Γιατί το Βυζάντιο αποτελεί οργανικό μέρος της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Η ιστορική επιστήμη σου αποδεικνύει ότι το βυζάντιο δεν έχει Λατινικό χαρακτήρα, ούτε ανατολικό – ασιατικό, αλλά κυρίως Ελληνικό. Ωστόσο, μπορεί να σου ειπεί κανείς και τούτο, ότι «το πρόβλημα αν στο σύνολό της η βυζαντινή ιστορία αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους, είναι ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα» (Εκδ. Αθ. Ιστορ. Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ’ σελ. 10). Οπωσδήποτε είναι ορθές οι παρατηρήσεις: «Η βυζαντινή Ελληνικότητα δεν εξαντλεί τον εθνικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας… η γεωγραφία του βυζαντινού Ελληνισμού δεν συμπίπτει ούτε με τα πλατειά σύνορα της αυτοκρατορίας, ούτε με τα στενά όρια της σύγχρονης Ελλάδας», αλλά «και μένει αναμφισβήτητο ότι η βυζαντινή ιστορία στο σύνολό της αποτελεί τη ρίζα, την αφετηρία του σύγχρονου Ελληνισμού» (Εκδοτ. Αθηνών, ιστορ. Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ’, σελ. 10).
Όμως έχεις υπόψη σου και την παράδοση που θέλει τη βυζαντινή αυτοκρατορία οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους: «Η σύγχρονη Ελλάδα πιστός συνεχιστής της γλώσσας, του δόγματος και του τρόπου ζωής του βυζαντίου. Ο νεοελληνικός πατριωτισμός δεν διστάζει να ταυτίσει τις βλέψεις του με το σύνολο του βυζαντινού κράτους… Ο θρύλος που θέλει τον Αλέξανδρο να κτίζει στον Καύκασο τις σιδερένιες πύλες που θα προστατεύσουν από τους βαρβάρους, η άτεχνα χαραγμένη Ελληνική επίκληση στον Χριστό που βρέθηκε στους βράχους της ευδαίμονος Αραβίας, οι επίσημες Ελληνικές επιγραφές των βυζαντινών διοικητών της Καρχηδόνας, οι ταπεινές ενθυμήσεις, Ελληνικά διατυπωμένες των μοναχών της Θηβαΐδος, οι Ελληνόγλωσσοι πάπυροι της Νουβίας και της ερήμου της Ναγέβ, μεσαιωνικά ελληνικά τοπωνύμια, δημιούργημα των ελληνόφωνων πληθυσμών της νότια Ιταλίας, τα ελληνόγλωσσα ιερά βιβλία των μονών, η ελληνόγλωσση επική ποίηση στις χώρες του Ευφράτη, οι επιτάφιες στήλες που μνημονεύουν ελληνοπρεπώς στις πόλεις του Ευξείνου, μένουν χειροπιαστά δείγματα της βυζαντινής ελληνικότητας και δικαιώνουν τη θεωρία για τον εξελληνισμό» (Εκδοτ. Αθηνών, ιστ. Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ’, σελ. 12).
