Από τη νοερά προσευχή στην ίδρυση κοινοβίου: Ισαάκ, ο δούλος του Θεού – Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Στα πρώτα χρόνια των Γότθων ζούσε κοντά στην πόλη Σπολίτιον1 ένας άνδρας ευσεβούς ζωής, ονόματι Ισαάκ,2 ο οποίος έφθασε σχεδόν μέχρι τα τελευταία χρόνια των Γότθων. Τον γνώρισαν πολλοί από τους δικούς μας και κυρίως η ιερά παρθένος Γρηγορία, που τώρα κατοικεί στην πόλη μας Ρώμη κοντά στην εκκλησία της μακαρίας Αειπαρθένου Μαρίας.3 Αυτή στα χρόνια της νεότητάς της μνηστεύθηκε και είχε οριστεί ο γάμος της, αλλά κατέφυγε στην εκκλησία και ζητούσε την πολιτεία του μοναστικού βίου. Τότε αυτός ο άνδρας ήταν που την υπερασπίστηκε και την οδήγησε με την προστασία του Κυρίου στο σχήμα που επιποθούσε. Έφυγε από τον νυμφίο της στη γη, αξιώθηκε να έχει Νυμφίο στον ουρανό. Επίσης πολλά για τον άνδρα αυτόν πληροφορήθηκα από διήγηση του ευσεβούς πατρός Ελευθερίου,4 ο οποίος και αυτόν τον γνώρισε από κοντά, και η ζωή του παρείχε αξιοπιστία στα λόγια του.
Αυτός λοιπόν ο ευσεβής Ισαάκ δεν καταγόταν από την Ιταλία, αλλά διηγούμαι εκείνα τα θαύματά του, που έκανε εγκαταβιώνοντας στην Ιταλία. Όταν στην αρχή έφθασε από τα μέρη της Συρίας στην πόλη του Σπολιτίου, μπήκε στην εκκλησία και ζήτησε από τους φύλακες να του παραχωρήσουν την άδεια να προσεύχεται όσο θέλει και να μην τον εξαναγκάζουν να βγαίνει τις ώρες που έκλειναν. Αμέσως στη συνέχεια στάθηκε σε προσευχή, διήλθε όλη την ημέρα ευχόμενος και συνεχόμενα και την ακόλουθη νύκτα. Και τη δεύτερη μέρα μαζί με την ακόλουθη νύκτα ακούραστος επέμεινε στην ευχή. Επισυνήψε και την τρίτη μέρα πάλι με προσευχή.
Σαν το παρατήρησε αυτό ένας από τους φύλακες, φουσκωμένος με πνεύμα αλαζονείας, από εκεί που έπρεπε να ωφεληθεί, εκεί αυτός ζημιώθηκε προς το χειρότερο. Άρχισε να τον λέει υποκριτή και να τον φωνάζει «επιθέτη»,5 όπως λέει ο χυδαίος όχλος, γιατί τάχα επιδείκνυε τον εαυτό του να προσεύχεται τρεις μέρες και νύκτες μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Την ίδια ώρα έτρεξε και χαστούκισε τον άνθρωπο του Θεού, για να βγει εκείνος έξω με προπηλακισμούς, σαν υποκριτής της θεοσεβούς ζωής που ήταν. Ξαφνικά όμως εισέβαλε σε αυτόν πνεύμα τιμωρό και τον έστρωσε στα ίχνη των ποδιών του δούλου του Θεού, αρχίζοντας να κραυγάζει δια του στόματος εκείνου: «Ο Ισαάκ με εκβάλλει, ο Ισαάκ με εκβάλλει». Πρέπει να πούμε ότι κανείς δεν γνώριζε πως ονομαζόταν ο ξένος, αλλά πρόδωσε το όνομά του το πνεύμα εκείνο, δηλώνοντας με κραυγές από ποιον θα μπορούσε να εκβληθεί. Και μόλις ο άνθρωπος του Θεού έγειρε πάνω στο σώμα του ενεργουμένου, την ίδια στιγμή αποχώρησε το πονηρό πνεύμα που τον εξουσίαζε.
