Πλησιάζοντας το τέλος της Μ. Σαρακοστής – Χρήστου Χριστοδούλου.

Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξείδι, που προορισμός του είναι το ΠΑΣΧΑ. Πάσχα ή Φάσχα στα Εβραϊκά σημαίνει πέρασμα ή διάβαση. Ήταν για τους Εβραίους η μεγάλη εκείνη μέρα της εξόδου, από τη γη της δουλείας, την γην της Αιγύπτου, στην γη της ελευθερίας, στην γη της επαγγελίας. Το «πέρασμα της Ερυθράς θαλάσσης» έγινε με το μοναδικό εκείνο θαύμα που έκανε ο Μωυσής, χτυπώντας τη ράβδο του κάθετα επάνω στα ύδατα της θάλασσας. Τότε, ένας ισχυρός Δυτ. άνεμος χώρησε τα νερά, τα οποία άνοιξαν θαυματουργικά, και δημιουργήθηκε στερεό μονοπάτι. Από εκεί πέρασαν όλοι οι Ισραηλίτες διά ξηράς, μέχρι και τον τελευταίο. Στη συνέχεια ο Μωϋσής χτύπησε ξανά την θάλασσα, αυτή την φορά οριζόντια (δηλ. χαράσσοντας επ’ αυτής Σταυρό) και έκλεισαν τα νερά, πνίγοντας τους Αιγυπτίους που είχαν εν τω μεταξύ μπεί μέσα στην θἀλασσα με τα άρματά τους.

Για τους Χριστιανούς το Πάσχα είναι πολύ περισσότερο από μια γιορτή. Πολύ ανώτερο από την ανάμνηση ενός γεγονότος που πέρασε. Είναι το πέρασμα από μια εποχή σε μιαν άλλη. Το Πάσχα εορτάζουμε «θανάτου τήν νέκρωσιν, Ἃδου τήν καθαίρεσιν, ἂλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν…», δηλ.την κατάργηση του θανάτου και την αρχή μιας άλλης αιώνιας και ανέσπερης ζωής. Το Πάσχα είναι η αρχή μιας νέας εποχής για την ανθρωπότητα. Εποχής χαράς, χάριτος θείου ελέους και θεϊκής υιοθεσίας.

Στην αρχαία Εκκλησία, ο βασικός σκοπός της Σαρακοστής ήταν να προετοιμαστούν οι «Κατηχούμενοι» (δηλ. οι υποψήφιοι νέοι Χριστιανοί) για το βάπτισμα, που εκείνο τον καιρό γίνονταν στη διάρκεια της αναστάσιμης θείας Λειτουργίας.

Αλλά και τώρα, που η Εκκλησία δεν βαπτίζει πια τους Χριστιανούς σε μεγάλη ηλικία και ο θεσμός της κατηχήσεως έχει ατονήσει έως και εκλείψει, το βασικό νόημα της Σαρακοστής παραμένει το ίδιο. Το πέρασμα από την «παλαιά» στην «καινή» ζωή, στην νέα ζωή της Βασιλείας του Θεού. Έτσι το Πάσχα πρέπει να είναι για μας η επιστροφή, που κάθε χρόνο κάνουμε στην αρχική μας υπόσχεση, στην ανανέωση του βαπτίσματός μας. Επομένως η Σαρακοστή είναι η προετοιμασία μας γι’ αυτήν την επιστροφή. Η αργή αλλά επίμονη προσπάθειά μας να πραγματοποιήσουμε τελικά την δική μας «διάβαση», το δικό μας «Πάσχα», το δικό μας πέρασμα στην νέα «ἐν Χριστῷ» ζωή.

Πλησιάζοντας στο τέλος αυτού του ταξειδιού των επτά εβδομάδων της Μεγ. Σαρακοστής, την Ε΄ Εβδομάδα των νηστειών, η Αγία μας Εκκλησία, δίνει στους Χριστιανούς τρεις καλές ευκαιρίες να ανεφοδιαστούν, να ανασυντάξουν τις δυνάμείς τους και να ξεκινήσουν ξανά με καινούργια δύναμη, τον δρόμο προς την λαμπροφόρο Ανάσταση. Αυτοί οι πνευματικοί σταθμοί ανεφοδιασμού είναι: ο Μέγας Κανών, ο Ακάθιστος Ύμνος και η μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.

