Για το φόβο της μέλλουσας κόλασης και ότι πρέπει, εκείνος που θέλει να σωθεί, ποτέ να μην αμελεί τη σωτηρία του (μέρος Β’) – Αββά Δωροθέου.

Πρέπει να κόψει λοιπόν κανείς, όχι μόνο τα πάθη, αλλά και τις αιτίες που τα προκαλούν και έτσι να ευπρεπίσει τα ήθη του με τη μετάνοια, με τα δάκρυα και τότε να αρχίσει να σπέρνει τον καλό σπόρο, που είναι τα καλά έργα. Γιατί, όπως ακριβώς είπαμε για το χωράφι, ότι αν, αφού το καθαρίσει και το περιποιηθεί ο γεωργός, δεν σπείρει καλό σπόρο, φυτρώνουν τα αγριόχορτα, γιατί βρίσκουν μαλακό και καλοσκαμμένο χώμα και ριζώνουν πιο βαθιά, το ίδιο συμβαίνει και στον άνθρωπο. Αν δηλαδή, αφού διορθώσει τα ήθη του και μετανοήσει για τις πράξεις του παρελθόντος, παραμελήσει την αγαθοεργία και την προσπάθεια για την απόκτηση των αρετών, πραγματοποιείται σ’ αυτόν εκείνο που λέει το Ευαγγέλιο: «Όταν το ακάθαρτο πνεύμα βγει από τον άνθρωπο τριγυρνάει σε ξερότοπους, ζητώντας ανάπαυση και, αφού δεν τη βρίσκει πουθενά, λέει: «Θα γυρίσω πίσω στο σπίτι μου απ’ όπου έφυγα». Και γυρίζοντας πίσω το βρίσκει ακατοίκητο, δηλαδή άδειο από κάθε αρετή, καθαρό και στολισμένο. Τότε πηγαίνει και βρίσκει άλλα επτά δαιμόνια χειρότερα
απ’ αυτό και τα παίρνει μαζί του˙ και, αφού καταλάβουν το χώρο, κατοικούν πλέον εκεί. Τότε παθαίνει ο άνθρωπος χειρότερα απ’ ό,τι είχε πριν υποστεί (Λουκ. 11, 24-27).

Διότι είναι αδύνατον η ψυχή να παραμείνει στην ίδια κατάσταση, αλλά βαδίζει προοδευτικά είτε στο καλύτερο είτε στο χειρότερο. Γι’ αυτό, καθένας που θέλει να σωθεί πρέπει, όχι μόνο να μην κάνει το κακό, αλλά να εργάζεται το αγαθό, όπως λέει στον Ψαλμό: «Απομακρύνσου από το κακό και κάνε το καλό» (Ψαλμ. 36, 27). Δεν είπε «απομακρύνσου από το κακό» μόνο, αλλά και «κάνε το καλό». Δηλαδή, αν συνήθιζε κανείς να είναι άδικος, πρέπει να φθάσει όχι μόνο να μην αδικεί κανέναν, αλλά και να κάνει έργα δικαιοσύνης. Αν ήταν άσωτος, πρέπει όχι μόνο να φθάσει να μην ασωτεύει, αλλά και να εγκρατεύεται. Αν ήταν οργίλος, πρέπει όχι μόνο να μην οργίζεται, αλλά να αποκτήσει και πραότητα. Αν ήταν κανείς πολύ θρασύς, πρέπει όχι μόνο να μην εκφράζεται με θράσος, αλλά και να ταπεινώνεται. Και αυτό σημαίνει το «απομακρύνσου από το κακό και κάνε το καλό»1. Γιατί κάθε πάθος έχει και την αντίστοιχη αρετή του. Η υπερηφάνεια έχει την ταπεινοφροσύνη, η φιλαργυρία έχει την ελεημοσύνη, η ασωτία την εγκράτεια, η ανυπομονησία την
υπομονή, η οργή την πραότητα, το μίσος την αγάπη. Και, με λίγα λόγια, κάθε πάθος έχει, όπως είπα, την αντίστοιχη αρετή του.

