Για τις άγιες νηστείες – Αββά Δωροθέου.

Με τον Μωσαϊκό νόμο πρόσταξε ο Θεός τους Ισραηλίτες να ξεχωρίζουν κάθε χρόνο το ένα δέκατο από όσα θα αποκτούν (Αριθμ. 18) και να τα αφιερώνουν στον Θεό. Και κάνοντας αυτό, να παίρνουν ευλογία για όλα τους τα έργα. Έχοντας υπόψη τους αυτό οι άγιοι Απόστολοι, σκέφθηκαν και αποφάσισαν, για να βοηθήσουν και να ευεργετήσουν τις ψυχές μας, να μας παραδώσουν κάτι ακόμα υψηλότερο και τελειότερο. Δηλαδή να αφιερώνουμε στον Θεό το ένα δέκατο των ημερών της ζωής μας, για να ευλογούνται έτσι τα έργα μας και να παίρνουμε συγχώρεση κάθε χρόνο για τις αμαρτίες ολόκληρου του χρόνου. Λογάριασαν λοιπόν και χαρακτήρισαν ως άγιες από τις τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες του χρόνου, αυτές τις επτά εβδομάδες των νηστειών. Και έτσι ξεχώρισαν επτά εβδομάδες. Αλλά, με την πάροδο του χρόνου, συμφώνησαν να προστεθεί σ’ αυτές και άλλη μια εβδομάδα. Αυτό έγινε, και για να προγυμνάζονται και να προετοιμάζονται όσοι πρόκειται να μπουν στο κοπιαστικό στάδιο των νηστειών, αλλά και για να τιμήσουν τον αριθμό των ημερών της αγίας Τεσσαρακοστής που νήστευσε ο Κύριός μας. Γιατί ,αν αφαιρέσουμε τα Σάββατα και τις Κυριακές, οι οκτώ εβδομάδες γίνονται σαράντα ημέρες,1 τιμώντας ξεχωριστά τη νηστεία του Μεγάλου Σαββάτου, επειδή είναι πολύ ιερή και η μόνη ημέρα νηστείας ανάμεσα σ’ όλα τα Σάββατα του χρόνου. Οι δε επτά εβδομάδες, χωρίς τα Σάββατα και τις Κυριακές, γίνονται τριάντα πέντε ημέρες. Αν προστεθεί λοιπόν και η νηστεία του Μεγάλου Σαββάτου και η μισή νύκτα της Λαμπρής, γίνονται τριάντα έξι και μισή ημέρες, που είναι ακριβώς το ένα δέκατο από τις τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες του χρόνου. Γιατί το ένα δέκατο του τριακόσια είναι το τριάντα, του εξήντα το έξι και του πέντε το μισό. Συμπληρώνονται λοιπόν τριάντα έξι και μισή ημέρες, όπως είπαμε. Αυτή είναι η «δεκάτη», όπως θα έλεγε κανείς, όλου του χρόνου, που μας καθιέρωσαν οι άγιοι Απόστολοι, για να γίνει αφορμή να καθαριστούμε, όπως είπαν, από τις αμαρτίες, που κάναμε ολόκληρο το χρόνο και για να οδηγηθούμε στη μετάνοια.
Μακάριος λοιπόν, αδελφοί μου, είναι όποιος φυλάει με επιμέλεια τον εαυτό του αυτές τις άγιες ημέρες. Γιατί και αν, ως άνθρωπος, έτυχε να πέσει στην αμαρτία, είτε από αδυναμία είτε από αμέλεια, όμως έδωσε ο Θεός τις άγιες αυτές ημέρες, ώστε, αν αγωνιστεί με πνευματική αγρύπνια και ταπεινοφροσύνη και φροντίσει τον εαυτό του και μετανοήσει, να καθαριστεί από τις αμαρτίες ολόκληρου του χρόνου. Έτσι λοιπόν αναπαύεται από το βάρος της αμαρτίας και προσέρχεται με καθαρή ψυχή την αγία ημέρα της Αναστάσεως και μεταλαμβάνει τα άγια μυστήρια, χωρίς να προκαλεί την κατάκριση του Θεού. Γιατί έγινε νέος άνθρωπος, με τη μετάνοια των αγίων τούτων νηστειών, και ζει με χαρά και πνευματική ευφροσύνη, γιορτάζοντας, με τη Χάρη του Θεού, και όλη την περίοδο έως την Κυριακή της Πεντηκοστής. Γιατί Πεντηκοστή είναι, όπως λέει, «ανάσταση ψυχής». Γι’ αυτό έχουμε και το συμβολικό έθιμο, προς τιμή της Αναστάσεως, να μη γονατίζουμε στην εκκλησία μέχρι την Κυριακή της Πεντηκοστής.
