Για το φόβο της μέλλουσας κόλασης και ότι πρέπει, εκείνος που θέλει να σωθεί, ποτέ να μην αμελεί τη σωτηρία του (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Όταν ήμουν άρρωστος με πόνους στα πόδια μου, μερικοί αδελφοί, που ήρθαν να με επισκεφθούν, με ρωτούσαν να τους πω την αιτία της αρρώστιας, θέλοντας να πετύχουν δύο πράγματα. Από τη μια να με παρηγορήσουν και να με κάνουν να ξεχάσω λίγο τον πόνο μου και από την άλλη, να μου δώσουν αφορμή να τους πω κάτι ωφέλιμο. Αλλά επειδή δεν μ’ άφηνε τότε ο πόνος να σας πω εκείνο που ήθελα, καλό είναι να ακούσετε τώρα μερικά πράγματα πάνω σ’ αυτό. Γιατί είναι ευχάριστο να διηγείται κανείς τη θλίψη, όταν αυτή έχει ξεπεραστεί. Και στη θάλασσα, όταν ξεσηκώνεται φουρτούνα, πάντοτε στενοχωρούνται όλοι οι ταξιδιώτες. Μετά όμως, αφού καταλαγιάσει η θάλασσα, χαίρονται και ευχαριστούνται να διηγούνται μεταξύ τους τα γεγονότα.

Είναι ωφέλιμο, αδελφοί μου, όπως πάντα σας λέω, καθετί να το αναφέρουμε στον Θεό και να λέμε ότι τίποτε δεν γίνεται χωρίς το θέλημα του Θεού. Αλλά, έστω και αν ακόμα υπάρχει κάποια εξωτερική αιτία, να λέμε: «Γνώριζε ο Θεός ότι έτσι είναι καλό και συμφέρον και έτσι έκανε». Να, τι εννοώ: «Μπορούσα να πως ότι, επειδή έφαγα με ξένους και βίασα λίγο τον εαυτό μου, για να τους ευχαριστήσω, βάρυνε το στομάχι μου και τα πόδια μου έπαθαν φλεγμονή, η οποία μου προκάλεσε ρευματισμούς ή να προφασισθώ διάφορες άλλες αιτίες. Γιατί, αν θέλει κανείς, δεν δυσκολεύεται να βρει τέτοιες αιτίες. Αλλά πιο σωστό και ωφέλιμο είναι να πούμε πως ήξερε ο Θεός ότι αυτό συμφέρει την ψυχή μου και έτσι έγινε. Πραγματικά, δεν υπάρχει τίποτε, απ’ όσα κάνει ο Θεός, που να μην είναι καλό, αλλά όλα είναι καλά, και πολύ καλά μάλιστα. Δεν πρέπει λοιπόν να λυπάται κανείς για όσα του συμβαίνουν, αλλά όλα, όπως είπα, να τα βλέπει κάτω από την Πρόνοια του Θεού και να ειρηνεύει.

Υπάρχουν μερικοί που λυπούνται τόσο πολύ με τις θλίψεις που τους συμβαίνουν, ώστε να μη θέλουν πια και την ίδια τη ζωή τους και να θεωρούν το θάνατο ευχάριστο πράγμα, για να απαλλαγούν απ’ αυτές. Αυτό όμως το παθαίνει κανείς από μικροψυχία και πολλή αμάθεια, αγνοώντας τη φοβερή ανάγκη που βρίσκεται η ψυχή μετά την έξοδό της από το σώμα. Το ότι βρισκόμαστε στον κόσμο αυτό, αδελφοί μου, είναι μεγάλη φιλανθρωπία του Θεού. Επειδή όμως αγνοούμε όσα συμβαίνουν εκεί, θεωρούμε πολύ βαριά τα εδώ. Δεν είναι όμως έτσι. Δεν ξέρετε τι λέει στο Γεροντικό; Ρώτησε κάποιος αδελφός, πολύ επιμελής και δραστήριος στα πνευματικά, ένα γέροντα, λέγοντας: «Η ψυχή μου επιθυμεί το θάνατο». Και του λέει ο γέροντας: «Αυτό συμβαίνει επειδή η ψυχή σου αποφεύγει τη θλίψη και δεν ξέρει ότι η μέλλουσα θλίψη είναι πολύ χειρότερη από την εδώ. Και παρόμοια κάποιος άλλος ρώτησε ένα γέροντα, λέγοντας: «Γιατί μου συμβαίνει να αισθάνομαι ακηδία όταν κάθομαι στο κελλί;» Και του απαντάει ο γέροντας:

«Επειδή ακόμα δεν γνώρισες ούτε την ανάπαυση που προσδοκάμε ούτε την κόλαση που μας περιμένει. Γιατί, αν ήξερες καλά αυτά τα δύο, και αν ακόμα το κελλί σου ήταν γεμάτο σκουλήκια, ώστε να είσαι βουτηγμένος σ’ αυτά μέχρι το λαιμό, θα υπέμενες χωρίς να ακηδιάζεις». Αλλά εμείς θέλουμε να σωθούμε χωρίς αγρυπνία και κόπο. Γι’ αυτό και λιποψυχούμε στις θλίψεις, ενώ έχουμε καθήκον να ευχαριστούμε μάλλον τον Θεό και να μακαρίζουμε τους εαυτούς μας, γιατί αξιωνόμαστε να στενοχωρηθούμε λίγο εδώ, για να βρούμε εκεί μικρή ανάπαυση.

Έλεγε και ο Ευάγριος: «Εκείνος που προσεύχεται να φύγει γρηγορότερα από αυτόν τον κόσμο, ενώ ακόμα είναι γεμάτος πάθη, μοιάζει με άνθρωπο που παρακαλεί τον ξυλουργό να κομματιάσει το κρεβάτι του αρρώστου, για να τον γλυτώσει από την αρρώστια». Γιατί μ’ αυτό το σάρκινο σώμα ξεφεύγει λίγο η ψυχή από τα πάθη της και βρίσκει παρηγοριά. Τρώει, πίνει, κοιμάται, ζει κοντά με τους άλλους, συντροφεύεται από αγαπητά της πρόσωπα. Όταν όμως χωριστεί από το σώμα, μένει μόνη η ψυχή με τα πάθη της και τιμωρείται πάντοτε απ’ αυτά, παραμένοντας σ’ αυτά και υποφέροντας από την ενόχλησή τους, σαν να βρίσκεται σε καμίνι. Και καταξεσχίζεται απ’ αυτά, ώστε να μην μπορεί να φέρνει στο νου της ούτε τον ίδιο τον Θεό. Γιατί και μόνο η μνήμη του Θεού παρηγορεί την ψυχή, όπως λέει και στον ψαλμό: «Έφερα στο νου μου τον Θεό και ευφράνθηκα» (Ψαλμ. 76, 3). Ούτε και αυτό όμως δεν το επιτρέπουν τα πάθη.

Θέλετε να σας πω ένα παράδειγμα, για να εννοήσετε τι θέλω να πω μ’ αυτό; Ας έρθει κάποιος από σας να τον κλείσω σε σκοτεινό κελλί και να μη φάει, να μην πιεί, να μην κοιμηθεί, να μη συναντήσει κανέναν, να μην ψάλει, να μην προσευχηθεί, ούτε να θυμηθεί καθόλου τον Θεό για τρεις μόνο μέρες. Τότε θα μάθει τι του κάνουν τα πάθη. Και αυτό συμβαίνει εφόσον ακόμα βρισκόμαστε εδώ. Πόσο μάλλον όταν χωριστεί η ψυχή από το σώμα και παραδοθεί σ’ αυτά και μείνει μόνη μ’ αυτά!

Άραγε πόσα έχει η ταλαίπωρη ψυχή να υποφέρει από τα πάθη της; μπορεί και απ’ αυτά που ζούμε εδώ να καταλάβετε εκείνη τη θλίψη. Γιατί, όταν κανείς έχει πυρετό, τί είναι εκείνο που τον καίει; Ποιά φωτιά ή ποιά ξύλα δημιουργούν εκείνη τη φλόγα; Και αν τύχει να έχει κανείς σώμα ασθενικής κράσεως, δεν είναι η ίδια η ανημποριά του που τον καίει και τον ταράσσει πάντοτε και θλίβει τη ζωή του; Το ίδιο συμβαίνει και με την εμπαθή ψυχή. Πάντοτε βασανίζεται η ταλαίπωρη από την ίδια την κακομοιριά της, έχοντας διαρκώς την πικρή ανάμνηση και την οδυνηρή παραμονή των παθών, που την καίουν και την καταφλέγουν αδιάκοπα. Και ακόμα, ποιός μπορεί να μιλήσει, αδελφοί μου, για τους φοβερούς εκείνους τόπους, για τα σώματα εκείνα που δημιουργούν στην ψυχή τέτοια και τόση οδύνη και τη βασανίζουν, χωρίς να φθείρονται, για τη φοβερή εκείνη φωτιά, για το σκοτάδι, για τις ανελέητες και βασανιστικές δυνάμεις, για τα αμέτρητα άλλα βασανιστήρια, που αναφέρονται με πολλούς τρόπους στις θείες Γραφές, όλα ανάλογα με τις κακές πράξεις
και τους κακούς λογισμούς των ψυχών; Γιατί, όπως ακριβώς οι Άγιοι οδηγούνται σε τόπους φωτεινούς και σε αγγελική ευφροσύνη, ανάλογα με τις καλές του πράξεις, έτσι και οι αμαρτωλοί απομονώνονται σε τόπους σκοτεινούς και ζοφερούς, γεμάτους φόβο και τρόμο, όπως λένε οι Άγιοι. Γιατί, τί φοβερότερο και ελεεινότερο υπάρχει από εκείνους τους τόπους που προορίζονται για τους δαίμονες; Τί άλλο πιο μικρό από την κόλαση, στην οποία καταδικάζονται; Και όμως τιμωρούνται και οι αμαρτωλοί μαζί με τους δαίμονες, όπως λέει η Γραφή: «Φύγετε μακριά μου οι καταραμένοι στην αιώνια φωτιά, που ετοιμάστηκε για τον διάβολο και τους αγγέλους του» (Ματθ. 25, 41).

