Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 5-ος: Για τη μετάνοια (μέρος Α’).

Για τη μετάνοια. Και ότι δεν αρκεί σ’ εμάς για τον καθαρισμό της ψυχής μόνο το μοίρασμα των υπαρχόντων και η ίδια η απογύμνωση από τα υλικά πράγματα, αν δεν αποκτήσουμε και το πένθος. Και για την εξορία του Αδάμ. Και ότι, αν μετανοούσε μετά την παράβαση, δεν θα εξοριζόταν από τον παράδεισο. Και ποιο καλό προξένησε η μετάνοιά του μετά την εξορία. Και για τη δευτέρα παρουσία του Κυρίου και την καταδίκη των αμαρτωλών. Και προς το τέλος, έλεγχος εκείνων που ζουν με κακία και υποκρισία.

Αδελφοί και πατέρες, είναι καλό πράγμα η μετάνοια και η ωφέλεια που προέρχεται απ’ αυτή. Διότι γνωρίζοντας αυτό και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας, που όλα τα γνωρίζει από πριν, είπε: «Μετανοείτε, διότι έφθασε η βασιλεία των ουρανών».1 Θέλετε μάλιστα να μάθετε, πώς χωρίς μετάνοια, και μάλιστα μετάνοια από την ψυχή, τέτοια που απαιτεί από μας ο λόγος, είναι αδύνατο εμείς να σωθούμε; Ακούστε τον ίδιο τον απόστολο, που φωνάζει: «Κάθε άλλη αμαρτία, που κάνει ο άνθρωπος, είναι έξω από το σώμα˙ εκείνος όμως που πορνεύει, αμαρτάνει στο ίδιο του το σώμα».2 Και ακόμη: «Πρέπει να παρουσιασθούμε εμείς μπροστά στο βήμα του Χριστού, για να λάβει ο καθένας από μας ανάλογα μ’ αυτά που έκανε με το σώμα του, είτε καλά έργα, είτε κακά».3 Μπορεί λοιπόν να πει κανείς πολλές φορές ύστερα απ’ αυτά, «Ευχαριστώ τον Θεό, διότι δεν μόλυνα κάποιο μέλος του σώματός μου με καμία εντελώς κακή πράξη» -κάτι που δεν μπορώ να πως ως τώρα εγώ, ο εργάτης κάθε ανομίας! -, και αυτός έχει τάχα παρηγοριά απ’ αυτό, διότι είναι μακριά από τη σωματική αμαρτία.
Αλλά ο Δεσπότης απαντά σ’ αυτόν και λέει την παραβολή για τις δέκα παρθένες,4 και δείχνει σε όλους εμάς και φανερώνει ότι τίποτε δεν ωφελούμαστε εμείς από την καθαρότητα του σώματος, αν δεν προστεθούν σ’ εμάς και οι υπόλοιπες αρετές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ο ίδιος ο Παύλος επίσης κραυγάζει, αντίστοιχα με τον Δεσπότη: «Να επιδιώκετε την ειρήνη με όλους και τον αγιασμό, χωρίς τον οποίο κανείς δεν θα δει τον Κύριο».5 Γιατί όμως είπε «να επιδιώκετε»; Διότι δεν είναι δυνατό να γίνουμε και να είμαστε άγιοι σε μία στιγμή˙ πρέπει δηλαδή, αρχίζοντας από τα μικρά, να προχωρήσουμε προοδευτικά στην αγιοσύνη και στην καθαρότητα. Και διότι, και αν ακόμη ζήσουμε σ’ αυτό το βίο χίλια χρόνια, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να φθάσουμε την τελειότητά της, αλλά οφείλουμε να αγωνιζόμαστε πάντοτε καθημερινά μέσα σ’ αυτή, σαν να βάζουμε αρχή. Και αυτό φανέρωσε επίσης ο ίδιος ο Παύλος, λέγοντας το εξής: «Τρέχω, λοιπόν, κυνηγώντας, μήπως πιάσω εκείνο για το οποίο και πιάσθηκα».6
Γι’ αυτό αδελφοί μου, προσέχετε, παρακαλώ, και ακούστε τα λόγια του αδελφού σας του ελάχιστου και αμαρτωλού, και ελάτε, ας προσκυνήσουμε και ας προσπέσουμε7 στον αγαθό και φιλάνθρωπο Θεό μας. Ας προϋπαντήσουμε την παρουσία του με εξομολόγηση,8 και ας κλάψουμε μπροστά σ’ αυτόν, που μας δημιούργησε, διότι αυτός είναι ο Κύριος ο Θεός μας,9 και εμείς είμαστε ο λαός του και τα πρόβατα του ποιμνίου του,10 και δεν θα αποστρέψει το πρόσωπό του από μας. Μόνο ας μετανοήσουμε ολόψυχα και ας αποβάλλουμε όχι μόνο τις κακές μας πράξεις, αλλά ας εξαφανίσουμε και τους ίδιους τους κακούς και ακάθαρτους λογισμούς της καρδιάς μας, σύμφωνα μ’ αυτό που έχει γραφεί: «Ξεσχίστε τις καρδιές σας και όχι τα ενδύματά σας».11 Διότι, πές μου, ποιά ωφέλεια υπάρχει, αν μοιράσουμε στους φτωχούς όλα τα υπάρχοντά μας, αλλά δεν αποφύγουμε το κακό και δεν μισήσουμε την αμαρτία; Και ποιά ωφέλεια υπάρχει, αν δεν κάνουμε σωματική αμαρτία στην πράξη, αλλά ασχολούμαστε με αισχρούς και ακάθαρτους λογισμούς με το νου μας και κάνουμε την αμαρτία χωρίς να φαίνεται και βασιλεύουν σ’ εμάς και κυριαρχούν τα ασυγκράτητα πάθη της ψυχής;
Ας αποβάλλουμε, παρακαλώ, μαζί με τα πράγματά μας και ση συνηθισμένη δουλεία των κακών, που αναφέραμε, και ας μη σταματήσουμε ως εδώ, αλλά ας ξεπλύνουμε με προθυμία και με δάκρυα μετανοίας το ρύπο τους. Διότι, όπως ο ίδιος ο βασιλιάς, που φορά το στέμμα και την πορφύρα, και που έχει θησαυρούς από αμέτρητο χρυσάφι και ασήμι, και κάθεται επάνω σε υψηλό και μεγαλόπρεπο θρόνο, αν θα έπαιρνε από κάπου βούρκο και κάπνα, με τη θέλησή του και με τα ίδια του τα χέρια, και θα έφραζε όλες του τις αισθήσεις, αλείφοντας όλο του το πρόσωπο, ώστε να μην μπορεί ούτε να βλέπει, ούτε να ακούει, ούτε να οσφραίνεται, και έπειτα, μετανοώντας και ζητώντας να απαλλαγεί απ’ αυτό το κακό, αν δεν μπει γρήγορα στον κοιτώνα του και δεν ξεπλύνει με πολύ νερό εκείνο το βούρκο και την κάπνα, και έτσι καθαρός πάλι, όπως προηγουμένως, δεν καθίσει στο θρόνο της βασιλείας του, αλλά, αντί να κάνει αυτό, σκορπίσει μόνο τους θησαυρούς του στους φτωχούς και χαρίσει σ’ αυτούς όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, δεν θα ωφελήσει διόλου μ’ αυτό τον εαυτό του, αν δεν ξεπλύνει με νερό την κάπνα και το βούρκο˙ αλλά και θα είναι καταγέλαστος σε όλους αυτούς που τον βλέπουν, καθώς γυρίζει σαν σκιάχτρο εδώ και εκεί μέσα στη σύγκλητο. Έτσι, ούτε και κανείς άλλος θα ωφελήσει τον εαυτό του, αν μοιράσει στους φτωχούς όλα τα υπάρχοντά του κα αποδεχθεί κάθε φτώχεια και ακτημοσύνη, αλλά δεν απομακρυνθεί από το κακό και δεν καθαρίσει την ψυχή του με τη μετάνοια και τα δάκρυα.