Α. Ο Μέγας Κανών

Την Πέμπτη της Ε΄ Εβδομάδος των νηστειών ψάλλουμε κατά την παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας την Ακολουθία του Μεγάλου Κανόνος του Αγίου Ανδρέου Κρήτης. Το προσωνύμιο Μέγας έχει δοθεί, διότι εκτός από το σπουδαίο περιεχόμενο ο Κανόνας έχει και μεγάλη έκταση. Διότι ενώ οι άλλοι κανόνες δεν ξεπερνούν τα 30 τροπάρια, ο Μέγας Κανών που διαβάζεται την Τετάρτη της Ε΄ εβδομάδος, περιέχει 250.

Ο ποιητής του Μεγάλου Κανόνος είναι ὁ Άγιος Ανδρέας, Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, που εορτάζεται στις 4 Ιουλίου. Ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης (ή άλλως Ιεροσολυμίτης) είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του Βυζαντίου, διάσημος κυρίως από τον Μεγάλο Κανόνα, μελωδός που συνέθεσε πλείστους όσους κανόνες, ειρμούς και ιδιόμελα τροπάρια. Υπήρξε επίσης «χαριέστατος ρήτωρ» και εγκωμιαστής της Θεοτόκου και πολλών αγίων. Γεννήθηκε στην Δαμασκό και έζησε πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και στην Γόρτυνα της Κρήτης, όπου διετέλεσε επί τριακονταετία Αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος δωδεκαμελούς ιεραρχίας. Διεκρίθη για τα φιλάνθρωπα αισθήματα και έργα του, για την δράση του ως «ορφανοτρόφος» στην Κων/λη και ανακαινιστής πολλών ιερών ναών στην Κρήτη. Κατά τόν υμνογράφο Θεοφάνη, ο οποίος έγραψε τον Κανόνα στον Άγιο Ανδρέα υπήρξε: «Σοφίας τῆς οὐρανίου γεγονώς ἒμπλεως (έχοντας γεμίσει με ουράνια σοφία), πᾱσαν τήν Οίκουμένην κατελάμπρυνεν μελωδήμασι, τόν κόσμον ἐφώτισεν ἡδυτάτοις φθόγγοις (γέμισε τον κόσμο με γλυκύτατα λόγια),
ἡδύνει (γλυκαίνει) ἑκάστοτε πάντων τάς καρδίας, ἀνυμνῶν τήν Τριάδα, Ἁγίων τά τάγματα και Παρθένον τήν ἂχραντον».

Οι βιογράφοί του αναφέρουν, ότι οι γονείς του ονομάζονταν Γεώργιος και Γρηγορία. Μέχρι της ηλικίας του εβδόμου έτους o Ανδρέας, ήταν «μουγγός» . Κατά το όγδοο έτος δια θαύματος απέκτησε ομιλία. Μετά τις στοιχειώδεις σπουδές του στην Δαμασκό, ήρθε στα Ιεροσόλυμα και υπηρετούσε στον ναό της Αναστάσεως, όπου εκάρη μοναχός επί Πατριάρχου Θεοδοσίου. Διορίστηκε Πατριαρχικός «νοτάριος» (δηλ. γραμματεύς) και μαζί με δύο άλλους πρεσβυτέρους αντιπροσώπευσε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων στην ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο (680-681) μ.Χ.). Μετά το τέλος της Συνόδου, οι άλλοι δύο πρεσβύτεροι επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα. Ο Ανδρέας παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς. Εκεί του ανέθεσαν την διοίκηση δύο ορφανοτροφείων. Παρέμεινε επί 20ετία στην πρωτεύουσα, μέχρις ότου εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Στην Κρήτη, έγινε δεκτός με μεγάλη χαρά. Αντιμετώπισε ανομβρία και λοιμό. Ίδρυσε και ανακαίνισε πολλούς ναούς.

Στήριξε τους Κρήτες σε δύσκολους καιρούς και τους ενίσχυσε ψυχικώς στην απόκρουση των Αράβων.[1] Επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη όπου έγινε αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού από τους ακροατές του. Επανερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη προείδε τον θάνατό του. Πέθανε στην Ερεσό της Λέσβου και ετάφη στον ναό της Αγίας μάρτυρος Αναστασίας.

Ο Άγιος Ανδρέας υπήρξε σπουδαίος ρήτωρ, συγγραφεύς και υμνογράφος. Ο Μέγας Κανών είναι ένα λειτουργικό ποίημα με πολλές στροφές (250 τον αριθμόν) πλούσια λυρικά στοιχεία. Είναι ένα ποίημα σπάνιας τέχνης, πλουσιότατο σε περιεχόμενο, που μοσχοβολάει το λεπτό άρωμα μιας γνήσιας πνευματικής ευωδίας. Δημιουργεί αισθήματα μετανοίας και κατανύξεως, όχι μόνο στον πνευματικό άνθρωπο αλλά και στον αδιάφορο και σκληρoκάρδιο. Τα θέματα του είναι παρμένα από όλη την Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) και βγάζει συμπεράσματα που αφορούν την σωτηρία κάθε ανθρώπου.