Φοβερότερο όμως είναι εκείνο που λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Και αν ακόμα δεν υπήρχε το πύρινο ποτάμι και αν δεν παράστεκαν οι φοβεροί εκείνοι άγγελοι, αλλά μάλλον καλούσαν όλους τους ανθρώπους και άλλους μεν τους επαινούσαν και τους δόξαζαν, ενώ άλλους τους απόδιωχναν γεμάτους ατίμωση, για να μη δουν τη δόξα του Θεού, θα υπήρχε άραγε άλλη τιμωρία πικρότερη από εκείνο το βασανιστήριο της ντροπής και της ατιμίας και την οδύνη του ξεπεσμού από τόσα αγαθά»; Γιατί τότε, και μόνο ο έλεγχος της συνειδήσεως και μόνο η ανάμνηση των πράξεών μας, όπως είπαμε πριν, είναι χειρότερα από αμέτρητες και ανήκουστες τιμωρίες.

Διότι εκεί οι ψυχές θυμούνται όλα όσα τους συνέβηκαν εδώ, όπως λένε οι Πατέρες, και τα λόγια και τα έργα και τους λογισμούς, και δεν μπορούν τίποτε απ’ αυτά να ξεχάσουν τότε. Μ’ εκείνο δε που λέει στον Ψαλμό, «εκείνη την ημέρα θα χαθούν όλοι οι διαλογισμοί τους» (Ψαλμ. 145, 40, εννοεί τους διαλογισμούς αυτής της ζωής, δηλαδή για σπίτια, για τόπους, για γονείς, για τα παιδιά και γενικά κάθε δοσοληψία. Αυτά χάνονται, όταν χωρίσει η ψυχή από το σώμα˙ τίποτε απ’ αυτά δεν θυμάται η ψυχή και για τίποτα δεν φροντίζει. Όσα δε έπραξε σύμφωνα με την αρετή ή ακολουθώντας ένα πάθος, αυτά θυμάται και τίποτε από αυτά δεν ξεχνά. Αλλά, αν ένας ωφέλησε κάποιον ή ωφελήθηκε από κάποιον, πάντοτε θυμάται και εκείνον που ο ίδιος ωφέλησε και εκείνον από τον οποίο ωφελήθηκε. Παρόμοια, αν έπαθε κακό από κάποιον ή αν ο ίδιος έβλαψε κάποιον, πάντοτε θυμάται και εκείνον που τον έβλαψε και αυτόν που ο ίδιος έχει βλάψει. Τίποτε, όπως είπα, απ’ όσα έπραξε σ’ αυτόν τον κόσμο δεν ξεχνάει η ψυχή. Αντίθετα, όλα τα θυμάται, μετά το
χωρισμό της από το σώμα, πιο έντονα και πιο ξεκάθαρα, ακριβώς επειδή είναι απαλλαγμένη από το γήινο αυτό σώμα.

