αλλά και κατά καιρόν και κατά μήνα και καθ’ εβδομάδα και λέγειν˙ Την πρώτην εβδομάδα τοιώσδε εβαρούμην εις τόδε το πάθος˙ άρα άρτι πως ειμί; Ομοίως και κατά καιρόν λέγει ότι: Πέρυσι τοιώσδε ενικώμην υπό τούδε του πάθους άρτι πώς έχω; Και ούτως καθ’ εκάστην γυμνάζειν εαυτούς, ει προεκόψαμεν μικρόν ή εν τοις αυτοίς εσμέν ή εις το χείρον εγενόμεθα.

Ο Θεός δώση ημίν δύναμιν, ίνα τέως καν μη εκριζώμεν το πάθος, άλλ’ ουν μη ενεργώμεν, άλλ’ ιστώμεν αυτό. Όντως γαρ βαρύ πράγμα το ενεργείν και μη ιστάν το πάθος. Και λέγω υμίν υπόδειγμα τίνι όμοιός εστίν ο ενεργών το πάθος και επεκδικών αυτό˙ όμοιός εστίν ανθρώπω κατατοξευομένω υπό του εχθρού αυτού και δεχομένω ταις χερσίν αυτού τα βέλη και πηγνύοντι αυτά εις την καρδίαν εαυτού. Ο δε ιστών το πάθος όμοιός εστί τω κατατοξευομένω και δεχομένω τα βέλη και συντρίβοντι αυτά ή αποστρέφοντι αυτά εις την καρδίαν του εχθρού, ως λέγει εν τω ψαλμώ˙ Η ρομφαία αυτών εισέλθοι εις καρδίαν αυτών και τα τόξα αυτών συντριβείη. Σπουδάσωμεν ουν και ημείς, αδελφοί, καν ου δυνάμεθα τέως αποστρέψαι την ρομφαίαν αυτών εις τας καρδίας αυτών, άλλ’ ουν μήτε δεξώμεθα τα βέλη και πήξωμεν αυτά εις τας καρδίας ημών, αλά καν περιθωρακίσωμεν εαυτούς, ίνα μη πληγώμεν υπ’ αυτών. Ο Θεός ο αγαθός σκεπάση ημάς απ’ αυτών και δώση ημίν νήψιν και οδηγήση ημάς εις την οδόν αυτού. αμήν.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Για το ότι πρέπει να βαδίζουμε το δρόμο του Θεού με άγρυπνο πνεύμα, χωρίς να χάνουμε τον καιρό μας (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.