«Πόθεν ἂρξόμαι θρηνεῑν τάς τοῦ ἀθλίον μου βίου πράξεις; Ποίαν ὰπαρχήν ὲπιθήσω Χριστέ τῇ νῡν θρηνωδίᾳ; Ὰλλ΄ ὡς εὕσπλαχνος μοι δὸς, παραπτωμάτων ἂφεσιν» δηλ. «Από που να αρχίσω να θρηνώ, τις άθλιες μου πράξεις της ζωής μου; Καί ποιά να βάλω πρώτη, Χριστέ μου, στην τωρινή μου θρηνωδία; Όμως Εσύ ως εύσπλαχνος δώσε μου την συγχώρηση των αμαρτημάτων μου»

Ο Μέγας Κανών είναι ένας ποταμός κλαυθμού και δακρύων , που πηγάζει από την Αγία Γραφή. Δεν αφήνει σχεδόν καμία ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, από τον Αδάμ και την Εύα (της Παλ. Διαθήκης) μέχρι τους Αποστόλους (της Καινής Διαθήκης), που να μην συγκρίνει με την ζωή της ψυχής του. Άλλοτε για τις καλές πράξεις των προσώπων της Αγ. Γραφής, πως δεν τις ακολούθησε. Προτρέπει δε με ταπείνωση την κάθε ψυχή να μιμηθεί τα καλά έργα των αγίων· ¨Αλλοτε, για τις κακές πράξεις που αναφέρονται στην Αγ. Γραφή, κακίζει και ταλανίζει την ψυχή του, που τις ακολούθησε. Προτρέπει δε κάθε ψυχή σε έμπρακτη μετάνοια, δάκρυα και επιστροφή στο Θεό.

Τελειώνει με το παρακάτω κατανυκτικότατο κοντάκιό του, απευθυνόμενος στην δική του ψυχή, για να την ξυπνήσει από τον λήθαργο της ακηδίας (αδιαφορίας, αφροντισιάς):

«Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβεῖσθαι∙ ἀνάνηψον οὖν , ἳνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός, ὁ πανταχού παρών καί τά πάντα πληρῶν» δηλ. «Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω επάνω, γιατί κοιμάσαι; Το τέλος πλησιάζει και θα θορυβηθείς· ξύπνα και ανάνηψε πνευματικά, για να σε λυπηθεί ο Χριστός ο Θεός, που είναι παντού παρών και πληροί τα πάντα».

Στο τέλος κάθε στροφής του Μεγάλου κανόνα, επαναλαμβάνουμε το κατανυκτικό «εφύμνιο»: «Ἐλέησον με ὁ Θεός, ἐλεησόν με»

Β. Ο Ακάθιστος Ύμνος[1]

Μετά τον μεγάλο Κανόνα, τη Παρασκευή το βράδυ της πέμπτης εβδομάδος και το Σάββατο το πρωί ψάλλεται ολόκληρος ο Ακάθιστος ΄Υμνος. Αποτελείται από 24 οίκους (ενότητες χαιρετισμών) όσα τα γράμματα της Ελληνικής Αλφαβήτου, αρχίζοντας από το Α (Ἂγγελος πρωτοστάτης[2] οὐρανόθεν ἐπέμφθη…) έως το Ω (Ὦ Πανύμνητε μῆτερ , ἡ τεκοῦσα τῶν πάντων ἁγίων, ἁγιώτατον Λόγον).

Τόσον τα τμήματα του Ακαθίστου Ύμνου, όσον και ολόκληρος ο Ύμνος ψάλλονται μαζί με ειδικό «κανόνα» που αρχίζει με τον ειρμό «Ἀνοίξω τό στόμα μου καί πληρώ-θησεται Πνεύματος…».Ο Ακάθιστος ΄Υμνος και ο κανόνας που τον συνοδεύει, ψάλλονται στη μέση του μικρού Αποδείπνου, μια ακολουθία που λέγεται όλες τις εποχές του χρόνου μετά το δείπνο.

Ο Ακάθιστος ΄Υμνος είναι «Κοντάκιον». Κοντάκια ελέγοντο παλαιότερα, ολόκληροι ύμνοι με μία ή περισσότερες στροφές, ανάλογα προς τους κανόνες. Η ονομασία «Κοντάκιον» οφείλεται μάλλον στο κοντό ξύλο που ετυλίγετο η μεμβράνη που περιείχε τον Ύμνο.

