Για το ότι πρέπει να υποφέρουμε τους πειρασμούς ατάραχα και ευχάριστα (μέρος Β’) – Αββά Δωροθέου.

Θέλω να καταλάβετε ποιο είναι πρώτο και ποιο δεύτερο από όσα σας είπα. Πρώτα ξεφυτρώνουν οι εμπαθείς λογισμοί, μετά φανερώνονται τα πάθη και στη συνέχεια έτσι εξολοθρεύονται. Αυτά όλα τα ξέρουν και τα ζουν αυτοί που αγωνίζονται. Εμείς όμως, ενώ εκτελούμε την αμαρτία και τρέφουμε πάντοτε τα πάθη, δεν καταλαβαίνουμε πότε ξεφυτρώνουν οι εμπαθείς λογισμοί, ούτε πότε φανερώνονται τα πάθη, για να αγωνισθούμε εναντίον τους. Αλλά βρισκόμαστε ακόμα χαμηλά, κάτω στην Αίγυπτο, στην ελεεινή δουλεία της κατασκευής πλίνθων για τον Φαραώ. Και ποιός θα μας βοηθήσει, τουλάχιστον να έρθουμε σε συναίσθηση της πικρής δουλείας μας, να ταπεινωθούμε και να φροντίσουμε να βρούμε έλεος;

Όταν ήταν οι Ισραηλίτες στην Αίγυπτο και ήταν υπόδουλοι στον Φαραώ, κατασκεύαζαν πλίνθους. Αυτοί δε που φτιάχνουν πλίνθους είναι πάντοτε σκυμμένοι και κοιτάζουν τη γη. Έτσι και η ψυχή, αν κυριευθεί από τον διάβολο και αμαρτάνει έμπρακτα, αυτός καταβάλλει το φρόνημά της και την κάνει να μη λογίζεται τίποτε πνευματικό, αλλά να σκέπτεται και να πράττει πάντοτε τα γήινα. Μετά έκτισαν για τον Φαραώ, με τους πλίνθους που έφτιαξαν, τρεις πόλεις οχυρωμένες, την Πειθώ, τη Ραμεσί και την Ων, που είναι η Ηλιούπολη. Αυτές είναι η φιληδονία, η φιλαργυρία και η φιλοδοξία, απ’ όπου προέρχεται κάθε αμαρτία.

Όταν δε έστειλε ο Θεός τον Μωυσή να τους οδηγήσει έξω από την Αίγυπτο και από τη δουλεία του Φαραώ, αυτός τους φόρτωσε περισσότερη δουλειά και τους είπε: «Είσαστε αργόσχολοι, τεμπελιάζετε, γι’ αυτό λέτε ¨φεύγοντας θα λατρεύσουμε τον Κύριο και Θεό μας¨» (Έξ. 5, 17). Παρόμοια και ο διάβολος, όταν καταλάβει ότι ευδόκησε ο Θεός να ελεήσει την ψυχή και, με το λόγο Του ή με κάποιον από τους δούλους Του, να την ανακουφίσει από τα πάθη, τότε και αυτός δυναμώνει περισσότερο τα πάθη εναντίον της και την πολεμά δυνατότερα. Γνωρίζοντας όμως αυτό οι Πατέρες, ενισχύουν τον άνθρωπο με τη διδασκαλία τους και δεν τον αφήνουν να φοβηθεί. Άλλος μεν τον ενισχύει, λέγοντας: «Έπεσες; Σήκω. Και αν πάλι έπεσες, πάλι σήκω κ.τ.λ.»1 Άλλος πάλι λέει: «Η νίκη όσων θέλουν να αποκτήσουν τις αρετές είναι να μη μικροψυχήσουν αν πέσουν, αλλά πάλι να αγωνιστούν». Και με λίγα λόγια, καθένας τους με διάφορους τρόπους, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, ενισχύει όσους αγωνίζονται και θλίβονται από τον εχθρό.