Αυτά σας τα είπα πολλές φορές. Όπως ακριβώς λοιπόν βγάλαμε από μέσα μας τις αρετές και βάλαμε στη θέση τους τα πάθη, έτσι πρέπει να κοπιάσουμε, όχι μόνο να βγάλουμε τα πάθη, αλλά και να ξαναβάλουμε τις αρετές και να τις εδραιώσουμε στις θέσεις τους. Γιατί οι αρετές μας δόθηκαν από τον Θεό κατά τη δημιουργία. Επειδή, όταν δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο, του έσπειρε μέσα του τις αρετές, όπως λέει η Αγία Γραφή: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο ¨κατ’ εικόνα¨ δική μας και ¨καθ’ ομοίωσιν¨» (Γεν. 1, 26). «Κατ’ εικόνα» είπε, επειδή ο Θεός δημιούργησε την ψυχή άφθαρτη και αυτεξούσια. «Καθ’ ομοίωσιν» δε εννοεί ό,τι έχει σχέση με την αρετή.2 Γιατί λέει: «Γίνετε οικτίρμονες όπως και ο Πατέρας σας ο ουράνιος είναι οικτίρμων» (Λουκ. 6, 36), «Γίνετε άγιοι γιατί εγώ είμαι άγιος» (Λευϊτ. 11, 44). Και πάλι ο Απόστολος είπε: «Να είσαστε μεταξύ σας αγαθοί και αγαθοπροαίρετοι» (Εφεσ’. 4, 32). Ο δε Ψαλμός λέει ότι «είναι αγαθός ο Κύριος γι’ αυτούς που υπομένουν (Θρην. Ιερ. 3, 25) και άλλα σχετικά.

Αυτό σημαίνει το «καθ’ ομοίωσιν». Ώστε μας έδωσε ο Θεός τις αρετές μαζί με την υπόστασή μας, τα πάθη όμως δεν τα είχαμε μαζί με την υπόστασή μας. Ούτε και αυτά τα ίδια τα πάθη έχουν καμιά ουσία και υπόσταση, αλλά όπως ακριβώς ουσιαστικά το σκοτάδι δεν υπάρχει, αλλά είναι μια παθητική κατάσταση του αέρα που, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος,3 παρουσιάζεται μόλις λείψει το φως, έτσι είναι και το σκοτάδι των παθών. Αφού με τη φιληδονία ξεστράτισε η ψυχή από τις αρετές, δημιούργησε τα πάθη και τα εδραίωσε εναντίον της.

Έχουμε λοιπόν ανάγκη, όπως ακριβώς σας είπα και για το χωράφι, μετά από το προσεκτικό καθάρισμα, αμέσως να σπείρουμε τον κακό σπόρο, ώστε αυτός να φέρει και τον ανάλογο καλό καρπό. Πρέπει ακόμα ο γεωργός, μόλις ρίξει τον καλό σπόρο, αμέσως να τον κρύψει και να τον θάψει στη γη, γιατί έρχονται τα πουλιά, τον αρπάζουν και χάνεται. Και, αφού τον κρύψει, περιμένει το έλεος του Θεού μέχρι να βρέξει και να φυτρώσει ο σπόρος. Γιατί, και αν κάνει ο γεωργός χίλιους κόπους, καθαρίζοντας, φροντίζοντας και σπέρνοντας, δεν βρέξει όμως ο Θεός να ποτίσει τον σπόρο, πάει χαμένος όλος ο κόπος του. Έτσι πρέπει και εμείς, και αν ακόμα κάνουμε κάτι καλό, να το σκεπάσουμε με την ταπεινοφροσύνη και να αναθέτουμε στον Θεό την αδυναμία μας, παρακαλώντας Τον να ευλογήσει τον κόπο μας, γιατί διαφορετικά πάει χαμένος.

Συμβαίνει, πολλές φορές, και μετά τη βροχή και το φύτρωμα του σπόρου, να μην ξαναβρέξει για πολύ καιρό, και τότε ξεραίνεται το φύτρο και χάνεται. Γιατί έχει ανάγκη πότε – πότε τη βροχή και ο σπόρος και το φύτρο, μέχρι να στερεωθεί. Όμως ούτε και τότε δεν μπορεί κανείς να ξεγνοιάσει. Γιατί, μερικές φορές, αφού μεγαλώσει το φυτό και κάνει στάχυ, πέφτει ακρίδα ή χαλάζι ή κάτι άλλο και χάνει τον καρπό. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Όταν κοπιάσει και καθαριστεί απ’ όλα τα πάθη που αναφέραμε, και καταβάλει άοκνη προσπάθεια για την απόκτηση των αρετών, πρέπει να είναι πάντοτε στραμμένη στο έλεος του Θεού και στη σκέπη Του, για να μην την εγκαταλείψουν και χαθεί. Γιατί, όπως ακριβώς είπαμε για το σπόρο, ότι και μετά το φύτρωμα, το μεγάλωμα και την καρποφορία, αν δεν βρέξει πότε – πότε ξεραίνεται και χάνεται, το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο. Αν, αφού προσπαθήσει και κάνει πολλά, πάρει όμως ο Θεός τη Χάρη και τη σκέπη Του και τον εγκαταλείψει, χάνεται.

