Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 9-ος: Για την ελεημοσύνη.

Λόγος ένατος.
Για την ελεημοσύνη. Και ποιος είναι αυτός που τρέφει τον Θεό, όταν πεινά, και τον ποτίζει, όταν διψά1, και τα λοιπά. Και πώς θα κατορθώσει αυτό κάποιος. Και ότι, αν δεν θα κάνει κάποιος όλα αυτά και στον εαυτό του, και δεν θα θρέψει και δεν θα ποτίσει τον Χριστό, δεν θα ωφεληθεί διόλου, επειδή έκανε αυτά μόνο στους φτωχούς, ενώ αφήνει τον εαυτό του πεινασμένο και γυμνό από τη δικαιοσύνη του Θεού.

Αδελφοί και πατέρες, θα έπρεπε βέβαια να μην τολμώ διόλου να μιλώ σ’ εσάς, ούτε να έχω τη θέση του διδασκάλου μπροστά στην αγάπη σας˙ αλλά, επειδή γνωρίζετε ότι, όπως το μουσικό όργανο, που κατασκευάσθηκε από τον μουσικό, δεν αποδίδει τον ήχο και δεν γεμίζει με γλυκύτητα μελωδία τα αυτιά όλων, όταν εκείνο θέλει, αλλά, όταν γεμίσουν οι αυλοί του από τον αέρα και κρούεται ρυθμικά από τα δάχτυλα του μουσικού, έτσι λοιπόν πρέπει να σκεφθείτε ότι συμβαίνει και σ’ εμένα, και να μη σταθείτε απρόθυμα σ’ αυτά που πρόκειται να ειπωθούν, κοιτάζοντας τη μηδαμινότητα του οργάνου.2 Απεναντίας, αφού στρέψετε το βλέμμα σας στη χάρη του Πνεύματος, που δίνει πνοή από τον ουρανό και γεμίζει τις ψυχές των πιστών, και στο ίδιο το δάχτυλο του Θεού, που κρούει τις χορδές του νου και μας παροτρύνει στο λόγο, σαν να σαλπίζει μία δεσποτική σάλπιγγα, ή, για να εκφραστώ σωστότερα, σαν να μιλά σ’ εμάς ο Βασιλιάς των όλων με κάποιο όργανο, ακούστε με φόβο και τρόμο, με πολλή σύνεση και ησυχία.
Οφείλουμε βέβαια να εξετάζουμε και να προσέχουμε τους εαυτούς μας όλοι οι άνθρωποι, οι πιστοί και οι άπιστοι, οι μικροί και οι μεγάλοι, ώστε οι άπιστοι να οδηγηθούμε στην αληθινή γνώση και πίστη του Θεού, που μας δημιούργησε, ενώ οι πιστοί να φανούμε με την καλή μας βιοτή ευάρεστοι στον Θεό σε κάθε καλό έργο˙ οι μικροί πάλι να υποταχθούμε στους μεγάλους για τον Κύριο, ενώ οι μεγάλοι να συμπεριφερθούμε στους μικρούς όπως σε γνήσια παιδιά μας, επειδή η εντολή του Κυρίου λέει: «Εφόσον κάνατε αυτά σε κάθε έναν απ’ αυτούς τους άσημους, σ’ εμένα το κάνατε»3
Αλλά ο Κύριος δεν είπε αυτό, όπως νομίζουν κάποιοι, μόνο για τους φτωχούς και γι’ αυτούς που στερούνται τη σωματική τροφή, αλλά το είπε και για όλους τους άλλους αδελφούς μας, που δεν υποφέρουν από την πείνα του ψωμιού και τη δίψα του νερού, αλλά από την πείνα της αργίας και της υπακοής των εντολών του Κυρίου, διότι όσο πολυτιμότερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο αναγκαιότερη είναι και η πνευματική τροφή από τη σωματική˙ νομίζω μάλιστα ότι και για την πνευματική τροφή κυρίως λέει ο Κύριος: «Πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν με ποτίσατε»,4 παρά για τη σωματική και για τη φθαρτή. Διότι ο Κύριος διψά και πεινά αληθινά τη σωτηρία του καθενός από μας˙ η σωτηρία μας όμως είναι η αποχή από κάθε αμαρτία. Αλλά η αποχή από κάθε αμαρτία είναι αδύνατο να κατορθωθεί χωρίς την εργασία των αρετών και χωρίς την εκπλήρωση όλων των εντολών. Διότι με την εκπλήρωση των εντολών του συνηθίζει να τρέφεται από μας ο Δεσπότης μας και Θεός και Κύριος του παντός˙ διότι οι άγιοι πατέρες μας λένε ότι, όπως ακριβώς τρέφονται και ενισχύονται εναντίον μας από τις κακές μας πράξεις οι δαίμονες, όταν όμως εμείς αποφεύγουμε τα κακά, αυτοί πεθαίνουν από την πείνα και παραλύουν, έτσι νομίζω ότι τρέφεται από μας και εκείνος, που για τη σωτηρία μας έγινε φτωχός,5 ή, αντίθετα, ότι αφήνεται από μας να πεινά. Και αυτό είναι δυνατό να το γνωρίσουμε εμείς και να βεβαιωθούμε γι’ αυτό από την ίδια τη βιοτή των αγίων˙ και για να αφήσω τους άλλους, που είναι πολλοί και ξεπερνούν τους κόκκους της άμμου, θα βεβαιώσω την αγάπη σας, αντλώντας πληροφορίες από έναν άγιο ή από μία αγία.
