Ο Άγιος Σάββας και ο μαθητής του Ιάκωβος.

Από τον βίο του αγίου Σάββα.

Κάποτε, σε περίοδο Σαρακοστής, που ο όσιος πατέρας μας Σάββας είχε φύγει, όπως συνηθιζόταν, στην έρημο6 και έμενε εκεί, κάποιος από τους μαθητές του, ο Ιάκωβος από τα Ιεροσόλυμα, άνθρωπος αυθάδης, έκανε κάτι πολύ δυσάρεστο. Πήρε με το μέρος του και άλλους μοναχούς, όμοιους με αυτόν στην ανοησία, και ξεκίνησαν να φτιάξει δική του λαύρα στον λάκκο που λέγεται Επτάστομο, χτίζοντας κελλιά και ανεγείροντας εκκλησία και κατασκευάζοντας ό,τι άλλο χρειάζεται σε μία λαύρα. Οι αδελφοί αγανάκτησαν πάρα πολύ και δεν άφηναν να συνεχιστεί το χτίσιμο, εκείνος όμως, προσθέτοντας στην αδικία και το ψέμα, είπε ότι όλα γίνονται με την συγκατάθεση του πατέρα τους Σάββα.

Ακούγοντας αυτό οι μοναχοί, έπαψαν να τον εμποδίζουν από το χτίσιμο, συνέχισαν όμως να λυπούνται, καθώς τον έβλεπαν μπροστά στα μάτια τους να παίρνει αρκετό μέρος από τη λαύρα. Πλην όμως, πιστεύοντας ότι ο Ιάκωβος έλεγε την αλήθεια, σώπαιναν περιμένοντας την επιστροφή του πατέρα.

Μετά τη συμπλήρωση των ημερών της νηστείας γύρισε και ο άγιος Σάββας στη λαύρα. Διαπιστώνοντας με τα μάτια του όσα έγιναν, κάλεσε αμέσως τον Ιάκωβο και τον συμβούλεψε πατρικά να αφήσει τα σχέδιά του, γιατί δεν είναι σύμφωνα ούτε με το θέλημα του Θεού ούτε με τη γνώμη των αδελφών, αλλά και για εκείνον τον ίδιο είναι πολύ επικίνδυνο, πριν να παιδαγωγήσει καλά τον εαυτό του, να αναλάβει την ευθύνη άλλων ψυχών.

Έτσι λοιπόν ο άγιος πατέρας στην αρχή τον νουθετούσε πατρικά με πραότητα˙ επειδή όμως έβλεπε τον Ιάκωβο να αντιλέγει και να μην πειθαρχεί διόλου, άλλαξε λίγο τη συνηθισμένη του επιείκεια και του είπε: «Εγώ, παιδί μου, νομίζω ότι σε συμφέρει αυτό που σε συμβούλεψα. Επειδή όμως δεν πειθαρχείς, πρόσεξε μήπως μάθεις το συμφέρον σου αφού πάθεις μεγάλη ζημιά».

Με τα λόγια αυτά, έφυγε για τον πύργο της μονής, ενώ ο Ιάκωβος άρχισε αμέσως να τρέμει και στη συνέχεια τον έπιασε υψηλός πυρετός. Έπεσε τότε στο κρεβάτι και για επτά ολόκληρους μήνες βασανιζόταν και υπέφερε από αυτή την αρρώστια. Χάνοντας τότε κάθε ελπίδα για τη ζωή του, θυμήθηκε την απείθεια που έδειξε κάποτε προς τον άγιο Σάββα. Αμέσως παρακάλεσε επίμονα όσους ήταν εκεί να τον σηκώσουν όπως ήταν με το κρεβάτι και να πάνε να τον βάλουν στα ιερά πόδια του μεγάλου πατέρα, «ώστε να με συγχωρήσει», όπως είπε, «για την παρακοή μου και να μη φύγω από τη ζωή έτσι ασυγχώρητος, τουλάχιστον από αυτόν».