Η δε εγκατάλειψη παραχωρείται στον άνθρωπο εκείνον που επιχειρεί πράγματα αντίθετα από την πνευματική του κατάσταση. Αν π.χ. αν κάποιος είναι ευλαβής και πέσει σε αδιαφορία, ή ταπεινός και πέσει σε θρασύτητα. Και δεν εγκαταλείπει ο Θεός τόσο τον αδιάφορο αν αδιαφορήσει, ούτε τον θρασύ αν συμπεριφερθεί με θρασύτητα, όσο εγκαταλείπει τον ευλαβή αν αδιαφορήσει και τον ταπεινό αν θρασυνθεί. Αυτό σημαίνει το να αμαρτήσει κανείς αντίθετα με την κατάστασή του και απ’ αυτό προέρχεται η εγκατάλειψη. Γι’ αυτό και ο άγιος Βασίλειος διαφορετικά κρίνει την αμαρτία του ευλαβούς και διαφορετικά του αδιάφορου.

Όταν, τέλος, φυλάξει κανείς τον εαυτό του απ’ όλα αυτά, πρέπει να προσέχει ώστε, αν κάνει ένα μικρό καλό, να μην το κάνει με κενοδοξία ή ανθρωπαρέσκεια ή σύμφωνα με κάποιον ανθρώπινο λογισμό, ώστε να χάσει απ’ αυτό το μικρό, και όλα όσα έχει κάνει, όπως είπαμε για την ακρίδα, το χαλάζι και τα παρόμοια. Όπως συμβαίνει και στα θέματα της γεωργίας. Και όταν ακόμα δεν πάθει τίποτα ο καρπός, αλλά φυλαχτεί μέχρι το θερισμό, ούτε τότε δεν πρέπει να ξεγνοιάσει ο γεωργός. Γιατί πολλές φορές συμβαίνει, αφού θερίσει κανείς το χωράφι του και καταβάλει όλους τους κόπους του, να έρθει ένας κακός άνθρωπος με μίσος στην καρδιά του, να βάλει φωτιά στον καρπό εκείνο και να καταστρέψει όλο τον καρπό και τον κόπο του γεωργού. Ώστε λοιπόν, μέχρι να δει ο γεωργός ότι καθάρισε καλά το σπόρο και τον έβαλε στην αποθήκη, δεν μπορεί να ξεγνοιάσει. Παρόμοια και ο αγωνιζόμενος άνθρωπος. Και όταν ακόμα καταφέρει να ξεφύγει απ’ όλα όσα είπαμε, δεν πρέπει ούτε τότε να ξεγνοιάσει.

Γιατί συμβαίνει, μετά απ’ όλα αυτά, να βρίσκει τρόπους ο διάβολος να τον πλανά ή με δικαιώματα ή με υπερηφάνεια ή βάζοντάς του λογισμούς απιστίας ή αιρέσεως. Και τότε καταστρέφει, όχι μόνο όλους τους κόπους του, αλλά και τον χωρίζει από τον Θεό. Και ό,τι δεν μπόρεσε να καταφέρει, προσπαθώντας να τον ρίξει σε κακές πράξεις, το καταφέρνει με το να τον ρίξει σ’ ένα λογισμό. Γιατί είναι δυνατόν ακόμα και ένας λογισμός να σταθεί ικανός να χωρίσει κάποιον από τον Θεό, αν τον δεχθεί και συμφωνήσει μαζί του. Ώστε εκείνος που θέλει πραγματικά να σωθεί, δεν πρέπει να ξεγνοιάσει μέχρι την τελευταία του αναπνοή. Είναι λοιπόν ανάγκη να καταβάλλουμε πολύ κόπο και φροντίδα και συνεχή προσευχή, ώστε ο Θεός με την αγαθότητά Του να μας σκεπάσει και να μας διασώσει, για τη δόξα του αγίου Ονόματός Του. Αμήν.