Γιατί και αυτοί έτσι τα παρέλαβαν από την Αγία Γραφή που λέει: «Μήπως δεν σηκώνεται αυτός που πέφτει ή εκείνος που ξεστρατίζει δεν γυρίζει πίσω; Γυρίστε κοντά μου, παιδιά μου, και θα σας γιατρεύω τις πληγές σας, λέει ο Κύριο» (Ιερ. 8, 4 και 3, 22) και άλλα παρόμοια.

Όταν δε το χέρι του Θεού έπεσε πολύ βαρύ πάνω στον Φαραώ και τους υπηκόους του και θέλησε να ελευθερώσει τους Ισραηλίτες, είπε στο Μωυσή: «Φύγετε να λατρεύσετε τον Κύριο και Θεός σας, αλλά να αφήσετε πίσω τα πρόβατα και τα βόδια σας» (Εξ. 10, 24). Τα πρόβατα και τα βόδια σημαίνουν «τους κατά διάνοια» λογισμούς, τους οποίους ήθελε ο Φαραώ να υποδουλώσει, ελπίζοντας ότι μ’ αυτά θα τραβούσε τους Ισραηλίτες πίσω. Και του λέει ο Μωυσής: «Όχι μόνο δεν αφήνουμε τα δικά μας, αλλά θα μας δώσεις κι εσύ ζώα για τις θυσίες που θα προσφέρουμε στον Κύριο και Θεό μας. Και τα ζώα μας θα φύγουν μαζί μας, δεν θα αφήσουμε ούτε νύχι» (Έξ. 10, 25-26). Και μόλις οδήγησε ο Μωυσής τους Ισραηλίτες έξω από την Αίγυπτο και τους πέρασε στην αντίπερα ακτή της Ερυθράς Θάλασσας, θέλοντας ο Θεός να τους οδηγήσει στα Εβδομήντα φοινικόδεντρα και στις Δώδεκα πηγές των υδάτων, τους φέρνει πρώτα στη Μεράν˙ και στενοχωριέται ο λαός μη βρίσκοντας νερό να πιεί, γιατί ήταν πικρό.

Και από τη Μεράν τους οδήγησε στον τόπο των Εβδομήντα φοινικόδεντρων και των Δώδεκα πηγών των υδάτων (Έξ. 15).

Έτσι και η ψυχή, όταν σταματήσει την έμπρακτη αμαρτία και περάσει τη νοητή θάλασσα, πρώτα θα κοπιάσει στον αγώνα και θα θλιβεί πολύ˙ και έτσι μέσα από τις θλίψεις θα περάσει στην αγία ανάπαυση. «Γιατί μέσα από πολλές θλίψεις πρέπει να μπούμε στη Βασιλεία των ουρανών» (Πράξ. 14, 22). Διότι οι θλίψεις ελκύουν το έλεος του Θεού στην ψυχή, όπως ακριβώς οι άνεμοι προκαλούν τη βροχή. Και όπως η βροχή, αν πέφτει συνέχεια, σαπίζει το φύτρο, αν ακόμα είναι μικρό, και χάνεται η ελπίδα της καρποφορίας του, οι δε περιοδικοί άνεμοι το στεγνώνουν και το ριζώνουν, το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Η άνεση, η ξεγνοιασιά και η ανάπαυση την αποκοιμίζουν και τη διασπούν, οι δε πειρασμοί τη δυναμώνουν και την ενώνουν με τον Θεό, όπως λέει ο Προφήτης: «Κύριε στη λύπη μας σε θυμηθήκαμε» (Ησ’. 26, 16). Ώστε, όπως είπαμε, δεν πρέπει να ταραζόμαστε, ούτε να πέφτουμε σε ακηδία όταν βρισκόμαστε σε καιρό πειρασμών, αλλά να υπομένουμε και να ευχαριστούμε και να παρακαλούμε με ταπείνωση τον Θεό, πάντοτε, να ελεήσει την αδυναμία μας
και να μας σκεπάσει από κάθε πειρασμό, για τη δόξα Του. Αμήν.

Περί του αταράχως και ευχαρίστως υποφέρειν τους πειρασμούς. Μέρος δεύτερον.