Το πρώτο τροπάριο λέγεται «Προοίμιο», κάτι σαν πρόλογος, και τα ακολουθούντα «οίκοι», ίσως διότι όλος ο ύμνος εθεωρείτο ως σύνολο οικοδομημάτων, αφιερωμένων στη μνήμη της Παναγίας ή ενός αγίου.

Ο Ακάθιστος Ύμνος περιέχει προοίμιο και 24 οίκους. Το παλαιότερο προοίμιο του ήταν: «Τό προσταχθέν μυστικῶς …[3]» ενώ σήμερα είναι το «Τῇ ὑπερμάχω Στρατηγῷ τά νικητήρια…», το οποίον συνετάχθη μετά την σωτηρία της Πόλεως από την πολιορκία των Αβάρων και Περσών.

Η ακροστιχίδα του Ακάθιστου Ύμνου, τα πρώτα γράμματα με τα οποία αρχίζουν οι οίκοι, είναι όλο το Ελληνικό Αλφάβητο από το Α έως το Ω. έχει δύο «εφύμνια»: το «Χαῖρε νύμφη ὰνύμφευτε» και το «Ἀλληλούϊα (δηλ. αἰνεῖτε τον Κύριον)» τα οποία λέγονται εναλλάξ. Εφύμνιο είναι η τελευταία λέξη ή φράση του ύμνου, την οποία επανα-λαμβάνει ο λαός όταν οι ψάλτες ολοκληρώνουν τον ύμνο.

Ο Ακάθιστος ΄Υμνος συνετάχθη τον Ζ′ αιώνα. Δεν είναι γνωστός ο ποιητής του. Μερικοί τον θεωρούν έργο του Ρωμανού του Μελλωδού, άλλοι του Πατριάρχου Σεργίου ή του Γεωργίου Πισίδη ή άλλου άγνωστου λογίου. Αποτελεί πάντως ποιητικό αριστούργημα, μεστό όμως και υψιλών Θεολογικών εννοιών. Ονομάστηκε εκ των υστέρων «Ἀκάθιστος», διότι εψάλη σε ολονύκτια ακολουθία από όλον τον λαό «ὀρθοστάδην» μέσα στον ιερό ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κων/λη. Το ιστορικό κατά την παράδοση έχει ως εξής:

Το 626 μ.Χ η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε, από ξηράς και θαλάσσης, από τους Αβάρους και τους Πέρσες, ενώ απουσίαζε ο βασιλεύς Ηράκλειος, ο οποίος βρισκόταν σε εκστρατεία εναντίον των Περσών, στα νοτιοανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Όταν ο Ηράκλειος πληροφορήθηκε την πολιορκία της πόλεως από τα βαρβαρικά στρατεύματα έστειλε προς ενίσχυση της άμυνας της πόλεως 12.000 άνδρες από τον στρατό του, στον φρούραρχο της πόλεως Βώνο, για να υπερασπίσουν μαζί με την υπάρχουσα φρουρά την Πόλη. Ο Βώνος και ο Πατριάρχης Σέργιος εξόπλισαν και όσους εκ των πολιτών μπορούσαν να φέρουν όπλα. Η απόφαση τους ήταν να αντισταθούν μέχρις εσχάτων. Ο Πατριάρ-χης περιέτρεχε την πόλη και τα τείχη και ενεθάρρυνε τους μαχητές. Όλη η πόλη είχε εναποθέσει τις ελπίδες της στην προστάτρια της «τήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό» δηλ. την Υπεραγία Θεοτόκο.

Η πολιορκία ήταν στενή και σκληρή. Από ξηράς οι Πέρσες και από θαλάσσης οι Άβαροι, με έναν στόλο μικρών πλοιαρίων. Παρά ταύτα η Πόλη αντιστεκόταν στις επιθέσεις των πολιορκητών, αλλά και αυτοί επέμεναν στην πολιορκία αρκετούς μήνες. Έγινε εκτενής προσευχή από το λαό και «ὦ τοῦ θαύματος!» Τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου του 626 μ.Χ. ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος σηκώθηκε ξαφνικά και άρχισε να αναποδογύρισε τα πλοία των Αβάρων. Η θάλασσα γέμισε από τα πνιγμένα σώματα των πολιορκητών, Που ξεβράστηκαν έξω από την εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών. Φόβος και τρόμος έπεσε στις παρατάξεις των πολιορκητών, που αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να φύγουν άπραχτοι.