Αμέσως τότε κατέστη γνωστό σε ολόκληρη την πόλη τι είχε συμβεί στην εκκλησία. Άνδρες και γυναίκες, ευγενείς και αγενείς, από κοινού άρχισαν να προστρέχουν και να ανταγωνίζονται ποιος να τον αρπάξει στο σπίτι του. Άλλοι ήθελαν με ικεσίες να του προσφέρουν οικόπεδα για να κτίσει μοναστήρι, άλλοι χρήματα, άλλοι ό,τι βοηθήματα μπορούσαν. Αλλά ο δούλος του Παντοδυνάμου Κυρίου δεν δέχθηκε τίποτε από αυτά, βγήκε έξω από την πόλη, βρήκε έναν έρημο τόπο όχι μακριά από εκεί έκτισε ένα ταπεινό μικρό οίκημα.6
Καθώς πολλοί πήγαιναν σε αυτόν, από το παράδειγμά του άρχισαν να ανάβουν από πόθο της αιώνιας ζωής και δόθηκαν στην υπηρεσία του Παντοδυνάμου Κυρίου κάτω από την καθοδήγησή του. Καθώς συχνά οι μαθητές του ταπεινά τον ενοχλούσαν να δεχθεί για τις ανάγκες του μοναστηριού τα πράγματα και κτήματα που του πρόσφεραν, αυτός, επιμελής φρουρός της πτωχείας του, κρατούσε στέρεο τον λογισμό του, λέγοντας: «Μοναχός που ζητά ιδιοκτησία πάνω στη γη, μοναχός δεν είναι». Πράγματι τόσο φοβόταν μη χάσει την αμεριμνησία της πτωχείας του, όσο συνήθως φυλάγουν τα πλούτη τους, που κάποτε θα χαθούν, οι άπληστοι πλούσιοι.
Εκεί λοιπόν έλαμψε η ζωή του κατά μήκος και πλάτος σε όλους τους κατοίκους με πνεύμα προφητείας και μεγάλα θαύματα. Κάποια μέρα κατά το εσπέρας τους έβαλε να ρίξουν στον κήπο σιδερένια εργαλεία, αυτά που στον καθημερινό λόγο ονομάζουμε κασμάδες.7 Είπε στους μαθητές του: «Τόσους κασμάδες ρίξτε στον κήπο και δίχως καθυστέρηση ελάτε πίσω». Τη νύκτα εκείνη, όταν σηκώθηκε κατά τη συνήθεια μαζί με τους αδελφούς για να αναπέμψουν αίνους στον Κύριο, τους παρήγγειλε: «Πηγαίνετε και παρασκευάστε στη φωτιά προσφάγιο για τους εργάτες μας, να είναι έτοιμο πρωί – πρωί». Σαν ξημέρωσε, έβαλε να φέρουν το προσφάγιο που διέταξε, μπήκε στον κήπο μαζί με τους αδελφούς και, όσους κασμάδες είχε παραγγείλει να ρίξουν, τόσους εργάτες βρήκε να δουλεύουν εκεί. Είχαν έρθει μέσα ως κλέφτες, αλλά άλλαξε ο λογισμός τους δια του Πνεύματος, έπιασαν τους κασμάδες που βρήκαν και, από εκείνη την ώρα που μπήκαν έως ότου ήρθε σ’ αυτούς ο άνθρωπος του Κυρίου, καλλιέργησαν όλες τις πρασιές του κήπου που είχαν μείνει ακαλλιέργητες.
Μόλις μπήκε μέσα ο άνθρωπος του Κυρίου, τους λέει: «Χαρείτε, αδελφοί, πολύ κουραστήκατε, αναπαυθείτε πια». Με μιας τους μοίρασε τα τρόφιμα που είχε φέρει μαζί του, για να αναψυχθούν μετά από την κόπωση τόσης εργασίας. Όταν πια ευωχήθηκαν ικανοποιητικά, είπε: «Να μην πράττετε το κακό. Όποια φορά θέλετε κάτι από τον κήπο, να έρχεσθε στην είσοδο του κήπου, να το ζητάτε ήσυχα, να το παίρνετε με ευλογία και παρατήστε τη φαυλότητα της κλοπής». Αμέσως έβαλε να μαζέψουν λάχανα και να τους φορτώσουν. Έτσι συνέβη ώστε, αυτοί που είχαν έρθει στον κήπο με σκοπό να βλάψουν, επέστρεψαν και με την αμοιβή του κόπου τους και χορτασμένοι από εκείνον και δίχως να βλάψουν.
