Η σημερινή πνευματική κατάστασις στην Ελλάδα: Περί των Συνόδων: Η Ορθοδοξία ως επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους: – Πρωτ. Ιωάννου Ρωμανίδου.

Η σημερινή πνευματική κατάστασις στην Ελλάδα

Τώρα συμβαίνει να βρισκώμαστε σε μία καμπή στην ιστορία της Εκκλησίας, που ο ίδιος ο κομπογιαννίτης γιατρός (δηλαδή ο μη δυνάμενος να θεραπεύση ή να καθοδηγήση σωστά πνευματικός πατήρ) δεν έχει επίγνωσι ότι είναι κομπογιαννίτης. Ο κομπογιαννίτης όμως είναι σε θέση να αναγνωρίση έναν πραγματικό γιατρό, όταν συναντηθή με αυτόν ή όχι; Η απάντησις είναι, ότι, αν έχη πορρωμένη συνείδησι, δεν θα τον αναγνωρίση. Αυτό συνέβη με τον Ιούδα, ο οποίος εγνώρισε μεν τον Χριστόν, αλλά όχι όπως οι άλλοι Απόστολοι. Ο Ιούδας δεν κατάλαβε ποιος ήταν ο Χριστός. Γιατί; Διότι πνευματικά δεν ήταν εν τάξει. Δηλαδή ο Ιούδας απεδείχθη κομπογιαννίτης και ούτε τον εαυτό του μπόρεσε να σώση.

Σήμερα δίνει η Ορθόδοξη Θεολογία την δυνατότητα σε κάποιον να ανιχνεύση τον πραγματικό γιατρό και να τον διακρίνη από έναν κομπογιαννίτη; Δηλαδή μπορούμε σήμερα να ανιχνεύσωμε τον αληθινό πνευματικό πατέρα, εκείνον που είναι σε θέσι να θεραπεύη, ανάμεσα σε πολλούς άλλους; Ή αλλιώς μπορούμε σήμερα να ανιχνεύσωμε τον άγιο μέσα στο πλήθος; Δύσκολο φαίνεται. Δηλαδή οι Χριστιανοί σήμερα έχουν φθάσει στο σημείο δύσκολα να ξεχωρίζουν τους πνευματικούς γιατρούς από τους κομπογιαννίτες. Και φθάσαμε σ’ αυτήν την κατάστασι, διότι αντικαταστήσαμε την Πατερική Θεολογία με Δυτικού τύπου Θεολογία, με Θεολογία των δογμάτων, με Θεολογία του βιβλίου δηλαδή και όχι εμπειρική, η οποία δεν οδηγεί στην κάθαρσι της ψυχής από τα πάθη. Καταδιώξαμε την Ησυχαστική παράδοσι και την αντικαταστήσαμε με τα δόγματα ή με την ηθική (ευσεβισμό). Και αυτό συνέβη από τους χρόνους μετά την Ελληνική Επανάστασι του 1821, με πρωταίτιο τον Αδαμάντιο Κοραή.

Περί των Συνόδων

Υπάρχει η πεποίθησις σε μερικούς ότι η Ιερά Παράδοσις φυλάσσεται από τις Συνόδους των επισκόπων. Όμως οι Σύνοδοι των επισκόπων (Τοπικές ή Οικουμενικές) στους πρώτους Χριστιανούς δεν ήσαν όπως είναι οι σημερινές Σύνοδοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Διότι απετελούντο από επισκόπους που ήσαν κάτοχοι της θεραπευτικής μεθόδου της Εκκλησίας, ο δε σκοπός συγκροτήσεως της Συνόδου ήταν η διαφύλαξις, όχι απλώς του δόγματος και της λατρευτικής τάξεως της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά της θεραπευτικής μεθόδου της Εκκλησίας. Οπότε, ο σωστός επίσκοπος είναι ο κάτοχος της θεραπευτικής μεθόδου της Εκκλησίας. Εκείνα τα χρόνια το έργο μιας Συνόδου εξ επισκόπων ήταν πιο ουσιαστικό. Ήταν το να διαφυλαχθή η θεραπευτική μέθοδος και αγωγή της Εκκλησίας.

