Μια έμορφη ψυχή – Φώτη Κόντογλου.

Ήτανε μια φορά, προ σαράντα χρόνια, ένας άνθρωπος από καλό σόγι, που τον λέγανε Παρασκευά, και που ζούσε σε μια πολιτεία της Ανατολής, χτισμένη απάνω στη θάλασσα, ανάμεσα Πόλη και Σμύρνη. Αυτός ο άνθρωπος ήτανε έμπορος από τους καλούς, και ταξίδευε στην Πόλη και στη Σμύρνη, είχε πάγει κ’ ίσαμε το Μισίρι, στη Βλαχιά και στο Τριέστι, κ’ ήξερε καλά τον κόσμο. Μα δεν έκανε για έμπορος, επειδής ήτανε πολύ δίκιος και χριστιανός αληθινός. Κι όχι μόνο δεν παραδεχότανε η ψυχή του να βγάζει μεγάλο κέρδος από τη δουλειά του, αλλά και βοηθούσε κρυφά ένα σωρό φτωχές φαμίλιες που υποφέρνανε.
Στο μαγαζί του, που ήτανε στο μεγάλο τσαρσί, συχνάζανε όλο άνθρωποι καλοί, θεοφοβούμενοι, και μιλούσανε όλο για θρησκευτικά. Πήγαινε εκεί πέρα ο κυρ – Θόδωρος ο Μπαμπακάς ρωμιοράφτης, ο κυρ Δημητρός ο Σωτηρίου μαραγκός, ο Νικόλας ο Χιώτης μανάβης, ο κυρ Μιχαλάκης ο Σπανός μεγαλέμπορας, ο κυρ Κωσταντίνος ο Αγγελάρας κτηματίας, ο κυρ – Θόδωρος Ραζμπίτσος ο λεγόμενος Λιοντάρι, κι άλλοι καλοί νοικοκυροί, που ήτανε όλοι σαν πνευματικοί. Συχνάζανε στο μαγαζί του κυρ – Παρασκευά κ’ ένα σωρό παπάδες, αρχιμαντρίτες, καλογέροι και ψαλτάδες, ο παπά – Θανάσης, ο Ρήνας, ο Μπακλάς, ο Γαϊτάνος, ο Καλαποδάς, κι άλλοι.
Το μαγαζί μοσκοβολούσε από μπαχαρικά, κανέλες, μοσκοκάρυδα, καφέδες, τσάγια και λογιών – λογιών πράγματα φερμένα από το Μισίρι, από την Ιντία, από τη Ρουμανία. Εκεί μέσα καθότανε στις καρέκλες και συζητούσε το «ηγουμενοσυμβούλιο», όπως το λέγανε. Ο μαγαζιάτορας καθότανε στο γραφείο του πάντα γελαστός, με κείνη την ήμερη όψη του και τ’ αθώα τα μάτια του, που ήτανε σαν του παιδιού.
Το μαγαζί βάσταζε καμιά τριανταριά χρόνια. Ο κυρ – Παρασκευάς άρχισε να γερνά. Δεν θέλησε να παντρευτεί, γιατί ολοένα ήθελε να γίνει παπάς ή καλόγερος, μα τυχαίνανε μπόδια και τ’ άφηνε για υστερότερα. Καθότανε στο σπίτι της παντρεμένης αδερφής του, που ήτανε χήρα, και τ’ ανίψια του τον γνωρίζανε για πατέρα.
Όλος ο κόσμος τον αγαπούσε και τον είχε σε υπόληψη τον κυρ – Παρασκευά, φτωχοί και πλούσιοι. Βοηθούσε κρυφά τους φτωχούς, προ πάντων κάποιες οικογένειες που ξεπέσανε και που ντρεπόντανε να ζητήξουνε και μαραζώνανε, χωρίς ν’ αποδείξουνε τίποτα στον κόσμο. Αυτά τα σπίτια είχανε το ταχτικό τους, δίχως να πάρει είδηση κανένας. «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου».