Ο κάθε άνθρωπος λοιπόν, που αμάρτησε παρόμοια μ’ εμένα τον καταδικασμένο και έφραξε τις αισθήσεις της ψυχής του με το βούρκο των ηδονών, αν και μοίρασε βέβαια στους φτωχούς όλη την περιουσία του και εγκατέλειψε όλη τη δόξα των αξιωμάτων και τη φήμη των οίκων και των αλόγων, των προβάτων και των βοδιών και των δούλων, αλλά και όλους τους ίδιους τους δικούς του, και φίλους και συγγενείς, και με τον ερχομό του στο μοναχικό σχήμα έγινε φτωχός και ακτήμονας, χρειάζεται στη ζωή του τα δάκρυα της μετάνοιας ως απαραίτητα, για να πλύνει το βούρκο των αμαρτημάτων του, και μάλιστα, αν περιφέρει ακόμη, όπως εγώ, την κάπνα και το βούρκο των πολλών κακών του όχι μόνο επάνω στο πρόσωπό του και στα χέρια του, αλλά γενικά και σε όλο του το σώμα. Δεν αρκεί δηλαδή σ’ εμάς, αδελφοί, μόνο το μοίρασμα των υπαρχόντων για την κάθαρση της ψυχής, αν δεν κλάψουμε και δεν θρηνήσουμε συγχρόνως μέσα από την ψυχή μας. Διότι νομίζω ότι, αν δεν καθαρίσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου από τον μολυσμό των αμαρτημάτων μου με τα δάκρυα, με όλη την προθυμία, αλλά αναχωρήσω από τη ζωή μολυσμένος, θα περιφρονηθώ δίκαια και από τον Θεό και από τους αγγέλους του, και θα ριχθώ μαζί με τους δαίμονες στην αιώνια φωτιά.12
Ναι, αλήθεια, έτσι είναι, αδελφοί! Διότι τίποτε δεν φέραμε στον κόσμο,13 για να δώσουμε στον Θεό ως αντίτιμο για τη λύτρωση από τις αμαρτίες μας.14 «Τί δηλαδή», λέει ο απόστολος, «θα δώσει ο άνθρωπος στον Θεό, για να λάβει ανταμοιβή;»15
Αυτή είναι σωστή κρίση, αυτή είναι δίκαιη και αληθινή ταπείνωση. Διότι και ο Κύριος λέει: «Μη νομίσετε ότι ήρθα να καταργήσω το νόμο ή τους προφήτες˙ δεν ήρθα να καταργήσω, αλλά να εκπληρώσω».16 Αυτό άλλωστε είναι εκπλήρωση του νόμου, το να μη δικαιολογείται κάποιος για κάτι, ούτε να επιδιώκει δικαίωση για τον εαυτό του, αλλά να είναι εκτεθειμένος σε όλους για όλα σαν νεκρός, ώστε να μην αντιδρά διόλου, ό,τι και αν του κάνουν, ούτε να αντιμιλά σ’ αυτούς, όταν τον ταράζουν, αλλά να είναι προσηλωμένος μόνο στις εντολές του Θεού και στην τήρηση των προσταγμάτων εκείνου, αποφασισμένος δηλαδή σαν ένα λιοντάρι, ή σαν ένας άλλος γιγάντιος Σαμψών, ή κάποιος άλλος, που έζησε πριν, ή που ζει τώρα και είναι ανδρειότερος απ’ αυτόν.
Είναι λοιπόν δυνατό, αδελφοί, σε όλους, όχι μόνο στους μοναχούς, αλλά και στους λαϊκούς, να μετανοούν και να κλαίνε και να παρακαλούν τον Θεό πάντοτε και συνεχώς, ώστε να αποκτήσουν μ’ αυτές τις πράξεις και όλες τις υπόλοιπες αρετές. Και ότι αυτό είναι αληθινό, το βεβαιώνει μαζί μου και ο Χρυσορρήμων Ιωάννης, ο μέγας στύλος και διδάσκαλος της Εκκλησίας, που ερμηνεύοντας στους λόγους του για τον Δαβίδ τον πεντηκοστό ψαλμό, λέει ότι είναι δυνατό κάποιος, αν και έχει γυναίκα και δούλους και δούλες και πλήθος υπηρέτες και πολλή περιουσία και διαπρέπει στις βιοτικές ασχολίες, όχι μόνο να μπορεί να κάνει αυτό, να κλαίει δηλαδή κάθε μέρα και να προσεύχεται και να μετανοεί, αλλά μπορεί, αν θέλει, και στην τελειότητα της αρετής να φθάσει και Άγιο Πνεύμα να λάβει και φίλος του Θεού να γίνει και τη θέασή του να απολαμβάνει,17όπως και πριν από τον ερχομό του Χριστού ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και ο Λωτ στα Σόδομα – για να παραλείψω τους άλλους, επειδή είναι πολλοί, – ο Μωυσής και ο Δαβίδ, και στη νέα χάρη και φανέρωση του Θεού και Σωτήρα μας, ο Πέτρος, ο ψαράς και αγράμματος, κηρύττοντας μαζί με την πεθερά του και μαζί με τους άλλους αποστόλους τον Θεό, που φανερώθηκε στον κόσμο.
Ποιός ωστόσο θα μπορέσει να απαριθμήσει τους άλλους, που είναι περισσότεροι από τις σταγόνες της βροχής και από τα άστρα του ουρανού, τους βασιλείς, τους άρχοντες και τους ηγεμόνες – για να μην αναφέρω τους φτωχούς και εκείνους που έζησαν χωρίς στερήσεις, – αυτούς, που οι πόλεις τους και οι κατοικίες και οι ναοί των εκκλησιών, που έκτισαν με γενναιοδωρία, και τα γηροκομεία τους και οι ξενώνες, σώζονται και υπάρχουν ως τώρα˙ που και όσο ζούσαν εκείνοι είχαν και χρησιμοποιούσαν με ευσέβεια, όχι σαν δικά τους, αλλά σαν δούλοι του Δεσπότη, αυτά, που τους δόθηκαν από τον Δεσπότη, και τα διαχειρίζονταν όπως άρεσε σ’ εκείνον, σύμφωνα με το λόγο του Παύλου, κάνοντας χρήση των πραγμάτων του κόσμου, χωρίς να κάνουν κατάχρηση»;18 Γι’ αυτό, δηλαδή, και στην παρούσα ζωή έγιναν ένδοξοι και λαμπροί, και τώρα και στους ατέλειωτους αιώνες, στη βασιλεία των ουρανών, θα γίνουν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι. Και αν δεν ήμασταν οκνηροί και ράθυμοι και καταφρονητές των εντολών του Θεού, αλλά πρόθυμοι και άγρυπνοι και προσεκτικοί, δεν θα είχαμε καμία ανάγκη αποταγής ή κουράς ή φυγής από τον κόσμο. Και για να το βεβαιώσω αυτό, άκουσε!