Η Πόλη είχε σωθεί. Το βράδυ όλος ο λαός συναθροίστηκε στον Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, όπου προεξάρχοντος του Πατριάρχου Σεργίου τελέστηκε ολονύκτια ευχαριστήρια ακολουθία. Όλος ο λαός «ὀρθοστάδην» έψαλλε τον Ύμνον εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον, ο οποίος έκτοτε ονομάστηκε «Ακάθιστος». Πιθανώς εκείνη την νύχτα συνετέθη το τροπάριο «τῇ Ὑπερμάχω Στρατηγῷ τά νικητήρια» με τον οποίον η «λυτρωθείσα» εκ της συμφοράς Πόλη «ἀνέγραψε τά νικητήρια» και απένειμε «ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια» στην προστάτιδα της Θεοτόκο Μαρία.

Ο κανόνας του Ακάθιστου Ύμνου «ὰνοίξω το στόμα μου…» έχει 8 ωδές και 37 τροπάρια. Είναι ποίημα του εκ Σικελίας Ιωσήφ του υμνογράφου (9ος αιώνας) και έχει ακροστιχίδα «χαρᾶς δοχεῖον, σοι πρέπει χαίρειν μόνη Ἰωσήφ».

Ο κανών αυτός είναι ωραιότατος και κατανυκτικώτατος. Εξυμνεί την «ἀειπαρθένον Θεοτόκον» με εγκωμιαστικώτατους χαρακτηρισμούς, μερικοί από τους οποίους είναι:

«Χριστοῦ βιβλον ἒμψυχον, παλάτιον τοῦ μόνου βασιλέως, θρόνος πύρινος τοῦ Παντοκράτορος, ἁγνείας θυσαύρισμα, ἡδυπνοον κρῖνον, φωτός κατοικητήριον, ἳλαστήριον τοῦ κόσμου, οὐρανῶν ὑψηλοτέρα, ἀκατανόητον βάθος, ὓψος ἂρρητον, νυμφῶνα ὁλόφωτον, πυρίμορφον ὂχημα τοῦ Λόγου, ἒμψυχον Παράδεισον, αἰτία τῆς τῶν πάντων Θεώσεως, ἂφλεκτον βάτον, ράβδον μυστικήν, στῦλον πύρινον» κ.λ.π.

Σε πολλά χριστιανικά σπίτια έχουν την καλή συνήθεια να διαβάζουν καθημερινά ή κάθε εβδομάδα τους «Χαιρετισμούς» της Παναγίας. Σε πολλά μοναστήρια τους διαβάζουν καθημερινά κατά την διάρκεια διαφόρων χειρονακτικών εργασιών (ζύμωμα, φούρνισμα άρτων, μαγείρεμα κ.λ.π.). Ας πούμε λοιπόν και εμείς ικετευτικά, στην Υπεραγία Θεοτόκο το: «Ἰδού σοι το Χαῖρε κραυγάζομεν, λιμήν ἡμῖν γενοῦ θαλαττεύουσι καί ὁρμητήριον, ἐν τῷ πελάγει τῶν θλίψεων καί τῶν σκανδάλων πάντων τοῦ πολεμήτορος» δηλ. «Να, τώρα σου απευθύνουμε το Χαίρε· γίνε για μας που ταξιδεύουμε στη φουρτούνα της ζωής λιμάνι και ορμητήριο, μέσα στο πέλαγος των θλίψεων και των εμποδίων που μας παρουσιάζει ο εχθρός της ψυχής μας».

Γ. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία

Η Εʹ Εβδομάδα των Νηστειών κλείνει με την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, η οποία εκοιμήθη εν ειρήνη την 1η Απριλίου. Οι Πατέρες όμως για πνευματικούς λόγους αφιέρωσαν στη μνήμη της την Εʹ Κυριακή των Νηστειών και την προβάλλουν ως υπόδειγμα μετανοίας..

Η ζωή της οσίας Μαρίας μοιάζει με μυθιστόρημα από τα πιο απίθανα και συγκλονιστικά. Σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τους γονείς της και ήρθε στην Αλεξάνδρεια, όπου έζησε άσωτο βίο επί 17 χρόνια[4]. Κάποτε μια συντροφιά φίλων της ξεκίνησε να πάει στα Ιεροσόλυμα, για να παρευρεθούν στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου. Αυτή από περιέργεια περισσότερο και με την προσδοκία γνωριμίας της με πολλούς νέους άνδρες, ακολούθησε και αυτή την συντροφιά. Φθάνοντας στα Ιεροσόλυμα κατευθύνθηκαν την ημέρα της εορτής, στον ιερό Ναό της Αναστάσεως και μπήκαν να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Έφθασε και η Μαρία στο κατώφλι του Ναού και θέλησε να μπει για να προσκυνήσει. Προσπαθώντας όμως να μπει στο Ναό, μια αόρατη δύναμη την εμπόδισε να εισέλθει. Δοκίμασε ξανά και ξανά χωρίς αποτέλεσμα. Η ίδια δύναμη την έσπρωχνε πίσω. ¨Ηταν φανερό ότι ο Θεός την αποδοκίμαζε.