Γνωρίζω ότι ακούτε το βίο της Μαρίας της Αιγυπτίας,6 που δεν τον διηγείται κάποιος άλλος, αλλά εκείνη η ίδια η ισάγγελη, που φανερώνει σαν με τρόπο εξομολόγησης τη φτώχεια της, με το να πει ότι, «Όταν συνήθως κάποιοι μου έδιναν αμοιβή για την αμαρτία, δεν τη δεχόμουν. Και αυτό το έκανα, όχι, επειδή είχα τα απαραίτητα για τη ζωή μου, διότι τρεφόμουν γνέθοντας λινάρι, αλλά το έκανα, για να έχω πρόθυμους για το πάθος μου πολλούς εραστές». Και όταν επρόκειτο να μπει στο πλοίο και να αναχωρήσει από την Αλεξάνδρεια, ήταν τόσο φτωχή, ώστε η ίδια δεν είχε ούτε τα ναύλα ούτε τα έξοδα για το ταξίδι. Όταν όμως αφιερώθηκε στην πανάμωμη Θεοτόκο και όρμησε για την έρημο, έλαβε από κάποιον δύο οβολούς και αγόρασε ψωμιά, και έτσι πέρασε τον Ιορδάνη, και έζησε με καρτερία στην έρημο ως το τέλος της ζωής της, χωρίς να δει πρόσωπο ανθρώπου, παρά μόνο του Ζωσιμά˙ χωρίς δηλαδή να θρέψει κάποιον φτωχό πεινασμένο ή να ξεδιψάσει διψασμένο ή να ντύσει γυμνό ή να επισκεφθεί τους φυλακισμένους ή να περιμάσει τους ξένους7˙ απεναντίας μάλιστα και έχοντας παρασύρει μαζί της στο βάραθρο της απώλειας πολλούς, που τους δεχόταν στο καταγώγιο της αμαρτίας. Πώς λοιπόν, πες μου, θα σωθεί και θα μπει στη βασιλεία των ουρανών μαζί με τους ελεήμονες αυτή, που ούτε πλούτη εγκατέλειψε, ούτε περιουσία μοίρασε στους φτωχούς, ούτε έκανε διόλου ελεημοσύνη ποτέ, αλλά έγινε κυρίως πρόξενος απώλειας για μύριους άλλους.
Βλέπεις, πώς, αν πούμε ότι η ελεημοσύνη γίνεται μόνο με τα χρήματα και με τη σωματική τροφή, και ότι ο Κύριος τρέφεται από μας μ’ αυτή την τροφή, και ότι σώζονται μόνο αυτοί που έτσι τρέφουν και ποτίζουν και γενικά υπηρετούν τον Κύριο, και ότι χάνονται αυτοί, που δεν κάνουν αυτό, θα φανεί ότι αυτό είναι άτοπο, αφού θα διώχνονται από τη βασιλεία και πολλοί από τους αγίους. Αλλά δεν είναι δυνατό αυτό, δεν είναι!
Διότι τα πράγματα και τα χρήματα που υπάρχουν στον κόσμο είναι κοινά για όλους, όπως είναι το φως και ο αέρας που αναπνέουμε, και όπως είναι η ίδια η βοσκή που υπάρχει για τα άλογα ζώα στις πεδιάδες και στα βουνά. Για όλους λοιπόν είναι όλα κοινά μόνο ως προς τη χρήση της απόλαυσης, ως προς την κυριότητά τους, όμως δεν ανήκουν σε κανένα˙ αλλά η πλεονεξία, αφού μπήκε σαν τύραννος στη ζωή, μοίρασε με τους δούλους και με τους υπηρέτες της προς τα εδώ και προς τα εκεί αυτά που δόθηκαν από τον Δεσπότη σε όλους από κοινού˙ και αφού τα περιέφραξε με φράχτες, και τα ασφάλισε με πύργους και αμπάρες και θύρες, στέρησε όλους τους άλλους ανθρώπους από την απόλαυση των αγαθών του Δεσπότη, λέγοντας η αδιάντροπη ότι η ίδια είναι δεσπότης, και υποστηρίζοντας ότι δεν αδικεί κανέναν εντελώς. Και οι υπηρέτες και οι δούλοι αυτής της τυράννου γίνονται διαδοχικά ο ένας ύστερα από τον άλλο όχι αφέντες των αποθηκευμένων πραγμάτων και χρημάτων, αλλά κάποιοι κακοί δούλοι και φύλακες.