Καθένας λοιπόν, που θέλει να καθαριστεί από τις αμαρτίες όλου του χρόνου με τη νηστεία αυτών των ημερών, πρέπει πρώτα – πρώτα να προσέχει τι θα τρώει, γιατί δεν είναι το ίδιο όλες οι τροφές. Επειδή το να τρώει κανείς αδιάκριτα κάθε τροφή, όπως λένε οι Πατέρες,2 προξενεί πολλά κακά. Παρόμοια, στη συνέχεια, πρέπει να φυλάει τον εαυτό του να μην καταλύει τη νηστεία χωρίς μεγάλη ανάγκη, να μην επιζητεί νόστιμα φαγητά, να μη βαραίνει το στομάχι του με πολλά φαγητά και ποτά. Γιατί είναι δύο είδη γαστριμαργίας. Πολλές φορές πολεμείται κανείς από τη νοστιμιά και δεν θέλει πάντα να τρώει πολλά φαγητά, αλλά θέλει τα νόστιμα. Και όταν αυτός τρώει φαγητό που του αρέσει, τόσο πολύ νικιέται από την ηδονή της νοστιμάδας, ώστε το κρατάει πολλή ώρα στο στόμα του, μασώντας το αρκετά και δεν αποφασίζει εύκολα να το καταπιεί, για να διατηρήσει την ηδονή που αισθάνεται. Τότε λέμε ότι αυτός έχει λαιμαργία. Άλλους δεν τους απασχολεί η ποιότητα, αλλά η ποσότητα της τροφής. Δεν θέλουν δηλαδή καλά φαγητά, ούτε ενδιαφέρονται για τη νοστιμιά. Αλλά, είτε καλά είναι είτε άσχημα, δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο, παρά μόνο για να τρώνε, οτιδήποτε και αν είναι αυτό που τρώνε, γιατί τους απασχολεί μόνο να γεμίσουν το στομάχι τους. Τότε λέμε ότι αυτοί έχουν γαστριμαργία. Και σας εξηγώ αυτούς τους δύο χαρακτηρισμούς «λαιμαργία»3 και «γαστριμαργία»4 . «Μαργαίνω στην κοσμική παιδεία σημαίνει χάνω την αυτοκυριαρχία μου και τη λογική μου, δηλαδή γίνομαι μανιακός σε κάποιο πάθος. Και «μάργος» λέγεται αυτός που τον έχει κυριεύσει κάποιο πάθος. Όταν λοιπόν παρατηρείται η ακατάσχετος και νοσηρή εκείνη επιθυμία του να θέλει κανείς να γεμίζει συνεχώς την κοιλιά του, τότε λέμε ότι έχουμε το φαινόμενο της γαστριμαργίας, από το «μαργαίνω την γαστέρα», που σημαίνει έχω τη μανία να γεμίζω το στομάχι μου (η κοιλιά μου με κάνει τρελλό). Όταν όμως συμβαίνει να έχουμε τη νοσηρή και ακατάσχετη επιθυμία να αισθανόμαστε διαρκώς την ευχαρίστηση στο λαιμό, τότε έχουμε το φαινόμενο της λαιμαργίας, από το «μαργαίνω το λαιμό», που σημαίνει έχω τη μανία της ηδονής του λαιμού.
