Αββά Δωροθέου: Επιστολές Γ’, Δ’, Ε’, ΣΤ’.

Επιστολή Γ’
Στον Κελλαρίτη.

Αν θέλεις να μην πέφτεις στο θυμό και στη μνησικακία, να μην έχεις καθόλου «προσπάθεια» στα υλικά πράγματα, ούτε να βλέπεις κάθε σκεύος σαν να ήταν δικό σου, ούτε πάλι να το καταφρονείς σαν μικρό και ασήμαντο. Αλλά, αν σου ζητά κανείς κάτι, να του το δίνεις. Και αν από αφροντισιά ή από καταφρόνηση σπάσει ή χαθεί κάτι, να μη στενοχωριέσαι. Αυτό βέβαια οφείλεις να το κάνεις, όχι επειδή καταφρονείς τα σκεύη του Μοναστηριού – γιατί έχεις υποχρέωση να τα φροντίζεις με όλη σου τη δύναμη και την προσοχή – αλλά επειδή πρέπει να διατηρήσεις την ηρεμία και την αταραξία της ψυχής σου, προσφέροντας στον Θεό πάντοτε αυτό που μπορείς. Αυτό βέβαια θα το κατορθώσεις, αν δεν διαχειρίζεσαι τα πράγματα σαν να ήταν δικά σου, αλλά σαν αφιερώματα στον Θεό και πιστεύοντας πως σου έχει ανατεθεί μόνο η φροντίδα τους. Γιατί, το να μην έχει κανείς «προσπάθεια» σε κάτι, οδηγεί στο να μην το περιφρονεί. Αν όμως δεν έχεις αυτό ως σκοπό σου, να είσαι βέβαιος ότι δεν θα σταματήσεις να ταράζεις και να ταράζεσαι.

Επιστολή Γ’
Προς τον έχοντα την διακονίαν του κελλαρίου.

Ει θυμώ και μνησικακία περιπίπτειν ου θέλεις, προσπάθειαν το καθόλου μη έχε προς την ύλην, μηδέ αντιποιού σκεύους οιουδήποτε, μήτε δε πάλιν ως ελαχίστου ή μηδαμινού καταφρόνει˙ αλλά καν θέλη τις από σου, δίδου, καν δε από ασυστροφίας ή καταφρονήσεως κλασθή ή απόλυται, μη μεριμνήσης. Τούτο δε ποιείν οφείλεις, ουχ ως καταφρονών των σκευών του μοναστηρίου˙ χρεωστείς γαρ πάση δυνάμει και πάση σπουδή φροντίζειν αυτών˙ άλλ’ ως θέλων το ατάραχον και αθόρυβον εαυτού φυλάττειν, δεικνύων αεί τω Θεώ το κατά δύναμιν. Τούτο δε κατορθώσαι δυνήση, εάν μη ως ίδια διοικής τα πράγματα, άλλ’ ως τω Θεώ ανακείμενα, και μόνην τούτων πιστευθείς την φροντίδα. Το μεν γαρ μη προσπάσχειν, ως είπον, το δε μη καταφρονείν παρασκευάζει. Ει δε τούτον ουκ έχεις τον σκοπόν, θάρρει ου μη παύση ταρασσόμενος και ταράσσων.

Επιστολή Δ’
Στον ίδιο.

Ερώτηση: Αφού ο λογισμός μου απολαμβάνει αυτά τα λόγια και επιθυμώ να συμμορφωθώ μ’ αυτά, γιατί δεν είμαι έτοιμος να τα εφαρμόσω τότε που απαιτείται η εφαρμογή τους;

Απόκριση: Επειδή δεν τα μελετάς πάντοτε. Αν όμως θέλεις να τα χρησιμοποιήσεις σε κάθε περίσταση, να τα μελετάς πάντοτε και να είσαι αφοσιωμένος σ’ αυτά. Και πιστεύω ότι, με τη Χάρη του Θεού, θα προοδεύσεις. Συνταίριασε την προσευχή με τη μελέτη. Φρόντιζε τους ασθενείς. Πρώτα – πρώτα, για να αποκτήσεις απ’ αυτή τη διακονία την αρετή της «συμπάθειας», όπως πολλές φορές είπα, και έπειτα, για να σου παρουσιάσει ο Θεός κάποιον που θα φροντίσει να ανακουφίσει και σένα, όταν τύχει να αρρωστήσεις. Γιατί είπε ο Κύριος: «Με όποιο μέτρο μετράτε, μ’ αυτό και θα μετρηθείτε» (Ματθ. 7, 2). Αν φροντίσεις να κάνεις κάτι ενσυνείδητα, ανάλογα με τη δύναμή σου, πρέπει να ξέρεις και να πληροφορείς τον εαυτό σου, ότι δεν γνώρισες ακόμα την αληθινή οδό. Και οφείλεις, χωρίς ταραχή και θλίψη αλλά με χαρά, να παραδέχεσαι ότι έκανες στραβά εκείνο που νόμισες ότι το έκανες σωστά. Γιατί με την κρίση αυτών που είναι συνετότεροι από σένα ή διορθώνεται κάτι που έχει ελλείψεις ή εκείνο που έγινε καλά, γίνεται καλύτερα.

