Για το ότι πρέπει να φροντίζουμε να κόβουμε γρήγορα τα πάθη πριν εξοικειωθεί μαζί τους η ψυχή. (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Μελετήστε, αδελφοί μου, πως ακριβώς είναι τα πράγματα και προσέξτε να μην αμελήσετε τον εαυτό σας, γιατί και μικρή ακόμα αμέλεια μας οδηγεί σε μεγάλους κινδύνους. Επισκέφθηκα κάποτε έναν αδελφό και τον βρήκα να έχει μόλις συνέλθει από αρρώστια και, στην κουβέντα πάνω, έμαθα ότι ήταν μόνος του με πυρετό επτά μέρες και, ενώ είχαν περάσει άλλες σαράντα ημέρες, δεν είχε καταφέρει ακόμα να συνέλθει. Βλέπετε, αδελφοί μου, πόση ταλαιπωρία έχει κανείς όταν προσβληθεί, έστω και από την παραμικρή αδιαθεσία. Πάντοτε σχεδόν συμβαίνει να μη δίνει κανείς σημασία σε μικροαδιαθεσίες και δεν καταλαβαίνει ότι, αν ταλαιπωρηθεί λίγο το σώμα του, και μάλιστα αν είναι λίγο πιο ευαίσθητος στην υγεία του, χρειάζεται πολύ περισσότερος κόπος και χρόνος για να ορθοποδήσει. Επτά μέρες είχε πυρετό ο ταλαίπωρος και, δέστε, τόσες πολλές ημέρες πέρασαν και δεν κατάφερε να συνέλθει. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Μια μικρή αμαρτία κάνει κανείς και χρειάζεται πολύ χρόνο, χύνοντας το αίμα του, μέχρι να μπορέσει να διορθωθεί.

Και για μεν τη σωματική αρρώστια υπάρχουν διάφορες αιτίες, ή ότι τα φάρμακα είναι παλιά και δεν φέρνουν αποτέλεσμα ή ότι ο γιατρός είναι άπειρος και δεν δίνει το κατάλληλο φάρμακο ή ότι ο άρρωστος δεν συμμορφώνεται και δεν ακολουθεί πιστά τις εντολές του γιατρού. Με την ψυχή όμως δεν συμβαίνει το ίδιο. Γιατί δεν μπορούμε να πούμε ότι ο γιατρός είναι άπειρος και δεν έδωσε το κατάλληλο φάρμακο. Διότι ο γιατρός των ψυχών μας είναι ο Χριστός και γνωρίζει τα πάντα και χορηγεί για κάθε πιστό το κατάλληλο φάρμακο. Να, τι θέλω να πω: Στην κενοδοξία δίνει τις εντολές για ταπεινοφροσύνη, στη φιληδονία τις εντολές για εγκράτεια, στη φιλαργυρία τις εντολές για ελεημοσύνη και, με λίγα λόγια, κάθε πάθος έχει για φάρμακο την κατάλληλη εντολή. Ώστε λοιπόν, δεν είναι άπειρος ο γιατρός. Ούτε πάλι τα φάρμακα είναι παλιά και δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Γιατί οι εντολές του Χριστού δεν παλιώνουν ποτέ, αλλά, όσο πιο πολύ εφαρμόζονται, τόσο περισσότερο ανανεώνονται. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτε που να εμποδίζει την υγεία της ψυχής,
παρά μόνο το ξεστράτημά της από το δρόμο των εντολών του Θεού.

Ας προσέξουμε λοιπόν τους εαυτούς μας, αδελφοί μου, ας κρατηθούμε σε πνευματική αγρυπνία, όσο ακόμη έχουμε καιρό. Γιατί παραμελούμε τους εαυτούς μας; Ας κάνουμε κάποιο καλό, για να το βρούμε βοήθεια τις ώρες του πειρασμού. Γιατί βάζουμε τη ζωή μα σε κίνδυνο; Τόσα πολλά ακούμε και καθόλου δεν νοιαζόμαστε, αλλά αδιαφορούμε. Βλέπουμε να φεύγουν από κοντά μας ξαφνικά οι αδελφοί μας και δεν ανησυχούμε, αν και ξέρουμε ότι σε λίγο και εμείς θα φθάσουμε στο θάνατο. Δέστε, από την ώρα που καθήσαμε να μιλήσουμε μέχρι τώρα, ξοδεύσαμε δυο – τρεις ώρες από το χρόνο της ζωής μας και ήρθαμε πιο κοντά στο θάνατο. Και, ενώ βλέπουμε ότι χάνουμε τον καιρό μας, δεν φοβόμαστε. Διότι δεν θυμόμαστε το λόγο του Γέροντα εκείνου που είπε: «Αν χάσει κανείς χρυσάφι ή ασήμι, μπορεί αντί γι’ αυτό να βρει άλλο. Εκείνος όμως που χάνει τον καιρό του, δεν μπορεί να βρει άλλον». Πραγματικά, θα έρθει καιρός που θα ζητάμε, έστω μια ώρα απ’ όλο τον χρόνο, και δεν θα τον βρίσκουμε. Πόσοι επιθυμούν να ακούσουν λόγο Θεού και δεν τον βρίσκουν;