Κάποτε μιλούσαμε με κάποιον μεγάλο γέροντα γι’ αυτό το θέμα και έλεγε ο γέροντας αυτός ότι η ψυχή θυμάται, μετά την έξοδό της από το σώμα, το πάθος που το έκανε πράξη και την αμαρτία και το πρόσωπο με το οποίο την έκανε. Και εγώ του έλεγα: «Ίσως να μην είναι έτσι, αλλά ίσως παραμένει η συνήθεια που απέκτησε η ψυχή από τη διάπραξη της αμαρτίας και αυτή θα θυμάται». Περάσαμε τότε πολλή ώρα διαφωνώντας πάνω σ’ αυτό το θέμα, θέλοντας να το διευκρινίσουμε. Δεν μπορούσε να πεισθεί ο γέροντας, αλλά επέμενε ότι και αυτό το είδος της αμαρτίας θυμάται και τον τόπο, ακόμα και το πρόσωπο που αμάρτησε μαζί του. Και αν πραγματικά είναι έτσι, τόσο το χειρότερο για μας, αν δεν προσέχουμε τον εαυτό μας. Γι’ αυτό πάντα σας λέω, φροντίστε να καλλιεργείτε καλούς λογισμούς, για να τους βρείτε εκεί. Γιατί, ό,τι έχει κανείς εδώ, αυτό θα τον συνοδεύσει και αυτό θα έχει και εκεί. Ας φροντίσουμε να γλυτώσουμε από μια τέτοια οδυνηρή κατάντια, αδελφοί μου, ας αγωνιστούμε, και ο Θεός θα μας ελεήσει. Γιατί Αυτός είναι, όπως λέει
και ο Ψαλμός, «η ελπίδα ολόκληρης της γης και αυτών που βρίσκονται μακριά στη θάλασσα» (Ψαλμ. 64, 6). Εκείνοι που βρίσκονται στα πιο μακρινά σημεία της γης, είναι όσοι βρίσκονται σε τέλεια κακία˙ ενώ εκείνοι που βρίσκονται μακριά στη θάλασσα, είναι όσοι παραμένουν σε τέλεια άγνοια. Και όμως και όλων αυτών ελπίδα είναι ο Χριστός.

Πρέπει να καταβάλλουμε λίγο κόπο, ας μοχθήσουμε λοιπόν για να βρούμε έλεος. Αν έχει κανείς ένα χωράφι και το παραμελήσει και χερσωθεί, όσο το παραμελεί, τόσο γεμίζει αγκάθια και τριβόλια. Όταν όμως έρθει να το καθαρίσει, ανάλογα με το πόσο γεμάτο είναι, τόσο θα ματώσουν τα χέρια του, προσπαθώντας να ξεριζώσει τα αγριόχορτα εκείνα που άφησε ένα μεγαλώσουν τον καιρό της αμέλειάς του. Γιατί είναι αδύνατον να μη θερίσει κανείς ό,τι έσπειρε. Πρέπει δε, εκείνος που θέλει να καθαρίσει το χωράφι του, πρώτα – πρώτα να ξεριζώσει καλά όλα τα αγριόχορτα. Γιατί, αν δεν ξεριζώσει καλά όλες τις ρίζες τους, αλλά τα κόψει μόνο από πάνω, θα φυτρώσουν πάλι. Πρέπει λοιπόν κανείς να βγάλει, όπως είπα, και τις ρίζες τους και, αφού το καθαρίσει καλά από τα αγριόχορτα και τα αγκάθια και τα όμοιά τους, να το ισοπεδώσει και να σπάσει τους σβώλους και έτσι να το οργώσει. Και, αφού πρώτα το περιποιηθεί, τότε να σπείρει τον καλό σπόρο. Γιατί, αν μετά από τόση περιποίηση το αφήσει άσπαρτο, φυτρώνουν πάλι τα αγριόχορτα, γιατί
βρίσκουν το χώμα μαλακό και πρόσφορο από την περιποίηση, ριζώνουν βαθιά, μεγαλώνουν και πολλαπλασιάζονται περισσότερο.

Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Πρώτα πρέπει να κόψει κάθε παλαιά εμπαθή προσκόλληση και τις κακές συνήθεις που έχει, γιατί δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την κακή συνήθεια. Ο άγιος Βασίλειος λέει: «Δεν είναι μικρός ο αγώνας που χρειάζεται να κάνει κανείς, για να απαλλαγεί από τη συνήθεια. Γιατί η συνήθεια που με το χρόνο εδραιώνεται, παίρνει κατά κανόνα δύναμη φύσης». Πρέπει λοιπόν να αγωνιστεί κανείς, όπως είπα, όχι μόνο ενάντια στις κακές συνήθειες και τα πάθη, αλλά και ενάντια στις αιτίες που τα προκαλούν και που είναι οι ρίζες τους. Αν δεν βγουν οι ρίζες, θα ξαναφυτρώσουν τα αγκάθια. Γιατί υπάρχουν μερικά πάθη που, αν κόψει κανείς τις αιτίες τους, τα αποδυναμώνει. Όπως ο φθόνος. Από μόνος του δεν είναι τίποτε, αλλά έχει πολλές αιτίες. Μια απ’ αυτές είναι η φιλοδοξία. Διότι, θέλοντας να δοξασθεί κανείς, φθονεί όποιον δοξάζεται ή όποιον προτιμάται. Παρόμοια και η οργή προέρχεται και από πολλά άλλα αίτια, αλλά περισσότερο από τη φιληδονία. Αυτό αναφέρει και ο Ευάγριος και διηγείται για κάποιον
Άγιο ότι έλεγε: «Γι’ αυτό αρνούμαι τις ηδονές, για να κόψω τις αιτίες του θυμού». Και όλοι οι Πατέρες λένε ότι κάθε πάθος γεννιέται απ’ αυτά τα τρία βασικά πάθη, της φιλοδοξίας, της φιλαργυρίας και της φιληδονίας, όπως με διαφόρους τρόπους σας έχω πει.

Περί φόβου της μελλούσης κολάσεως και ότι χρη τον θέλοντα σωθήναι Μηδέποτε αμεριμνείν περί της ιδίας σωτηρίας. Α’

Εν τω αλγείν με τους πόδας και ασθενείς εξ αυτών, τινές των ανελθόντων επισκέψασθαί με αδελφών ηρώτων ίνα είπω αυτοίς την αιτίαν της νόσου, δύο ως νομίζω πραγματευόμενοι, το παραμυθήσασθαί με και μικρόν απαγαγείν εκ του πόνου, και το δούναι αφορμήν λαλήσαι αυτοίς τι ποτέ περί ωφελείας. Άλλ’ επειδή ου συνεχώρει μοι ο πόνος λαλήσαι υμίν ει τι ήθελον τότε, χρεία εστίν άρτι ακούσαι υμάς περί τούτου˙ έστι γαρ και τερπνή η διήγησις της θλίψεως μετά την θλίψιν. Και εις την θάλασσαν ότε επεγείρεται ζάλη, αεί θλίβονται πάντες οι εν τω πλοίω˙ μετά δε παρελθείν την ζάλην, μετά χαράς διηγούνται αλλήλοις τερπόμενοι τα συμβάντα.

Καλόν εστίν, αδελφοί, καθώς αεί λέγω υμίν, έκαστον πράγμα επί τον Θεόν ανάγειν και λέγειν ότι ουδέν εκτός του Θεού γίνεται˙ αλλά πάντως ούτως οίδεν ο Θεός ότι καλόν εστί και συμφέρον, και ούτως εποίησε, καν έχη έξωθεν αιτίαν τινά το πράγμα οίον τι λέγω˙ εδυνάμην ειπείν ότι επειδή έφαγον μετά ξένων και μικρόν εβιασάμην εμαυτόν δια το αναπαύσαι αυτούς, εβαρήθη ο στόμαχός μου, και εγένετο σύρροια εις τον πόδα μου, κακείθεν ερευματίσθην˙ ή και άλλας διαφόρους αιτίας ου λείπουσι γαρ τω θέλοντι. Αλλά το ακριβέστερον και ωφελιμώτερον τούτο μάλλον εστίν, ότι ούτως οίδεν ο Θεός ότι συμφέρει τη ψυχή μου, και ούτως εγένετο˙ ουδέν γαρ εστίν ων ποιεί ο Θεός ό,τι ουκ έστι καλόν, αλλά πάντα καλά και καλά λίαν. Ου δει ουν αθυμείν τινά επί τοις συμβαίνουσιν, αλλά πάντα, ως είπον, επί την πρόνοιαν του Θεού αναφέρειν και αναπαύεσθαι.