Είναι οργανικό μέλος της ιστορίας του Ελληνικού έθνους η βυζαντινή αυτοκρατορία γιατί συνδέεται οργανικά με την ιστορία των αρχαίων Ελλήνων: Αρχαία Ελληνική πόλη το βυζάντιο και η περιτείχισή του συνεχίσθηκε με χερσαία τείχη, όπως σ’ όλες τις Ελληνικές πόλεις. Εκατοντάδες ελληνικές επιγραφές στα τείχη της Κων/πόλεως με μαρτυρίες για ιστορικά γεγονότα. Και ο Hertsberg σου ανευρίσκει δύο βασικές – συνεχείς ιδιότητες στη βυζαντινή αυτοκρατορία, τις οποίες αναγνωρίζει και στον αρχαία Ελληνικό κόσμο. Την πρώτη, αναφερόμενη στη νοοτροπία των βυζαντινών, κατά την οποία «οι βυζαντινοί εκληρονόμησαν παρά των αρχαίων Ελλήνων το τε αρχαίον στασιωτικόν πνεύμα και την αρετήν του οξέως νοείν, και ως εκείνοι ηγάπων τας λεπτοτάτας φιλοσοφικάς διαλειπτικάς έριδας, ούτως ούτοι ηγάπων ομοίως έριδας θεολογικάς» (Hertsherg, ιστορία της Ελλάδος, τόμ. 1ος, σελ. 153). Και τη δεύτερη, αναφερόμενη στον κορμό της αυτοκρατορίας, που ήταν οι ένπλες δυνάμεις, όπως και στα αρχαία Ελληνικά κράτη: «εις τον στόλον υπερείχε το Ελληνικόν στοιχείον… Η τακτική του στρατού έμεινεν ελληνορρωμαϊκή, ωσαύτως και η γλώσσα της του στρατού διοικήσεως ούσα κατ’ αρχάς Λατινική, από του 7ου αιώνος μ. Χ. κατέστη Ελληνική» (σελ. 154- 155).
Θα μπορούσες να ανεύρεις κοινό γνώρισμα των αρχαίων Ελλήνων και των βυζαντινών το σκωπτικό πνεύμα: «Οι βυζαντινοί ημών πρόγονοι, κληρονόμοι του σκωπτικού πνεύματος των αρχαίων Ελλήνων, ήσαν επιρρεπείς προς τα παρωνύμια… Τόσον διαδεδομένη η τάσις αύτη προς το σκώμμα, ώστε σκόπιμον εκρίνετο κατά καιρούς ν’ αποτρέπονται οι χριστιανοί. Λ. χ. Ζαγαρομάτης, Ονομάγουλος, Μυστάκων, Φαλακρός ή Φαρακλός ή Κουρούπης, Μεταξωτός, Κολοκύνθης, Χαντέας (=αυτός που χάσκει), Λυκοδόντης κ. ά.» (Φαίδ. Κουκουλέ, βυζ. Βίος και πολιτ., τ. ΣΤ’ σελ, 469 κ.α.).
Ως και λογοδοσία των αρχόντων – όπως η διαδικασία των «ευθυνών» στην αρχαία Αθήνα – προβλεπόταν με νόμο του Ζήνωνος, «συμφώνως προς τον οποίον οι άρχοντες των επαρχιών μετά την λήξιν της θητείας των ώφειλον να παραμένουν εις τας θέσεις των επί πεντήκοντα ημέρας δια να λογοδοτούν εις τας κατηγορίας των κατοίκων» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου, Ιστορ. Βυζ. Κράτ., τόμ. Α’, σελ. 327). Αλλά και στις Οικουμενικές συνόδους σου ανευρίσκουν μελετητές οργανική συνέχεια με την αρχαία Ελλάδα: «Αι σύνοδοι, αι θεμελιώσασαι τα δόγματα και ρυθμίσασαι τον οργανισμόν της εκκλησίας συνήλθον εντός των ορίων της ανατολικής αυτοκρατορίας και ενεπνεύσθησαν απ’ αρχής μέχρι τέλους υπό της ελληνικής διανοίας, ήτις υπό την νέαν αυτής βυζαντινήν ενδυμασίαν εφήρμοσε την αρχαίαν αυτής φιλοσοφικήν ενεργητικότητα εις της Εκκλησίας την υπηρεσίαν… Και αυταί αιρέσεις πηγάζουσιν από της αυτής προς το φιλοσοφείν τάσεως, και είναι το τελευταίον αποκύημα των αρχαίων σχολών της φιλοσοφίας» (Δημ. Βικέλα, περί βυζ. Μελ. σελ. 86).