Και εμείς τόσα πολλά ακούμε και τα περιφρονούμε και δεν βγαίνουμε από την εμπαθή κατάστασή μας. Ο Θεός γνωρίζει πόσο εκπλήττομαι για την αναισθησία των ψυχών μας! Μπορούμε να σωθούμε και δεν θέλουμε! Γιατί έχουμε τη δυνατότητα, αν θέλουμε, να κόψουμε τα πάθη μας, όσο ακόμα είναι μικρά, αλλά δεν φροντίζουμε για κάτι τέτοιο. Και τα αφήνουμε έτσι να σκληρύνουν τόσο εις βάρος μας, ώστε να φθάσουν στην πιο μεγάλη και δυνατή ακμή τους. Γιατί, όπως πολλές φορές σας είπα, άλλο είναι να ξεριζώσεις μικρό χορταράκι, επειδή αυτό αμέσως ξεριζώνεται, και άλλο είναι να ξεριζώσεις μεγάλο δέντρο.

Βρέθηκε κάποιος μεγάλος γέροντας με τους μαθητές του σ’ ένα τόπο που ήταν διάφορα κυπαρίσσια, μικρά και μεγάλα. Και λέει ο γέροντας σ’ έναν από τους μαθητές του: «Ξερίζωσε τούτο το κυπαρισσάκι». Ήταν βέβαια πολύ μικρό και αμέσως, με το ένα χέρι, το ξερίζωσε ο αδελφός. Μετά του δείχνει ο γέροντας και ένα άλλο, μεγαλύτερο από το πρώτο, και του λέει: «ξερίζωσε και τούτο». Και αυτός, αφού το κούνησε και με τα δυο του χέρια, το ξερίζωσε και εκείνο. Πάλι του δείχνει ο γέροντας ένα, ακόμα μεγαλύτερο˙ και αυτός με περισσότερο κόπο το ξερίζωσε και εκείνο. Του δείχνει και άλλο, ακόμα μεγαλύτερο˙ και αυτός, αφού το κούνησε πολύ και αφού κουράστηκε και ίδρωσε, το έβγαλε και εκείνο. Μετά του δείχνει ο γέροντας και άλλο, ακόμα πιο μεγάλο˙ και αυτός, αφού κόπιασε πολύ και ίδρωσε, δεν μπόρεσε να το ξεριζώσει. Μόλις λοιπόν τον είδε ο γέροντας ότι δεν μπορούσε, έδωσε εντολή σε έναν άλλο αδελφό να σηκωθεί και να τον βοηθήσει. Έτσι κατάφεραν και οι δύο μαζί να το ξεριζώσουν. Τότε λέει ο γέροντας στους αδελφούς:

«Να, έτσι ακριβώς είναι τα πάθη, αδελφοί μου. Όσο είναι μικρά, αν θέλουμε, εύκολα να τα κόψουμε. Αν όμως τα παραμελήσουμε σαν ασήμαντα, σκληραίνουν. Και όσο πιο σκληρά γίνονται, τόσο περισσότερο κόπο χρειάζονται. Αν όμως ριζώσουν μέσα μας βαθύτερα, δεν μπορούμε πια, ακόμα και αν κοπιάσουμε, να τα κόψουμε μόνοι μας, εκτός αν έχουμε τη βοήθεια μερικών αγίων, που μετά τον Θεό θα μας συμπαρασταθούν.

Βλέπετε πόση δύναμη έχουν τα λόγια των αγίων Γερόντων; Κάτι παρόμοιο μας διδάσκει και ο Προφήτης γι’ αυτό το θέμα, με τον Ψαλμό που λέει: «Ταλαίπωρη κόρη της Βαβυλώνας! Καλότυχος είναι εκείνος που θα σου ανταποδώσει τα κακά που έκανες εις βάρος μας και θα συντρίψει τα βρέφη σου πάνω στην πέτρα» (Ψαλμ. 136, 8-9).