Αν λοιπόν θα δώσουν απ’ αυτά τα χρήματα σ’ εκείνους που βρίσκονται σε δυσκολίες και σε στερήσεις, και που ως τότε ήταν παραμελημένοι με το να τους προσφέρουν κάτι λίγα ή και όλα, ή από το φόβο για τις απειλούμενες τιμωρίες, ή από την ελπίδα ότι θα λάβουν εκατονταπλάσια, ή επειδή συγκινήθηκαν από τις δυστυχίες των ανθρώπων, πώς θα θεωρηθούν ελεήμονες, ή ότι έθρεψαν τον Χριστό, ή ότι έκαναν έργο άξιο για αμοιβή; Δεν θα θεωρηθούν με κανένα τρόπο, αλλά, όπως εγώ λέω, χρωστούν αυτοί και μετάνοια ως το θάνατό τους, για το λόγο ότι για πολλά χρόνια τα κατείχαν αυτά και στέρησαν τους αδελφούς από τη χρήση τους.
Πώς πάλι και εμείς, που γίναμε φαινομενικά φτωχοί – όπως ο Χριστός ο Θεός μας που, αν και ήταν πλούσιος, έγινε για μας φτωχός8-, θεωρούμαστε, με το να ελεούμε τους εαυτούς μας, ότι ελεούμε εκείνον, που έγινε για χάρη μας όπως εμείς; Σκέψου καλά αυτό που θα πω. Έγινε ο Θεός για χάρη σου φτωχός άνθρωπος, έχεις χρέος να γίνει και εσύ, που πιστεύεις σ’ αυτόν, φτωχός όμοιος μ’ εκείνον. Εκείνος έγινε φτωχός ως προς την ανθρώπινη φύση, εσύ γίνε φτωχός ως προς την θεία φύση. Σκέψου λοιπόν πως θα τον θρέψεις. Πρόσεχε με ακρίβεια! Έγινε φτωχός εκείνος, για να γίνεις πλούσιος εσύ, για να σου δώσει δηλαδή από τον πλούτο της χάρης του.9 Γι’ αυτό εκείνος έλαβε σάρκα, για να μετάσχεις εσύ στη θεία φύση εκείνου.
Όταν λοιπόν ετοιμάσεις τον εαυτό σου, για να τον υποδεχθείς, τότε λέγεται ότι θα γίνει δεκτός από σένα. Όταν μάλιστα εσύ πεινάς και διψάς για χάρη του, αυτά θεωρούνται από εκείνον τροφή και νερό. Πώς γίνεται αυτό; Διότι μ’ αυτά και με τα παρόμοια έργα και πράξεις καθαρίζεις την ψυχή σου και απαλλάσσεις τον εαυτό σου από την πείνα και από το ρύπο των παθών˙ και ο Θεός, που σε δέχθηκε έτσι και έκανε δικά του όλα τα δικά σου10 και ποθεί να σε κάνει θεό, όπως εκείνος έγινε άνθρωπος, αυτά ακριβώς που κάνεις στον εαυτό σου, θεωρεί ότι τα πάσχει εκείνος, και λέει: «Εφόσον τα έκανες στην τιποτένια ψυχή σου, σ’ εμένα τα έκανες».11
Διότι με ποια άλλα έργα ευαρέστησαν στον Θεό όσοι έζησαν στα σπήλαια και στα βουνά, παρά με την αγάπη ασφαλώς και τη μετάνοια και την πίστη – διότι, αφήνοντας όλο τον κόσμο και ακολουθώντας μόνο αυτόν, με τη μετάνοια και με τα δάκρυα, τον δέχθηκαν και τον φιλοξένησαν, τον έθρεψαν και τον ξεδίψασαν, όταν διψούσε -, όπως άλλωστε και όλοι αυτοί ασφαλώς, που από το άγιο βάπτισμα γίνονται υιοί του Θεού, αλλά στον κόσμο είναι μηδαμινοί και φτωχοί;
Αυτοί λοιπόν που γνώρισαν με την αίσθηση της ψυχής τους ότι έγιναν υιοί του Θεού δεν ανέχονται πια να στολίζονται με φθαρτά στολίδια, διότι έχουν ντυθεί τον Χριστό.12 Ποιός δηλαδή από τους ανθρώπους, που είναι στολισμένος με βασιλική πορφύρα, θα καταδεχθεί ποτέ να φορέσει επάνω απ’ αυτή ένα ακάθαρτο και σχισμένο ένδυμα; Αυτοί όμως που δεν γνώρισαν αυτό το πράγμα και που είναι γυμνοί από το βασιλικό ένδυμα, αλλά με τη μετάνοια και τις άλλες, όπως είπαμε, αγαθοεργίες, φρόντισαν και ντύθηκαν τον Χριστό, αυτοί ντύνουν έτσι εκείνον τον ίδιο τον Χριστό13˙ διότι είναι και οι ίδιοι χριστοί14˙ ως υιοί του Θεού, από το θείο βάπτισμα. Αν όμως δεν θα το κάνουν αυτό, αλλά θα ντύσουν όλους τους γυμνούς, που υπάρχουν στον κόσμο, και θα αφήσουν γυμνούς τους εαυτούς τους, πια άραγε ωφέλεια θα έχουν; Και επιπλέον ονομαζόμαστε αδελφοί του Χριστού15 όσοι βαπτισθήκαμε στο όνομα το Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και όχι μόνο αυτό, αλλά είμαστε και μέλη του.16
Επειδή λοιπόν είσαι αδελφός του Χριστού και μέλος του, αν όλους τους άλλους τους τιμήσεις, τους φιλοξενήσεις, τους υπηρετήσεις, αλλά αδιαφορήσεις για τον εαυτό του και δεν αγωνισθείς με όλους τους τρόπους να ανεβείς στο ψηλότερο σημείο της κατά Θεόν πολιτείας και τιμής, αλλά αφήσεις την ψυχή σου ακάθαρτη, βρόμικη, πεσμένη σαν νεκρή σε βαθύτατο σκότος, στην πείνα δηλαδή της οκνηρίας ή στη δίψα της ραθυμίας ή στη στενότατη φυλακή αυτού του ρυπαρού σώματος, εξαιτίας της γαστριμαργίας και της φιληδονίας, σε ρωτώ, δεν καταφρόνησες τότε τον αδελφό του Χριστού, δεν τον άφησες πεινασμένο και διψασμένο, δεν απέφυγες να τον επισκεφθείς, αν και ήταν σε φυλακή; Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν και θα ακούσεις: «Δεν σπλαχνίσθηκες τον εαυτό σου, δεν θα βρεις ευσπλαχνία».