Νοήσατε την ακολουθίαν του λόγου. Πρώτον ανατέλλουσιν οι εμπαθείς λογισμοί, έπειτα ανακύπτουσι τα πάθη, ειθ’ ούτως εξολοθρεύονται. Ταύτα πάντα των αγωνιζομένων εισίν. Ημείς δε ποιούντες την κατ’ ενέργειαν αμαρτίαν και αεί επεκδικούντες τα πάθη, ούτε οίδαμεν πότε ανατέλλουσιν οι εμπαθείς λογισμοί, ουδέ πότε ανακύπτουσι τα πάθη, ίνα αγωνισώμεθα προς αυτά˙ αλλά κάτω εσμέν ακμήν, εις Αίγυπτον, εις την ελεεινήν πλινθοποιίαν του Φαραώ. Και τις δώσει ημίν καν εις αίσθησιν ελθείν της πικράς δουλείας ημών, ίνα ταπεινωθώμεν, και σπουδάσωμεν ελεηθήναι;

Ότε ήσαν οι υιοί Ισραήλ εις Αίγυπτον και εδούλευον τω Φαραώ, εποίουν την πλινθείαν˙ οι δε πλινθάρια εργαζόμενοι πάντοτε κάτω εισί κεκαμμένοι, εις την γην προσέχοντες ούτως και η ψυχή εάν κυριευθή υπό του διαβόλου και ποιή την κατ’ ενέργειαν αμαρτίαν, καταπατεί το φρόνημα αυτής και ποιεί αυτήν μηδέν φρονείν πνευματικόν, αλλά πάντοτε τα γήινα και φρονείν και ποιείν. Είτα ωκοδόμησαν αυτώ εκ των πλινθαρίων ων ειργάσαντο τρεις πόλεις οχυράς, την Πιθώ και την Ραμεσί και την Ων, ή εστίν Ηλιόπολις. Αύται δε εισί φιληδονία και φιλαργυρία και φιλοδοξία, εξ ων συνίσταται πάσα αμαρτία.

Ότε δε απέστειλεν ο Θεός τον Μωυσήν εξαγαγείν αυτούς εξ Αιγύπτου και εκ της δουλείας του Φαραώ, καταβαρύνει κατ’ αυτών τα έργα και λέγει αυτοίς˙ Σχολασταί εστέ, σχολάζετε, δια τούτο λέγετε˙ Απελθόντες λατρεύσωμεν Κυρίω τω Θεώ ημών. Ομοίως και ο διάβολος όταν ήδη ότι επένευσεν ο Θεός του ελεήσαι ψυχήν και κουφίσαι αυτήν από των παθών δια του λόγου αυτού ή δια τινός των δούλων αυτού, τότε και αυτός πλείον βαρεί κατ’ αυτής τα πάθη και σφοδροτέρως πολεμεί αυτήν. Οι δε Πατέρες τούτο ειδότες, ενδυναμούσι τον άνθρωπον δια της διδασκαλίας αυτών, και ουκ αφίουσι αυτόν φοβηθήναι˙ ο μεν λέγων˙ Έπεσας; Ανάστα˙ και ει πάλιν έπεσας, και πάλιν ανάστα, και τα εξής άλλος δε πάλιν λέγει˙ Η ισχύς των θελόντων κτήσασθαι τας αρετάς, τούτό εστίν ίνα εάν πέσωσι, μη μικροψυχήσωσιν, αλλά πάλιν φροντίσωσι˙ και έκαστος αυτών απλώς διαφόρως, ο μεν τοιώσδε, ο δε τοιώσδε, παρέχει χείρα τοις αγωνιζομένοις και θλιβομένοις υπό του εχθρού.

Και αυτοί γαρ ούτως παρέλαβον από της θείας Γραφής λεγούσης˙ Μη ο πίπτων ουκ ανίσταται, ή ο αποστρέφων ουκ επιστρέφει; Επιστράφητε προς με, τέκνα, και ιάσομαι τα συντρίμματα υμών, λέγει Κύριος, και όσα τοιαύτα.