Ο Θεός έκανε από την αρχή τον άνθρωπο βασιλιά όλων των δημιουργημάτων, που ήταν επάνω στη γη,19 αλλά και των δημιουργημάτων που είναι κάτω από το θόλο του ουρανού˙ διότι ο ήλιος και η σελήνη και τα άστρα δημιουργήθηκαν οπωσδήποτε για τον άνθρωπο. Τί λοιπόν; Μήπως άραγε ο άνθρωπος, ενώ ήταν βασιλιάς όλων αυτών των ορατών δημιουργημάτων, βλαπτόταν απ’ αυτά στην πορεία του προς την αρετή; Δεν βλαπτόταν διόλου, αλλά και περισσότερο θα προόδευε, αν παρέμενε να ευχαριστεί τον Θεό, που δημιούργησε και έδωσε σ’ αυτόν τα πάντα. Διότι, αν δεν παρέβαινε την εντολή του Δεσπότη, δεν θα έχανε αυτή τη βασιλεία, δεν θα στερούσε τον εαυτό του από τη δόξα του Θεού˙ επειδή όμως έκανε την παράβαση, διώχθηκε δίκαια από τον παράδεισο, εξορίσθηκε, έζησε, πέθανε.
Και θα σου πω κάτι που κανείς, νομίζω, δεν αποκάλυψε καθαρά, αλλά έχει ειπωθεί με αινιγματικό τρόπο. Ποιό είναι αυτό; Άκου τη θεία Γραφή που λέει: «Και είπε ο Θεός στον Αδάμ – εννοώ μετά την παράβαση-, Αδάμ, που είσαι;¨».20 Τί ζητά, λέγοντας αυτό, ο Δημιουργός όλου του κόσμου; Οπωσδήποτε, επειδή ήθελε να τον οδηγήσει σε συναίσθηση και επειδή τον καλούσε σε μετάνοια, λέει: «Αδάμ, που είσαι; Γνώρισε τον εαυτό σου, κοίταξε τη γύμνια σου! Δες ποιο ένδυμα, ποια δόξα έχεις στερηθεί. Αδάμ, πού είσαι;» σαν κάπως να τον παρακαλεί και να λέει: «Ναι, λογικέψου, ταλαίπωρε, ναι, βγες από εκεί, πού είσαι κρυμμένος. Νομίζεις ότι κρύβεσαι από μένα; Πες: Αμάρτησα!» Αλλά δεν λέει αυτό, ή, καλύτερα, εγώ ο άθλιος δεν λέω αυτό, διότι δικό μου είναι αυτό το πάθημα. Αλλά, τί λέει; «Άκουσα τη φωνή σου, καθώς περπατούσες μέσα στον παράδεισο, και κατάλαβα ότι είμαι γυμνός, και κρύφθηκα».21 Και τί είπε λοιπόν ο Θεός; «Και ποιός σε πληροφόρησε ότι είσαι γυμνός˙ εκτός και αν έφαγες από το δέντρο, που σου έδωσα εντολή, απ’ αυτό μόνο να μη φας;»22
Βλέπεις, αγαπητέ, τη μακροθυμία του Θεού; διότι, όταν ο Θεός είπε: «Αδάμ, που είσαι;» και εκείνος δεν ομολόγησε αμέσως την αμαρτία του, αλλά απάντησε: «Άκουσα, Κύριε, τη φωνή σου και κατάλαβα ότι είμαι γυμνός και κρύφθηκα», ο Θεός δεν οργίσθηκε, δεν απέστρεψε αμέσως το πρόσωπό του, αλλά δίνει σ’ αυτόν την ευκαιρία και για δεύτερη απάντηση, και ρωτά: «Ποιός σε πληροφόρησε ότι είσαι γυμνός˙ εκτός και αν έφαγες από το δέντρο, που σου έδωσα εντολή, απ’ αυτό μόνο να μη φας;» Σκέψου το βάθος των λόγων της σοφίας του Θεού. «Γιατί λες», λέει ο Θεός, «ότι ¨είμαι γυμνός¨, αλλά κρύβεις την αμαρτία σου; Μήπως νομίζεις ότι εγώ βλέπω μόνο το σώμα του, αλλά δεν βλέπω την καρδιά και τις σκέψεις σου;» Διότι ο Αδάμ έλπιζε, όταν εξαπατήθηκε, ότι ο Θεός δεν γνώριζε την αμαρτία του, και γι’ αυτό έλεγε έτσι μόνος του, ότι, «Αν πω, ότι είμαι γυμνός, αγνοώντας ο Θεός, μπορεί να πει˙ ¨Και γιατί είσαι γυμνός;¨ Έπειτα μπορώ να αρνηθώ εγώ και να πω ¨Δεν γνωρίζω¨, και μπορώ να ξεφύγω την προσοχή του, και να πάρω πάλι πίσω την πρώτη στολή. Αλλά και να μη συμβεί αυτό, οπωσδήποτε δεν θα με βγάλει έξω, οπωσδήποτε δεν θα με εξορίσει!» Ενώ ο Αδάμ σκεφτόταν αυτά, όπως και τώρα κάνουν πολλοί, και πρώτος εγώ ο ίδιος, κρύβοντας τα αμαρτήματά τους, ο Θεός, επειδή δεν ήθελε να πολλαπλασιάσει την καταδίκη του, είπε: «Και από πού κατάλαβες ότι είσαι γυμνός, εκτός και αν έφαγες από το δέντρο, που σου έδωσα εντολή να μη φας;»23˙ σαν να του έλεγε, δηλαδή: «Και νομίζεις ότι κρύβεσαι εντελώς από μένα; Δεν γνωρίζω εγώ τί έχεις κάνει; Δεν λες το ¨Αμάρτησα¨; Πες, ταλαίπωρε˙ ¨Ναι, αλήθεια, Δέσποτα, αθέτησα την εντολή σου, έφταιξα, ακούγοντας τη συμβουλή της γυναίκας˙ έσφαλα πολύ, κάνοντας το λόγο εκείνης και παρακούοντας τον δικό σου λόγο˙ ελέησέ μ娻. Αλλά ο Αδάμ δεν λέει αυτά, δεν ταπεινώνεται, δεν σκύβει˙ ο τράχηλος της καρδιάς του είναι σιδερένιο νεύρο,24 όπως είναι βέβαια και ο τράχηλος ο δικός μου, εμένα του άθλιου. Διότι, αν έλεγε αυτά, θα έμενε στον παράδεισο και θα απέφευγε με ένα μόνο λόγο όλον εκείνο τον κύκλο των αμέτρητων κακών, που υπέφερε εξόριστος, και πέρασε τόσους αιώνες πεσμένος στον άδη.