Αν όμως κάποιος λέει: «Και επειδή έτσι είναι το ζήτημα, και δεν έχουμε αμοιβή για τα χρήματα ή τα πράγματα που δίνονται από μας, ποια τότε ανάγκη υπάρχει να δίνουμε στους φτωχούς;». Αυτός ας ακούσει εκείνο που πρόκειται να τον κρίνει και να ανταμείψει τον καθένα σύμφωνα με τα έργα του,17 σαν κάπως να του λέει: «Ανόητε, τι έφερες στον κόσμο ή τι από αυτά, που βλέπουμε, έκανες ο ίδιος; Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά της μάνας σου, και δεν θα αναχωρήσεις γυμνός από τη ζωή,18 και δεν θα παρουσιασθείς ακάλυπτος μπροστά στο δικαστικό μου βήμα;19 Και για ποια χρήματά σου ζητάς αμοιβή από μένα; Και με ποια πράγματά σου λες ότι ελεείς τους αδελφούς σου, και μ’ αυτούς λες ότι ελεείς εμένα, που όλα αυτά τα παρέθεσα κοινά, όχι μόνο για σένα αλλά για όλους τους ανθρώπους; Ή νομίζεις ότι επιθυμώ εγώ κάτι και φαντάζεσαι ότι δωροδοκούμαι και εγώ, όπως οι φιλάργυροι άνθρωποι, που είναι δικαστές; Διότι είναι δυνατόν, από ανοησία, να τα στοχασθείς και αυτά! Δεν νομοθετώ διόλου αυτά, επειδή επιθυμώ τα χρήματα, αλλά επειδή σας ελεώ˙ ούτε, επειδή θέλω να λάβω τα δικά σας, αλλά επειδή ποθώ να σας ελευθερώσω από την καταδίκη, που υπάρχει γι’ αυτά, και για κανέναν άλλο λόγο».
Αλλά όμως μη νομίζεις, αδελφέ, ότι δυσκολεύεται ο Θεός και δεν μπορεί να θρέψει τους φτωχούς, και γι’ αυτό μας προστάζει να τους ελεούμε και να θεωρούμε σπουδαία την εντολή αυτή. Ποτέ κάτι τέτοιο! Αλλά αυτό, που ο διάβολος μηχανεύθηκε με την πλεονεξία εναντίον μας και για την απώλειά μας, αυτό ανέτρεψε για χάρη μας με την ελεημοσύνη και όρισε να γίνεται για τη σωτηρία μας ο Χριστός. Τί σημαίνει αυτό που λέω; Μας υπέδειξε ο διάβολος να κάνουμε δικά μας και να αποθηκεύσουμε αυτά, που δόθηκαν για τις κοινές ανάγκες, ώστε μ’ αυτή την πλεονεξία να αποδώσει σ’ εμάς δύο κατηγορίες και να μας κάνει ένοχους για την αιώνια τιμωρία και καταδίκη: μία δηλαδή κατηγορία για την ασπλαχνία και μία άλλη για την ελπίδα μας στα χρήματα, που έχουμε, και όχι στον Θεό. Διότι εκείνος που έχει φυλαγμένα χρήματα δεν μπορεί να ελπίζει στον Θεό˙ και αυτό είναι φανερό απ’ αυτά, που ο Χριστός και Θεός μας είπε: «Όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας».20 Αυτός λοιπόν που μοιράζει σε όλους από τα χρήματα, που έχει για τον εαυτό του, δεν έχει δικαίωμα να λάβει γι’ αυτά αμοιβή, αλλά είναι σωστότερα υπόδικος για την άδικη ως τότε αποστέρησή τους από τους άλλους˙ αλλά είναι και υπεύθυνος γι’ αυτούς, που άφησαν κατά καιρούς τη ζωή από πείνα και δίψα, που, ενώ τότε μπορούσε ο ίδιος να τους θρέψει, δεν τους έθρεψε, καταχωνιάζοντας αυτά, που ανήκαν στους φτωχούς, και αφήνοντάς τους να πεθάνουν σκληρά από το κρύο και την πείνα˙ διότι αποδείχθηκε φονιάς τόσων ανθρώπων, όσους δηλαδή μπορούσε να θρέψει.