Αλλά ας μελετήσουμε τα λόγια του Ψαλμού ένα – ένα, με τη σειρά. Βαβυλώνα ονομάζει τη σύγχυση, γιατί έτσι ερμηνεύει τη λέξη Βαβέλ που είναι ίδιο με το Συχέμ.1 Θυγατέρα δε της Βαβυλώνας ονομάζει την έχθρα. Γιατί πρώτα συγχύζεται και χάνει τη διάκρισή της η ψυχή και μετά πραγματοποιεί την αμαρτία. Την ονομάζει δε ταλαίπωρη, επειδή, όπως και άλλοτε σας είπα, η κακία είναι χωρίς ουσία και χωρίς υπόσταση. Γεννιέται από την ανυπαρξία, εξαιτίας της αμέλειάς μας, και εξαφανίζεται πάλι με τον αγώνα μας, επιστρέφοντας στην ανυπαρξία. Λέει λοιπόν σ’ αυτήν ο Άγιος: «Μακάριος είναι εκείνος που θα σου ανταποδώσει το κακό που του έκανες». Από τη μια μεριά λοιπόν πρέπει να μάθουμε τι δώσαμε και από την άλλη τι πήραμε ως αντάλλαγμα και τι πρέπει να ανταποδώσουμε. Δώσαμε το θέλημά μας και πήραμε ως αντάλλαγμα την αμαρτία. Μακαρίζει λοιπόν ο λόγος εκείνους που θα την ανταποδώσουν. Και το ανταπόδομα είναι το να μην την ξανακάνει κανείς πια. Κατόπιν προσθέτει:

«Μακάριος είναι εκείνος που θα πιάσει τα βρέφη σου και θα τα κτυπήσει στην πέτρα». Σαν να λέει: «Μακάριος είναι εκείνος που τα γεννήματά σου, δηλαδή τους πονηρούς λογισμούς, ούτε στην αρχή δεν τους δίνει την ευκαιρία να μεγαλώσουν μέσα του και έτσι να πραγματοποιηθεί το κακό. Αντίθετα, γρήγορα, όταν ακόμα είναι αδύνατοι οι λογισμοί, πριν τραφούν και γιγαντωθούν εναντίον του, θα τους πιάσει και θα τους ρίξει στην πέτρα που είναι ο Χριστός και θα τους εξολοθρεύσει με την καταφυγή του στο Χριστό.

Να πως και οι γέροντες και η αγία Γραφή, όλοι συμφωνούν και μακαρίζουν εκείνους που αγωνίζονται να κόψουν τα πάθη όσο ακόμα είναι μικρά, πριν δοκιμάσουν τον πόνο και την πίκρα τους. Ας αγωνισθούμε με προθυμία λοιπόν, αδελφοί μου, για να ελεηθούμε. Ας κουραστούμε λίγο και θα βρούμε πολλή ανάπαυση.