Ο κυρ – Παρασκευάς αγαπούσε πιο πολύ απ’ όλα την εκκλησία και την ησυχία. Πολλές φορές θελήσανε να τον παντρέψουνε με πλούσιες νύφες, μα κείνος δεν παραδεχότανε˙ είχε ολοένα στον νου του να γίνει παπάς ή καλόγερος, μα δεν γίνηκε. Άμα πέρασε τα εξήντα, το ‘ριξε στο μεθύσι. Σιγά – σιγά το πιοτό του έγινε πάθος, κι όλος ο κόσμος απορούσε πως τον κυρίεψε αυτό το κακό συνήθιο, έναν τέτοιον άγιον άνθρωπο.
Κι από πρωτύτερα έπινε λίγο, μα στον κατήφορο τον τράβηξε ένας Στρατής Κόκκινος, που είχε μαζί του παλιά φιλία. Πηγαίνανε και πίνανε κρυφά, κλεισμένοι σε μια γωνιά, στο μαγαζί του κυρ – Παντελή του Χιώτη, που ήτανε ένας καλότατος άνθρωπος, πλην αγαπούσε το πιοτό κ’ ήτανε ζαλισμένος από το πρωί ως το βράδυ. Καθόντανε και πίνανε παράμερα, με συστολή, σαν να ντρεπόντανε, και λέγανε διάφορες ιστορίες με νόημα.
Από πάνω τους ήτανε κρεμασμένα κάτι παλιά κάντρα κιτρινισμένα από την πολυκαιρία. «Ο πωλών τοις μετρητοίς και ο πωλών επί πιστώσει», που παρίστανε από τη μια μεριά τον έναν έμπορα καλοφαγωμένον και καλοπιωμένον, με καλά ρούχα και με ναργιλέ στο χέρι, ενώ από την άλλη μεριά ήτανε παραστημένος ο καημένος ο έμπορος που χρεωκόπησε, και καθότανε κλαμένος, με τα χέρια σφιγμένα από την απελπισία, με κουρελιασμένη βράκα, κοκκαλιάρης, κι από την ανοιχτή την κάσα του είχε βγάλει ένα σωρό χαρτιά ομόλογα, σκόρπια στο σάπιο πάτωμα, και τα τρώγανε τα ποντίκια. Αυτά τα κάντρα δεν είχανε καμιά συνέχεια με τον μπάρμπα – Παντελή, που έδινε όλο βερεσέ ό,τι πουλούσε.
Άλλα κάντρα παριστάνανε την ανακάλυψη της Αμερικής, τον Τρωϊκό πόλεμο, τον Παναγή τον Κουταλιανό, τον Μούκιο Σκεβόλα που έκαιγε το χέρι του απάνω στη φωτιά, κι ένα σωρό άλλα. Στις γωνιές ήτανε στημένες κάτι αρχαίες λαγήνες, που τις βγάλανε οι βουτηχτάδες από τον πάτο της θάλασσας, σκεπασμένες από ατραγάνες που σκεδιάζανε σαν τούρκικα γράμματα. Εδώ κ’ εκεί έβλεπες ράφια κι απάνω βαλμένα σφουγγάρια, γιούσουρα, κοράλλια. Στον τοίχο ήτανε καρφωμένες δυο – τρεις ουρές από μεγάλα σκυλόψαρα. Από το ταβάνι ήτανε κρεμασμένα τρία – τέσσερα καράβια μ’ ανοιχτά πανιά, και σαν φυσούσε ο μπάτης από την πόρτα, φουσκώσανε τα πανιά και γυρίζανε πότε από δω, πότε από κει, σα να βολτατζέρνανε στη θάλασσα. Στο τεζιάκι, από τη μια μεριά κι από την άλλη, στεκόντανε όρθιοι δυο αραπάδες, αγάλματα από ξύλο, και βαστούσανε από ένα πανέρι που ‘χε μέσα μπανάνες, μήλα, πορτοκάλια, όλα βαμμένα με φανταχτερά χρώματα.