Αυτή όμως η διαφύλαξίς της έχει δύο πλευρές : Εσωτερικά μέσα στην Εκκλησία λαμβάνεται μέριμνα για την διαφύλαξι της σωστής ασκητικής αγωγής. Εξωτερικά συνίσταται στην διαφύλαξι του δόγματος ως οδηγού προς την θεραπεία της ψυχής. Εσωτερικά επίσης συνίσταται στην προστασία του δόγματος από αιρέσεις, που πάντοτε προέρχονται από ανθρώπους που δεν κατέχουν την σωστή θεραπευτική μέθοδο. Πάντοτε, όταν εμφανισθή μία καινοτομία μέσα στην Εκκλησία, αμέσως αυτό θα σημαίνη ότι ο εισάγων αυτήν όχι μόνον δεν ευρίσκεται σε σωστή αντίληψι περί δόγματος, αλλά επίσης ότι δεν ευρίσκεται ούτε σε ορθή πνευματική κατάστασι.

Αυτές οι αντιλήψεις έχουν συστηματοποιηθή από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη κλπ. Επίσης από τους μαθητές του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Αλλά βρίσκομε όλα αυτά τα στοιχεία κατά τρόπο οργανωμένο και στα έργα του αγίου Ειρηναίου επισκόπου Λουγδούνου, όπως και στα έργα του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, διότι αυτή είναι μία συνεχής παράδοσις από τον 1ον αιώνα. Τα ίδια στοιχεία υπάρχουν επίσης στον απόστολο Παύλο, καθώς και σε όλη την Καινή και Παλαιά Διαθήκη. Αυτά τα στοιχεία μπορούμε να τα ανιχνεύωμε και να τα βρίσκωμε όπου υπάρχουν, όταν έχωμε τα σωστά κριτήρια.

Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, που συστηματικά αναπτύσσει τα θέματα αυτά, λέγει ότι οι Χριστιανοί που δεν έχουν την ευχή, δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τους πιστούς των άλλων θρησκειών! Η διαφορά των Χριστιανών αυτών σε σχέσι με τους πιστούς των άλλων θρησκειών συνίσταται στο ότι οι μεν Χριστιανοί αυτοί πιστεύουν διανοητικά μόνο στον Χριστό και απλώς δέχονται τα χριστιανικά δόγματα, ενώ οι άλλοι δεν τα δέχονται. Αυτή όμως η διανοητική πίστις αυτών των Χριστιανών δεν τους ωφελεί, διότι δεν τους παρέχει θεραπεία, κάθαρσι δηλαδή της καρδιάς τους από τα πάθη. Δηλαδή εξ επόψεως θεραπείας της ανθρωπίνης προσωπικότητος δεν ωφελούνται, και η συμπεριφορά τους είναι η ίδια με εκείνη των μη Χριστιανών. Αυτό φαίνεται από τη ζωή που κάνουν.

Οπότε, ποια είναι η διαφορά μεταξύ ενός τέτοιου – κατ’ όνομα – Ορθοδόξου Χριστιανού και ενός π.χ. Μουσουλμάνου, όταν ο Ορθόδοξος όχι μόνο δεν αγωνίζεται να θεραπευθή, αλλά ακόμη, όταν, ενώ είναι ψυχικά άρρωστος, ούτε καν φαντάζεται ότι υπάρχει αποτελεσματική θεραπευτική μέθοδος για την αρρώστεια του μέσα στην Εκκλησία; Στο δόγμα είναι η διαφορά του; Αλλά τι να το κάνει το δόγμα, όταν δεν το χρησιμοποιή ως οδό προς θεραπεία; Τι να το κάνει το δόγμα, όταν μόνο το έχη αναρτημένο επάνω στο ντουλάπι του και το προσκυνάη; Όταν δηλαδή προσκυνάη μόνο το γράμμα του δόγματος και όχι το πνεύμα του δόγματος, που είναι κρυμμένο μέσα στο γράμμα;