Ως δε εβαρύνθη η χειρ του Θεού επί Φαραώ και επί τους θεράποντας αυτού, και ηθέλησεν αποστείλαι τους υιούς Ισραήλ; Λέγει το Μωυσή˙ βαδίζετε, λατρεύετε Κυρίω τω Θεώ υμών˙ πλην των προβάτων υμών και των βοών υπολείπεσθε˙ άτινα σημαίνει τους κατά διάνοιαν λογισμούς, ων ήθελεν ο Φαραώ κυριεύσαι, ελπίζων δι’ αυτών πάλιν έλκειν τους υιούς Ισραήλ προς εαυτόν. Και λέγει αυτώ Μωυσής˙ Ουχί, αλλά και συ δώσεις ημίν θυσίας και ολοκαυτώματα, α προσαίσομεν Κυρίω τω Θεώ ημών, και τα κτήνη ημών πορεύσονται μεθ’ ημών, και ουχ υπολειψόμεθα ουδέ οπλήν. Ως δε εξήγαγεν ο Μωυσής τους υιούς Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου και διεπέρασεν αυτούς την Ερυθράν θάλασσαν, θέλων ο Θεός αγαγείν αυτούς εις τα εβδομήκοντα στελέχη των φοινίκων και εις τας δώδεκα πηγάς των υδάτων, πρώτον φέρει αυτούς εις Μεράν, και θλίβεται ο λαός μη ευρίσκων πιείν δια το είναι το ύδωρ πικρόν˙ και δια της Μεράς ήνεγκεν αυτούς εις τον τόπον των εβδομήκοντα φοινίκων και των δώδεκα πηγών των υδάτων.

Ούτως και η ψυχή όταν παύσηται της κατ’ ενέργειαν αμαρτίας και παρέλθη την νοητήν θάλασσαν, πρώτον θέλει κοπιάσαι αγωνιζομένη και πολλά θλιβομένη, και ούτως δια των θλίψεων εισελθείν εις την αγίαν ανάπαυσιν. Δια πολλών γαρ θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών. Αι θλίψεις γαρ κινούσι το έλεος του Θεού εις την ψυχήν, ώσπερ οι άνεμοι κινούσι την βροχήν. Και ώσπερ η βροχή επί πολύ κατερχομένη, εάν η έτι το βλάστημα απαλόν, σήπει αυτό και απόλλυται ο καρπός αυτού, οι δε άνεμοι κατά μέρος αναξηραίνουσι και στερεούσιν αυτό˙ ούτως εστί και το της ψυχής. Η άνεσις και αμεριμνία και η ανάπαυσις χαυνούσι και διαχέουσιν αυτήν˙ οι δε πειρασμοί συσφίγγουσιν αυτήν και ενούσιν αυτήν τω Θεώ, ως λέγει ο προφήτης˙ Κύριε, εν θλίψει εμνήσθημέν σου. Ωστε, καθώς είπομεν, ου χρη ταράσσεσθαι ημάς, ουδέ ακηδιάν εν τοις πειρασμοίς, άλλ’ υπομένειν και ευχαριστείν και δέεσθαι του Θεού εν ταπεινώσει δια παντός ίνα ποιήση μετά της ασθενείας ημών έλεος και σκεκπάση ημάς από παντός πειρασμού εις δόξαν αυτού. Αμήν.

Υποσημείωση.

1. «Αδελφός ηρώτησε τον αββάν Σισώην. Τί ποιήσω, αββά, πέπτωκα; Λέγει αυτώ ο γέρων: Ανάτα πάλιν. Λέγει ο αδελφός˙ Ανέστην και πάλιν πέπτωκα. Και λέγει ο γέρων˙ Ανάστα πάλιν και πάλιν. Είπεν ουν ο αδελφός. Έως πότε; Λέγει ο γέρων˙ Έως αν καταληφθής είτε εν τω αγαθώ είτε εν τω πτώματι˙ εν ω γαρ ευρίσκεται ο άνθρωπος, εν αυτώ και πορεύεται» (Αββά Σισώη, P. G. 65, 404C λη’).

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.