Συγχωρώντας λοιπόν σ’ εμάς ο αγαθός και εύσπλαχνος Δεσπότης την καταδίκη για όλες αυτές τις κατηγορίες, δεν θεωρεί ότι κατέχουμε εμείς ξένα αγαθά, αλλά ότι αυτά είναι δικά μας, και υπόσχεται να δώσει όχι μόνο δεκαπλάσια αλλά εκατονταπλάσια σ’ εμάς, που τα μοιράζουμε στους αδελφούς με χαρά. Και χαρά σημαίνει το να μη θεωρεί κάποιος αυτά σαν δικά του, αλλά σαν να τα εμπιστεύθηκε σ’ αυτόν ο Θεός, για να βοηθά τους συνδούλους του και να σκορπίζει πλούσια με χαρά και μεγαλοψυχία, χωρίς να λυπάται ή να εξαναγκάζεται21˙ και, με άλλα λόγια, σαν να τα εμπιστεύθηκε σ’ εμάς, για να τα αδειάσουμε με χαρά, αυτά που αποταμιεύσαμε με την ελπίδα της αληθινής, υπόσχεσης, που ο Θεός υποσχέθηκε σ’ εμάς, ότι δηλαδή θα μας δώσει γι’ αυτά εκατονταπλάσια την αμοιβή.22 Γνωρίζοντας ο Θεός ότι όλοι εντελώς κυριευόμαστε από την επιθυμία των χρημάτων και από τη μανία του πλούτου, και ότι δύσκολα απελευθερωνόμαστε απ’ αυτά, και ότι εκείνοι, που με πολλούς τρόπους τα στερούνται αυτά, απελπίζονται για την ίδια τους τη ζωή, μεταχειρίσθηκε το κατάλληλο φάρμακο, με το να υποσχεθεί ότι θα μας δώσει, όπως ειπώθηκε, γι’ αυτά που σκορπίζουμε στους φτωχούς, εκατονταπλάσια την αμοιβή, για να απαλλαγούμε πρώτα από την καταδίκη της πλεονεξίας γι’ αυτά, και έπειτα, για να σταματήσουμε να έχουμε την εμπιστοσύνη μας και την ελπίδα σ’ αυτά, και να κάνουμε ελεύθερες τις καρδιές μας απ’ αυτά τα δεσμά. Ώστε, αφού πρώτα ελευθερωθούμε, τότε να βαδίσουμε χωρίς εμπόδια στην εργασία των εντολών και να τον υπηρετήσουμε με φόβο και τρόμο,23 όχι με την ιδέα ότι χαρίζουμε κάτι σ’ εκείνον, αλλά ότι εμείς ευεργετούμαστε, υπηρετώντας τον.
Δεν είναι δυνατό άλλωστε να σωθούμε με άλλο τρόπο! Διότι οι πλούσιοι προστάχθηκαν να πραγματοποιήσουν πρώτα την απόθεση των χρημάτων, κατά Θεόν ζωή, και έτσι να σηκώσουν τον σταυρό στους ώμους τους και να ακολουθήσουν στα βήματά του24 αλλά, για να το κάνουν αυτό, άλλοι απ’ αυτούς χρειάζονται μόνο την καλή διάθεση και άλλοι βαδίζουν ήδη σ’ αυτό τον δρόμο˙ γι’ αυτό και οφείλουν να περνούν τη ζωή τους με υπομονή και με ευχαριστία. Και ο Θεός, που είναι δίκαιος, επειδή αυτοί βαδίζουν έτσι, θα ετοιμάσει το κατάλυμά τους στην αιώνια ζωή και απόλαυση.