Αυτό λοιπόν είναι εκείνο που υποσχέθηκα να πω. Και άκουσε τα εξής και γνώρισε ότι ο λόγος είναι αληθινός και δεν υπάρχει σ’ αυτόν το παραμικρό ψεύδος. Είπε ο Θεός στον Αδάμ: «Την ώρα που θα φάτε από το δέντρο, που σας έδωσα εντολή απ’ αυτό μόνο να μη φάτε, θα πεθάνετε με θάνατο»,25 δηλαδή με ψυχικό θάνατο, που συνέβη και την ίδια ώρα. Γι’ αυτό και ο Αδάμ απογυμνώθηκε από την αθάνατη στολή˙ άλλωστε τίποτα περισσότερο δεν προείπε ο Θεός, και τίποτε περισσότερο δεν συνέβη. Επειδή μάλιστα γνώριζε από πριν ο Θεός ότι ο Αδάμ θα αμάρτανε, και θέλοντας να τον συγχωρήσει, όταν θα μετανοούσε, δεν προείπε εναντίον του, όπως είπαμε, τίποτε περισσότερο˙ αυτός όμως αρνήθηκε την αμαρτία του και δεν μετανόησε, ούτε όταν ελέγχθηκε από τον Θεό, διότι είπε: «Η γυναίκα που μου έδωσες αυτή με εξαπάτησε».26 «Αυτή, που μου έδωσες!» Ώ απρόσεκτη ψυχή, που σαν να έλεγε στον Θεό: «Εσύ έφταιξες˙ η γυναίκα που μου έδωσες αυτή με εξαπάτησε» – αυτό που και εγώ τώρα παθαίνω, ο δύστυχος και ταλαίπωρος, και που ποτέ δεν θέλω να ταπεινωθώ και να πω μέσα από την ψυχή μου, ότι εγώ είμαι ο αίτιος της δικής μου απώλειας, αλλά λέω, «ο τάδε με παρότρυνε να κάνω και να πω αυτά και αυτά», «ο τάδε με συμβούλεψε να πράξω αυτό και αυτό». Ώ άθλια ψυχή, που ξεστομίζει λόγια γεμάτα από αμαρτία! Ώ αδιάντροπη και ανόσια ψυχή, που τα λόγια της είναι ακόμη πιο αδιάντροπα και πιο ανόσια!
Λοιπόν και όταν έτσι μίλησε ο Αδάμ, ο Θεός λέει σ’ αυτόν: «Με κόπο και ιδρώτα να τρως το ψωμί σου, και η γη να βγάζει για σένα αγκάθια και τριβόλια»˙ και τέλος λέει, ότι «χώμα είσαι και θα επιστρέψεις στο χώμα».27 «Σου έλεγα», λέει ο Θεός, «να μετανοήσεις και να μείνεις στην προηγούμενη κατάστασή σου˙ αλλά, επειδή είσαι τόσο πολύ σκληρός, φύγε στο εξής μακριά από μένα, και θα σου αρκεί για παιδαγωγία η αποστασία σου,28 διότι είσαι χώμα και θα επιστρέψεις στο χώμα».
Τώρα λοιπόν κατάλαβες ότι μετά την παράβαση, επειδή ο Αδάμ δεν μετανόησε και δεν είπε «αμάρτησα», και εξορίζεται και διατάζεται να περνά τη ζωή του με κόπο και ιδρώτα, και γι’ αυτό καταδικάσθηκε να επιστρέψει στο χώμα από το οποίο πλάσθηκε; Αυτό άλλωστε είναι φανερό από τα ακόλουθα.
Γι’ αυτό λοιπόν και αφήνει ο Θεός τον Αδάμ και έρχεται προς την Εύα, θέλοντας να δείξει ότι δίκαια θα διωχτεί και αυτή μαζί του, επειδή δεν θέλει να μετανοήσει, και της λέει: «Γιατί το έκανες αυτό;»29 για να πει έστω και αυτή το «αμάρτησα». Διότι, πες μου, ποιά άλλη ανάγκη είχε ο Θεός να μιλήσει σ’ αυτή μ’ αυτά τα λόγια, εκτός από το να πει αυτή οπωσδήποτε, ότι «Μέσα στην αφροσύνη μου, Δέσποτα, η ταλαίπωρη και άθλια, έπραξα αυτό, παρακούοντας εσένα τον Δεσπότη μου. Ελέησέ με!» Αλλά δεν είπε αυτό. Και τί είπε; «Το φίδι με εξαπάτησε».30 Πόση αναισθησία! Και συμφώνησες εντελώς με το φίδι, που σου έλεγε εναντίον του Δεσπότη, και αντί για τον Θεό, που σε έπλασε, προτίμησες το φίδι, και θεώρησες τη συμβουλή εκείνου προτιμότερη και αληθινότερη από την εντολή του Δεσπότη; Και επειδή ούτε η Εύα βρήκε να πει το «αμάρτησα», διώχνονται από την τρυφή, εξορίζονται από τον παράδεισο και από τον Θεό. Αλλά σκέψου το βάθος των μυστηρίων του φιλανθρώπου Θεού, και μάθε και διδάξου απ’ αυτά ότι, αν μετανοούσαν, δεν θα διώχνονταν, δεν θα κατακρίνονταν, δεν θα καταδικάζονταν να επιστρέψουν στο χώμα, από το οποίο πλάσθηκαν. Πώς; Άκουσε!
Αφού δηλαδή διώχθηκαν και έπεσαν από την ίδια στιγμή στους ιδρώτες και στους σωματικούς κόπους, άρχισαν μάλιστα να πεινούν και να διψούν, να κρυώνουν συγχρόνως και να τρέμουν και να υποφέρουν, αυτά που υποφέρουμε και εμείς σήμερα, απέκτησαν περισσότερη συναίσθηση γι’ αυτή τη συμφορά και κατάπτωση, και όχι μόνο γι’ αυτή, αλλά και για την ίδια τους την κακοφροσύνη και την ανέκφραστη ευσπλαχνία του Θεού. Περπατώντας λοιπόν και διαμένοντας έξω από τον παράδεισο, μετανοούσαν, έκλαιγαν, θρηνούσαν, χτυπούσαν το πρόσωπό τους, μαδούσαν και τραβούσαν τα μαλλιά τους, θρηνολογώντας τη σκληροκαρδία τους, και αυτό δεν το έκαναν μία μέρα, ούτε δύο ή δέκα μέρες, αλλά, πιστέψτε με, το έκαναν σε όλη τους τη ζωή˙ διότι, πώς και δεν θα έκλαιγαν διαρκώς και συνεχώς, έχοντας στο νου τους εκείνον τον πράο Δεσπότη, εκείνη την ανέκφραστη τρυφή, τις ανείπωτες ομορφιές εκείνων των ανθέων, την ξένοιαστη και ακοπίαστη ζωή, τις ανόδους και καθόδους των αγγέλων, που γίνονταν προς αυτούς;
Όπως δηλαδή οι δούλοι, που επιλέχτηκαν από κάποιον άρχοντα αυτού του κόσμου για την προσωπική του υπηρεσία, όσο φυλάγουν το σεβασμό και την τιμή και την υποταγή ανόθευτη στον κύριό τους, και όσο αγαπούν τον ίδιο και τους συνδούλους του, απολαμβάνουν από μέρους του και την οικειότητα και την εύνοια και την αγάπη του, με πολλή άνεση και τρυφή και αφθονία˙ αν όμως, αφού φερθούν με ανοησία, θα αυθαδιάσουν προς τον κύριό τους και θα φερθούν με υπερηφάνεια προς τους συνδούλους τους, χάνουν την οικειότητα και την αγάπη και την εύνοια που τους έχει, και εξορίζονται από εκείνον σε μακρινή χώρα, και υποβάλλονται με την προσταγή του σε αμέτρητες δοκιμασίες, και με το να είναι μέσα στους κόπους και μέσα στις ταλαιπωρίες, όλο και περισσότερο συναισθάνονται την άνεση που απολάμβαναν και την απώλεια των αγαθών που στερήθηκαν. Το ίδιο έπαθαν και οι πρωτόπλαστοι, που βρίσκονταν μέσα στον παράδεισο και απολάμβαναν εκείνα τα αγαθά, με το να τα στερηθούν έπειτα και να εξορισθούν˙ αφού δηλαδή συναισθάνθηκαν την κατάπτωσή τους, πάντοτε θρηνούσαν, πάντοτε έκλαιγαν, ζητώντας την ευσπλαχνία του Δεσπότη τους.