Άλλη πάλι φορά προσήλθαν σε αυτόν κάποιοι ξένοι ζητώντας ελεημοσύνη, με σκισμένα ιμάτια, με ράκη ριγμένα επάνω τους, έτσι ώστε έδειχναν σχεδόν γυμνοί. Όταν του ζήτησαν ιμάτια, ο άνθρωπος του Κυρίου άκουσε τα λόγια τους σιωπηλός. Κάλεσε αμέσως μυστικά έναν από τους μαθητές του και του παράγγειλε: «Πήγαινε, και στο τάδε δάσος, στον τάδε τόπο, ψάξε μέσα σε ένα δένδρο κούφιο, και τα ιμάτια που θα βρεις μέσα φέρε τα». Έφυγε ο μαθητής, αναζήτησε το δένδρο σύμφωνα με τις εντολές, βρήκε τα ρούχα και κρυφά τα έφερε στον διδάσκαλο. Παραλαμβάνοντάς τα αυτά ο άνθρωπος του Θεού τα έδειξε και τα μοίρασε στους γυμνούς ζητιάνους, λέγοντας: «Αντικρύζοντάς τα εκείνοι αναγνώρισαν αυτά που είχαν αποθέσει, κατάπιαν τη γλώσσα τους από ντροπή και, αυτοί που δολερά ζήτησαν ξένα ρούχα, σαν χαμένοι πήραν πίσω τα δικά τους.
Άλλη πάλι φορά κάποιος, παραθέτοντας τον εαυτό του στις ευχές του, του έστειλε με έναν υπηρέτη του δύο καλάθια γεμάτα τρόφιμα. Το παιδί παρακράτησε το ένα από αυτά και το απέκρυψε στο δρόμο, ενώ το άλλο το προσκόμισε στον άνθρωπο του Θεού και εξέθεσε το αίτημα εκείνου, που με το δώρο διαπιστευόταν τον εαυτό του σε αυτόν. Ο άνθρωπος του Κυρίου το δέχθηκε με προσήνεια και συμβούλευσε το παιδί: «Ευχαριστούμε. Μόνο κοίτα τη σπυρίδα που έβαλες στο δρόμο να μην τολμήσεις να την αγγίξεις απρόσεκτα, γιατί φίδι έχει μπει μέσα σε αυτήν. Να έχεις λοιπόν τον νου σου μήπως, αν θελήσεις να την σκοτώσεις απρόσεκτα, σε δαγκώσει το φίδι». Με τα λόγια αυτά το παιδί πολύ συγχύσθηκε. Αγαλλίαση βέβαια ένιωσε που γλίτωσε τον θάνατο, αλλά και κάποια θλίψη, γιατί, αν και υπέστη τιμωρία σωτήριο, ωστόσο ντροπιάστηκε. Επέστρεψε στο καλάθι, έλαβε όλα τα προφυλακτικά μέτρα με κάθε προσοχή, αλλά, όπως το προείπε ο άνθρωπος του Θεού, το φίδι ήταν ήδη μέσα.
Ήταν λοιπόν απαράμιλλα προικισμένος με τη δύναμη της εγκρατείας, περιφρόνηση των προσκαίρων, πνεύμα προφητείας, ένταση προσευχής. Ένα μόνο ήταν που έδειχνε επιλήψιμο σε αυτόν ότι ώρες – ώρες ενυπήρχε σε αυτόν τέτοια θυμηδία που, αν δεν ήταν γνωστό πως είναι γεμάτος από τόσες αρετές, με κανένα τρόπο δεν θα το πίστευε κανείς.
Μικρά ελαττώματα μέσα σε υψηλή πολιτεία.
ΠΕΤΡΟΣ. Τί να θεωρήσουμε, σε παρακαλώ, πώς είναι αυτό; Ηθελημένα αυτός χαλάρωνε τα ηνία της ευτραπελίας, ή η ψυχή του, αν και προχωρημένη σε τόσες δυνάμεις, ωστόσο πότε – πότε παρασυρόταν προς την παρούσα χαρά, παρά την αντίστασή της;
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Μεγάλη είναι, Πέτρε, του Παντοδυνάμου Θεού η οικονομία, και πολλές φορές συμβαίνει, σε αυτούς που παρέχει μεγαλύτερα δώρα, τα μικρότερα να μην τα χορηγεί. Έτσι πάντα έχει η ψυχή τους κάτι να μέμφεται τον εαυτό της, καθόσον, ενώ επιζητούν να είναι τέλειοι, δεν μπορούν. Και κοπιάζουν σε αυτό που δεν τους έχει δοθεί κι όμως παρά τους μόχθους τους δεν το κατορθώνουν. Έτσι δεν υπεραίρονται για αυτά που έχουν δεχθεί, αλλά μαθαίνοντας πως δεν έχουν από τον εαυτό τους τα μεγαλύτερα αγαθά, αυτοί που δεν μπορούν να νικήσουν στον εαυτό τους τα μικρά ελαττώματα και μηδαμινά.