Το να δώσει όμως κανείς όλα του τα κτήματα και τα χρήματα, αλλά να μην αντισταθεί με γενναιότητα στις επιθέσεις των πειρασμών και των άλλων θλίψεων, μου φαίνεται ότι είναι γνώρισμα ψυχής αδιάφορης, που δεν γνωρίζει το σκοπό της ωφέλειάς της. Διότι, όπως ακριβώς ο χρυσός, όταν σκουριάσει βαθιά, δεν είναι δυνατό να καθαρισθεί καλά με άλλο τρόπο και να ξαναβρεί τη λάμψη του, αν δεν μπει στη φωτιά και δεν χτυπηθεί πολλές φορές με το σφυρί, έτσι και η ψυχή, όταν σκουριάσει από τη σκουριά της αμαρτίας και αχρειωθεί βαθιά μέσα της, δεν είναι δυνατό να καθαρισθεί με άλλο τρόπο και να αποκτήσει το αρχαίο της κάλλος,26 αν δεν βρεθεί μέσα σε πολλούς πειρασμούς και δεν μπει στο χωνευτήρι των θλίψεων. Διότι αυτό υποδηλώνει και ο ίδιος ο λόγος του Κυρίου μας, που λέει τα εξής: «Πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς και σήκωσε το σταυρό σου και έλα να με ακολουθήσεις».27˙ υπονοώντας δηλαδή με τον σταυρό τους πειρασμούς και τις θλίψεις. Δεν θα κερδίσουν λοιπόν τίποτε, με μόνη την απάρνηση των χρημάτων και των πραγμάτων, αυτοί που τα απαρνούνται και προσχωρούν στη μοναχική ζωή, αν δεν υπομείνουν ως το τέλος τους πειρασμούς και τις θλίψεις και τις κατά Θεόν λύπες. Διότι ο Χριστός δεν είπε «θα κερδίσετε τις ψυχές σας με την απάρνηση των πραγμάτων σας», αλλά «με την υπομονή σας».28
Ότι βέβαια και το μοίρασμα των χρημάτων στους φτωχούς και η φυγή από τον κόσμο είναι καλή και ωφέλιμη, είναι φανερό, αλλά δεν είναι δυνατό από μόνη της να κάνει τέλειο τον κατά Θεόν άνθρωπο χωρίς την υπομονή στους πειρασμούς. Και ότι αυτό είναι έτσι και ότι αρέσει έτσι στον Θεό, άκουσέ τον, που λέει στον πλούσιο: «Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς και σήκωσε το σταυρό σου και έλα να με ακολουθήσεις»29˙ υπονοώντας δηλαδή με το σταυρό, όπως ειπώθηκε, τις θλίψεις και τους πειρασμούς.
Επειδή λοιπόν η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται με αγώνα και την αποκτούν οι αγωνιστές, αρπάζοντάς την,30 και δεν είναι δυνατό να μπουν οι πιστοί στη βασιλεία των ουρανών με άλλο τρόπο, παρά μόνο μέσα από τη στενή πύλη των πειρασμών και των θλίψεων, σωστά παραγγέλλει σ’ εμάς ο θείος λόγος λέγοντας: «Να αγωνίζεσθε να μπείτε από τη στενή πύλη»31˙ και ακόμη: «Με την υπομονή σας θα κερδίσετε τις ψυχές σας»32˙ και: «Πρέπει μέσα από πολλές θλίψεις να μπείτε στη βασιλεία των ουρανών».33 Διότι εκείνος που σκορπίζει τα χρήματά του σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη, και αναχωρεί από τον κόσμο και από τα πράγματα του κόσμου με την ελπίδα της αμοιβής, επιβαρύνει τη συνείδησή του με πολλή ευχαρίστηση και κάποτε εξαιτίας της κενοδοξίας χάνει τις αμοιβές. Εκείνος όμως που, μετά το μοίρασμα όλων των υπαρχόντων του στους φτωχούς, και τις θλίψεις υπομένει με ψυχική ευχαρίστηση και εγκαρτέρηση δείχνει στις συμφορές, από τη μια αισθάνεται όλη την πίκρα και τους οδυνηρούς πόνους, από την άλλη διατηρεί τώρα απαραβίαστο το λογισμό του και στο μέλλον μεγάλη την ανταμοιβή, επειδή μιμήθηκε τα πάθη του Χριστού και έκανε υπομονή γι’ αυτόν στις μέρες του ερχομού των πειρασμών και των θλίψεων.
Γι’ αυτό λοιπόν σας παρακαλώ, αδελφοί εν Χριστώ, ας φροντίσουμε, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, αφού απαρνηθήκαμε τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου, να μπούμε μέσα από τη στενή πύλη,34 που είναι η αποκοπή και η αποφυγή του σαρκικού φρονήματος και θελήματος. Διότι δεν είναι δυνατό να βρούμε ανάπαυση και απαλλαγή από τα κακά, και ελευθερία που έρχεται σ’ εμάς από την παρηγοριά του Αγίου Πνεύματος, χωρίς εμείς να νεκρωθούμε ως προς τη σάρκα και τις επιθυμίες της και τα θελήματά της. Άλλωστε χωρίς αυτή, εννοώ χωρίς την επίσκεψη του Πνεύματος, κανείς δεν θα δει τον Κύριο, ούτε στην παρούσα ζωή, ούτε στη μέλλουσα. Ότι βέβαια έκανες καλό έργο, που σκόρπισες όλα σου τα χρήματα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη, αν δεν άφησες ωστόσο τίποτε για τον εαυτό σου, όπως έκανε εκείνος ο Ανανίας,35 και που απαρνήθηκες μαζί με τα χρήματα τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου, και έτρεξες, αφού απομακρύνθηκες από την κοσμική ζωή και τις φροντίδες της, στο λιμάνι της ζωής,36 και φόρεσες το ένδυμα της ευσέβειας, συμφωνώ και εγώ, και σε επαινώ για την πράξη σου. Αλλά πρέπει, όπως πριν από λίγο απέβαλες το κοσμικό ένδυμα, έτσι να αποβάλλεις και το ίδιο το σαρκικό φρόνημα και να έχεις σύμφωνα με τη στολή, που φόρεσες για χάρη του Χριστού, και τους τρόπους της ψυχής και το ίδιο σου το φρόνημα πνευματικό˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά να φορέσεις με τη μετάνοια και το φωτεινό ένδυμα, που είναι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα.