Είπαν οι πατέρες ότι πρέπει να καθαρίζει κανείς με επιμέλεια κάθε απόκρυφη πτυχή της ψυχής του. Να εξετάζει δηλαδή τον εαυτό του κάθε βράδυ πως πέρασε την ημέρα του και πάλι το πρωί πως πέρασε την νύκτα του και να μετανοεί ενώπιον του Θεού γι’ αυτό φυσικά που έχει αμαρτήσει. Πραγματικά, επειδή αμαρτάνουμε πολύ, έχουμε ανάγκη, εξαιτίας της λησμοσύνης μας και κάθε έξι ώρες να εξετάζουμε τους εαυτούς μας πώς περάσαμε και σε τι αμαρτήσαμε. Και καθένας μας να λέει μέσα του: «Μήπως άραγε με λόγια πλήγωσα τον αδελφό μου; Άραγε μήπως τον είδα να κάνει κάτι και τον κατέκρινα ή τον εξουδένωσα ή τον καταλάλησα; Μήπως άραγε ζήτησα τίποτα από τον κελλαρίτη2 και δεν μου έδωσε και γόγγυσα εναντίον του; Μήπως δεν έγινε το φαγητό καλό και είπα λόγια υποτιμητικά για τον μάγειρα και τον λύπησα; Μήπως γόγγυσα μέσα μου, επειδή αισθάνθηκα αηδία;» Διότι και το να γογγύσει ακόμα κανείς μέσα του, είναι αμαρτία. Πάλι να λέει: «Μήπως άραγε μου είπε ο κανονάρχης ή κάποιος άλλος από τους αδελφούς κάποιο λόγο και δεν τον βάσταξα,
αλλά του αντιμίλησα»; Έτσι κάθε μέρα έχουμε χρέος να εξετάζουμε τους εαυτούς μας πως περάσαμε. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει κανείς να εξετάζει τον εαυτό του πως πέρασε και τη νύχτα. Σηκώθηκε με προθυμία στην αγρυπνία; Μήπως δεν έδωσε σημασία σ’ αυτόν που τον ξύπνησε ή γόγγυσε εναντίον του; Πρέπει κανείς να ξέρει ότι εκείνος που τον ξυπνάει για την αγρυπνία, πολύ τον ευεργετεί και του γίνεται πρόξενος μεγάλων αγαθών, γιατί τον ξυπνάει να μιλήσει με τον Θεό, να παρακαλέσει για τις αμαρτίες του και να φωτισθεί. Δεν έχει λοιπόν χρέος να τον ευχαριστεί; Πραγματικά, πρέπει σχεδόν να πιστεύει ότι με τη βοήθεια του αδελφού του κερδίζει τη σωτηρία του.

Και σας λέω πάνω σ’ αυτό κάτι αξιοθαύμαστο που άκουσα για κάποιον μεγάλο και διορατικό γέροντα, ότι, ενώ στεκόταν στην εκκλησία, μόλις άρχισαν να ψέλνουν οι αδελφοί, έβλεπε έναν λαμπροφορεμένο να βγαίνει από το ιερό, κρατώντας ένα μικρό στρογγυλό σκεύος με αγίασμα και μια μίλη. Τη μίλη αυτή τη βαστούσε στο σκεύος και πέρναγε απ’ όλους τους αδελφούς και τους σφράγιζε και άλλοτε πέρναγε χωρίς να τις σφραγίσει. Και πάλι, όταν επρόκειτο να σχολάσει η εκκλησία, τον έβλεπε να βγαίνει από το ιερό και να ξανακάνει το ίδιο. Μια μέρα λοιπόν τον σταματάει ο γέροντας και πέφτει στα πόδια του, παρακαλώντας τον να του εξηγήσει ποιος ήταν και τι νόημα είχε αυτό που έκανε. Και του λέει εκείνος ο λαμπροφορεμένος: «Εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου, και πήρα εντολή να σφραγίσω όσους βρίσκονται στην εκκλησία από την αρχή της ακολουθίας και όσους παραμένουν μέχρι το τέλος της, για την προθυμία και την επιμέλεια και την καλή προαίρεσή τους». Του λέει ο Γέροντας: «Και τότε γιατί σφραγίζεις τις θέσεις μερικών που λείπουν»;

Του απαντάει ο άγιος Άγγελος, λέγοντας: «Όσοι από τους αδελφούς είναι επιμελείς και με καλή προαίρεση, από κάποια όμως ανάγκη ή αρρώστια απουσιάζουν, με ευλογία των Πατέρων, ή πάλι, υπακούοντας σε κάποια εντολή, είναι κάπου απασχολημένοι και γι’ αυτό το λόγο απουσιάζουν, αυτοί, παρόλο ότι λείπουν, σφραγίζονται, επειδή με τη διάθεσή τους βρίσκονται μαζί μ’ αυτούς που ψέλνουν. Και μόνο όσους μπορούν να παρευρίσκονται και από αμέλεια απουσιάζουν, έχω εντολή να μη σφραγίζω, γιατί αυτοί γίνονται μόνοι τους ανάξιοι»

Να, βλέπετε πόσες δωρεές προξενεί στον αδελφό του εκείνος που τον ξυπνάει για την ακολουθία. Ας φροντίσουμε λοιπόν, αδελφοί μου, να μη χάσουμε ποτέ τη σφραγίδα του αγίου Αγγέλου. Και αν τύχει και πέσει κάποιος σε ρεμβασμό και του κάνει ο άλλος μια σχετική υπόμνηση, δεν πρέπει να αγανακτεί, αλλά, εκτιμώντας το καλό που του κάνει, να τον ευχαριστεί, όποιον και αν είναι.