Περί φόβου της μελλούσης κολάσεως και ότι χρη τον θέλοντα σωθήναι, μηδέποτε αμεριμνείν περί της ιδίας σωτηρίας. Μέρος δεύτερον.

Θέλει ουν τις ου μόνον εκκόψαι τα πάθη, αλλά και τας αιτίας αυτών, και ούτως φιλοκαλήσαι καλώς τα ήθη αυτού δια μετανοίας, δια κλαυθμού, και τότε άρξασθαι σπείρειν το καλόν σπέρμα, άτινά εισί τα καλά έργα. Επεί, ώσπερ είπομεν περί του χωρίου ότι εάν μετά το καθαρίσαι αυτό και φιλοκαλήσαι μη βάλλη τις καλόν σπέρμα, ανέρχονται αι βοτάναι και ευρίσκουσι την γην καλήν και απαλήν εκ της φιλοκαλίας, και πλείον ριζοβολούσιν εις αυτήν ούτως εστί και το του ανθρώπου˙ εάν μετά το φιλοκαλήσαι τα ήθη αυτού και μετανοήσαι από των προτέρων αυτού πράξεων, αμελήση του ποιήσαι καλά έργα και κτήσασθαι τας αρετάς, γίνεται επ’ αυτώ ως λέγει εις το Ευαγγέλιον ότι˙ Όταν το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώπου, διέρχεται δι’ ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και μη ευρίσκον, τότε λέγει˙ Υποστρέψω εις τον οίκον μου όθεν εξήλθον. Και ελθόν ευρίσκει αυτόν σχολάζοντα, δήλον ότι από πάσης αρετής, και σεσαρωμένον και κεκοσμημένον. Τότε πορεύεται και παραλαμβάνει μεθ’ εαυτού επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα
κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων.

Αδύνατον γαρ εστί την ψυχήν μείναι εν τη αυτή καταστάσει˙ αλλά εις προκοπήν έρχεται είτε επί το κρείττον είτε επί το χείρον. Δια τούτο έκαστος θέλων σωθήναι χρείαν έχει ου μόνον μη ποιήσαι το κακόν, αλλά και το αγαθόν εργάσασθαι, ως λέγει εν τω ψαλμώ˙ Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν. Ουκ είπεν˙ Έκκλινον από κακού μόνον, αλλά και Ποίησον αγαθόν. Οίόν τι˙ Εϊωθέν τις αδικείν, θέλει ου μόνον μη αδικείν τινά, αλλά και δικαιοπραγείν. Ει ην άσωτος, θέλει ου μόνον μη ασωτεύεσθαι, αλλά και εγκρακτεύεσθαι. Ει ην οργίλος, θέλει ου μόνον μη οργίζεσθαι, αλλά και πραότητα κτήσασθαι. Ει εθρασύνετό τις, θέλει ου μόνον μη θρασύνεσθαι, αλλά και ταπεινούσθαι. Και τούτό εστί το Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν. Έκαστον γαρ πάθος έχει την εναντίαν αυτού αρετήν. Η υπερηφανία έχει την ταπεινοφροσύνην, η φιλαργυρία έχει την ελεημοσύνην, η ασωτία την εγκράτειαν, η ολιγωρία την υπομονήν, η οργή την πραότητα, το μίσος την αγάπην. Έκαστον απλώς πάθος, ως είπον, έχει την εναντίαν αυτού αρετήν.