Η Ορθοδοξία ως επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους

Έχοντες τώρα αυτά υπ’ όψιν, βλέπομε γιατί το Βυζαντινό κράτος επεδίωξε να έχη ως επίσημη θρησκεία την Ορθοδοξία και γιατί έκανε τόσες πολλές προσπάθειες, ώστε να διαφυλάσσεται ακέραιο το ορθόδοξο δόγμα. Γιατί το έκανε; Για να διαφυλάξη απλώς το δόγμα ως δόγμα; Ή μάλλον, επειδή το συγκεκριμένο Ορθόδοξο δόγμα ήταν η προϋπόθεσις για μία θεραπεία των πολιτών, η οποία θα επέφερε κοινωνική εξυγίανσι, μέσω της θεραπείας της προσωπικότητος ενός εκάστου πολίτη; Μάλλον, το δεύτερο. Ο Εθνικός Ύμνος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ποιος ήταν; Δεν ήταν το: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου• νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος, και το Σον φυλάττων δια του Σταυρού Σου πολίτευμα»;

Αυτός ο ύμνος εκφράζει την ιδεολογία – αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι – της εφαρμογής της Ορθοδόξου διδασκαλίας, πίστεως και ζωής στο Κράτος, σε πανεθνική δηλαδή κλίμακα. Αφού το Κράτος διείδε την κοινωνική συμβολή και ωφέλεια που θα προέκυπτε από την Ορθόδοξη θεραπευτική διδασκαλία και μέθοδο, εάν εφαρμοζόταν, εθέσπισε και προέβαλε την Ορθόδοξη πίστι ως την επίσημη θρησκεία του Κράτους, ώστε το Κράτος να γεμίση από ενορίες, στις οποίες οι ιερείς θα ασκούσαν αυτήν την θεραπευτική αγωγή. Έτσι οι ενορίες θα ηύξαναν συν τω χρόνω σε υγιείς πολίτες και κατ’ επέκτασιν και το ίδιο το Κράτος. Σ’ αυτό η Εκκλησία δε είπε φυσικά όχι, αλλά συνεργάσθηκε με το Κράτος.

Συνέβη όμως αυτή η εξουσία, που εδόθη στην Εκκλησία, μαζί με την αναγκαιούσα διοικητική εκκλησιαστική οργάνωσι να δημιουργήση ένα δημοσιοϋπαλληλικό πρόβλημα ως αναγκαίο κακό. Πολλοί δηλαδή, που εποφθαλμιούσαν δημόσιες θέσεις, υπεκρίνοντο τους Ορθοδόξους, ενώ δεν ήσαν, η δε Εκκλησία άρχισε να εκκοσμικεύεται.

Παρ’ όλα αυτά η Εκκλησία είχε ως παράλληλο έργο της το να προστατεύη το Κράτος από τους κομπογιαννίτες γιατρούς, δηλαδή από τους αιρετικούς. Οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι εφρόντιζαν ακριβώς γι’ αυτό. Στα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων βρίσκομε την φράσι: «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Δηλαδή: Εφάνη καλόν εις το Άγιον Πνεύμα και εις ημάς… Αυτό το έλεγαν οι παρευρισκόμενοι στις Συνόδους αυτές, διότι, είχαν στην κατοχή τους την νοερά προσευχή, δια της οποίας επληροφορούντο περί της αληθείας των Όρων που διετύπωναν.

Σήμερα όμως, που σπανίζει η νοερά προσευχή στους επισκόπους, αν συνέλθη μία Σύνοδος εξ επισκόπων και σηκωθούν κατά την έναρξι και πουν όλοι μαζί «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών…», θα έλθη οπωσδήποτε το Πνεύμα το Άγιο να τoυς φωτίση; Επειδή δηλαδή είναι κανονικοί επίσκοποι και συνέρχονται σε Σύνοδο και κάνουν προσευχή; Όμως δεν ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο έτσι. Μόνο δηλαδή κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις. Χρειάζονται και άλλες. Χρειάζεται ο προσευχόμενος να έχη ήδη ενεργουμένη την νοερά προσευχή μέσα του, όταν προσέρχεται στην Σύνοδο, για να τον φωτίση η Χάρις του Θεού. Στις ψευδο-συνόδους οι προσερχόμενοι δεν είχαν αυτήν την προσευχητική κατάστασι.