Αυτά λοιπόν πρέπει να τα αποφεύγει με άγρυπνη φροντίδα, όποιος θέλει αν καθαριστεί από τις αμαρτίες του. Γιατί αυτά δεν ανταποκρίνονται σε ανάγκη του σώματος, αλλά προέρχονται από τα πάθη. Και αν κανείς τα ανεχθεί, εξελίσσονται σε αμαρτία. Είναι όπως ακριβώς ο νόμιμος γάμος και η πορνεία, γιατί η μεν πράξη είναι η ίδια, εκείνο όμως που τα κάνει να διαφέρουν είναι ο σκοπός. Ο μεν ένας συνάπτει σχέσεις για να κάνει παιδιά, ο δε άλλος για να ικανοποιήσει τη φιληδονία του. Το ίδιο συμβαίνει και με το φαγητό, γιατί την ίδια δουλειά κάνουμε και όταν τρώμε από ανάγκη και όταν τρώμε από ηδονή. Ο σκοπός είναι εκείνος που συνιστά την αμαρτία. Τρώει κανείς ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού του, όταν καθορίζει ο ίδιος πόσο θα τρώει κάθε μέρα. Παρακολουθεί δηλαδή αν του ήταν πολύ αυτό που όρισε να φάει ή πρέπει να αφαιρέσει λίγο, και αφαιρεί˙ ή αν δεν του ήταν αρκετό και εξαντλήθηκε και πρέπει να προσθέσει λίγο ακόμα, τότε προσθέτει. Έτσι σταθμίζει κανείς καλά τις ανάγκες του οργανισμού του και εφαρμόζει αυτό ακριβώς που καθόρισε, όχι για να ευχαριστηθεί από το φαγητό, αλλά για να δυναμώσει το σώμα του. Διότι και αυτό ακόμα που τρώει κανείς, οφείλει να το τρώει με προσευχή και να κατακρίνει τον εαυτό του με το λογισμό του, ότι είναι ανάξιος να δέχεται οποιαδήποτε παρηγοριά. Δεν πρέπει δε να προσέχει αν κάποιος άλλος τρώει κάτι ιδιαίτερο – επειδή φυσικά είναι απαραίτητο ή επειδή υπάρχει κάποια ανάγκη – ώστε και αυτός ο ίδιος στη συνέχεια να θέλει και να ζητά κάτι περισσότερο. Ούτε να νομίζει ότι αυτό το περισσότερο που θα ζητήσει δεν πρόκειται να τον βλάψει.
Κάποτε που βρισκόμουν στο Κοινόβιο, πήγα να επισκεφθώ ένα γέροντα – υπήρχαν εκεί πολλοί μεγάλοι γέροντες – και βρίσκω εκεί τον αδελφό που τον υπηρετούσε να τρώει με τον γέροντα. Και του λέω ιδιαίτερα: «Ξέρεις, αδελφέ μου, ότι αυτοί οι γέροντες, που τους βλέπεις να τρώνε και να έχουν κάποια καλύτερη περιποίηση, μοιάζουν μ’ εκείνους τους ανθρώπους που, ενώ απόκτησαν πουγγί, συνέχισαν να εργάζονται, προσθέτοντας χρήματα στο πουγγί εκείνο μέχρι που το γέμισαν; Και αφού το σφράγισαν, εργάστηκαν πάλι και συγκέντρωσαν άλλα χίλια νομίσματα, για να έχουν και να τα χρησιμοποιούν σε καιρό ανάγκης, ώστε να φυλάξουν εκείνα που έχουν στο πουγγί. Έτσι και αυτοί οι γέροντες εργάστηκαν πολύ και συγκέντρωσαν θησαυρούς. Και αφού τους σφράγισαν, εργάστηκαν και συγκέντρωσαν άλλα λίγα και τα έχουν τώρα στον καιρό της αρρώστιας και των γηρατειών τους, για να ξοδεύουν απ’ αυτά, ενώ τα υπόλοιπα τα έχουν αποταμιευμένα. Εμείς όμως, αφού ούτε αυτό το πουγγί δεν αποκτήσαμε ακόμα, από πού ξοδεύουμε;» Γι’ αυτό, όπως είπα, οφείλουμε, και αν ακόμα τρώμε μόνο για την ανάγκη του σώματος, να κατακρίνουμε τους εαυτούς μας, ότι είμαστε ανάξιοι για κάθε είδους περιποίηση, ακόμα και γι’ αυτή την ικανοποίηση των αναγκών που επιτρέπει ο μοναχικός κανόνας. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τρώμε άφοβα και απρόσεχτα. Μόνο έτσι δεν θα κατακριθούμε.