Αλλά τί κάνει ο Θεός, που είναι πλούσιος σε ευσπλαχνία και αργός σε τιμωρία; Επειδή είδε ότι οι πρωτόπλαστοι ταπεινώθηκαν, δεν αναιρεί βέβαια εκείνη τη στιγμή την απόφαση που πήρε. Και το κάνει αυτό άλλωστε, για να μας συνετίσει και να μην αυθαδιάζει κανείς απέναντι στον Δημιουργό των πάντων˙ επειδή όμως προγνώριζε ως Θεός και την πτώση του ανθρώπου και τη μετάνοιά του, καθόρισε οπωσδήποτε από πριν, προτού να δημιουργήσει τα πάντα, και τον καιρό και το χρόνο, και πώς και πότε θα επαναφέρει τον άνθρωπο από την εξορία με τις απόρρητες αποφάσεις του, τις ανεξερεύνητες από κάθε ζωντανή ύπαρξη. Διότι, και αν ακόμη αποκαλυφθούν σε κάποιους αυτές οι αποφάσεις και θελήσουν αυτοί να τις γράψουν, δεν θα αρκούσε ούτε ο χρόνος, ούτε το χαρτί, ούτε το μελάνι, ούτε όλος ο κόσμος να χωρέσει τα ίδια τα βιβλία.31
Όπως λοιπόν ο Θεός από ευσπλαχνία όρισε από πριν και προείπε, έτσι και έκανε. Και εκείνους που έδιωξε από τον παράδεισο για την αδιαντροπιά και την αμετανόητη καρδιά και γνώμη τους, όταν μετανόησαν όπως έπρεπε, και ταπεινώθηκαν όπως άξιζε, και έκλαψαν και θρήνησαν, εκείνος ο ίδιος, ο Μόνος που προήλθε από τον Μόνο, ο Μονογενής Υιός και Λόγος του προανάρχου Πατέρα του, αφού κατέβηκε στη γη, όπως όλοι γνωρίζετε, δεν έγινε μόνο άνθρωπος όμοιος με τους πρωτόπλαστους, αλλά και δέχθηκε να πεθάνει, όπως πέθαναν οι ίδιοι, προτιμώντας σκληρό και ατιμωτικό θάνατο και κατεβαίνοντας στον άδη, από όπου και τους ανέστησε.
Αυτός λοιπόν που έπαθε γι’ αυτούς τόσα πολλά, όσα κάθε μέρα ακούς, για να τους επαναφέρει από εκείνη τη μακρινή εξορία, δεν θα έδειχνε σ’ αυτούς συμπάθεια, αν θα μετανοούσαν μέσα στον παράδεισο; Και πώς δεν θα έδειχνε συμπάθεια αυτός που από τη φύση του είναι φιλάνθρωπος και που χάρη στη φιλανθρωπία του έπλασε τον Αδάμ, για να απολαμβάνει τα αγαθά του, που υπήρχαν στον παράδεισο, και για να δοξάζει τον ευεργέτη του; Ναι, αλήθεια, αδελφοί, αυτό, όπως νομίζω, θα γινόταν. Αλλά, για να μάθεις και τα υπόλοιπα και να πιστέψεις περισσότερο στον λόγο μου, άκουσε τα εξής.
Αν μετανοούσαν, όσο βρίσκονταν μέσα στον παράδεισο, θα απολάμβαναν εκείνο τον ίδιο τον παράδεισο και τίποτε περισσότερο. Αφού όμως διώχθηκαν για την αμετανοησία τους, επειδή μετά απ’ αυτά έδειξαν μεγάλη μετάνοια, έκλαψαν, λυπήθηκαν – αυτά που, όπως είπα, δεν θα πάθαιναν, αν μετανοούσαν μέσα στον παράδεισο, – επειδή ο Δεσπότης Θεός ήθελε να τους τιμήσει και να τους δοξάσει γι’ αυτούς τους πόνους και τους ιδρώτες και τους κόπους και την καλή τους μετάνοια, και όχι μόνο αυτό, αλλά και να τους κάνει να ξεχάσουν όλες εκείνες τις συμφορές, τι έκανε; Και σκέψου λοιπόν το μέγεθος της φιλανθρωπίας! Αφού κατέβηκε στον άδη και τους ανέστησε, δεν τους αποκατέστησε πάλι στον παράδεισο από όπου διώχθηκαν, αλλά τους ανέβασε σ’ εκείνο τον ίδιο τον ουρανό του ουρανού˙ και αφού ο Δεσπότης κάθισε στα δεξιά του Θεού32 και προανάρχου Πατέρα του, τι λες ότι έκανε αυτόν, που ήταν δούλος του κατά τη φύση αλλά έγινε πατέρας του κατά χάρη; Είδες σε ποιο ύψος τον ανέβασε ο Δεσπότης για τη μετάνοιά του και την ταπείνωση, και για τους θρήνους του και τα δάκρυα;
Ώ δύναμη της μετάνοιας και των δακρύων! Ώ πέλαγος της απερίγραπτης φιλανθρωπίας και του ανεξερεύνητου ελέους, αδελφοί! Διότι, όχι μόνο εκείνον αλλά και όλο το σπέρμα του, εμάς δηλαδή τους απογόνους του, που μιμούμαστε την εξομολόγηση του Αδάμ, τη μετάνοια, το θρήνο, τα δάκρυα, και τα άλλα, που είπαμε πριν, και μας τίμησε και μας δόξασε έτσι, όπως εκείνον˙ αλλά και αυτούς που ζουν έτσι ως τώρα, και που θα ζήσουν έτσι από τώρα και στο εξής, είτε κοσμικούς, είτε μοναχούς, τους τιμά και τους δοξάζει. «Αλήθεια, δεν θα τους εγκαταλείψω33 ποτέ αυτούς», είπε ο αψευδής Θεός, «αλλά θα τους ανυψώσω σαν αδελφούς μου και φίλους, σαν πατέρες και μητέρες και συγγενείς και συγκληρονόμους μου34˙ αλλά και τους δόξασα και θα τους δοξάσω, και επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη˙ και η ζωή και η χαρά και η δόξα τους δεν θα έχουν ποτέ τέλος».