Περί του σπουδάζειν ταχέως εκκόπτειν τα πάθη. Α’

προ του εν έξει κακή γενέσθαι την ψυχήν.

Θέτε τον νουν υμών, αδελφοί, ως εισί τα πράγματα, και βλέπετε μη αμελήσητε εαυτών, επειδή εις μεγάλους κινδύνους φέρει ημάς και μικρά αμέλεια. Παρέβαλον άρτι τινί αδελφώ πούποτε και εύρον αυτόν πως από αρρωστίας, και εν τω λαλείν ημάς, έμαθον ότι επτά ημέρας επύρεξε μόνας, και ιδού έχει άλλας τεσσαράκοντα ημέρας και ουχ ευρίσκει ακμήν αναλαβείν εαυτόν. Βλέπετε, αδελφοί, πόση ταλαιπωρία του εμπεσείν τινά εις ανώμαλον διάθεσιν. Αεί καταφρονεί τις μικράς αταξίας και ουκ οίδεν ότι εάν φθάση μικρόν κακουχηθήναι το σώμα αυτού και μάλιστα εάν η ασθενέστερος, πολλού πάνυ χρεία κόπου και χρόνου πριν ή γένηται αυτού η κατόρθωσις επτά ημέρας επύρεξεν ο ταπεινός ούτος, και ιδού τοσαύται ημέραι, και ουχ ευρίσκει αναλαβείν εαυτόν. Ούτος εστί και επί της ψυχής μικρόν αμαρτάνει τις, και ποιεί πόσον χρόνον στάζων το αίμα αυτού, πριν διορθώσηται εαυτόν.

Και επί μεν της σωματικής ασθενείας ευρίσκομεν διαφόρους αιτίας, ή ότι τα φάρμακα παλαιά όντα ουκ ενεργούσιν, ή ότι ο ιατρός άπειρός εστί και άλλο άντ’ άλλου φάρμακον παρέχει, ή ότι ο άρρωστος ατακτεί και ου φυλάττει α επιτάσσεται παρά του ιατρού. Επί δε της ψυχής ουχ ούτως ου γαρ δυνάμεθα ειπείν ότι ο ιατρός άπειρος ων ουκ έδωκεν αρμόδια τα φάρμακα. Ο Χριστός γαρ εστίν ο ιατρός των ψυχών ημών, και πάντα γινώσκει και αρμόδιον εκάστω πάθει παρέχει το φάρμακον οίον τι λέγω˙ Τη κενοδοξία τας περί ταπεινοφροσύνης εντολάς, τη φιληδονία τας περί εγκρατείας, τη φιλαργυρία τας περί ελεημοσύνης, και άπαξ απλώς έκαστον πάθος έχει φάρμακον την αρμόζουσαν αυτώ εντολήν ώστε ο ιατρός ουκ έστιν άπειρος. Άλλ’ ουδέ πάλιν τα φάρμακα παλαιά όντα ουκ ενεργούσιν. Αι εντολαί γαρ του Χριστού ουδέποτε παλαιούνται˙ άλλ’ όσον ενεργούνται, τοσούτον ανανεούνται. Ουκούν τη υγεία της ψυχής ουδέν εστίν το εμποδίζον, ει μη μόνον η αταξία αυτής.

Πρόσχωμεν ουν εαυτοίς, αδελφοί˙ νήψωμεν, έως έχομεν τον καιρόν. Τί εαυτών αμελούμεν; Ποιήσωμεν τι ποτέ αγαθόν, ίνα εύρωμεν βοήθειαν εν καιρώ πειρασμού. Τί απόλλομεν την ζωήν ημών; Τοσαύτα ακούομεν, και ου μέλει ημίν, αλλά καταφρονούμεν. Βλέπομεν τους αδελφούς ημών αρπαζομένους εκ μέσου ημών, και ου νήφομεν, ειδότες ότι κατά μικρόν μικρόν και ημείς εγγίζομεν τω θανάτω. Ιδού εξ ότου εκαθίσαμεν λαλήσαι έως άρτι, ανηλώσμεν δύο ή τρεις ώρας του χρόνου ημών και επλησιάσαμεν τω θανάτω, και βλέπομεν ότι απόλλομεν τον καιρόν, και ου φοβούμεθα. Πώς ου μνημονεύομεν του ρητού του γέροντος εκείνου του ειπόντος ότι˙ Χρυσόν ή άργυρον εάν απολέση τις, δύναται ευρείν άλλον αντ’ αυτού˙ καιρόν δε ο απόλλων ου δύναται ευρείν άλλον. Όντως μέλλομεν ζητήσαι μίαν ώραν του καιρού τούτου και μη ευρείν. Πόσοι επιθυμούσιν ακούσαι ρήμα Θεού και ουχ ευρίσκουσι; Και ημείς τοσαύτα ακούομεν και καταφρονούμεν και ου διεγειρόμεθα. Ο Θεός οίδεν, εκπλήττομαι επί τη αναισθησία των ψυχών ημών, ότι δυάμεθα σωθήναι και ου θέλομεν. Δυνάμεθα γαρ,
ως εισί νεαρά τα πάθη ημών, κόψαι αυτά, και ου φροντίζομεν αλλά αφίεμεν αυτά σκληρυνθήναι καθ’ ημών, ίνα πλείον κάκην εσχάτην ποιήσωμεν. Άλλο γαρ εστίν, ως πολλάκις είπον υμίν, το εκριζώσαι βοτάνην, ότι ευθύς αποσπάται, και άλλο εστί το εκριζώσαι μέγα δένδρον.