Και αυτά μεν σχετικά με την εγκράτεια στα φαγητά. Έχουμε όμως ανάγκη, όχι μόνο να προσέχουμε τη διατροφή μας, αλλά και να απομακρυνόμαστε και από κάθε άλλη αμαρτία. Ώστε, όπως ακριβώς νηστεύουμε από τροφές, έτσι να νηστεύει και η γλώσσα μας και να είναι μακριά από την καταλαλιά, από το ψέμα, από την αργολογία, από την αποδοκιμασία του πλησίον, από την οργή και γενικά από κάθε αμαρτία που γίνεται με τη γλώσσα. Παρόμοια να νηστεύουμε με τα μάτια μας, δηλαδή να μην κοιτάζουμε μάταια πράγματα, να μη πέφτουμε στην «παρρησία» με τα μάτια, να μην κοιτάζουμε κάποιον με αναίδεια. Κατά τον ίδιο τρόπο, και τα χέρια και τα πόδια να τα εμποδίζουμε από κάθε κακό πράγμα. Και νηστεύοντας έτσι, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, νηστεία δεκτή, απέχοντας από κάθε κακία, που διαπράττεται με όλες τις αισθήσεις, ας προσερχόμαστε, κατά την αγία ημέρα της Αναστάσεως, όπως ήδη είπαμε, ανανεωμένοι, καθαροί και άξιοι να μεταλάβουμε τα άγια Μυστήρια, αφού πρώτα βγούμε, για να προϋπαντήσουμε τον Κύριό μας και να υποδεχθούμε, με βάγια και κλαδιά ελιάς, Αυτόν που μπαίνει στην αγία Πόλη καθισμένος στο γαϊδουράκι.
Τί νόημα έχει άραγε το ότι Αυτός κάθισε πάνω στο γαϊδουράκι; Αυτό έγινε για να επαναφέρει ο «Λόγος» του Θεού και να υποτάξει στη Θεότητά Του την ψυχή που ξέπεσε στην κατάσταση της «αλογίας» και ομοιώθηκε με τα άλογα ζώα, όπως λέει ο προφήτης (Ψαλμ. 48, 21). Τί όμως σημαίνει να Τον προϋπαντήσουμε με βάγια και κλαδιά ελιάς; Όταν επιτίθεται κανείς κατά του εχθρού του και γυρίζει πίσω στην πόλη νικητής, κάθε γνώριμός του τον υποδέχεται με βάγια, όπως ταιριάζει σε νικητή. Γιατί τα βάγια είναι σύμβολο της νίκης. Πάλι, όταν αδικείται κάποιος και θέλει να παρουσιαστεί μπροστά στον δικαστή, ζητώντας να εκδικάσει την υπόθεσή του, κρατάει κλαδιά ελιάς, φωνάζοντας και παρακαλώντας να ελεηθεί και να βοηθηθεί. Γιατί η ελιά είναι σύμβολο του ελέους. Γι’ αυτό και εμείς υποδεχόμαστε τον Δεσπότη μας Ιησού Χριστό με βάγια μεν, επειδή είναι νικητής – γιατί αυτός νίκησε για λογαριασμό μας τον εχθρό μας – με κλαδιά ελιάς δε, επειδή ζητάμε απ’ Αυτόν έλεος. Ώστε, όπως ακριβώς νίκησε εκείνος, έτσι και εμείς ζητάμε τη βοήθειά Του, για να νικήσουμε και να κρατήσουμε τα σύμβολα της νίκης Του. Αυτά τα σύμβολα που εκπροσωπούν, όχι μόνο τη νίκη που Εκείνος κέρδισε για χάρη μας, αλλά και αυτή που κερδίσαμε και εμείς με τη βοήθειά Του και τις ευχές όλων των Αγίων. Αμήν.