Τι ωφέλησε λοιπόν, πες μου, αδελφέ, η ακοπίαστη και ξένοιαστη ζωή μέσα στον παράδεισο τους πρωτόπλαστους, εφόσον ραθύμησαν, και με την απιστία τους προς τον Θεό καταφρόνησαν και παρέβησαν την εντολή του; Διότι, αν πίστευαν στον Θεό, η Εύα δεν θα θεωρούσε πιο αξιόπιστο το φίδι και ο Αδάμ δεν θα θεωρούσε πιο αξιόπιστη από τον Θεό την Εύα, αλλά θα πρόσεχαν να μη φάνε από το δέντρο˙ επειδή όμως έφαγαν και δεν μετανόησαν, διώχθηκαν. Ούτε πάλι βλάφθηκαν από την εξορία, αλλά και πάρα πολύ ωφελήθηκαν, και αυτό κατέληξε στη σωτηρία όλων μας. Διότι ο Δεσπότης μας, αφού κατέβηκε από τον ουρανό, κατάργησε με το θάνατό του το θάνατο που μας εξουσίαζε, εξαλείφοντας εντελώς την καταδίκη που προήλθε από την παράβαση του προπάτορα˙ και αναγεννώντας και αναπλάθοντας και απαλλάσσοντάς μας με το άγιο Βάπτισμα εντελώς από την παράβαση, μας έβαλε μέσα σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο εντελώς ελεύθερους και ανεπηρέαστους από την κυριαρχία του εχθρού. Αλλά και τιμώντας με το πρωταρχικό αυτεξούσιο, μας έδωσε περισσότερη δύναμη εναντίον του, για να τον νικούν εύκολα εκείνοι που θέλουν, περισσότερο από όσο τον νικούσαν όλοι οι άγιοι που έζησαν πριν από την έλευση του Χριστού, και όταν πεθαίνουν, να μην οδηγούνται και αυτοί, όπως εκείνοι, κάτω στον άδη, αλλά στον ουρανό και στην τρυφή και στην απόλαυση που υπάρχει εκεί˙ τώρα βέβαια σαν πρόγευση, μετά όμως την ανάσταση από τους νεκρούς, να αξιώνονται να απολαύσουν ολοκληρωτικά όλη την αιώνια χαρά.
Αυτοί λοιπόν που θέλουν να νικήσουν, ας μην προφασίζονται, ούτε να λένε ότι εμείς κινούμαστε επηρεασμένοι εντελώς από την παράβαση του Αδάμ και παρασυρόμαστε στην αμαρτία. Διότι αυτοί, που σκέφτονται και λένε αυτό, νομίζουν ότι τάχα η παρουσία του Δεσπότη μας και Θεού έχει γίνει ανώφελα και μάταια, αλλά αυτό είναι λόγος αιρετικών και όχι πιστών. Γιατί δηλαδή κατέβηκε στη γη ή για ποιο λόγο γεύθηκε τον θάνατο,35 παρά μόνο για να καταργήσει οπωσδήποτε την καταδίκη, που προήλθε από την αμαρτία, και να ελευθερώσει το γένος μας από τη δουλεία και από την ενέργεια του αντιπάλου εχθρού;
Αυτό λοιπόν είναι το αληθινό αυτεξούσιο, το να μην εξουσιαζόμαστε δηλαδή με τον οποιοδήποτε τρόπο από κάποιον άλλο. Διότι εμείς βέβαια ήμασταν αμαρτωλοί από εκείνον που αμάρτησε, ήμασταν παραβάτες από εκείνον που έκανε την παράβαση˙ από τον δούλο της αμαρτίας γίναμε και οι ίδιοι δούλοι της αμαρτίας, από τον καταραμένο και νεκρό γίναμε καταραμένοι και νεκροί, από εκείνον που με τη συμβουλή του πονηρού παρασύρθηκε και υποδουλώθηκε σ’ αυτόν και έχασε το αυτεξούσιο, εξουσιαζόμαστε τυραννικά, με το να παρασυρόμαστε και να καταδυναστευόμαστε σαν απόγονοί του. Ο Θεός όμως, αφού κατέβηκε στη γη, σαρκώθηκε και γεννήθηκε άνθρωπος, όπως γεννηθήκαμε εμείς, αλλά χωρίς αμαρτία,36 και κατάργησε την αμαρτία, αγιάζοντας τη σύλληψη και τη γέννηση˙ και με το να ανατραφεί λίγο λίγο, ευλόγησε κάθε ηλικία˙ και όταν ανδρώθηκε, άρχισε το κήρυγμα, διδάσκοντάς μας να μην προτρέχουμε σε κάτι και να μην προσπερνούμε αυτούς που άσπρισαν τα μαλλιά τους μέσα στη σύνεση και στην αρετή, κυρίως οι νέοι και ανώριμοι στη φρόνηση. Ανέλαβε αυτά που ήταν για την ωφέλειά μας και με το να τηρήσει όλες τις εντολές του Θεού του και Πατέρα,37 κατάργησε την παράβαση και ελευθέρωσε τους παραβάτες από την καταδίκη. Έγινε δούλος, λαμβάνοντας μορφή δούλου,38 και επανέφερε εμάς τους δούλους στο δεσποτικό αξίωμα, κάνοντάς μας και πάλι εξουσιαστές εκείνου, που πριν ήταν εξουσιαστής μας, αυτό μάλιστα μαρτυρούν οι άγιοι, που και μετά το θάνατό τους διώχνουν ως ανίσχυρο αυτόν και τους υπηρέτες του δαίμονες˙ έγινε κατάρα, με το να σταυρωθεί, «διότι είναι καταραμένος», λέει, «καθένας που κρεμιέται πάνω σε ξύλο»,39 και κατάργησε όλη την κατάρα του Αδάμ˙ πέθανε, και με το θάνατό του θανάτωσε το θάνατο˙ αναστήθηκε, και εξαφάνισε τη δύναμη και την ενέργεια του εχθρού, που με το θάνατο και την αμαρτία είχε εξουσία εναντίον μας. Διότι, βάζοντας μέσα στο θανατηφόρο δηλητήριο και στο φαρμάκι της αμαρτίας την ανείπωτη και ζωοποιό ενέργεια της θεότητάς του και της σάρκας του λύτρωσε ολοκληρωτικά από την ενέργεια του εχθρού όλο το ανθρώπινο γένος, και καθαρίζοντάς μας ζωοποιώντας με το άγιο βάπτισμα και με την κοινωνία των αχράντων μυστηρίων του, δηλαδή με την κοινωνία του τιμίου σώματος και αίματός του, μας κάνει πάλι αγίους και αναμάρτητους, αλλά και αφήνει να έχουμε πάλι τιμή για το αυτεξούσιο , για να μη φανούμε ότι υπηρετούμε τον Δεσπότη από εξαναγκασμό, αλλά με την προαίρεσή μας.