Από αυτό είναι που ο Κύριος, έχοντας οδηγήσει τον λαό του στη γη της επαγγελίας, εξολόθρευσε όλους τους δυνατούς και πανίσχυρους εχθρούς του, όμως τους Φιλισταίους και τους Χαναναίους τους διαφύλαξε για αρκετό καιρό, «ώστε πειράσαι εν αυτοίς τον Ισραήλ»,8 όπως λέει η Γραφή. Πράγματι, όπως είπαμε, και σε αυτούς ακόμα που έχει χορηγήσει μεγάλα δώρα, αφήνει μερικά μικρά επιλήψιμα, για να έχουν πάντοτε εναντίον τίνος να πολεμούν. Κι όταν νικήσουν τους μεγάλους εχθρούς να μην υψώνουν τον λογισμό τους, εφόσον τους καταπονούν ακόμα οι πιο τιποτένιοι αντίπαλοι. Καταλήγει λοιπόν κατά τρόπο θαυμαστό και ο ένας και αυτός νους αναδεικνύεται και ρωμαλέος από την αρετή και αποκαμωμένος από την αδυναμία. Από τη μια μεριά είναι εδραιωμένος, από την άλλη βλέπει τον εαυτό του γκρεμισμένο. Έτσι με το αγαθό που ζητά και δεν μπορεί να φθάσει, διαφυλάσσει ταπεινά εκείνο που έχει.
Αλλά τί το θαυμαστό, που το λέμε αυτό για άνθρωπο, τη στιγμή που και εκείνος ο ουράνιος χορός είδε τους πολίτες του, ένα μέρος να υφίσταται ζημία κι ένα μέρος να στέκεται στέρεα; Τα εκλεκτά πνεύματα των αγγέλων, όταν αντίκρυσαν τους άλλους να έχουν πέσει δια της αλαζονείας, οι ίδιοι στάθηκαν τόσο ρωμαλεότερα, όσο ταπεινότερα. Για τον ουράνιο λοιπόν χορό η ίδια η ζημία του βγήκε σε όφελος, γιατί με την μερική κατακρήμνιση οικοδομήθηκε στερεότερα στο αμετακίνητο ανά τους αιώνας. Κάτι παρόμοιο ενεργείται και στην κάθε μια ψυχή: με τη διαφύλαξη της ταπεινοφροσύνης ορισμένες φορές από μια ελάχιστη ζημία διατηρεί μέγιστα κέρδη.
ΠΕΤΡΟΣ. Με αναπαύουν όσα λέγεις.
Υποσημειώσεις.
1. Και ορθότερα Σπολήτιον το σημερινό Σπολέτο, σημαντική πόλη της Ουμβρίας κοντά στην Περουσία και στη Νουρσία. Μετά το 763 έγινε έδρα του ομώνυμου δουκάτου.
2. Υπάρχει η παράδοση πως έφυγε από τη Συρία καταδιωκόμενος από τον αιρετικό Ευτυχέα. Ενταφιάστηκε στο κοινόβιό του, από όπου αργότερα έγινε ανακομιδή και μετάθεση σε εκκλησία του Σπολέτο, η οποία από τότε τιμάται στο όνομά του. εορτάζεται στο Ρωμαϊκό αγιολόγιο στις 11 Απριλίου.
3. Προφανώς η Γρηγορία κατέφυγε στη Ρώμη λόγω της εγκατάστασης των Λομβαρδών στο Σπολέτο το 573.
4. Βλ. 21,1
5. Impostor, πλάνος απατεώνας.
6. Πιθανότατα πρόκειται για το μοναστήρι του αγ. Ιουλιανού στο όρος Luco ΝΑ της πόλης, όπου και σήμερα εκκλησία του ιδίου αγίου.
7. Vangas (μτφρ. Ζαχαρ.: λιστάρια) πιθανόν και κάτι σαν πατόφτιαρα.
8. Κριταί 3, 1-4

Από το βιβλίο: Βίοι αγνώστων Ασκητών: Αγίου Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, του επικαλουμένου Διαλόγου. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις υπό Ιωάννου Ιερομ.
Εκδότης, Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης – Αγιον Ορος. Ιούνιος 2020.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.