Περί των αγίων νηστειών

Εν τω νόμω προσέταξεν ο Θεός τοις υιοίς Ισραήλ ίνα καθ’ έκαστον ενιαυτόν αποδεκατώσι πάντα όσα αν κτήσωνται˙ και ούτως ποιούντες ευλογούντο εν πάσι τοις έργοις αυτών. Τούτο ειδότες οι άγιοι απόστολοι εβουλεύσαντο προς βοήθειαν και ευεργεσίαν των ψυχών ημών, και τούτο μειζόνως και υψηλοτέρως ημίν παραδούναι αυτάς τας ημέρας της ζωής ημών αποδεκατώσαι και οιονεί αφιερώσαι τω Θεώ, ίνα ούτως και ευλογώμεθα εν τοις έργοις ημών και εξιλεώμεθα καθ’ έκαστον έτος τας αμαρτίας όλου του ενιαυτού. Και ψηφίσαντες ηγίασαν ημίν από των τριακοσίων εξήκοντα πέντε ημερών του ενιαυτού ταύτας τας επτά εβδομάδας των νηστειών˙ ούτω γαρ αφώρισαν επτά εβδομάδας. Αλλά οι Πατέρες τω χρόνω συνείδον προστεθήναι αυταίς και άλλην μίαν εβδομάδα, άμα μεν δια το προγυμνάζεσθαι και οίον προομαλίζεσθαι τους μέλλοντας εισελθείν εις τον κόπον των νηστειών, άμα δε και τιμώντες τας νηστείας τω αριθμώ της αγίας Τεσσαρακοστής ην ενήστευσεν ο Κύριος ημών. Αι γαρ οκτώ εβδομάδες, υφαιρουμένων των Σαββάτων και των Κυριακών, τεσσαράκοντα ημέραι γίνονται, τιμωμένης καθ’ εαυτής της νηστείας του αγίου Σαββάτου, δια το είναι αυτήν ιερωτάτην και μόνην νηστείαν από πάντων των Σαββάτων του ενιαυτού. Αι δε επτά εβδομάδες χωρίς των Σαββάτων και των Κυριακών γίνονται τριάκοντα πέντε ημέραι˙ λοιπόν προστιθεμένης της νηστείας του αγίου Σαββάτου και του ημίσεως της λαμπράς και φωτοποιού νυκτός, γίνονται τριάκοντα εξ ήμισυ ημέραι, όπερ εστί το δέκατον των τριακοσίων εξήκοντα πέντε ημερών του ενιαυτού μετά πολλής ακριβείας. Των γαρ τριακοσίων το δέκατον εστί τριάκοντα, και των εξήκοντα το δέκατον έξ, και των πέντε το δέκατον ήμισυ. Ιδού τριάκοντα έξ ήμισυ ημέραι, καθώς είπομεν˙ αύτη εστίν η δεκατία, ως αν είπη τις, παντός του ενιαυτού, ην ηγίασαν ημίν εις μετάνοιαν οι άγιοι απόστολοι, καθάρσιον ούσαν των αμαρτιών, ως είπον, παντός του ενιαυτού.
Όστις ουν φυλάττει εαυτόν καλώς και ως δει εν ταις αγίαις ημέραις ταύταις, μακάριός εστίν, αδελφοί˙ και γαρ έτυχεν αυτόν, ως άνθρωπον, αμαρτήσαι είτε εξ ασθενείας είτε εξ αμελείας, άλλ’ ιδού έδωκεν ο Θεός τας αγίας ημέρας ταύτας, ίνα ει σπουδάσει τις μετά νήψεως και ταπεινοφροσύνης φροντίσαι εαυτού και μετανοήσαι εν αυταίς, καθαρθή από των αμαρτιών όλου του ενιαυτού, και λοιπόν αναπαύεται η ψυχή αυτού από του βάρους, και ούτως καθαρώς προσέρχεται τη αγία ημέρα της αναστάσεως και μεταλαμβάνει ακατακρίτως των αγίων μυστηρίων νέος άνθρωπος γενόμενος δια της μετανοίας των αγίων νηστειών τούτων, και μένει μετά χαράς και ευφροσύνης πνευματικής, εορτάζων συν Θεώ πάσαν την αγίαν Πεντηκοστήν. Πεντηκοστή γαρ εστίν ανάστασις ψυχής, ως λέγει˙ τούτου γαρ και σύμβολόν εστί το μη κλίνειν ημάς γόνυ εν τη εκκλησία πάσαν την αγίαν Πεντηκοστήν.