Προσπάθησε να προκόψεις, ώστε, αν σου συμβεί κάποια ή σωματική ή ψυχική θλίψη, να μπορέσεις να την υπομείνεις, χωρίς στενοχώρια, χωρίς πίεση και με υπομονή. Αν ακούσεις ότι έκανες κάτι που δεν το έχεις κάνει, να μην ταραχθείς καθόλου ούτε να αγανακτήσεις, αλλά αμέσως βάλε μετάνοια με ταπείνωση σ’ αυτόν που σου το είπε, λέγοντάς του: «Συγχώρεσέ με και προσευχήσου για μένα», και σταμάτησε μέχρι εκεί, όπως μας συμβούλευσαν οι Πατέρες. Αν όμως σε ρωτήσει αν είναι αλήθεια το πράγμα που σε παρατηρεί ή όχι, τότε βάλε με ταπείνωση μετάνοια και πες με ειλικρίνεια την υπόθεση. Και αφού το πεις, πάλι βάλε μετάνοια με ταπείνωση, λέγοντας παρομοίως: «Συγχώρεσέ με και εύχου για μένα».1

Επιστολή Δ’
Προς τον αυτόν.

Ερώτησις˙ Του λογισμού χαίροντος εν τοις λόγοις τούτοις και θέλοντος είναι ούτως, πόθεν ουχ ευρίσκομαι έτοιμος εις την ώραν του πράγματος;

Απόκρισις˙ Επειδή ου μελετάς αυτά πάντοτε. Ει δε θέλεις έχειν αυτά εν καιρώ, πάντοτε αυτά μελέτα και εν τούτοις ίσθι, και πιστεύω τω Θεώ ότι μέλλεις προκόπτειν. Την προσευχήν σύγκρινε τη μελέτη˙ τους ασθενείς θεράπευε, πρώτον μεν ίνα κτήση εκ τούτου συμπάθειαν, ως πολλάκις είπον, έπειτα δε ίνα και συ ότε δήποτε ασθενήσεις, εγείρη ο Θεός τον θεράποντά σε. Εν ω γαρ μέτρω, φησί, μετρείτε, αντιμετρηθήσεται υμίν. Εάν σπουδάσης ποιείν πράγμα μετά συνειδήσεως προς την δύναμίν σου, ειδέναι οφείλεις και εαυτόν πληροφορείν ότι την αληθινήν οδόν ούπω οίδας, και οφείλεις αταράχως και αθλίπτως και μετά χαράς δέχεσθαι, ότε ακούσεις ότι εσφάλης εις εκείνο ο ενόμισας ποιείν μετά συνειδήσεως. Τη γαρ κρίσει των συνετωτέρων σου πάντως ή το απολειπόμενον διορθούται ή το καλώς γινόμενον ασφαλέστερον γίνεται. Σπούδαζε προκόψαι, ίνα εάν συμβή σοι θλίψις ή σωματικώς ή πνευματικώς, αθλίπτως και αβαρώς και μεθ’ υπομονής δυνηθής βαστάσαι.

Εάν ακούσης ότι εποίησας πράγμα όπερ ουκ εποίησας, μη θροηθής όλως μηδέ πυρθής, άλλ’ ευθέως βάλε μετάνοιαν τω ειπόντι σου, μετά ταπεινώσεως λέγων αυτώ˙ Συγχώρησόν μοι και εύξαι υπέρ εμού, και σιώπα μέχρι τούτου, καθώς και οι Πατέρες είπον. Εάν δε ερωτηθής παρ’ αυτού ει αληθές εστί το πράγμα ή ου, τότε βάλε μετάνοιαν μετά ταπεινώσεως και ειπέ μετά αληθείας πως ην το πράγμα. Και μεθ’ ο λέγεις, πάλιν βάλε μετάνοιαν μετά ταπεινώσεως λέγων ομοίως˙ Συγχώρησόν μοι και εύξαι υπέρ εμού.

Υποσημείωση.