Εξάλλου είναι οργανικό μέλος της ιστορίας του ελληνικού έθνους η βυζαντινή αυτοκρατορία, γιατί συνδέεται οργανικά με την πραγματικότητα του νέου ελληνισμού, καθώς και γιατί δια μέσου της βυζαντινής αυτοκρατορίας επεβίωσαν οι Ελληνικές τάσεις, διαθέσεις και δυναμικότητες. «Η εποχή του βυζαντίου είναι η περίοδος κατά την οποίαν διετηρήθη, ανεπτύχθη και εξειλίχθη η ελληνική γλώσσα… ετέθησαν τα θεμέλια του νεώτερου ελληνισμού… Από το βυζάντιον ήλθομεν εις την νέαν Ελλάδα και το βυζάντιον φέρομεν εντός μας… Ολόκληρος η εκκλησιαστική μας ζωή είναι αυτή αύτη η βυζαντινή. Η ποίησις του βυζαντίου δεν είναι δι’ ημάς νεκρόν γράμμα, διότι είναι αύτη μορφή της δημοτικής μας ποιήσεως, διαδεδομένη παντού, όπου υπάρχουν Έλληνες ορθόδοξοι. Την υψώνει ακόμη η μουσική των ιερών ακολουθιών, την ωραΐζει η ζωντανή τελετουργία, την εμψυχώνει η πίστις, η αυτή κοινή δογματική ένωσις προς τους ομοεθνείς μας δύο χιλιετηρίδων, το αυτό ψυχικόν συνεχές βίωμα» (Νικ. Β. Τωμαδάκη. Οι έλληνες και αι φιλολογικαί βυζ. Σπουδαί, σελ. 32 – 33).
Απόδειξη του ότι το βυζάντιο αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους σου παρέχει και η εξέλιξη της ελληνικής γραφής. Τον 9ον μ. Χ. αιώνα παρουσιάσθηκε το πρώτο βιβλίο με μικρογράμματη γραφή που έχει επικρατήσει στο νεώτερο ελληνισμό. Το παλαιότερο ελληνικό χειρόγραφο «με μικρογράμματη γραφή είναι το τετραβάγγελο που γράφτηκε στη μονή του Στουδίου το 835 μ. Χ. και φυλάσσεται σε μουσείο του Λένιγκραντ» (Α. Β. Γιανικόπουλου, η εκπ. Τον 4ο μ. Χ. αι., σελ. 466).
Η παιδεία του βυζαντίου είχε βάση τα αρχαία ελληνικά γράμματα. Ο Μιχ. Ψελλός σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων γνώριζε απέξω ολόκληρη την Ιλιάδα. Την αρχαία ελληνική παιδεία καλλιέργησαν ακόμη – ακριβέστερα κατεξοχήν καλλιέργησαν και διέδωσαν – οι μοναχοί: «Απλοϊκοί μοναχοί αντιγράφουν χειρόγραφα αρχαίων συγγραφέων, τρόφιμοι μοναστηρίων μορφώνονται εις βιβλιοθήκας, ανώτεροι κληρικοί σχολιάζουν ή μιμούνται την γλώσσαν, τη μετρικήν… Αν το βυζάντιον εγίνετο Γοτθικόν (ή Περσικόν ή Αραβικόν) θα εσώζοντο οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς;» Και οι νεοέλληνες σπουδάζομεν τα αρχαία ελληνικά κυρίως για ανθρωπιστική αγωγή, τα οποία δεν θα είχαμε – όπως και όσα έχομε – αν το βυζάντιο δεν ήτο ελληνικό, οργανικά συνδεδεμένο με την ιστορία του Ελληνισμού.