Έτσι έγινε, και πήγαν εκεί με το κρεβάτι τον Ιάκωβο. Τον κοίταξε τότε με πραότητα ο αληθινά πράος και συμπονετικός και του είπε: «Κατάλαβες, αδελφέ, ποιος είναι ο καρπός της αυθάδειας; Το έμαθες καλά; Διδάχτηκες ποια είναι η ανταμοιβή της απείθειας και της παρακοής;» Αυτός, ανοίγοντας με πολλή δυσκολία τα χείλη του, γιατί και αυτά είχαν πιαστεί από την αρρώστια είπε: «Συγχώρησέ με, σεβαστέ πατέρα, τώρα που φεύγω για το τελευταίο ταξίδι». «Ο Θεός, αδελφέ, να σε συγχωρήσει», απάντησε αμέσως εκείνος, και με τα λόγια αυτά του έδωσε το χέρι του˙ και από το χέρι αυτό πήρε δύναμη και – ώ του θαύματος! – σηκώθηκε.

Στη συνέχεια ο άγιος του μετέδωσε τα άχραντα μυστήρια, και μετά τη θεϊκή αυτή τροφή ακολούθησε τροφή σωματική, και έφαγε και δυνάμωσε˙ και όλοι τον είδαν πλέον θαυματουργικά θεραπευμένο και να σηκώνεται από το κρεβάτι πιο εύκολα από τους υγιείς.

Ο άγιος βέβαια του έβαλε επιτίμιο για την απείθειά του, το να μην ξαναγυρίσει πια σε εκείνες τις καινούργιες οικοδομές. Ο πατριάρχης όμως Ηλίας, όταν άκουσε για την υπόθεση, θεώρησε απαράδεκτο να τις αφήσει άλλο να υπάρχουν και αμέσως έστειλε να τις γκρεμίσουν όλες από τα θεμέλια και να τις ισοπεδώσουν.

Κατόπιν ο άγιος Σάββας, θέλοντας να τελειοποιήσει τον Ιάκωβο στην υπακοή, του ανέθεσε το διακόνημα της φιλοξενίας στη λαύρα. Κάποτε λοιπόν που μαγείρεψε κουκιά, καθώς ήταν τελείως άπειρος και ανίδεος από αυτά τα πράγματα, έκανε τόσα πολλά, περισσότερα από όσα χρειάζονταν, ώστε το περίσσευμα να φτάνει για άλλες δύο μέρες. Εκείνος όμως την άλλη μέρα, όσα κουκιά δεν χρειάζονταν, τα πέταξε σαν να ήταν σκουπίδια στο ρέμα που βρίσκεται κοντά στη λαύρα. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον μακάριο Σάββα, γιατί, όπως λέει η Γραφή,7 του σοφού τα μάτια είναι ανοιχτά. Πήγε λοιπόν αμέσως, χωρίς να το καταλάβουν, μάζεψε τα πεταμένα κουκιά, τα άπλωσε λίγο στον ήλιο και τα πήρε.