1. «Η ταπείνωσίς εστί, το μη ψηφίζειν εαυτόν, εν τίνι πράγματι, όπως και το κόψαι το ίδιον θέλημα κατά πάντα˙ ώστε το υποταγήναι πάσι, και βαστάσαι αταράχως τα επερχόμενα υπό άλλων, τούτο εστίν η αληθινή ταπείνωσις εις ην ουχ ευρίσκει εν αυτή χώραν η κενοδοξία.
Το δε ταπεινολογείν, κενοδοξίαν φέρει, και κακό μάλλόν εστίν, ή ωφέλιμον˙ αλλά αρκεί λέγειν˙ Συγχώρησον, και εύξαι υπέρ εμού» (Ιωάννου Κλίμακος, P. G. 88, 1817A. Πρβλ. και Β. Ψ. Ερώτ. 278).

Επιστολή Ε’
Στον ίδιο.

Ερώτηση: Τί να κάνω επειδή δεν αντιμετωπίζω με την ίδια ψυχική κατάσταση όλους τους αδελφούς, όταν συναντιέμαι μαζί τους;

Απόκριση: Δεν είναι δυνατόν να έχεις ακόμα την ίδια ψυχική κατάσταση στην αντιμετώπιση των αδελφών, αλλά τουλάχιστον προσπάθησε να μη σκανδαλισθείς με κανένα, να μην κρίνεις κανένα, να μην καταλαλήσεις κανένα, ούτε να προσέχεις σε λόγο ή πράξη ή κίνηση αδελφού που δεν σε ωφελεί. Προσπάθησε καλύτερα να οικοδομείς τον εαυτό σου με το καθετί και μην επιδιώκεις να επιδεικνύεσαι με τα λόγια και τα έργα σου και να κενοδοξείς. Στα θέματα της διατροφής και της ομιλίας σου, να είσαι προσεκτικός και απαθής, μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Μάθε ότι, αν πολεμείται ή θλίβεται κάποιος από έναν εμπαθή λογισμό και τον κάνει πράξη, δυναμώνει το πάθος εναντίον του. Γιατί ο ίδιος το ενισχύει εναντίον του, σαν να του δίνει δύναμη και όπλα, για να τον πολεμήσει και να τον θλίψει περισσότερο. Αν όμως πάλι αγωνιστεί και πολεμήσει το λογισμό του και κάνει καθετί, για να τον αντικρούσει, όπως πολλές φορές είπα, εξασθενεί το πάθος και δεν έχει πια δύναμη να τον πολεμήσει και να τον θλίψει.

Και έτσι λίγο – λίγο με τον αγώνα του και τη βοήθεια του Θεού, ξεπερνά το πάθος.

Επιστολή Ε’
Προς τον αυτόν.

Ερώτησις˙ Τί ποιήσω ότι ου την αυτήν έχω κατάστασιν εν τη απαντήσει των αδελφών;

Απόκρισις˙ Την μεν αυτήν κατάστασιν εν τη απαντήσει των αδελφών ούπω δύνασαι έχειν˙ αλλά τέως σπούδαζε μη σκανδαλισθήναι εν τίνι, μηδέ κρίνειν τινά, μηδέ καταλαλείν τίνος, μηδέ προσέχειν λόγω ή έργω ή κιονήματι αδελφού μη ωφελούντός σε˙ αλλά μάλλον σπούδαζε εν πάσιν οικοδομείν εαυτόν, και μη θέλε φανητιάν εν λόγω ή έργω σου και κενοδοξείν. Κτήσαι ελευθερίαν εις την δίαιτάν σου και εις τον λόγον σου, έως λεπτού πράγματος. Γίνωσκε ότι, εάν πολεμήταί τις ή θλίβηται υπό τινός εμπαθούς λογισμού, και ενεργήση αυτόν, ενδυναμούται το πάθος κατ’ αυτού˙ αυτός γαρ ισχυροποιεί αυτό καθ’ εαυτού, οιονεί δύναμιν παρέχει αυτώ εις το πλέον πολεμείν και θλίβειν αυτόν. Εάν δε πάλιν αγωνίσηται και εναντιωθή τω λογισμώ εαυτού και ενεργήση τα εναντιούμενα αυτώ, καθώς πολλάκις είπον, εξασθενεί το πάθος και ανίσχυρον γίνεται εις το πολεμείν και θλίβειν αυτόν˙ και ούτως κατά μικρόν μικρόν αγωνιζόμενος και βοηθούμενος υπό του Θεού, περιγίνεται και αυτού του πάθους.

Επιστολή ΣΤ’
Στον ίδιο.