Έκαστος ουν θέλων καθαρισθήναι από των αμαρτιών όλου του ενιαυτού δια των ημερών τούτων, θέλει πρώτον μεν φυλάττειν εαυτόν από αδιαφορίας βρωμάτων. Η γαρ αδιαφορία των βρωμάτων, καθές λέγουσιν οι Πατέρες, γεννά τω ανθρώπω παν κακόν. Είτα θέλει ομοίως φυλάττειν το μη καταλύειν την νηστείαν χωρίς μεγάλης ανάγκης, το μη επιζητείν τα ηδέα βρώματα, το μη καταβαρείν εαυτόν τη πλησμονή των βρωμάτων ή πομάτων. Δύο γαρ εισί διαφοραί της γαστριμαργίας. Εστίν ότε πολεμείταί τις εις την ηδύτητα, και ουκ αεί θέλει πολλά φαγείν, αλλά θέλει τα ηδέα. Και συμβαίνει ότι εσθίει ο τοιούτος βρώμα αρέσκον αυτώ και τοσούτον ηττάται τη ηδονή αυτού, ότι μένει κρατών το βρώμα εκείνο εις το στόμα αυτού και μασσώμενος αυτό επί ικανόν και μη ευψυχών καταπιείν αυτό δια την ηδονήν. Αύτη λέγεται λαιμαργία. Άλλος πολεμείται εις την πλησμονήν, και ου θέλει τα καλά βρώματα, ουδέ μέλει αυτώ περί ηδύτητος, αλλά καν καλά εισί, καν κακά, ου θέλει ει μη μόνον φαγείν, και ει τι δήποτε εάν ώσιν, ου μέλει αυτώ ει μη μόνον του γεμίσαι την γαστέρα αυτού. Αύτη λέγεται γαστριμαργία. Και λέγω υμίν την αιτίαν των ονομάτων τούτων. Μαργαίνειν λέγεται παρά τοις έξω το μαίνεσθαι, και μάργος λέγεται ο μαινόμενος. Όταν μεν ουν γίνηται η νόσος εκείνη και η μανία τινί περί το πληρούσθαι την γαστέρα, τότε λέγεται γαστριμαργία παρά το μαργαίνειν, ο έστι μαίνεσθαι, την γαστέρα. Όταν δε γένηται περί μόνην την ηδονήν του λαιμού, καλείται λαιμαργία παρά το μαργαίνειν τον λαιμόν.
Ταύτα ουν χρη φεύγειν μετά πάσης νήψεως τον θέλοντα καθαρθήναι εκ των αμαρτιών εαυτού. Ουκ εισί γαρ κατά χρείαν του σώματος, αλλά κατά πάθος και εάν ανάσχηται αυτών, γίνονται αυτώ εις αμαρτίαν. Ώσπερ εστί το νομίμως βιώσαι και το πορνεύσαι, ότι η μεν πράξις η αυτή, ο δε σκοπός εστίν ο ποιών την διαφοράν του πράγματος˙ ο μεν γαρ δια παιδοποιίαν συμίγνυται, ο δε δια το πληρώσαι ιδίαν φιληδονίαν˙ ούτως εστίν ευρείν και επί της βρώσεως, ότι εν πράγμά ετί το φαγείν κατά χρείαν και το φαγείν δια την ηδονήν˙ ο δε σκοπός εστίν ο ποιών την αμαρτίαν. Το δε κατά χρείαν φαγείν εστίν, όταν ορίζη τις εαυτώ πόσον λαβείν της ημέρας και βλέπει ει εβάρησεν αυτόν εκείνο ο ώρισε, και χρήζει επάραι μικρόν εξ αυτού, και επαίρει, ή ουκ εβάρησεν αυτόν, ουκ εστάθη δε επ’ αυτώ το σώμα αυτού, και χρήζει προσθείναι άλλο μικρόν, και προστιθεί μικρόν, και ούτως δοκιμάζει καλώς την χρείαν αυτού και στοιχεί λοιπόν τω ωρισμένω, ου δια την ηδονήν, αλλά σκοπώ του στήσαι την δύοναμιν του σώματος αυτού. Και αυτό δε ο λαμβάνει τις, οφείλει μετά ευχής λαμβάνειν και κατακρίνειν εαυτόν εν τω λογισμώ ως ανάξιον όντα οίας δήποτε παρακλήσεως, και μη προσέχειν εάν τινές κατά τινά, ως εικός, χρείαν ή κατά ανάγκην θεραπεύωνται, ίνα μη και αυτός ζητή ανάπαυσιν ή νομίζη ότι ελαφρόν εστί τη ψυχή το αναπαύεσθαι.