Μετά από λίγον καιρό κάλεσε για φαγητό τον Ιάκωβο μόνο του, και μαγειρεύοντας με πολλή τέχνη τα ίδια εκείνα κουκιά που αυτός είχε πετάξει πρόσφατα στον χείμαρρο, του τα παρέθεσε ως νοστιμότατο φαγητό. Καθώς έτρωγαν, ο άγιος Σάββας, δοκιμάζοντας τον Ιάκωβο, του είπε: «Συγχώρησέ με, αδελφέ˙ ίσως δεν σε ευχαρίστησα με το φαγητό όσο θα ήθελα, γιατί δεν έχω πείρα στα καρυκεύματα και τα αρτύματα». Αυτός απάντησε ότι πολύ ευχαριστήθηκε και ότι είχε πολύ καιρό να φάει τόσο νόστιμο φαγητό, οπότε ο μέγας Σάββας συνέχισε: «Να ξέρεις, παιδί μου, αυτά είναι τα κουκιά που πριν από λίγον καιρό τα πέταξες σαν άχρηστα στο ρέμα. Είναι μια ευκαιρία λοιπόν να συλλογιστείς ότι εκείνος που δεν μπορεί ούτε μια χύτρα όσπρια να κανονίσει, ώστε να γίνουν όσα χρειάζονται και να μην περισσέψουν, πως θα είναι ικανός να κάνει σωστά τη διακυβέρνηση άλλων αδελφών;» Και έφερε ως μαρτυρία τον πολύ ταιριαστό εκείνο λόγο του αποστόλου: «Εκείνος που δεν ξέρει να κυβερνήσει το ίδιο του το σπίτι, πώς θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της εκκλησίας
του Θεού;».8

Αυτά και τα παρόμοια είπε στον Ιάκωβο και έτσι τον διόρθωσε πατρικά ως προς το διακόνημά του, αλλά και έλεγξε και την προηγούμενη αυθάδειά του, ώστε να τον προφυλάξει από το να κυριευτεί ξανά από αυτό το πάθος. Και με την ευχή και την ευλογία του τον άφησε τότε να φύγει.

Μετά από καιρό ο Ιάκωβος, καθώς ησύχαζε στο κελλί του, ενοχλήθηκε φοβερά από αισχρούς σαρκικούς λογισμούς και η επιθυμία ξεσήκωσε σε αυτόν μεγάλη τρικυμία. Για αρκετόν καιρό αντιστάθηκε γενναία, έπειτα όμως, βλέποντας το πέλαγος των πειρασμών, νόμισε ότι ποτέ δεν θα πάψει η τρικυμία – αυτό βέβαια ήταν από τον διάβολο, ένα από τα τεχνάσματα και τις δολερές παγίδες του. Τυφλώθηκε λοιπόν στον νου, ξέχασε και τους ιερούς κανόνες,9 πήρε ένα μαχαίρι και έκοψε τα γεννητικά του όργανα, θεραπεύοντας πολύ κακώς το κακό με το κακό. Μην υποφέροντας όμως τον πόνο και την αιμορραγία, φώναζε τους γείτονες και ζητούσε βοήθεια.

Έτρεξαν αυτοί και, βλέποντας το κακό που έκανε μόνος του στον εαυτό του, βοηθούσαν με γιατρικά, όσο μπορούσαν, και του ανακούφιζαν τον πόνο. Αλλά το έμαθε και ο άγιος Σάββας˙ και όταν συνήλθε ο Ιάκωβος από τον πόνο, τον έδιωξε από τη λαύρα ως εχθρό του εαυτού του και κακούργο αυτόχειρα. Από αυτό ο Ιάκωβος ένιωσε σφοδρή μεταμέλεια, η οποία του μαστίγωνε δυνατά την ψυχή και τον έκανε να χύνει καυτά δάκρυα και να στενάζει πικρά από τα βάθη της καρδιάς του, και ήταν θέαμα αξιολύπητο, που έκανε όσους τον έβλεπαν να τον συμπονούν.

Σε τέτοια λοιπόν κατάσταση πήγε στον άγιο Θεοδόσιο, αναφέροντας τους φοβερούς εκείνους πολέμους της σάρκας και λέγοντας το κακό που έκανε στον εαυτό του και θρηνώντας για το διώξιμό του από τη λαύρα. Εκείνος τον καταλυπήθηκε˙ πήγε λοιπόν μαζί του στον μακάριο Σάββα και τον παρακάλεσε να συγχωρήσει τον αδελφό και να τον ξαναπάρει στη λαύρα, βάζοντάς του τα κατάλληλα επιτίμια.