Αυτό όμως δεν γίνεται με κάποιον άλλο τρόπο παρά μόνο με την επίμονη εργασία των αρετών και την υπομονή των θλίψεων. Διότι, καθώς η ψυχή θλίβεται με τους πειρασμούς, κινείται σε δάκρυα, και τα δάκρυα, καθαρίζοντας την καρδιά, την κάνουν ναό και κατάλυμα του Αγίου Πνεύματος. Διότι δεν αρκεί σ’ εμάς για τη σωτηρία μας και την τελειότητά μας μόνο η ένδυση του μοναχικού σχήματος και ο εξωτερικός στολισμός του σώματος, αλλά είναι ανάγκη να στολίσουμε, όπως ακριβώς τον εξωτερικό μας άνθρωπο, έτσι και τον εσωτερικό, με το στολισμό του Πνεύματος, και να θυσιάσουμε ολόκληρο τον εαυτό μας στον Θεό ως προς την ψυχή και το σώμα. Και, από τη μία, να ασκούμε το σώμα μας με τη σωματική άσκηση στους κόπους της αρετής, ώστε να συνηθίζει με σθένος στις κατά Θεόν θλίψεις και να υπομένει με γενναιότητα τη δυσκολία της νηστείας, τη βία της εγκράτειας, τον εξαναγκασμό της αγρυπνίας, την όλη κακοπάθεια, από την άλλη, να παιδαγωγούμε την ψυχή μας με την ευσέβεια του Πνεύματος, ώστε να φρονεί αυτά, που πρέπει να φρονεί, και να μελετά πάντοτε τα αγαθά της αιώνιας ζωής, και να έχει ταπεινοφροσύνη, πραότητα, συντριβή, κατάνυξη, και να πενθεί καθημερινά και να επιζητά για τον εαυτό της με την προσευχή το φως του Πνεύματος, αυτά που και συνηθίζουν να προστίθενται στην ψυχή με τη θερμότατη μετάνοια, καθώς αυτή καθαρίζεται με πολλά δάκρυα, που χωρίς αυτά δεν είναι δυνατό ποτέ ούτε το ένδυμά της να καθαριστεί ούτε η ίδια να ανυψωθεί σε ύψος θέασης.
Διότι, όπως ακριβώς ένα ένδυμα, που με κάποιο τρόπο λερώθηκε βαθιά με βούρκο και κοπριά, είναι αδύνατο να καθαριστεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με πολύ νερό και πολύ ποδοπάτημα, έτσι και το ένδυμα της ψυχής, που μολύνθηκε από τον βούρκο και την κοπριά των αμαρτωλών παθών, δεν είναι δυνατό να καθαρισθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με τα πολλά δάκρυα και την υπομονή των πειρασμών και των θλίψεων. Επειδή δηλαδή υπάρχουν πραγματικά σ’ εμάς τους ανθρώπους δύο ροές, που προέρχονται από το σώμα μας, εννοώ τη ροή των δακρύων από τα μάτια και τη ροή από τα όργανα της γονιμότητας, και επειδή αυτή, όταν ρέει, παραβαίνοντας τη φύση και το νόμο, μολύνει την ψυχή, ενώ η ροή των δακρύων, όταν ρέει από μετάνοια, την καθαρίζει, χρειάζεται, αυτοί, που μολύνθηκαν στην ψυχή με την παράνομη πράξη της αμαρτίας, και που χάραξαν μέσα τους με την εμπαθή κίνηση της καρδιάς τους μορφές άλογων επιθυμιών, να καθαριστούν με πολλά δάκρυα και να αποκτήσουν καθαρότατο το ένδυμα της ψυχής. Διότι είναι αδύνατο να δουν με άλλο τρόπο τον Θεό, που είναι το ίδιο το φως, που φωτίζει την καρδιά κάθε ανθρώπου37 που με τη μετάνοια έρχεται προς αυτόν, εφόσον οι καθαροί στην καρδιά βλέπουν τον Θεό.38