Τότε κατενύγη. Συναισθάνθηκε την αμαρτωλότητά της και δάκρυσε. Η ψυχή της συγκλονίστηκε και πήρε την απόφαση μετανοίας και επιστροφής στο δρόμο του Θεού. Βάζοντας εγγυήτρια την Παναγία (της οποίας μια μεγάλη εικόνα φαινόταν από την είσοδο) υποσχέθηκε να αλλάξει ζωή και να μην μολύνει πια το σώμα της με αισχρές πράξεις, αλλά να ζήσει με σωφροσύνη την υπόλοιπη ζωή της.

Με αυτή την απόφαση και με την εγγύηση της Παναγίας, μπήκε στο Ναό. Παρακο-λούθησε τη λειτουργία και ζήτησε και πήρε ένα πρόσφορο. Βγαίνοντας από τον Ναό, παρακάλεσε την Παναγία να την κατευθύνει πού να πάει.¨ Ακουσε τότε μια μακρυνή αλλά καθαρή φωνή που της έλεγε : «Ἐάν τόν Ἰορδάνη περάσῃς, καλήν θά εὓρης ἀνάπαυσιν». Τηρώντας την υπόσχεσή της στην Παναγία, φεύγει από τα Ιεροσόλυμα την ίδια μέρα. Περνά τον Ιορδάνη και προχωρεί βαθειά στην έρημο. Εκεί με προσευχή και άσκηση, ζει μια ζωή σκληρότατη, απάνθρωπη αλλά συγχρόνως αγγελική μέσα στην έρημο για 47 ολόκληρα χρόνια. Στα τέλη της ζωής της συνάντησε έναν ασκητή από ένα γειτονικό μοναστήρι, τον Αββά Ζωσιμά. Αυτός μόναζε αρχικά κοντά στα Ιεροσόλυμα, αλλά ο Θεός του υπέδειξε αυτό το μοναστήρι κοντά στον Ιορδάνη. Οι μοναχοί εκεί (κατά σύσταση του Μεγάλου Ευθυμίου), είχαν την συνήθεια να φεύγουν στην έρημο, μόλις έμπαινε η μεγάλη Σαρακοστή. Εκεί περνούσαν μόνοι με τον Θεό, ζώντας ως αναχωρητές, 40 ημέρες. Το Σάββατο του Λαζάρου επέστρεφαν στο μοναστήρι
για να συμμετέχουν στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα.

Ο Αββάς Ζωσιμάς αισθάνθηκε μέσα στα φυλλώματα των θάμνων μια ανθρώπινη παρουσία. Η οσία Μαρία επειδή ήταν σχεδόν γυμνή και τα ενδύματά της είχαν σχεδόν λυώσει μετά από τόσα χρόνια στην έρημο, του ζήτησε να της πετάξει το εξώρασό του. Τυλίχθηκε σ’ αυτό και εμφανίσθηκε μπροστά του. ¨Ηταν ένα αλλόκοτο σκελετωμένο πλάσμα με τρίχες που κάλυπταν όλο το σώμα της.

Η Οσία ζήτησε από τον Αββά ευλογία αποκαλώντας τον με το όνομά του και έβαλε βαθειά μετάνοια στα πόδια του. Ο Αββάς καταλαβαίνοντας ότι έχει να κάνει με αγία, της απάντησε ότι αυτός έχει ανάγκη την δική της ευλογία. Εκείνη του απεκάλυψε ότι είναι τόσα χρόνια ιερεύς και άρα οφείλει να δώσει την ιερατική του ευλογία, όταν του την ζητάνε. Επίσης του απεκάλυψε ότι στο μοναστήρι που ζούσε τώρα, υπήρχαν πολλές προστριβές μεταξύ των μοναχών και του συνέστησε τρόπους ειρηνεύσεώς των.