Αλλά και τη βυζαντινή φιλολογία ως συνέχεια της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας και ως αρχή της νεοελληνικής φιλολογίας μόνον μπορείς να μελετήσεις και να εκτιμήσεις. Οι κατεξοχήν βυζαντινοί φιλόλογοι Ευστάθιος, Αρέθας, Φώτιος κ.ά. υπομνημάτισαν αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Ελληνικά λεξικά άλλωστε μας έδωσαν οι βυζαντινοί φιλόλογοι. Αλλά και η επίδραση των βυζαντινών λογίων που ασκήθηκε στους ανθρωπιστές της δύσεως με τη φυγή των λογίων ήταν Ελληνική, καθώς σου το αναγνωρίζουν και ξένοι μελετητές: «Δια της επιστήμης των βυζαντινών εισήχθη ο ελληνισμός εις τα ην δύσιν και απέβη εις εκ των παραγόντων της αναγεννήσεως και των πολιτικών και θρησκευτικών φαινομένων, τα οποία εξ αυτής προήλθον» (Έσελιγγ, βυζ. Βίος και πολιτισμός, σελ. 300). Και το φαινόμενο της διγλωσσίας, λόγιας και δημοτικής γλώσσας, που σημάδεψε την πνευματική πορεία του νέου Ελληνισμού, από τους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας άρχισε να εξελίσσεται. Και «τα δημοτικά μας τραγούδια με την καθαράν και γεμάτην λεβεντιά πνοήν είναι τονισμένα σε μοτίβα βυζαντινής μουσικής. Γνωστόν δε επίσης είναι ότι πολλά εξ αυτών έχουν και καθαρώς χριστιανικήν έμπνευσιν» (Αρχ. Λεων. Διαμαντοπούλου, τι προσέφερε ο χριστιανισμός, σελ. 83). Η γνώμη μάλιστα αυτή σου έρχεται ως φυσική συνέπεια μιας διαπιστώσεως, που αναγνωρίζουν και οι περισσότεροι Έλληνες και ξένοι ιστορικοί, ότι «Την ενότητα του ελληνικού έθνους εδημιούργησεν η εκκλησία» (Έσελιγγ, βυζάντιο και βυζ. Πολιτισμός, σελ. 17).
Κοινούς προσανατολισμούς σου ανευρίσκουν οι ιστορικοί στην αρχαία Ελλάδα, στη βυζαντινή αυτοκρατορία και στον νεώτερον ελληνισμό. Κατά τον Α. Vasiliev «Ο Ουσπένσκυ συγκρίνει τον πόλεμο του Ηρακλείου με τις ένδοξες εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου» (A. Vasiliev, ιστορ. Βυζ. Αυτοκρ. Σελ. 246). Οι ενδοξότεροι και σκληρότεροι αγώνες του βυζαντίου υπήρξαν αγώνες υπέρ του ελληνισμού, για τη στερέωση και διατήρησή του, όπως στα νησιά και κυρίως στην Κρήτη και στην Ήπειρο, προπαντός στη Μακεδονία. Υποστήριξαν μερικοί την άποψη «ότι ο μαγειρικός όρος Macedoine, παράγεται από το σύμφυρμα φυλών της Μακεδονίας και σημαίνει σαλάτα από διάφορα χόρτα… Αλλά η ονομασία είναι αρχαιότατη και παράγεται από τη ρίζα Mak -, από την οποία παράγονται και οι λέξεις μακεδνός ή μακεδανός (= ευμήκης) μακρός, μήκος και το λατινικό Magnus και σημαίνει χώρα με υψηλούς ορεσίβιους κατοίκους. Το εθνικό Μακεδών σχηματίσθηκε αναλογικώς προς το Μυρμηδών και άλλα παρόμοια» (Baynes – Moss, βυζάντιο σελ. 493). Και «κύριος σκοπός του δεσπότου της Ηπείρου υπήρξε να εμποδισθή η απορρόφησις του ελληνισμού των δυτικών περιοχών της Ελλάδος