Οι παλαιοί επίσκοποι όμως είχαν τέτοια πνευματική εμπειρία και, όταν προσήρχοντο ως Σώμα, ήξεραν τι το Πνεύμα το Άγιο τους πληροφορούσε μέσα στην καρδιά για ένα συγκεκριμένο θέμα. Και, όταν έβγαζαν αποφάσεις, ήξεραν ότι οι αποφάσεις τους ήταν σωστές. Διότι ευρίσκοντο σε κατάστασι φωτισμού, ενώ ωρισμένοι από αυτούς είχαν φθάσει και στον δοξασμό, δηλαδή στην θέωσι.

Οπότε βλέπομε ότι στην αρχαία Εκκλησία κυριαρχούσε το χαρισματικό στοιχείο (δηλαδή κυριαρχούσαν τα μέλη με χαρίσματα Αγίου Πνεύματος), ενώ τα καθιδρυματικά στοιχεία, δηλαδή τα τυπικά εκκλησιαστικά και διοικητικά προσόντα ακολουθούσαν. Αυτό είναι σαφέστατο και στην Καινή Διαθήκη και στην αρχαία Εκκλησία και στους μεγάλους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, από την 1η Οικουμενική Σύνοδο (4ος αιών ) μέχρι την 9η Οικουμενική Σύνοδο, που έλαβε χώραν επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (14ος αιών) .

Αυτού του είδους την συμμαρτυρία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά την ξέρουν καλά μόνο όσοι έχουν την νοερά προσευχή ενεργουμένη μέσα στην καρδιά τους. Η νοερά προσευχή είναι μία εμπειρική εξακρίβωσις και επιβεβαίωσις της θεραπείας του νοός του ανθρώπου. Μία τέτοια θεραπεία είναι εφικτή σε όλους τους ανθρώπους, εφ’ όσον πληρούνται οι πνευματικές προϋποθέσεις της θεραπευτικής μεθόδου. Δεν είναι δηλαδή προωρισμένη ή σχεδιασμένη μόνο για κάτι καλογήρους, μόνο δηλαδή για κάποιους που φοράνε ράσα, αλλά για όλους τους ανθρώπους. Διότι στην Αγία Γραφή δεν φαίνεται πουθενά να γίνεται διάκρισις μεταξύ μοναστικής πνευματικότητος και λαϊκής πνευματικότητος. Η Αγία Γραφή μιλάει μόνο για μία πνευματικότητα. Έχετε βρη ποτέ στην Αγία Γραφή κάποιο χωρίο που να μιλάη ξεχωριστά για πνευματικότητα λαϊκών ή για πνευματικότητα κληρικών; Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Αγία Γραφή. Η εν Χριστώ πνευματικότης είναι μία για όλους τους πιστούς.

Αυτή η εν Χριστώ πνευματικότης είναι στην ουσία της μία θεραπευτική αγωγή, η οποία προσφέρεται από τον Χριστό σε όλους τους ανθρώπους. Είναι σχεδιασμένη για όλους τους ανθρώπους. Δεν είναι μόνο για τους μοναχούς ή τους παπάδες ή τους μορφωμένους ή διανοούμενους, διότι μέσα της δεν έχει καθόλου διανόησι. Ούτε έχει σχέσι με τα εξωτερικά και φαινόμενα του ανθρώπου, αλλά με τα εσωτερικά και κρυπτά.

Από το βιβλίο του αειμνήστου Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (†) Καθηγητού του Α.Π.Θ. Πανεπιστημίου: Πατερική Θεολογία
Εκδόσεις ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ
Θεσσαλονίκη 2004

Κατηγορίες: Γενικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.