Στην συνέχεια η Οσία, εξομολογήθηκε στον αββά Ζωσιμά όλη τη ζωή της και τον παρακάλεσε, όταν έλθει τον επόμενο χρόνο να φέρει μαζί του τα άχραντα Μυστήρια για να την κοινωνήσει. Ο Αββάς Ζωσιμάς παρατήρησε ότι η οσία Μαρία είχε τόσο εξαϋλωθεί ώστε υπερίπτατο του εδάφους, γνώριζε δε παρά πάσα προσδοκία την Αγία Γραφή από στήθους. Η εξομολόγησή της ήταν συγκλονιστική. Του είπε ότι επί 17 χρόνια, όσα χρόνια έζησε «ἐν πορνείᾳ» είχε φοβερούς σαρκικούς πειρασμούς, ως εάν ο διάβολος είχε πάνω της «κεκτημένα δικαιώματα». Για να αποφύγει τον πειρασμό έπεφτε μπρούμυτα καταγής με τα χέρια ανοιχτά σε σχήμα Σταυρού και παρακαλούσε με δάκρυα τον Χριστό να την λυτρώσει. Τότε αισθανόταν μπροστά της ζωντανή την παρουσία του Χριστού, που την ενεθάρρυνε να συνεχίσει τον αγώνα της. Μετά από 17 χρόνια οι πειρασμοί σταμάτησαν και η Μαρία έγινε «διδακτή Θεοῦ», διότι όπως προείπαμε έμαθε με θαυματουργικό τρόπο όλη την Καινή Διαθήκη από στήθους, χωρίς να την έχει διδαχθεί πουθενά.

Τον επόμενο χρόνο την Μεγάλη Πέμπτη, ο Αββάς Ζωσιμάς έφερε την Θεία Κοινωνία .

Φθάνοντας στον Ιορδάνη που ήταν αδιάβατος, ο Αββάς Ζωσιμάς απορούσε πώς θα περάσει αντίκρυ κρατώντας στα χέρια του τα «Τίμια Δώρα».¨Οταν ο Αββάς έφθασε στο ποτάμι είδε απέναντί του την Οσία Μαρία. Η οσία πλησίασε στην όχθη, έκανε το σημείο του Σταυρού και πέρασε περπατώντας επί των υδάτων. Αμέσως μετά η Οσία, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων. Του είπε δε «ἐάν τοῦ χρόνου μέ βρεῖς νεκρή θάψε με». Πράγματι όταν ο Αββάς Ζωσιμάς ξαναήλθε τον επόμενο χρόνο, στο ίδιο σημείο, την βρήκε νεκρή, χωρίς το σώμα της να έχει υποστεί καμμία αλλοίωση. ¨Ηταν ζεστό και εύκαμπτο ως να είχε μόλις πεθάνει. Αντί δε δυσοσμίας ανέδειδε ευωδία. Δίπλα της επάνω στο σκληρό χώμα ήταν χαραγμένες αυτές οι λέξεις: «Ἀββᾶ Ζωσιμά, θάψον ὧδε τό σῶμα τῆς ἀθλίας Μαρίας. Ἀπέθανον τήν αὐτήν ἡμέραν καθ’ ἣν εκοινώνησα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Εὒχου ὑπέρ ἐμοῦ».

¨Αλλο ένα συγκλονιστικό γεγονός σφράγισε την ζωή της Οσίας Μαρίας. Ο Αββάς Ζωσιμάς τέλεσε την νεκρώσιμη ακολουθία της Οσίας, αλλά δεν είχε κανένα σκαπτικό εργαλείο για να την θάψει και το χώμα ήταν πολύ σκληρό. Για να πάει στο μοναστήρι του χρειαζόταν οδοιπορία 20 ημερών. Τότε συνέβη το εξής καταπληκτικό. ¨Ενα μεγάλο λιοντάρι βγήκε από το πουθενά και άρχισε να σκάβει με τα νύχια του ένα λάκκο. Βοήθησε τον Αββά να τοποθετήσουν μέσα στον λάκκο το σώμα της Μαρίας. Σκέπασε το σώμα της Οσίας με το χώμα που είχε βγάλει σκάβοντας, έριξε μια τελευταία ματιά στον Αββά Ζωσιμά και χάθηκε μέσα στους θάμνους της ερήμου.

Το συναξάρι της Οσίας Μαρίας συνέταξε, σύμφωνα με την διήγηση του Αββά Ζωσιμά, ο ¨Αγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων.