Ευκαίρησέ τις μέγας γέρων μετά των μαθητών αυτού εν τόπω τινί εν ω ήσαν κυπαρίσσια διάφορα, μικρά και μεγάλα. Και λέγει ο γέρων ενί των μαθητών αυτού˙ Ανάσπασον το κυπαρίσσιον τούτο ην δε μικρόν πάνυ, και ευθέως τη μια χειρί ανέσπασεν αυτό ο αδελφός. Είτα δεικνύει αυτώ ο γέρων άλλο μειζότερον του πρώτου και λέγει αυτώ˙ Ανάσπασον και τούτο ο δε σαλεύσας ταις δύο χερσίν ανέσπασε κακείνο. Πάλιν δεικνύει αυτώ ο γέρων άλλο μειζότερον˙ ο δε μετά πλείονος κόπου ανέσπασε κακείνο. Δεικνύει αυτώ και άλλο μειζότερον ο δε πολλά σαλεύσας και κοπιάσας και ιδρώσας επήρε κακείνο. Είτα δεικνύει αυτώ ο γέρων άλλο μειζότερον ο δε πολλά κοπιάσας και ιδρώσας ουκ ηδυνήθη επάραι αυτό. Ως ουν είδεν αυτόν ο γέρων μη δυνάμενον, επέτρεψεν άλλω αδελφώ αναστήναι και βοηθήσαι αυτώ, και ούτως ηδυνήθησαν αμφότεροι ανασπάσαι αυτό. Τότε λέγει ο γέρων τοις αδελφοίς˙ Ιδού ούτως εισί τα πάθη, αδελφοί εφ’ όσον εισί μικρά, εάν θέλωμεν δυνάμεθα μετά αναπαύσεως εκκόψαι αυτά. Εάν δε αμελήσωμεν αυτών ως μικρών, σκληρύονονται,
και όσον σκληρύνονται, τοσούτον πλείονος δέονται κόπου. Εάν δε επί πλείον ανδρυνθώσι καθ’ ημών, ουκ έτι ουδέ μετά κόπου δυνάμεθα εκκόψαι αυτά αφ’ εαυτών, εάν μη και βοήθειαν σχώμέν τινών αγίων αντιλαμβανομένων ημών μετά Θεόν.

Βλέπετε πόσην δύναμιν έχουσι τα παρά των αγίων γερόντων. Και ο προφήτης ομοίως περί τούτου διδάσκει ημάς εν τω ψαλμώ όπου λέγει˙ Θυγάτηρ Βαβυλώνος η ταλαίπωρος, μακάριος ος ανταποδώσει σοι το αναπόδωμά σου, ο ανταπέδωκας ημίν˙ μακάριος ος κρατήσει και εδαφιεί τα νήπιά σου προς την πέτραν.