από τους γείτονες Φράγκους και Βουλγάρους» (Α. Vasileiv, ιστορ. Βυζ. Αυτοκρ. Σελ. 641). Αν μάλιστα αναλογισθείς το μέγα κίνδυνο που διατρέχει το μεγαλύτερο τμήμα της Ηπείρου σήμερα – η Βόρειος Ήπειρος – ν’ αφελληνισθεί από το καθεστώς των Τιράννων, οπωσδήποτε αναλογίζεσαι και τη μεγάλη ευθύνη του ελεύθερου νέου Ελληνικού κράτους ν’ ανταποδώσει την οφειλή για τους αγώνες του τμήματος αυτού στην εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ανεξάρτητα από τη γεωγραφική έκταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο Ελληνικός χαρακτήρας διατηρήθηκε ο ίδιος και επέδρασε κατάλληλα σε κάθε κατεύθυνση: «Μετά την υπό τους Παλαιολόγους αποκατάστασή της, η αυτοκρατορία είχε αποκλειστικά σχεδόν την τυπική σημασία ενός εθνικού ελληνικού Μεσαιωνικού βασιλείου. Την εποχή των Παλαιολόγων μπορεί να παρατηρήσει κανείς την ανάπτυξη πατριωτισμού, ανάμεσα στον Ελληνικό λαό, που συνωδεύετο από ένα αίσθημα προσηλώσεως προς τις δόξες της αρχαίας Ελλάδος… Στην εκδήλωση του Ελληνικού πατριωτισμού του 14ου και 15ου μ. Χ. αιώνος καθώς και στο βαθύ ενθουσιασμό, που επαρουσιάσθη για το ένδοξο ελληνικό παρελθόν, μπορεί κανείς δικαιολογημένα να δη έναν από τους παράγοντας, οι οποίοι, κατά τον 19ον αιώνα, επρόκειτο να συμβάλουν στην αναγέννηση της νέας Ελλάδος» (Vasiliev, ιστορ. Βυζ. Αυτοκρ. Σελ. 721). Και για τον πατριωτισμό και τον ελληνισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας σου φαίνεται δίκαιο να υπογραμμίσεις την κρίση του Σπυρ. Ζαμπελίου πως «είναι άρωμά τι συμφυέστατον, όπερ, εις τα εντός αγγείου άπαξ προσκολληθέν, εξαποπνέει βραδύτατα, ως ο μόσχος. Πλύσεις και ραντισμοί δεν καθαρίζουσι την φιάλην σου. θα αναγκασθής να την συντρίψης» (Σπ. Ζαμπελίου, Κρητικοί γάμοι, σελ. 66).
Ο Σπ. Ζαμπέλιος, Έλληνας και ο Ch. Diehl, Γάλλος βυζαντινολόγος σου τονίζουν ιδιαίτερα τη οργανική σύνδεση του νέου ελληνισμού με το βυζάντιο: «Η νεοελληνική εθνικότης δεν αρχίζει ως κοινώς διαθρυλείται ουδέ από της εν Πύλω ναυμαχίας, ουδέ από της εν Ανδριανουπόλει συνθήκης, αλλά άρχεται εκείθεν, όπου Θεός εστήριξε και εθεμελίωσεν αυτήν, όθεν ουδεμία δύναμις ανθρωπίνη ισχύει να μετακινήση αυτήν δηλαδή από της εγκαθιδρύσεως του επτασυνόδου πολιτεύματος… της νεοελληνικής εθνότητος αι πηγαί υποβλύζουσιν υπόγειοι και αδιόρατοι εξ αυτής, της Θείας ενανθρωπήσεως˙ αναπηδώσι εις την επιφάνειαν της γης επί Κων/νου και Θεοδοσίου και δεν ορμώσιν ακατάσχετοι πλέον ή εις τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων τους». Και κατά τον Diehl: «Η σύγχρονος Ελλάς οφείλει πολύ περισσότερα εις το Χριστιανικόν βυζάντιον παρ’ όσα εις τας Αθήνας του Περικλέους και του Φειδίου (Λεων. Διαμαντοπούλου, τι προσέφερεν ο χριστιανισμός, σελ. 95).