Εισί τινές τοσούτον επί ταις συμβαινούσαις θλίψεσι βαρούμενοι, ώστε και αυτήν την ζωήν απολέγεσθαι και ηδέως έχειν του αποθανείν, ως δια τούτο απαλλαγήναι˙ τούτο δε από μικροψυχίας και πολλής αγνωσίας πάσχει τις, αγνοών την φοβεράν ανάγκην την μετά την έξοδον της ψυχής από του σώματος. Μεγάλη φιλανθρωπία του Θεού, αδελφοί, το είναι ημάς εις τον κόσμον τούτον άλλ’ ημείς αγνοούντες τα εκεί, βαρέα ηγούμεθα τα ώδε˙ και ουκ έστιν ούτως. Ουκ οίδατε εις το Γεροντικόν τί λέγει; Ότι ηρώτησεν αδελφός πάνυ εργάτης τινά γέροντα λέγων˙ Η ψυχή μου επιθυμεί τον θάνατον και λέγει αυτώ ο γέρων επειδή την θλίψιν φεύγει και ουκ οίδεν ότι η μέλλουσα θλίψις πολύ χείρων εστί της ενταύθα. Και άλλος ομοίως ηρώτησε γέροντα λέγων˙ Πόθεν ακηδιώ καθήμενος εν τω κελλίω; Και λέγει αυτώ ο γέρων˙ Ότι ακμήν ουχ εώρακας ούτε την ελπιζομένην ανάπαυσιν ούτε την εσομένην κόλασιν. Ει γαρ ίδεις ακριβώς ταύτα, ει σκωλήκων έγεμε το κελλίον σου, ώστε σε εν αυτοίς δεδυκέναι έως τραχήλου, υπέμενες αν μη ακηδιών. Άλ’ ημείς κοιμώμενοι θέλομεν
σωθήναι και δια τούτο ολιγωρούμεν εν ταις θλίψεσιν, οφείλοντες μάλλον ευχαριστείν τω Θεώ και μακαρίζειν εαυτούς ότι όλως αξιούμεθα μικρόν θλιβήναι ώδε, ίνα εκεί εύρωμεν μικράν ανάπαυσιν.

Έλεγε και Ευάγριος ότι εμπαθής τις ων και προσευχόμενος ταχυτέραν αυτώ γενέσθαι την έξοδον, έοικεν ανθρώπω παρακαλούντι τον τέκτονα ταχέως συντρίψαι την κλίνην του ασθενούντος. Δια γαρ του σώματος τούτου περισπάται η ψυχή από των παθών αυτής και παρακαλείται τρώγει, πίνει, κοιμάται, συντυγχάνει, απάγεται μετά αγαπητών. Επάν δε εξέλθη από του σώματος, μονούται αύτη και τα πάθη αυτής, και λοιπόν κολάζεται πάντοτε υπ’ αυτών, εις αυτά αδολεσχούσα και φλεγομένη υπό της οχλήσεως αυτών και διασπαραττομένη υπ’ αυτών, ώστε μηδέ μνημονεύσαι Θεού δύνασθαι. Αυτή γαρ η μνήμη του Θεού παρακαλεί την ψυχήν, ως και εν τω ψαλμώ λέγει˙ Εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην και όμως ουδέ τούτο συγχωρούσιν αυτή τα πάθη.

Θέλετε ως εν υποδείγματι μαθείν τί εστίν ο λέγω; Έλθη τις υμών και εγκλείσω αυτόν εις κελλίον σκοτεινόν, και μη φάγη τρεις ημέρας μόνον και μη πίη, μη κοιμηθή, μη συσντύχη τινί, μη ψάλη, μη εύξηται, μηδέ όλως μνημονεύση Θεού και μάθη μοι τι ποιούσιν εις αυτόν τα πάθη και τούτο ότε εστίν ακμήν ενταύθα, πόσω γε μάλλον μετά το εξελθείν την ψυχήν από του σώματος και προδοθήναι αυτοίς και μονωθήναι μετ’ αυτών.

Άρα τι έχει τότε η αθλία παθείν υπ’ αυτών; Δύνασθε από των ώδε κατανοήσαί πως και την θλίψιν εκείνην. Όταν γαρ πυρέσση τις, τί εστί το καίον αυτόν; Ποίον πυρ ή ποία ξύλα ποιούσι την καύσιν εκείνην; Εάν δε και ευρεθή τις έχων σώμα μελαγχολικόν δύσκρατον ουκ αυτή η δυσκρασία αυτού καίει αυτόν και ταράσσει πάντοτε και θλίβει την ζωήν αυτού; Ούτως και η εμπαθής ψυχή πάντοτε κολάζεται η αθλία υπό της ιδίας κακοεξίας, έχουσα αεί την πικράν μνήμην και την επώδυνον αδολεσχίαν των παθών καιόντων αεί και καταφλεγόντων αυτήν και προς τούτοις, τις δύναται, αδελφοί, διηγήσασθαι τους τόπους εκείνους τους φοβερούς, τα σώματα εκείνα τα κολαστικά, τα υπουργούντα ταις ψυχαίς εις τοιαύτην, και τοσαύτην οδύνην, και μη φθειρόμενα, το πυρ εκείνο το άφατον, το σκότος, τας αποτόμους δυνάμεις τας τιμωρηρικάς, τα άλλα μυρία αναλογούντα προς την κακήν πράξιν των ψυχών και τας κακάς αυτών ενθυμήσεις; Ώσπερ γαρ οι άγιοι λαμβάνουσι τόπους τινάς φωτεινούς και ευφροσύνην αγγελικήν αναλογούσαν τη αγαθή αυτών πράξει, ούτως και οι
αμαρτωλοί λαμβάνουσι τόπους σκοτεινούς και ζοφώδεις, γέμοντας φρίκης και εκστάσεως, καθώς λέγουσιν οι άγιοι. Τί γαρ εστί φοβερώτερον ή ελεεινότερον εκείνων των τόπων εν οις πέμπονται οι δαίμονες; Τί δε πικρότερον της κολάσεως ης κατακρίνονται; Και όμως κολάζονται και οι αμαρτωλοί μετ’ αυτών των δαιμόνων, καθώς λέγει˙ Απέλθετε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού.