Ταύτα πολλάκις υμίν είπον. Ώσπερ ουν εξεβάλομεν τας αρετάς και εισηνέγκαμεν τα πάθη αντ’ αυτών, ούτως θέλομεν κοπιάσαι ου μόνον εκβαλείν τα πάθη, αλλά και εισενέγκαι τας αρετάς και καταστήσαι αυτάς εις τον ίδιον τόπον. Φυσικώς γαρ έχομεν τας αρετάς παρά Θεού δοθείσας ημίν. Άμα γαρ εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, ενέσπειρεν αυτώ τας αρετάς, ως λέγει˙ Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν. Κατ’ εικόνα είπεν, επειδή άφθαρτον και ευτεξούσιον εποίησεν ο Θεός την ψυχήν καθ’ ομοίωσιν δε λέγει, το κατ’ αρετήν. Λέγει γαρ˙ Γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς ο Πατήρ υμών ο ουράνιος οικτίρμων εστί. Γίνεσθε άγιοι, ότι εγώ άγιός ειμί. Και πάλιν ο Απόστολος είπεν˙ Γίνεσθε εις αλλήλους χρηστοί. Και λέγει ο ψαλμός ότι˙ Χρηστός Κύριος τοις υπομένουσι και όσα τοιαύτα. Τούτό εστί το καθ’ ομοίωσιν. Ώστε φυσικώς έδωκεν ημίν ο Θεός τας αρετάς˙ πάθη δε ουκ έχομεν φυσικώς ουδέ γαρ έχουσιν ουσίαν τινά ή υπόστασιν άλλ’ ώσπερ το σκότος ουχ υφέστηκε κατ’ ουσίαν, αλλά πάθος εστί περί τον αέρα, ως λέγει ο άγιος Βασίλειος,
τη στερήσει του φωτός παρυφιστάμενον ούτως εστί και το των παθών. Κλίνασα η ψυχή δια φιληδονίας εκ των αρετών κατεσκεύασε τα πάθη και εστερέωσε αυτά καθ’ εαυτής.

Ώστε χρείαν έχομεν, ως είπον ώσπερ επί του χωρίου μετά το ποιήσαι πάσαν φιλοκαλίαν, ευθύς σπείραι το καλόν σπέρμα, ίνα προς αυτό και τον καρπόν καλόν ποιήση˙ θέλει πάλιν ο σπείρων το χωρίον αυτού άμα το βαλείν το σπέρμα, κρύψαι και βυθίσαι αυτό εις την γην, επεί έρχονται τα πετεινά και αρπάζουσιν αυτό, και απόλλυται˙ και μεθ’ ο κρύψει αυτό, αναμένει το έλεος του Θεού, έως ότε πέμψη την βροχήν και αυξηθή ο σπόρος. Μυρία γαρ εάν κοπιάση ο γεωργός καθαρίζων και φιλοκαλών και σπείρων, εάν μη βρέξη ο Θεός εις τον σπόρον αυτού, εις μάτην γίνεται όλος ο κόπος αυτού. Ούτως και ημείς θέλομεν, καν ποιήσωμέν τι ποτέ αγαθόν, ίνα καλύπτωμεν αυτό δια της ταπεινοφροσύνης και επιρρίπτωμεν επί τον Θεόν την ασθένειαν ημών, δεόμενοι αυτού ίνα επινεύση εις τον κόπον ημών, επεί εις μάγην γίνεται.

Έστι πάλιν ότε και μετά το βρέξαι και βλαστήσαι τον σπόρον, ου κατέρχεται πάλιν η βροχή κατά τον καιρόν, και ξηραίνεται το βλάστημα και απόλλυται. Χρήζει γαρ και ο σπόρος της βροχής και το βλάστημα ομοίως κατά πρόσβασιν, έως ου στερεωθή, και ουδέ ούτως δύναταί τις αμεριμνήσαι. Ενίοτε γαρ και μετά το αυξηθήναι και ποιήσαι στάχυν, γίνεται βρούχος ή χάλαζα ή τι τοιούτον, και απόλλυσι τον καρπόν. Ούτως εστί και επί της ψυχής. Όταν γαρ κοπιάση και καθαρίση εαυτήν από όλων τω παθών, ων είπομεν, και σπουδάση εις όλας τας αρετάς, θέλει πάντοτε προσέχειν εις το έλεος του Θεού και εις την σκέπην αυτού, ίνα μη εγκαταλίπωσιν αυτήν και απόλλυται. Ώσπερ γαρ είπομεν περί του σπόρου ότι και μετά το βλαστήσαι και αυξηθήναι και ποιήσαι καρπόν, εάν μη πάλιν κατά πρόσβασιν κατέλθη η βροχή, ξηραίνεται και απόλλυται˙ ούτως εστί και το του ανθρώπου. Εάν μετά το ποιήσαι τοσαύτα επάρη ο Θεός μικρόν την σκέπην αυτού και εγκαταλείψη αυτόν, απόλλυται.