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν δυνατόν να σου υποβάλλει κανένας την ερώτηση, «μήπως ο Ελληνισμός είναι υπεύθυνος δια πάσας του βυζαντινού κόσμου τας αμαρτίας;» Ίσως μπορούσες να έχεις απάντηση με την άποψη του Δημ. Βικέλα: «Είναι γεγονός ότι η Βαλκανική χερσόνησος μέχρι του Ίστρου και η ανατολή μέχρι του Ευφράτου και της Αρμενίας, λαλούσαι Ελληνιστί, συνεχωνεύθησαν εις εν κράμα, αποτελέσαν τον βυζαντινόν κόσμον. Αλλά δια της διαχύσεως αυτού ο Ελληνισμός έπαθεν ό,τι φιάλη ακράτου οίνου κενουμένη εις πίθον ύδατος. Αυξάνει μεν του ρευστού η ποσότης και διατηρεί ολίγον του χρώματος και της γεύσεως του οίνου, αλλά και το χρώμα ασθενές και η γεύσις ανούσιος. Εχρειάσθη αιώνων διύλισις, εχρειάσθη τοσούτων συμφορών και τοσούτων παθημάτων η δοκιμασία, όπως κατασταλάξη εντός του πίθου η αρχαία ουσία, όπως ο Ελληνισμός, αποχωρισθείς του περικαλύπτοντος αυτόν Βυζαντινού σπαργάνου, αναφανή πάλιν σώος και ακέραιος… Η Κων/πολις αποκαθίσταται ουχί μόνον το κέντρον του νέου ελληνισμού τούτου, άλλ’ επίσης και το των αρχαίων παραδόσεων… Ο Ελληνισμός δεν είναι υπεύθυνος δια τας βυζαντινάς αμαρτίας, άλλ’ εναγκαλισθείς και εγκολπωθείς την παρακμάζουσαν και παραλυομένην Ρωμαϊκήν κοινωνίαν, έδωκεν εις αυτήν νέαν ζωής προθεσμίαν και διετηρήθη επί χιλιετίαν ο εξελληνισθείς Ρωμαϊκός κόσμος, επ’ αγαθώ του πολιτισμού και της ανθρωπότητος» (Δημ. Βικέλα, Μελέτη περί βυζ., σελ. 74 – 76).
Αυτό που έγινε βίωμα του ελληνικού λαού, ότι η Ελλάδα, ο ελληνισμός δεν πεθαίνει, ωδήγησε τον ιστορικό Σπ. Ζαμπέλιο να ονομάσει τον Ελληνισμό «Λάζαρο λαό» (κρητικοί γάμοι, σελ. 269) και να υπογραμμίσει την υποχρέωσή μας να αναγνωρίζουμε στους βυζαντινούς ότι: «Αυτοί κατά παντοίων παλαίσαντες δυσπετειών, μας έσωσαν μίαν πατρίδα, μίαν πίστιν, μίαν γλώσσαν και δεν είμεθα εις βάραθρον ανεξαγοράστου ανδραποδισμού» (Σπ. Ζαμπελίου, κρητικοί γάμοι, σελ. 309).
Και τελευταία – τελευταία για εκείνους που ομιλούν και γράφουν για το «ανθελληνικό παραμύθι του βυζαντινού Ελληνισμού» (περιοδικό Δαυλός, τεύχ. 5, Απρ. Μαΐου 1982, σελ. 197 κ.ε.) και για εκείνους που παρασιωπούν την επίδραση του Βυζαντίου στο Νεοελληνικό διαφωτισμό και στην εθνεγερσία του (21) (λ.χ. Θέματα νεότερης ιστορίας από τις πηγές, τεύχος Α’, Γ’ τάξεως Λυκείου Ο.Ε.Δ.Β.) θα μπορούσες να παρατηρήσεις ότι η ιστορική επιστήμη δεν δικαιώνει τις εκτιμήσεις τους και τις παραλήψεις τους. η αμερόληπτη ιστορική επιστήμη σου αποδεικνύει πως το βυζάντιο αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.