Το δε φοβερόν εκείνο μάλιστα ο λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι ει και μη ποταμός είλκετο πυρός, μηδέ άγγελοι παρειστήκεισαν φοβεροί, μόνον δε καλούμενοι των ανθρώπων οι μεν επηνούντο και εδοξάζοντο, οι δε παρεπέμποντο ατίμως, ίνα μη ίδωσι την δόξαν του Θεού, άρα ουκ ην πικροτέρα πάσης γεέννης η κόλασις της αισχύνης και της ατιμίας εκείνης, και η οδύνη της εκπτώσεως των τοσούτων αγαθών; Τότε γαρ και αυτός ο έλεγχος της συνειδήσεως και αυτή η μνήμη των πεπραγμένων, καθώς ανωτέρω είπομεν, χείρόν εστί μυρίων και αφάτων τιμωριών.

Πάντων γαρ μέμνηνται οι ψυχαί των ενταύθα, καθώς λέγουσιν οι Πατέρες, και λόγων και έργων και ενθυμήσεων, και ουδενός τούτων δύνανται επιλαθέσθαι τότε. Ο δε λέγει εν τω ψαλμώ˙ Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτών, τους διαλογισμούς λέγει του αιώνος τούτου, οίον οικοδομής, χωρίων, γονέων, τέκνων, πάσης δοσοληψίας. Ταύτα άμα το εξελθείν την ψυχή από του σώματος απόλλει, ουδενός τούτων μνημονεύει ή φροντίζει. Α δε εποίησε κατ’ αρετήν ή κατά πάθος, τούτων μέμνηται και ουδέν εξ αυτών απόλλει. Αλλά και ει οφέλησέ τις τινά ή αυτός ωφελήθη παρά τινός, αεί μέμνηται και του ωφεληθέντος παρ’ αυτού και του ωφελήσαντος αυτόν ομοίως ει εβλάβη παρά τινός ή αυτός έβλαψέ τινά, αεί μέμνηται και του βλάψαντος αυτόν και του βλαβέντος υπ’ αυτού και ουδέν, καθώς είπον, απόλλει η ψυχή ων έπραξεν εν τω κόσμω τούτω, αλλά πάντων μέμνηται μετά το εξελθείν από του σώματος, αλλά και έτι τρανοτέρως, έτι φανερωτέρως, ως απαλλαγείσα του γηίνου τούτου σώματος.

Ποτέ ελαλούμεν μετά τινός μεγάλου γέροντος περί τούτου και έλεγεν αυτός ο γέρων ότι μέμνηται η ψυχή μετά του εξελθείν από του σώματος του πάθους ου ενήργησεν, και της αμαρτίας και του προσώπου μεθ’ ου ενήργησεν αυτήν. Εγώ δε έλεγον αυτώ˙ Τάχα ουχ ούτως, άλλ’ ίσως την έξιν την γενομένην αυτή εκ της εργασίας της αμαρτίας μέλλει έχειν, και αυτής μέμνηται. Και εμείναμεν επί πολύ φιλονεικούντες περί του λόγου τούτου θέλοντες μαθείν. Και ουκ επείθετο ο γέρων λέγων ότι και αυτού του είδους της αμαρτίας μέμνηται, και του τόπου και αυτού του προσώπου του συναμαρτήσαντος. Και όντως, εάν ούτως ή, επί πλείον κάκην εσχάτην έχομεν, ει μη προσέχωμεν εαυτοίς. Δια τούτο αεί λέγω υμίν, σπουδάσατε γεωργείν καλούς λογισμούς, ίνα αυτούς εύρητε εκεί. Ει τι γαρ έχει τις ώδε, αυτό εξέρχεται μετ’ αυτού, και αυτό μέλλει έχειν εκεί. Φροντίσωμεν ρυσθηναι από της τοιαύτης ανάγκης, αδελφοί, σπουδάσωμεν και ο Θεός ποιεί μεθ’ ημών το έλεος αυτού. Αυτός γαρ εστίν, ως λέγει εν τω ψαλμώ, η ελπίς πάντων των περάτων της γης και των εν
θαλάσση μακράν. Οι εις τα πέρατα της γης εισίν οι εν τελεία κακία˙ οι δε εν θαλάσση μακράν εισίν οι εν εσχάτη αγνωσία, και όμως ο Χριστός εστίν η ελπίς των τοιούτων.