Εκεί μέσα σύχναζε ο κυρ – Παρασκευάς κ’ η συντροφιά του, σαν κλείνανε τα δικά τους τα μαγαζιά, και καθόντανε περασμένα τα μεσάνυχτα.
Με τον καιρό ο κυρ – Παρασκευάς γινότανε πιο αδιάφορος για το μαγαζί του. Μια μέρα ακούστηκε πως το ‘κλεισε και πως χάθηκε από την κοινωνία. Ο ένας έλεγε πως πήγε και καλογέρεψε στο Όρος, ο άλλος έλεγε πως έφυγε για το Μισίρι ή για την Πόλη, που ταξίδευε άλλη φορά για να φέρει πραμάτειες. Μα κανένας δεν ήξερε στ’ αληθινά τι απόγινε.
Στ’ αληθινά τον τράβηξε η ησυχία κ’ η μοναξιά, μα δεν γίνηκε καλόγερος. Από καιρό είχε κάνει το σκέδιό του, χωρίς να τον πάρει είδηση κανένας. Είχε αγορασμένον έναν μπαχτσέ, ένα περιβόλι, που βρισκότανε πολύ μακριά από την πολιτεία, κ’ εκεί αποτραβήχτηκε.
Αυτό το περιβόλι το λέγανε Σκρόφα, γιατί προ πολλά χρόνια εκεί πέρα ήτανε λογγάρι και φώλιαζε μια αγριογουρούνα, θηρίο που ρήμαζε τον κόσμο, κι από κει πήρε την ονομασία, επειδή σκρόφα θα πει αγριογουρούνα. Τούτο το μέρος βρισκότανε απάνω στην ακρογιαλιά, στην όξω θάλασσα, κ’ είχε μπροστά τ’ ανοιχτό πέλαγο και κοίταζε κατά κει που βασιλεύει ο ήλιος. Από την ανατολή το κρύβανε κάτι δασωμένα βουνά. Ήτανε καλό περιβόλι, με πολλά δεντρικά, που βγάζανε τα πιο έμορφα και τα πιο πρώιμα πωρικά, προ πάντων βύσσινα, ροδάκινα και δαμάσκηνα. Είχε κ’ ένα νερό χωνευτικό, που έβγαινε από το βουνό και γέμιζε τις χαβούζες. Από πάνω κρεμόντανε τα κλωνιά των δέντρων, κ’ εκεί ξάπλωνε και κοιμότανε ο μπάρμπα – Ξενοφών, που είχε να κατεβεί στην πολιτεία δυο και τρία χρόνια, και τον νανούριζε ο βόγγος που ερχότανε από το πέλαγο.
Ο κυρ –Παρασκευάς, σαν πήρε την απόφαση να φύγει μακριά από την κοινωνία, κράτησε για συντροφιά τον μπάρμπα – Ξενοφών και τον μικρό τον γυιό του τον Νικόλα. Αυτοί οι τρεις ανθρώποι ζούσανε σε κείνο το ξεχασμένο μέρος.