Ποτέ όντος μου εν τω κοινοβίω, απήλθον επισκέψασθαι ένα των γερόντων – ήσαν γαρ εκεί πολλοί μεγάλοι γέροντες – και ευρίσκω τον υπηρετούντα αυτώ αδελφόν τρώγοντα μετ’ αυτού, και λέγω αυτώ κατ’ ιδίαν˙ Οίδας, αδελφέ, ούτοι οι γέροντες ους βλέπεις τρώγοντας και φησίν έχοντας μικράν θεραπείαν, όμοιοί εισίν ανθρώποις οίτινες κτησάμενοι βαλάντιον, έμειναν εργαζόμενοι και βάλλοντες εις το βαλάντιον εκείνο, ως ου εγέμισαν αυτό, και μετά το σφραγίσαι αυτό πάλιν ειργάσαντο και συνήξαν εαυτοίς προς άλλα χίλια νομίσματα, ίνα εν καιρώ ανάγκης εύρωσι πόθεν εκβαλείν και φυλάξωσι τα εν του Κυρίου ημών και δεξάμενοι αυτόν μετά βαΐων και κλάδων ελαιών καθήμενον επί πώλω και εισερχόμενον εις την αγίαν πόλιν.
Τί θέλει είναι το καθίσαι αυτόν επί πώλω; Επί πώλω εκάθισεν, ίνα την αλογωθείσαν, ως λέγει ο προφήτης, ψυχήν και ομοιωθείσαν τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις επιστρέψη ο Λόγος του Θεού και υποτάξη αυτήν τη εαυτού θεότητι. Τί δε εστί το απαντήσαι αυτώ μετά βαΐων, ως νικητή˙ νίκης γαρ σύμβολόν εστί το βάϊον. Πάλιν όταν τις εκδίκησιν αυτού, κλάδους ελαιών βαστάζει, βοών και αυτών ελεηθήναι και τυχείν βοηθείας˙ αι ελαίαι γαρ σύμβολόν εισί του ελέους. Δια τούτο και ημείς απαντώμεν τω Δεσπότη ημών Χριστώ μετά βαΐων μεν ως νικητή˙ αυτός γαρ ενίκησε τον εχθρόν υπέρ ημών˙ μετά κλάδων δε ελαιών, αιτούντες παρ’ αυτού έλεος, ίνα ώσπερ αυτός ενίκησεν υπέρ ημών, ούτως και ημείς νικήσωμεν δι’ αυτού αιτούντες και ευρεθώμεν βαστάζοντες αυτού τα νικητήρια, ου μόνον υπέρ της νίκης ης ενίκησεν υπέρ ημών, αλλά και ης ενικήσαμεν και ημείς δι’ αυτού ευχαίς πάντων αγίων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. «Τεσσαράκοντα εισήλθομεν εις το στάδιον, οι τεσσαράκοντα στεφανωθείημεν, Δέσποτα. Μη λείψη τω αριθμώ μηδέ εις. Τίμιός εστίν, ον ετίμησας τη νηστεία των τεσσαράκοντα ημερών, δι’ ου νομοθεσία εισήλθεν εις τον κόσμον. Τεσσαράκοντα ημέραις εν νηστεία Ηλίας εκζητών τον Κύριον της θέας έτυχεν» (Μ. Βασιλείου, P. G. 31, 520A).
2. «Είπεν ο Αββάς Αντώνιος˙ Λογίζομαι ότι έχει το σώμα κίνησιν φυσικήν συναναφυρείσαν αυτώ˙ άλλ’ ουκ ενεργεί, μη θελούσης της ψυχής˙ μόνον δε σημαίνει εν τω σώματι αποθή κίνησιν. Έστι δε και άλλη κίνησις, εκ του τρέφειν και θάλπειν το σώμα βρώμασι και πόμασιν˙ εξ ών η θέρμη του αίματος διεγείρει τοσώμα προς ενέργειαν» (Μ. Αντωνίου, P. G. 65, 84A).
3. «Ένα σκοπόν εγκρατείας παραδεδώκασι, το μη απατάσθαι χορτασία, κοιλίας, μηδέ εξέλκεσθαι τη του λάρυγγος ηδονή. Ουδέ γαρ η διαφορά της ποιότητος μόνον, αλλά και η ποσότης του πλήθους των βρωμάτων τα πεπυρωμένα βέλη της αμαρτίας είωθεν ανάπτειν˙ οίας γαρ δήποτε τροφής πληρουμένη γαστήρ, ασωτίας σπέρματα τίκτει» (Μ. Αθανασίου, P. G. 28, 873B)
4. Αββά Νείλου, P. G. 79, 1437C – 1440A και 79, 1465Α.
«Σάρκα μεν λέπτυνε κατά της πορνείας˙ ψυχήν δε ταπείνου κατά της υπερηφανείας».

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.