Η εγκατάλειψις δε γίνεται τω ανθρώπω, όταν ποιή πράγμα παρά την κατάστασιν αυτού˙ οίόν τις λέγω˙ εάν τις η ευλαβής και έλθη εις αδιαφορίαν, ή ταπεινός και έλθη εις θρασύτητα. Και ου τοσούτον εγκαταλιμπάνει ο Θεός τον αδιάφορον, εάν αδιαφορήση, ουδέ τον θρασύν, εάν θρασυνθή, όσον εγκαταλιμπάνει τον ευλαβή, εάν αδιαφορήση, και τον ταπεινόν, εάν θρασυνθή. Τούτό εστί το αμαρτείν τινά παρά την κατάστασιν αυτού εκ τούτου γίνεται η εγκατάλειψις. Δια τούτο ο άγιος Βασίλειος άλλως κρίνει την αμαρτίαν του ευλαβούς και άλλως την του αδιαφόρου.

Όταν δε φυλάξη τις εαυτόν και από τούτων, θέλει προσέχειν, ίνα μη εάν ποιή μικρόν αγαθόν, ποιή αυτό μετά κενοδοξίας ή ανθρωπαρεσκείας ή κατά τινά λογισμόν ανθρώπινον, και απόλλη αυτό το μικρόν όλον ο εποίει, ως είπομεν περί του βρούχου και της χαλάζης και των τοιούτων. Πάλιν επί της γης όταν και μηδέν πάθη κακόν ο καρπός, αλλά φυλαχθή έως του θερισμού, ουδέ ούτως δύναται ο γεωργός αμεριμνήσαι˙ έστι γαρ ότε και μετά το θερίσαι τινά το χωρίον αυτού και ποιήσαι όλον τον κόσμον αυτού, έρχεται πονηρός άνθρωπος μετά μίσους και βάλλει πυρ εις τον καρπόν εκείνον και απόλλει όλον τον καρπόν και τον κόπον του ανθρώπου. Ώστε έως ου ίδη ότι εκαθάρισεν αυτόν καλώς και έβαλεν εις την αποθήκην, ου δύναται αμεριμνήσαι. Ομοίως και ο άνθρωπος όταν δυνηθή εκ τούτων πάντων ων είπομεν εξειλήσαι, ου θέλει ουδ’ ούτως αμεριμνήσαι. Συμβαίνει γαρ ότι μετά όλα ταύτα, ευρίσκει ο διάβολος πλανήσαι αυτόν ή δια δικαιωμάτων ή δια υπερηφανίας ή δια το εμβαλείν λογισμούς απιστίας ή κακής αιρέσεως, και ου μόνον ότι απόλλει όλους τους
κόπους αυτού, αλλά και χωρίζει αυτόν από του Θεού. Και ει τι ουκ ηδυνήθη ποιήσαι αυτώ δια της πράξεως, δι’ ενός λογισμούς ποιεί αυτώ. Έστι γαρ ότε και εις λογισμός δύναται χωρίσαι τινά από του Θεού, εάν καταδέξηται και συγκατάθηται αυτώ. Ώστε ο θέλων μετά αληθείας σωθήναι, ουκ οφείλει αμεριμνήσαι έως εσχάτης αναπνοής. Χρεία ουν κόπου και φροντίδος πολλής και του δέεσθαι του Θεού δια παντός ίνα αυτός σκεπάση και διασώση ημάς τη αγαθότητι, αυτού, εις δόξαν του αγίου ονόματος αυτού. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Μ. Βασιλείου, P. G. 31, 1085B 31, 1284
2. «Εί τοίνυν τις εν τω ιδίω βίω μιμήσαιτο της Θείας φύσεως τα γνωρίσματα, εκείνο γίνεται τρόπον τινά, ου την μίμησιν εναργώς ενεδείξατο» (Γρηγορίου Νύσσης, P.G. 44, 1177Β).
3. «Λέγομεν τοίνυν και τούτο το σκότος μη κατ’ ουσίαν υφεστηκέναι, αλλά πάθος είναι περί τον αέρα στερήσει φωτός επιγινόμενον» (Μ. Βασιλείου, P. G. 29, 40C).
Και: «Σκότος μεν, αήρ εστερημένος φωτός˙ φως δε ουσία διαλυτική σκότους» (Μ. Βασιλείου, P. G. 30, 408D).

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Για το φόβο της μέλλουσας κόλασης και ότι πρέπει, εκείνος που θέλει να σωθεί, ποτέ να μην αμελεί τη σωτηρία του (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.