Ο άγιος Σάββας τότε, υποχωρώντας στην παράκληση του φίλου του, αλλά περισσότερο λόγω της δικής του ευσπλαχνίας, δέχτηκε τον Ιάκωβο και, μαζί με άλλα επιτίμια, του είπε να μη μιλά και να μη βλέπει κανέναν, παρά μόνο αυτόν που θα τον εξυπηρετεί στις ανάγκες του. Έτσι λοιπόν βρέθηκε πάλι ο Ιάκωβος να ησυχάζει στο κελλί του και να δείχνει μεγάλη μετάνοια και να παρακαλεί επίμονα τον Θεό, ωσότου συγχωρήθηκε το αμάρτημά του. Το πώς έγινε αυτό, θα το πούμε αμέσως.

Φάνηκε κάποτε στον άγιο Σάββα κάποιος λαμπρός άντρας που ακτινοβολούσε από παντού με γλυκό φως. Στάθηκε κοντά του και του έδειχνε στα πόδια του Ιακώβου ριγμένο κάποιον νεκρό, και τον Ιάκωβο να προσεύχεται στον Θεό για τον νεκρό. Έπειτα ακούστηκε κάποια φωνή από τον ουρανό: «Ιάκωβε, εισακούστηκε η προσευχή σου˙ άγγιξε λοιπόν τον νεκρό και θα αναστηθεί». Τότε ο Ιάκωβος ακούμπησε, όπως τον πρόσταξαν, τον νεκρό και τον ανέστησε˙ και ο ολόφωτος εκείνος άντρας κοίταξε τον άγιο Σάββα, του εξήγηση σύντομα τη σημασία της οπτασίας και του είπε να βγει αμέσως από το κελλί και να καλέσει τον Ιάκωβο, ώστε από εκεί και πέρα να προσέρχεται στην ιερή σύναξη.

Ήρθε λοιπόν ο Ιάκωβος στην εκκλησία και αντάλλαξε με τους αδελφούς φίλημα στο όνομα του Χριστού. Πήγε έπειτα στον μακάριο Θεοδόσιο, τον ασπάστηκε και αυτόν στο όνομα του Χριστού, και επτά μέρες μετά την οπτασία έφυγε χαρούμενος από αυτή τη ζωή.

Υποσημειώσεις.

6. Στους πρώτους αιώνες του μοναχισμού πολλοί μοναχοί συνήθιζαν να αφήνουν τα μοναστήρια τους την Καθαρά Δευτέρα και να περνούν τη Σαρακοστή μόνοι στην έρημο, για περισσότερη άσκηση. Επέστρεφαν το Σάββατο του Λαζάρου για τον Εσπερινό της εορτής των Βαΐων.
7. Εκκλ. 2, 14
8. Α’ Τιμ. 3, 5
9. Οι ιεροί κανόνες κρίνουν πολύ αυστηρά τον αυτοευνουχισμό και επιβάλλουν στον δράστη καθαίρεση ή αφορισμό, χαρακτηρίζοντάς τον φονιά του εαυτού του και εχθρό της δημιουργίας του Θεού. Βλ. κανόνες κβ’, κγ’, και κδ’ των αγίων αποστόλων και τον η’ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: «Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.»

Τόμος 1-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
05 Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών Σάββα του ηγιασμένου (Παρακλητικός Κανών), και των συν αυτώ: Συναξάριον, Υμνολογική εκλογή.
Στιγμές συγκίνησης και κατάνυξης στην τοποθέτηση του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Σάββα σε νέα λάρνακα (video).
Από τον βίο του αγίου Σάββα.
Ο Όσιος Σάββας και τα ζώα! – Σίμωνος μοναχού του Αγιορείτου.
Το Σπήλαιο του Αγίου Σάββα στη Πελοπόννησο – Π. Κωνσταντίνος Λαμπύρης (video).
05 Δεκεμβρίου, μνήμμη και του Οσίου Νεκταρίου του Αγιορείτου: Βίος, Ακολουθία – Παύλου Μον. Λαυριώτου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.