Η οσία Μαρία είναι ένα συγκλονιστικό παράδειγμα μετανοίας, πνευματικού αγώνα και επικρατήσεως του θείου ελέους. Ο υπεράνθρωπος αγώνας της 47 χρόνια στην έρημο, χωρίς τροφή, χωρίς κατάλληλη ενδυμασία, έχοντας να αντιπαλαίσει με τις πιό αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες, χωρίς ανθρώπινη παραμυθία (παρηγοριά) από πουθενά, την δικαίωσε μπροστά στο Θεό. Γι’ αυτό και η Εκκλησία, στο τέλος της Αγ. Σαρακοστής την προβάλλει, ως ζωντανό αιώνιο πρότυπο και «υπόδειγμα μετανοίας».

Οι ιεροί υμνογράφοι της έχουν αφιερώσει ωραιότατα τροπάρια:002chrchr

4. «Ὑπόδειγμα μετανοίας, σέ ἒχοντες πανοσία Μαρία, Χριστόν δυσώπει, ἐν τῷ καιρῷ τῆς νηστείας, τοῦτο ἡμῖν δωρηθῆναι, ὃπως ἐν πίστει καί πόθῳ, σέ ἂσμασιν εὐφημῶμεν» δηλ.

«Υπόδειγμα μετανοίας, έχοντες εσένα πανοσία Μαρία, παρακάλει τον Χριστό, τον καιρό της νηστείας, να μας δωρήσει, με πίστη και πόθο το να σε επαινούμε με άσματα».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.Υμνολογία του Μεγάλου Κανόνος, του Ακαθίστου Ϋμνου και της εορτής της Οσίας

Μαρίας της Αιγυπτίας.

ΕΡΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Καθ. Παντελεήμονος Πάσχου (Εκδ. Αποστολικής Διακονίας)
Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ (Εκδ. Αποστολικής Διακονίας)
ΜΕΓΑΣ ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΕΚΔΗΜΟΣ, Ιερομ. Μάξιμος , Άγιο Όρος, Εκδόσεις ΦΩΣ , 1989
[1] Ο Ακάθιστος Ϋμνος είναι ένα μεγάλο λυρικό και βαθύτατα θεολογικό ποίημα, αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο. Αυτή είναι το μεγάλο «μέσον», η πιο ισχυρή «μεσιτεία» για την σωτηρία του κάθε Χριστιανού. Στον Ορθόδοξο χώρο η Παναγία, τιμάται περισσότερο από όλους τους αγίους, διότι προσέφερε στην ανθρωπότητα την μεγαλύτερη υπηρεσία. Κατέβασε τον Θεό στη γη. Η ταπεινότητα, η αγνότητα και η καθαρότητά της έγινε ο μεγάλος μαγνήτης που ήλκυσε την Θεότητα στη γη. ¨Ετσι έγινε, σύμφωνα με ένα στίχο του Ακαθίστου Ϋμνου «Κλίμαξ ἐπουράνιος δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός καί γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς προς οὐρανόν»

[2] Η σάρκωση του Υιού του Θεού, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, είναι το «ἀπ’ αἰῶνος σεσιγημένον Μυστήριον». Το Μυστήριο που γνώριζαν οι Άγγελοι «ἐν σιγῇ», αλλά δεν ήξεραν πως και πότε θα πραγματοποιηθεί, διότι δεν έπρεπε να γίνει γνωστό στις δαιμονικές δυνάμεις. Γι’ αυτό το «Μυστήριο» αυτό εμπιστεύθηκε ο Θεός μόνο στον Αρχάγγελο Γαβριήλ.

[3] Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμω• ὁ κλίνας ἐν καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῑται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοι• Ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι• Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

[4] Η παράδοση διασώζει ότι η Μαρία δεν κέρδιζε χρήματα από την πορνεία. «Συνευρίσκετο» με νέους άνδρες κάνοντας «το κέφι» της. Εν τούτοις ο Θεός την αποδοκίμασε. Ο Θεός απαγορεύει και αποδοκιμάζει την «πορνεία» με χρηματισμό η όχι, διότι αυτή η πράξη υποβιβάζει το ανθρώπινο πρόσωπο σε αντικείμενο.

[1] Εξόριστοι Άραβες εξ Ισπανίας (αλ-Άνταλους), τη δεκαετία του 820. κατέλαβαν την Κρήτη από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και απέκρουσαν αρκετές απόπειρες ανάκτησής του, μέχρι την τελική ανακατάληψη του νησιού από τον Νικηφόρο Φωκά το 961. Στα 135 χρόνια της ύπαρξης του, η οποία χαρακτηρίζεται και ως Αραβοκρατία της Κρήτης, το εμιράτο αποτελούσε έναν από τους βασικότερους εχθρούς του Βυζαντίου.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Ιερός Ναός Αγίου Ελευθερίου Γκύζη

Κατηγορίες: Άρθρα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.