Αλλά ψηλαφίσωμεν κατά ακολουθίαν το λεγόμενον. Βαβυλώνα λέγει την σύγχυσιν˙ ούτως γαρ ερμηνεύει παρά το Βαβέλ, όπερ εστί Συχέμ˙ θυγατέρα δε Βαβυλώνος λέγει την έχθραν. Πρώτον γαρ συγχείται η ψυχή, και ούτως αποτελεί την αμαρτίαν. Ταλαίπωρον δε αυτήν καλεί, επειδή, καθώς και άλλοτε υμίν είπον, ανούσιός εστί και ανυπόστατος η κακία, δια της ημών αμελείας εκ του μη όντος συνισταμένη και πάλιν δια της ημών κατορθώσεως απολλυμένη και εις το μη είναι χωρούσα. Λέγει ουν ως προς αυτήν ο άγιος Μακάριος ος ανταποδώσει σοι το ανταπόδομά σου, ο ανταπέδωκας ημίν. Μάθωμεν τι μεν εδώκαμεν, τι δε αντελάβομεν και τι θέλομεν ανταποδούναι. Εδώκαμεν το θέλημα ημών και αντελάβομεν την αμαρτίαν. Μακαρίζει ουν ο λόγος τους ταύτην ανταποδιδόντας το δε ανταποδούναί εστί το μηκέτι πράξαι αυτήν. Είτα επιφέρει˙ Μακάριος ος κρατήσει και εδαφιεί τα νήπιά σου προς την πέτραν. Οιονεί˙ Μακάριος ο τα παρά σου γενόμενα, τούτ’ εστί τους πονηρούς λογισμούς, μηδέ την αρχήν δους χώραν του αυξηθήναι εν αυτώ και ενεργηθήναι το κακόν, αλλά
ταχέως, ως έτι εισίν νήπιοι, πριν τραφώσι και αυξηθώσι κατ’ αυτού, κρατήσας και προσρήξας αυτούς τη πέτρα, ήτις εισίν ο Χριστός, και απολέσας αυτούς δια του καταφεύγειν προς τον Χριστόν.

Ιδού πως και οι γέροντες και η Αγία Γραφή πάντες συμφωνούσι και μακαρίζουσι τους αγωνιζομένους εκκόψαι, ως εστί νεαρά, τα πάθη, προ του πειρασθήναι της οδύνης και της πικρίας αυτών. Σπουδάσωμεν ουν, αδελφοί, ίνα ελεηθώμεν κοπιάσωμεν μικρόν και ευρίσκομεν πολλήν ανάπαυσιν.

Είπον οι Πατέρες πως οφείλει τις το κατά μέρος εαυτόν καθαρίζειν, ίνα καθ’ εσπέραν εξετάζη εαυτόν πως παρήλθε την ημετέραν, και πάλιν πρωίας πώς παρήλθε την νύκτα, κα μετανοή τω Θεώ περί ων, ως εικός, αμαρτάνει. Αληθώς δε ημείς, επειδή πολλά αμαρτάνομεν, χρήζομεν δια την λήθην ημών και κατά εξ ώρας ερευνάν εαυτούς πως παρήλθομεν και εις τι ημάρτομεν, και λέγειν έκαστος ημών εν εαυτώ˙ Άρα μη τι ελάλησα πλήσσων τον αδελφόν μου; άρα μη είδον αυτόν ποιούντα πράγμα και κατέκρινα αυτόν ή εξουδένωσα αυτόν ή κατελάλησα αυτού; άρα ήτησα τον κελλαρίτην πράγμα, και ουκ έδωκέ μοι, και εγόγγυσα κατ’ αυτού; μη το εψητόν ουκ εγένετο καλώς, και είπον ρήμα και κατήσχυνα τον μάγειρον και έθλιψα αυτόν, ή εγώ αηδισθείς εγόγγυσα κατ’ εμαυτόν; Καν γαρ καθ’ εαυτόν γογγύση τις, αμαρτία εστί. Πάλιν λέγει˙ Άρα ειπέ μοι ο κανονάρχης ρήμα ή άλλος των αδελφών, και ουκ εβάστασα, αλλά εναντιώθην αυτώ; Ούτως καθ’ εκάστην ημέραν οφείλομεν ψηλαφάν εαυτούς πως παρήλθομεν. Ομοίως οφείλει τις ερευνάν εαυτόν πως παρήλθε και την νύκτα, μετά
προθυμίας ανέστη εις την αγρυπνίαν, μη ωλιγώρησε προς τον εξυπνίζοντα αυτόν ή εγόγγυσε κατ’ αυτού. Οφείλει γαρ τις ειδέναι ότι ο εξυπνίζων αυτόν εις αγρυπνίαν, μεγάλα ευεργετεί αυτόν και μεγάλων αγαθών πρόξενος αυτώ γίνεται εξυπνίζει γαρ αυτόν ομιλείν τω Θεώ, δεηθήναι υπέρ των αμαρτιών αυτού και φωτισθήναι˙ πώς ουκ οφείλει τις ευχαριστείν τω τοιούτω; Αληθώς οφείλει έχειν ο΄τι σχεδόν δι’ αυτού εστίν η σωτηρία αυτού.