Στη βορινή άκρη του περιβολιού, εκεί που άρχιζε το βουνό, ήτανε το σπίτι που καθότανε ο κυρ – Παρασκευάς, ένα καλυβόσπιτο με δυο πατώματα, χτισμένο με πέτρες ασουβάντιστες και με δοκάρια απ’ άγρια δέντρα. Η κάμαρα που κοιμότανε ήτανε στ’ απάνω πάτωμα, κ’ είχε δυο παράθυρα που κοιτάζανε κατά τ’ ακρογιάλι κ’ έμπαινε ο δροσερός αγέρας του πελάγου με τη μυρουδιά της θάλασσας. Στη μια γωνιά ήτανε το εικονοστάσι με τα εικονίσματα και με το καντήλι. Κοντά στο ‘να το παράθυρο ήτανε ένα τραπέζι με το τραπεζομάντηλο, κι απάνω βρισκότανε ένα καλαμάρι κανωμένο από χοντροδουλεμένο ξύλο, μια πένα από φτερό του αϊτού, κ’ ένα ξυλένιο κουτί γεμάτο άμμο πάσπαλη, γι ανα στεγνώνουνε τα γράμματα, αντί για στουπόχαρτο. Είχε και πέντ’ έξι βιβλία αγιωτικά και δυο τρία άλλα κοσμικά, τον «Ροβινσόν Κρούσο», τη «Μυστηριώδη Νήσον» και τον «Γέρο- Στάθη». Για στόλισμα ήτανε βαλμένα απάνω στο τραπέζι και σε κάποια μικρά ράφια κάτι τσόφλια από λογιών – λογιών θαλασσινά κι από τους ναυτίλους, που είναι άσπρα και πολύ ψιλά, σαν φαρφουρένια. Αυτό το παράξενο ζωΰφι σαν είναι μπουνάτσα, ανεβαίνει στη φάτσα του νερού κι ανοίγει σαν να ‘ναι πανί ένα πετσί που το ‘χει διπλωμένο μέσα στο τσόφλι του, και ταξιδεύει σα βαρκούλα. Είχε πολλούς τέτοιους ναυτίλους σε κείνα τα νερά, και πολλές φορές το καλοκαίρι τους έβλεπε ο κυρ – Παρασκευάς να ταξιδεύουνε μαζεμένοι, είκοσι – τριάντα, σαν αρμάδα. Μόλις ακούγανε κανέναν σαματά από τη στεριά ή από τη θάλασσα, είτε πετούσε κανένας γλάρος από πάνω τους, στη στιγμή μαζεύανε τα πανιά, κουνιόντανε για να γεμίσουνε οι βαρκούλες τους νερό, και πηγαίνανε στο πάτο ως που ν’ ανοιγοκλείσει το μάτι.
Ο ερημίτης, ο κυρ –Παρασκευάς ο έμπορος, είχε γίνει Ροβινσόνας. Ηλιοκαμένος, με ροζιασμένα χέρια, με χοντροπάπουτσα, σαν βουνίσιος και σαν θαλασσινός. Το καλοκάγαθο και στρογγυλό πρόσωπό του είχε γίνει ακόμα πιο αθώο και πιο γελαζούμενο, με ροδοκόκκινα μάγουλα, ζωσμένο με στριφτά γένια. Είχε γίνει ακόμα πιο ταπεινός, πιο γλυκομίλητος, πιο θρήσκος. Όποιος τον έβλεπε (κάτι κυνηγοί και κάτι ψαράδες πηγαίνανε ανάρια κατά τη Σκρόφα, εξόν από τους τσομπάνηδες) απορούσε με τη γλυκύτητά του, κ’ έλεγε πως είναι κανένας άγιος. Στην κοινωνία ήτανε ο Παρασκευάς ο δίκαιος, στην έρημο είχε γίνει ο Παρασκευάς ο απλούς, ο νήπιος. Όλη την ημέρα δούλευε, για να μπορεί να πει στον Θεό πως έβγαλε το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του.
Υγεία κι ησυχία είχανε απάνω τους κ’ οι τρεις ερημίτες. Ο ένας ήτανε δεμένος με τον άλλον˙ ακόμα και το πιο μικρό παιδί δεν ήθελε να φύγει, να πάγει στην πολιτεία, που άκουγε πως υπάρχανε διασκεδάσεις κι άλλες χαρές. Κάθισε μαζί με τον πατέρα του και με τον κυρ – Παρασκευά ως οχτώ χρόνια, κ’ ύστερα γίνηκε καλόγερος και πήγε κ’ ησύχασε σ’ ένα μοναστηράκι, που βρισκότανε λίγο μακρύτερα από τη Σκρόφα, κατά τη νοτιά, απάνω στο πέλαγο, και που το λέγανε Άγιο Νικόλαο το Κλήμα. Ο κυρ –Παρασκευάς έκανε κάθε ώρα την προσευχή του κ’ έψελνε από τη Σύναψη. Διάβαζε τον «Γέρο – Στάθη» κι ακούγανε οι δυο άλλοι.