Και όπως από την αρχή της δημιουργίας του Αδάμ μέσα στον παράδεισο ήταν ελεύθερος και απομακρυσμένος από την αμαρτία και από τον εξαναγκασμό, αλλά με το ελεύθερό του θέλημα υπάκουσε στον εχθρό, και αφού απατήθηκε, αθέτησε την εντολή του Θεού, έτσι και εμείς με την αναγέννησή μας μέσα στο άγιο βάπτισμα απελευθερωνόμαστε από τη δουλεία και γινόμαστε αυτεξούσιοι, και αν δεν υπακούσουμε με το θέλημά μας στον εχθρό, δεν μπορεί με άλλο τρόπο να ενεργήσει κάτι εναντίον μα ς. Διότι, αν πριν από το νόμο και την έλευση του Χριστού, χωρίς όλες αυτές τις βοήθειες, πολλοί και αμέτρητοι ευαρέστησαν στον Θεό και αποδείχθηκαν άμεμπτοι, από τους οποίους μετέφερε στον ουρανό τον δίκαιο Ενώχ40 και τον τίμησε με τη μεταφορά αυτή, και ανέβασε στον ουρανό με πύρινο άρμα τον Ηλία,41 τι θα απολογηθούμε εμείς, που μετά από τη χάρη και την τόση πολλή και μεγάλη ευεργεσία, μετά από την κατάργηση του θανάτου και της αμαρτίας, μετά από την αναγέννηση του βαπτίσματος και την προστασία των αγίων αγγέλων, αλλά και μετά από την ίδια την επισκίαση και επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος, δεν βρισκόμαστε ούτε ίσοι μ’ αυτούς που έζησαν πριν από τη χάρη, αλλά βρισκόμαστε να ραθυμούμε και να καταφρονούμε τις εντολές του Θεού και να τις παραβαίνουμε; Ότι όμως εμείς θα τιμωρηθούμε αυστηρότερα απ’ αυτούς που αμάρτησαν τον καιρό του νόμου, επειδή επιμένουμε στις αμαρτίες μας, το φανέρωσε ο άγιος Παύλος, λέγοντας: «Αν ο λόγος, που κηρύχθηκε με τους αγγέλους, αποδείχθηκε αληθινός, και κάθε παράβαση και παρακοή είχε δίκαιη ανταμοιβή, πώς θα ξεφύγουμε εμείς, αν αδιαφορήσουμε γι’ αυτήν την τόσο μεγάλη σωτηρία;»42
Ας μην κατηγορεί λοιπόν και ας μην κακολογεί τον Αδάμ, αλλά τον εαυτό του, ο καθένας από μας που πέφτουμε σε οποιαδήποτε αμαρτία, και ας δείχνει άξια μετάνοια, όπως ο Αδάμ, αν βέβαια και θέλει να επιτύχει την αιώνια ζωή, ενωμένος με τον Κύριο. Αν όμως δεν θελήσετε και δεν φροντίσετε με κάθε τρόπο, ή να φυλάξετε τους εαυτούς σας αναμάρτητους με την τήρηση όλων των εντολών, ή, όταν αμαρτάνετε σε κάτι, να μετανοείτε ως το θάνατο και να κλαίτε πικρά ο καθένας την αμαρτία του, αλλά επιμένετε στη σκληρότητα και στην αμετανόητη γνώμη σας, ο Κύριος λέει τα εξής: «Θα τρέμει ολόκληρη η γη γι’ αυτούς, που μετά από τα τόσα πολλά και τόσο μεγάλα θαύματα, μετά από τη φανέρωσή μου στον κόσμο, μετά από την τόση πολλή διδασκαλία μου, που άπλωσα στον κόσμο, αναβάλλουν ακόμη και δυσπιστούν και απειθούν στα λόγια μου˙ και θα διαρραγεί η γη σε πολλά κομμάτια, επειδή δεν ανέχεται να έχει επάνω της τους αχάριστους και σκληροτράχηλους και ανυπάκουους, και θα δουν αυτοί την πτώση τους να πλησιάζει μπροστά στα πόδια τους και θα τρομάξουν. Διότι, όταν η γη θα τρέμει, όταν ο ουρανός θα ταράζεται και θα τυλίγεται με πάταγο43 σαν βιβλίο,44 θα φοβηθούν από εκείνα τα φοβερά συμβάντα οι άκαμπτες και σκληρές καρδιές τους, όπως η καρδιά του λαγού την ώρα της σφαγής. Και θα σκοτεινιάσει το φως,45 θα πέσουν τα άστρα46, ο ήλιος και η σελήνη θα σβήσουν47 γι’ αυτούς, και από τις σχισμές της γης θα ανεβεί φωτιά, που θα χύνεται, όπως χύνονται τα πελάγη των θαλασσών. Και όπως στον καιρό του κατακλυσμού άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού,48 και κατέβηκε το νερό, και σκέπασε σε λίγο τους λαούς, έτσι και τότε θα ανοιχθεί η γη από τα θεμέλιά της, και θα αναπηδήσει η φωτιά, όχι λίγο λίγο, αλλά απότομα, και θα σκεπάσει όλη τη γη, και θα γίνει ολόκληρη ένας πύρινος ποταμός».49
Τί θα κάνουν λοιπόν τότε αυτοί που λένε: «Μακάρι να με άφηναν εδώ, και εγώ θα δεν θα ήθελα τη βασιλεία των ουρανών»; Τί θα γίνουν αυτοί που τώρα γελούν και μιλούν, λέγοντας έτσι: «Τί λοιπόν, μας προστάζεις να κλαίμε κάθε μέρα;» Αυτοί πάλι που ασχολούνται με τις αντιλογίες και τους γογγυσμούς, και με τα χειρότερα απ’ αυτά, τι θα απολογηθούν τότε; Μήπως θα πουν ότι «Δεν ακούσαμε»; Μήπως θα πουν ότι «Κανείς δεν μας συμβούλεψε»; Μήπως θα πουν ότι «Δεν γνωρίσαμε το όνομά σου, δεν γνωρίσαμε την εξουσία σου, την ισχύ σου, τη δύναμή σου, εσένα του Δεσπότη;»