Και λέγω υμίν περί τούτου θαυμαστόν ο ήκουσα περί μεγάλου γέροντος διορατικού, ότι ιστάμενος εν τη εκκλησία, ως έβαλλον οι αδελφοί την αρχήν του ψάλλειν, έβλεπέ τινά λαμπροφόρον εξερχόμενον εκ του ιερατείου, κατέχοντα ως τρούλλιόν τι ποτέ έχον αγίασμα και μίαν μίλην και έβλεπε την μίλην εκείνην εκ του τρουλλίου, και περιήρχετο όλους τους αδελφούς κατασφραγίζων έκαστον αυτών των δε μη ευρισκομένων τους τόπους, τους μεν εσφράγιζε, τους δε παρήρχετο˙ πάλιν ως έμελλον απολύσαι, έβλεπεν αυτόν εξερχόμενον εκ του ιερατείου και το αυτό ομοίως ποιούντα. Εν μια ουν κατέσχεν αυτόν ο γέρων και ρίπτει εαυτόν εις τους πόδας αυτού, παρακαλών μαθείν ο εποίει και όστις εστί και λέγει αυτώ εκείνος ο λαμπροφόρος˙ Εγώ άγγελός ειμί του Θεού, και επετράπην παρέχειν την σφραγίδα ταύτην τοις ευρισκομένοις εν τη εκκλησία εις την αρχήν της ψαλμωδίας, και τοις μένουσιν έως της απολύσεως, δια την προθυμίαν και σπουδήν και την καλήν αυτών προαίρεσιν. Λέγει αυτώ ο γέρων˙ Και πώς τινών μη ευρισκομένων σφραγίζεις τους τόπους;
Αποκρίνεται αυτώ ο άγιος άγγελος λέγων˙ Όσοι εισίν των αδελφών σπουδαίοι μεν και καλοί την προαίρεσιν, δια δε τινά αναγκαίαν ασθένειαν απόντες μετά ευλογίας των Πατέρων ή πάλιν δια τινά εντολήν εις υπακοήν αυτών ασχολούμενοι, και δια τούτο μη ευρισκόμενοι, ούτοι και απόντες την σφραγίδα αυτών λαμβάνουσιν, επειδή τη διαθέσει μετά των ψαλλόντων εισί˙ μόνοις δε τοις δυνανμένοις ευρεθήναι και από αμελείας μη ευρισκομένοις, επετράπην μη δούναι την σφραγίδα, επειδή αυτοί αναξίους εαυτούς ποιούσι.

Ίδε, βλέπετε ποίον δώρον προξενεί τω αδελφώ αυτού ο εγείρων αυτόν εις τον κανόνα της εκκλησίας. Σπουδάσατε ουν, αδελφοί, μη ζημιωθήναί ποτέ την σφραγίδα του αγίου αγγέλου˙ εάν δε και συμβή τινά μετεωρισθήναι, και υπομνήση αυτόν άλλος, ουκ οφείλει αγανακτείν, αλλά προσέχων τω καλώ, ευχαριστήσαι τω υπομνήσκοντι αυτόν, καν ει τις δήποτέ εστίν.

Υποσημειώσεις.

1. Είναι προφανές ότι στη φράση αυτή υπάρχει ένα λάθος. Βεβαίως η Βαβυλώνα έχει στενή σχέση με τη Βαβέλ και είναι βέβαιο ότι Βαβέλ σημαίνει σύγχυση. Η λέξη όμως Συχέμ δεν έχει καμιά σχέση με τη Βαβέλ και τη Βαβυλώνα ούτε με την έννοια της συγχύσεως. Κατά την πιο εύλογη εκδοχή θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το δυναμικό σε γράμματα (φθόγγους) της λέξεως Συχέμ έγινε αφορμή, αδόκιμα βέβαια, να συσχετισθεί με την σύγχυση.
2. Ο Κελλαρίτης στο Άγιον Όρος λέγεται δοχειάρης. Πρόκειται για τον κελλάρη – παροικονόμο, δηλαδή για τον μοναχό που έχει την ευθύνη της συλλογής, αποθηκεύσεως και διαχειρίσεως των αναλωσίμων – κυρίως – αγαθών του μοναστηριού.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.