Ας φροντίσουμε λοιπόν, παρακαλώ, πατέρες και αδελφοί και τέκνα, να έχουμε καθαρή την καρδιά μας με την φροντίδα της συμπεριφοράς μας και με τη συνεχή εξομολόγηση των κρυφών λογισμών της ψυχής. Διότι η εξομολόγηση των κρυφών λογισμών, που συνεχώς και καθημερινά γίνεται από μας, με το να κινείται από τη μεταμέλεια της καρδιάς μας, προξενεί σ’ εμάς μετάνοια γι’ αυτά που πράξαμε ή και μελετήσαμε˙ η μετάνοια μάλιστα κάνει να κινηθούν από τα βάθη της ψυχής μας τα δάκρυα, και τα δάκρυα καθαρίζουν την καρδιά και εξαφανίζουν μεγάλες αμαρτίες˙ και καθώς αυτές εξαφανίζονται με τα δάκρυα, η ψυχή αισθάνεται την παρηγοριά του Αγίου Πνεύματος και ποτίζεται με τα νάματα της γλυκύτατης κατάνυξης, από τα οποία καθημερινά παχύνεται νοητά και τρέφει τους καρπούς του Πνεύματος και τους προσφέρει με τρόπο κατάλληλο στον καιρό τους σαν καρπερό στάχυ, για να αποτελέσουν ανεξάντλητη τροφή της ψυχής και άφθαρτη και αιώνια ζωή της. Όταν μάλιστα η ψυχή με την προθυμία της φθάσει καλά σ’ αυτό, τότε ενώνεται με τον Θεό, και γίνεται οίκος και κατοικητήριο της Αγίας Τριάδας, και ατενίζει καθαρά τον Ποιητή και Θεό της, και συνομιλεί καθημερινά μαζί του˙ τότε, βγαίνει έξω από το σώμα και από τον κόσμο και απ’ αυτή τη γήινη ατμόσφαιρα, και ανεβαίνει στους ουρανούς των ουρανών, και ανυψώνεται με τις αρετές και με τα φτερά της αγάπης του Θεού, και αναπαύεται από τους κόπους της μαζί με όλους τους δικαίους, και φθάνει στο άπειρο και θείο φως, μέσα στο οποίο λατρεύουν τον Θεό συγχρόνως τα τάγματα των αποστόλων του Χριστού, των μαρτύρων, των οσίων και όλων των ουρανίων αγγελικών δυνάμεων.
Ας αποκτήσουμε λοιπόν και εμείς, αδελφοί εν Χριστώ, αυτή την πνευματική κατάσταση, για να μην υστερήσουμε από τους αγίους πατέρες μας, αλλά να φθάσουμε να γίνουμε με τη φροντίδα των καλών έργων και με την εργασία των εντολών του Χριστού άνδρες τέλειοι, στο μέτρο του τέλειου πνευματικού αναστήματος του Χριστού.39 Δεν υπάρχει άλλωστε τίποτε που να μας εμποδίζει, αρκεί μόνο να θελήσουμε. Διότι έτσι και τον Θεό θα δοξάσουμε στους εαυτούς μας, και ο Θεός θα ευφρανθεί από μας, αλλά και θα βρούμε, αναχωρώντας από την παρούσα ζωή, τον Θεό σαν μία μεγάλη αγκαλιά του Αβραάμ,40 να μας υποδέχεται και να μας αναπαύει στη βασιλεία των ουρανών, που μακάρι να την επιτύχουμε όλοι εμείς με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Πρβ. Ματθ. 25, 35
2. Ο άγιος Συμεών εννοεί ως όργανο του λόγου τον εαυτό του.
3. Ματθ. 25, 40
4. Ματθ. 25, 42
5. Πρβ. Β’ Κορ. 8, 9
6. Οσία Μαρία η Αιγυπτία, 1 Απριλίου.
7. Πρβ. Ματθ. 25, 35-38
8. Πρβ. Β’ Κορ. 8, 9
9. Πρβ. Εφ. 1, 7. 2, 7
10. Ο Υιός με την ενανθρώπησή του προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα με ψυχή και νου, αλλά και με όλα τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη (πείνα, δίψα, πόνο και κόπο), εκτός από την αμαρτία.
11. Πρβ. Ματθ. 25, 40
12. Πρβ. Γαλ. 3, 27
13. Πρβ. Ματθ. 25, 36
14. Χριστοί (κεχρισμένοι, από το ρ. χρίω)˙ οι εκλεκτοί του Θεού.
15. Πρβ. Εβρ. 2, 11-12
16. Α’ Κορ. 12, 27
17. Πρω. Ρωμ. 2, 6
18. Πρβ. Ιώβ 1, 21
19. Πρβ. Ρωμ. 14, 10
20. Λουκ. 12, 34
21. Πρβ. Β’ Κορ. 9, 7
22. Ματθ. 19, 29. Μάρκ. 10, 30
23. Πρβ. Ψαλμ. 2, 11
24. Πρβ. Λουκ. 9, 23
25. Πρβ. Ματθ. 7, 14
26. Αρχαίο κάλλος˙ η προπτωτική καθαρότητα και ομορφιά.
27. Ματθ. 19, 21
28. Λουκ. 21, 19
29. Ματθ. 19, 21. 16, 24
30. Ματθ. 11, 12
31. Λουκ. 13, 24. Ματθ. 7, 13
32. Λουκ. 1
33. Πράξ. 14, 22
34. Πρβ. Ματθ. 7, 13
35. Πρβ. Πράξ. 5, 1-5
36. Λιμάνι της ζωής εδώ, συνεκδοχικά, ο μοναχικός βίος.
37. Πρω. Ιω. 1, 9
38. Ματθ. 5, 8
39. Εφ. 4, 13
40. Πρβ. Λουκ. 16, 22

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.