«Πόσα δηλαδή δεν σας προείπα, άθλιοι», θα πει δικαιολογημένα σ’ εμάς ο Δεσπότης, «και πόσα δεν σας παρήγγειλα με τους προφήτες, με τους αποστόλους, με όλους μαζί τους δούλους μου, αλλά και με το ίδιο το στόμα μου; δεν ακούγατε τα Ευαγγέλιά μου, που έλεγαν ¨Μετανοείτε¨;50 Δεν ακούγατε που έλεγαν˙ ¨Μακάριοι είναι αυτοί, που τώρα κλαίνε, διότι θα γελάσουν¨;51 Δεν ακούγατε, που εγώ φώναζα˙ ¨Μακάριοι είναι αυτοί που πενθούν¨;52 Αλλά εσείς γελούσατε, χαχανίζοντας, συζητώντας μεταξύ σας και παρατείνοντας τις αργολογίες σας, προσκαλώντας ο ένας τον άλλον σε γεύματα και υπηρετώντας τη γαστριμαργία σας. Όταν εγώ έλεγα˙ ¨Πόσο στενή είναι η θύρα και πόσο γεμάτος θλίψεις είναι ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή¨,53 και ότι ¨η βασιλεία των ουρανών χρειάζεται αγώνα και ότι την αρπάζουν οι αγωνιστές¨,54 δεν ξαπλώνατε εσείς επάνω σε μαλακά στρώματα και δεν επιζητούσατε με κάθε τρόπο την άνεση; Όταν εγώ έλεγα˙ ¨Αυτός που θέλει να είναι πρώτος, ας είναι τελευταίος από όλους, αλλά και δούλος όλων και υπηρέτης όλων¨,55 εσείς δεν προτιμήσατε τις πρώτες θέσεις και τα πρώτα καθίσματα, τις αρχές δηλαδή και τις εξουσίες και τα τιμητικά διακονήματα και τα μεγάλα αξιώματα, και δεν αρνηθήκατε να υποταχθείτε ή να υπηρετήσετε με ταπείνωση ψυχής τον άσημο και τον φτωχό και τον περιφρονημένο; Όταν εγώ έλεγα˙ ¨Όσα θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, να κάνετε και εσείς σ’ αυτούς το ίδιο¨,56 εσείς δεν ικανοποιήσατε μόνο τις δικές σας ανάγκες και τα θελήματά σας και τις επιθυμίες σας, πλουτίζοντας, αρπάζοντας, αδικώντας, και δεν υπηρετήσατε μόνο τους εαυτούς σας; όταν εγώ έλεγα˙ ¨Αν κάποιος σε ραπίσει στο δεξί μάγουλο, στρέψε σ’ αυτόν και το αριστερό¨,57 άλλοι γελούσατε και άλλοι δεν ανεχόσαστε ούτε να ακούσετε αυτό, αλλά λέγατε ότι άσκοπα και άδικα το πρόσταξα αυτό; Και όταν εγώ έλεγα˙ ¨Αν κάποιος σε αγγαρέψει για ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο μίλια¨,58 όχι μόνο κανείς δεν το έκανε αυτό, αλλά οι περισσότεροι δεν αγγαρέψατε και τους αδελφούς; Όταν εγώ έλεγα˙ ¨Είστε μακάριοι, όταν σας χλευάσουν και σας καταδιώξουν και πουν κάθε κακό λόγο εναντίον σας, λέγοντας ψέματα, εξαιτίας μου¨,59 εσείς δεν δυσανασχετούσατε, επειδή δεν θέλατε ούτε να ακούσετε σκληρό λόγο, όχι μόνο από τους ομοίους σας, αλλά ούτε και από τους ανωτέρους σας; Όταν εγώ έλεγα˙ ¨Να χαίρεστε και να νιώθετε αγαλλίαση60 για τους διωγμούς και τις θλίψεις¨, εσείς δεν αγαπήσατε περισσότερο τους επαίνους και την τιμή και τη δόξα, ενώ σε αυτά δεν απελπιζόσαστε και για την ίδια σας τη ζωή; Όταν εγώ μακάριζα τους φτωχούς,61 εσείς ποτέ δεν ποθήσατε, από την ψυχή σας, να γίνεται φτωχοί; Όταν εγώ έλεγα ότι οι πράοι θα κληρονομήσουν62 τη βασιλεία των ουρανών, εσείς δεν φερόσαστε σαν άγρια θηρία σ’ αυτούς που δεν έκαναν γρήγορα τα θελήματά σας; Όταν πάλι τους βλέπατε αυτούς να παραβαίνουν τις εντολές μου, δεν γινόσαστε ευαίσθητοι και συγκαταβατικοί, και λέγατε˙ ¨Συγχώρησε, είπε ο Κύριος, μην οργίζεσαι εναντίον κάποιου;¨ Όταν έλεγα˙ ¨Να προσεύχεσθε γι’ αυτούς που σας βλάπτουν, να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν,¨63 δεν λέγατε εσείς˙ ¨Αυτό είναι έργο των αποστόλων, αυτό είναι έργο των μεγάλων αγίων! Επειδή, ποιος άλλος μπορεί να το κα΄νει αυτό;¨ Άθλιοι, γιατί δεν γινόσαστε και εσείς άγιοι; Δεν ακούγατε που έλεγα˙ ¨Να γίνετε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος;¨64 Αλλά εσείς παραμείνατε μέσα στην ακαθαρσία των μολυσμών και των ανομιών σας».

Υποσημειώσεις.
1. Ματθ. 4, 17
2. Α’ Κορ. 6, 18
3. Β’ Κορ. 5, 10
4. Ματθ. 25, 1- 13
5. Εβρ. 12, 14
6. Φιλιπ. 3, 12
7. Πρβ. Ψαλμ. 94, 6
8. Πρβ. Ψαλμ. 94, 2
9. Πρβ. Ψαλμ. 94, 6-7
10. Πρβ. Ψαλμ. 99, 3
11. Ιωήλ 2, 13 (το ξέσχισμα των ενδυμάτων, ως εκδήλωση ιερής αγανάκτησης).
12. Πρβ. Ματθ. 25, 41
13. Πρβ. Α’ Τιμ. 6, 7
14. Πρβ. Ψαλμ. 48, 8-9
15. Ρωμ. 11, 35
16. Ματθ. 5, 17
17. Τα λεγόμενα εδώ δεν περιέρχονται στις δύο σχετικές ομιλίες του Χρυσοστόμου («Εις την επιγραφήν του ν’ ψαλμού» και «Εις τα υπόλοιπα του ν’ ψαλμού», P.G. 55, 565- 588). Ίσως ο άγιος Συμεών να είχε υπόψη του κάποιο κείμενο που δεν σώζεται. Ωστόσο κάποια παραπλήσια ο ιερός Χρυσόστομος λέει στην ομιλία του «Προς Ιουδαίους και Έλληνας και αιρετικούς» P. G. 48, 1076
18. Πρβ. Α’ Κορ. 7, 31
19. Πρβ. Γέν. 1, 26 και 28
20. Γέν. 3, 9
21. Γέν. 3, 10
22. Γέν. 3, 11
23. Γέν. 3, 11
24. Πρβ. Ησ’. 48, 4
25. Γέν. 2, 17˙ 3, 11.
26. Γέν. 3, 12
27. Γέν. 3, 18-19
28. Πρβ. Ιερ. 2, 19
29. Γεν. 3, 13
30. Γέν. 3, 13
31. Πρβ. Ιω. 21, 25
32. Πρβ. Μάρκ. 16, 19
33. Ιησ’ Ναυή 1, 5. Εβρ. 13, 5
34. Ρωμ. 8, 17
35. Πρβ. Εβρ. 2, 9
36. Πρβ. Εβρ. 4, 15
37. Πρβ. Ιω. 15, 10-5, 18 (Ο Θεός και Πατήρ, Θεός του Χριστού κατά την ανθρώπινη φύση του, Πατέρας κατά την θεία φύση)
38. Πρβ. Φιλιπ. 2, 7
39. Γαλ. 3, 13. Δευτ. 21, 23
40. Πρβ. Γέν. 5, 24
41. Πρβ. Δ’ Βασ’. 2, 11
42. Εβρ. 2, 2-3
43. Β’ Πέτρ. 3, 10
44. Ησ’. 34, 4. Αποκ. 6, 14
45. Αμώς 8, 9
46. Ησ’. 34, 4. Ματθ. 24, 29. Μάρκ. 13, 25. Αποκ. 6, 13
47. Ματθ. 24, 29. Μάρκ. 13, 24
48. Γέν. 7, 11
49. Δαν. 7, 10
50. Ματθ. 3, 2. 4, 17. Μάρκ. 1, 15
51. Λουκ. 6, 21
52. Ματθ. 5, 4
53. Ματθ. 7, 14
54. Ματθ. 11, 12
55. Μάρκ. 9, 35. 10, 44
56. Ματθ. 7, 12. Λουκ. 6, 31
57. Ματθ. 5, 39
58. Ματθ. 5, 41
59. Ματθ. 5, 11
60. Ματθ. 5, 12
61. Πρβ. Λουκ. 6, 20
62. Πρβ. Ματθ. 5, 5
63. Ματθ. 5, 44
64. Α’ Πέτρ. 1, 16

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.