Τα κύματα βουΐζανε αδιάκοπα απάνω στα κοχλίδια, κατακάθαρα και δροσερά, σαν να ήτανε η πρώτη μέρα που έπλασε ο Θεός τον κόσμο. Η ανασαμιά της θάλασσας έφτανε από μακριά μέσα στο περιβόλι, ανάμεσα στα κλαδιά των δεντρών που σειόντανε από το μαΐστρο. Παραπέρα τελείωνε η αμμουδιά και στεκόντανε κάτι βράχοι κοφτοί και μαύροι, που κοκκινίζανε την ώρα που βασίλευε ο ήλιος. Στην κορυφή τους ανεμιζόντανε τα χορτάρια και τ’ αγριόδεντρα. Από κάτω, κοντά στο νερό, είχε σπηλιές που μπουκάρανε οι θάλασσες κι αφρίζανε, κ’ έβγαινε ένας βόγγος «φωνή υδάτων πολλών».
Οι τρεις ερημίτες νιώθανε την αιωνιότητα που τους έζωνε. Η ψυχή τους ήτανε απλή κ’ έπινε αυτή τη βαθιά αρμονία του κόσμου.
Κατά την τραμουντάνα έκοβε τ’ ανοιχτό το πέλαγο ένας κάβος μυτερός, μακριά, πολύ μακριά. Ανοιχτά από τον κάβο ξεχωρίζανε δυο – τρία από τα ρημονήσια τα λεγόμενα Μοσκονήσια, τα αρχαία Εκατόνησα.
Όλα ήτανε δροσερά και σκεπασμένα από μυστήριο. Η βουή του πελάγου ερχότανε στ’ αυτιά τους όλη τη μέρα, και τη νύχτα τους νανούριζε.
Ο κυρ – Παρασκευάς κοιμότανε το καλοκαίρι από κάτω από τα δέντρα, κοντά στο ροδάνι (το μαγγανοπήγαδο), που το γύριζε ο Μπαλαμπάνης, ένα γαϊδουράκι που τ’ αγαπούσε πολύ και δεν τ’ άφηνε να κουραστεί. Το φώναζε: «Μπαλαμπάνη! Βρε Μπαλαμπάνη!» και κείνο πήγαινε κοντά του και τον έγλειφε. Με τα ονόματα φώναζε και τις δυο αγελάδες που είχανε, τις κατσίκες, τον μαύρο σκύλο, που τον λέγανε Αμπανόζη.
Ήταν Ροβινσόνας σωστός˙ του ‘λειπε μοναχά ο παπαγάλος, το καβούκι που φορούσε στο κεφάλι του ο Ροβινσόνας, και κείνη η ψάθινη ομπρέλα.
Κατά το βράδυ, πριν βουτήξει ο ήλιος μέσα στο πέλαγο, ο κυρ – Παρασκευάς ξάπλωνε κάτω από τα δένδρα, ακουμπούσε το κεφάλι στην απαλάμη του και κοίταζε το πέλαγο. Οι γρύλοι κ’ οι τριξαλίδες κάνανε κρι – κρι – κρι μέσα από τα σκίνα. Καθότανε έτσι ως που σκοτείνιαζε. Πολλές φορές δακρύζανε τα μάτια του από ευγνωμοσύνη για την ειρήνη που του έδωσε ο Θεός, κ’ έκανε το σταυρό του.

Από το βιβλίο: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, του Φώτη Κόντογλου. Εκδόσεις: Άγκυρα. Αθήνα, Μάιος του 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.