Χρεία μικρού κόπου, κοπιάσωμεν, ίνα ελεηθώμεν. Εάν έχη τις χωρίον και αμελήση αυτού και χερσωθή, ουχ όσον αμελεί αυτού, τοσούτον γομούται ακανθών και τριβόλων; Όταν δε έλθη εις το καθαρίσαι αυτό, ουχ όσον γέμει, τοσούτον έχουσιν αιμορραγήσαι αι χείρες αυτού θέλοντος ανασπάσαι την κακήν βοτάνην εκείνην, ην αφήκεν ανελθείν εν τω καιρώ της αμελείας αυτού; Αδύνατον γαρ εστί τινά μη θερίσαι ο έσπειρε. Χρήζει δε ο θέλων καθαρίσαι το χωρίον αυτού, πρώτον μεν ίνα καλώς εκριζώση πάσας τας βοτάνας. Εάν γαρ μη καλώς ανασπάση τας ρίζας αυτών, αλλά μόνον άνωθεν κόψη αυτάς, πάλιν φύονται. Θέλει ουν τις ίνα αυτάς τας ρίζας, ως είπον, ανασπάση, και μετά το καλώς καθαρίσαι αυτό από των βοτανών και ακανθών και των τοιούτων, θέλει βολοστροφήσαι αυτό και κοπανίσαι και ούτως αροτριάσαι αυτό και ότε καλώς φιλοκαλήσει αυτό, τότε λοιπόν θέλει σπείραι αυτό καλόν σπέρμα. Εάν γαρ μετά το ποιήσαι αυτόν τοσαύτην φιλοκαλίαν, εάση αυτό αργόν, ανέρχονται αι βοτάναι και ευρίσκουσι την γην απαλήν και καλήν εκ της φιλοκαλίας, και
βάλλουσι κάτω εις βάθος τας ρίζας και πλείον ισχυροποιούνται και πληθύνονται εν αυτή.

Ούτως εστί και το της ψυχής. Πρώτον θέλει εκκόψαι πάσαν παλαιάν προσπάθειαν και τας κακάς συνηθείας ας έχει˙ ουδέν γαρ χείρον κακής συνηθείας. Και ο άγιος Βασίλειος λέγει˙ Ου μικρός δε ούτος αγών, της συνηθείας εαυτού περιγενέσθαι. Έθος γαρ δια μακρού χρόνου βεβαιωθέν, φύσεως ισχύν, ως τα πολλά λαμβάνει. Θέλει ουν τις αγωνίσασθαι, ως είπον, ου μόνον προς τας κακάς συνηθείας και προς τα πάθη, αλλά και προς τας αιτίας αυτών, αίτινές εισίν αι ρίζαι. Και εάν μη αι ρίζαι εκβληθώσιν, ανάγκη τας ακάνθας πάλιν φύεσθαι. Εισί γαρ τινά πάθη μηδέν ισχύοντα, εάν εκκόψη τις τας αιτίας αυτών οίον, ο φθόνος καθ’ εαυτόν ουδέν εστίν, αλλά έχει τινά αίτια εξ ων εστί και η φιλοδοξία θέλων γαρ τις δοξασθήναι, φθονεί τω δοξαζομένω ή προτιμωμένω. Ομοίως και η οργή γίνεται εξ άλλων αιτιών και μάλιστα εκ της φιληδονίας. Και μέμνηται τούτου και Ευάγριος λέγων περί τινός αγίου ότι έλεγε˙ Δια τούτο περιαίρω τας ηδονάς, ίνα τας του θυμού περικόψω προφάσεις. Και πάντες δε οι Πατέρες λέγουσιν ότι έκαστον πάθος εκ τούτων των τριών
γεννάται παθών, της φιλοδοξίας, και της φιλαργυρίας και της φιληδονίας, καθώς διαφόρως είπον υμίν. …

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.