Ερώτηση: Γιατί είπε ο αββάς Ποιμένας ότι τρία είναι τα σπουδαιότερα πράγματα στην πνευματική ζωή, ο φόβος του Θεού, η προσευχή και η ευεργεσία του πλησίον;2

Απόκριση: Είπε ο γέροντας ότι πρέπει να φοβάται κανείς τον Θεό, επειδή ο φόβος του Θεού προηγείται κάθε άλλης αρετής. Γιατί «αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου» (Ψαλμ. 110, 100. Διότι κανένας δεν κατορθώνει την αρετή, ούτε κανένα άλλο αγαθό χωρίς το φόβο του Θεού˙ και γιατί «με το φόβο του Κυρίου απομακρύνεται κανείς από το κακό» (Παροιμ. 15, 27α).

Είπε ακόμα ότι πρέπει να προσεύχεται κανείς στον Κύριο, επειδή, χωρίς τη βοήθεια του Θεού, ο άνθρωπος ούτε αρετή μπορεί να αποκτήσει, ούτε κανένα άλλο καλό να κάνει, όπως είπα, έστω και αν το επιδιώκει για το φόβο του Θεού. Γιατί χρειάζεται οπωσδήποτε και η δική μας προσπάθεια και η βοήθεια του Θεού. Έχει ανάγκη λοιπόν ο άνθρωπος να προσεύχεται για καθετί και να παρακαλεί τον Θεό να τον βοηθήσει και να συνεργήσει με τη Χάρη Του σε κάθετί.

Το να κάνει δε κανείς καλό στον πλησίον, είναι καρπός της αγάπης. Επειδή λοιπόν εκείνος που φοβάται τον Κύριο και εύχεται στον Θεό, φαινομενικά ωφελεί μόνο τον εαυτό του και επειδή κάθε αρετή ολοκληρώνεται με την αγάπη του πλησίον, γι’ αυτό είπε ο γέροντας ότι πρέπει να ευεργετούμε τον πλησίον μας. Διότι δεν αρκεί να φοβάται κανείς τον Θεό και να προσεύχεται. Έχει, επί πλέον, την υποχρέωση να είναι χρήσιμος και στον πλησίον και να τον ευεργετεί. Γιατί αυτό, όπως είπα, είναι καρπός της αγάπης, η οποία είναι ολοκλήρωση όλων των αρετών, όπως λέει ο άγιος Απόστολος (Ρωμ. 13, 10: Α’ Κορ. 13, 13).

Επιστολή ΣΤ’
Προς τον αυτόν.

Ερώτησις˙ Δια τι είπεν ο αββά Ποιμήν ότι τρία ταύτα κεφάλαιά εστί, το φοβείσθαι τον Κύριον και εύχεσθαι τω Κυρίω και ποιήσαι αγαθόν τω πλησίον;

Απόκρισις˙ Το φοβείσθαι τον Κύριον είπεν ο γέρων, επειδή ο φόβος του Θεού προηγείται πάσης αρετής αρχή γαρ σοφίας φόβος Κυρίου˙ και ότι ουδείς άνευ φόβου Θεού κατορθοί αρετήν ουδέν τι ποτέ αγαθόν˙ τω γαρ Κυρίου εκκλίνει πας από κακού.

Το δε εύχεσθαι τω Κυρίω είπεν, επειδή ούτε αρετήν δύναται κτήσασθαι άνθρωπος ούτε άλλο τι αγαθόν, ως είπον, ποιήσαι, καν δια τον φόβον του Θεού θέλει και σπουδάζει, άνευ της βοηθείας του Θεού˙ χρεία γαρ πάντως και της ημετέρας σπουδής και της του Θεού συνεργίας. Χρήζει ουν ο άνθρωπος εν παντί προσεύχεσθαι και παρακαλείν τον Θεόν βοηθήσαι αυτώ και συνεργήσαι εν παντί πράγματι.

Το δε ποιήσαι αγαθόν τω πλησίον, της αγάπης εστίν. Επειδή ουν ο φοβούμενος τον Κύριον και ευχόμενος τω Θεώ δήθεν μόνον εαυτόν ωφελεί, πάσα δε αρετή δια της εις τον πλησίον αγάπης τελειούται, δια τούτο είπεν ο γέρων το ποιήσαι αγαθόν τω πλησίον. Καν γαρ φοβήταί τις τον Θεόν, καν προσεύχηται τω Θεώ, οφείλει και τω πλησίον χρησιμεύσαι και αγαθοποιήσαι αυτώ. Τούτο γαρ, ως είπον, της αγάπης εστίν, ήτις εστίν η τελείωσις των αρετών, καθώς και ο άγιος Απόστολος λέγει.

Υποσημείωση.

1. Είπεν ο αββάς Ποιμήν: Τα τρία ταύτα κεφάλαιά εστί χρήσιμα˙ το φοβείσθαι τον Κύριον, και το εύξασθαι, και το ποιήσαι αγαθόν τω πλησίον» (Αββά Ποιμένος, P. G. 65, 361A, ρξ’).

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.