Γιατί στην Θεία Λειτουργία της Αναστάσεως του Κυρίου διαβάζεται το θεολογικό Ευαγγέλιο; – Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Και αυτή είναι η αληθινή αιτία για την οποία την μεγάλη Κυριακή του Πάσχα, δηλαδή την Ανάστασι, διαβάζεται το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο που περιέχει την υψηλή θεολογία και το αξίωμα της θεότητος του Θεού Λόγου˙ για να αποδειχθή δηλαδή με αυτό, ότι ο Υιός του Θεού σε όλη τηνπερίοδο της ζωής του και ιδιαίτερα τον καιρό του πάθους και του θανάτου και της ταφής του, χρησιμοποίησε τόση συγκατάβασι και τόσο πολύ εκενώθηκε από την δόξα του, όπως είπε ο θεολόγος Γρηγόριος (Λόγ. εις τα Θεοφάνεια) και ταπεινώθηκε για την ανθρώπινη αγάπη, ώστε φάνηκε σχεδόν ότι βγήκε από τον εαυτό του και από το αξίωμα της οικίας θεότητος.

Όταν όμως αναστήθηκε, επανήλθε στον εαυτό του και αποκατέστησε το πρότερο αξίωμα της θεότητός του, διότι αυτή η ανάστασι εκ νεκρών ήταν ενέργεια του παντοδυνάμου κράτους και του αξιώματος της θεότητος. Και αυτό δηλώνοντας ο Παύλος έλεγε: «Σύμφωνα με την ενέργεια της ισχυρής Του δυνάμεως, την οποία έδειξε ενεργά στο Χριστό (ο Πατήρ δηλαδή), όταν Τον ανέστησε από τους νεκρούς και Τον κάθισε στα δεξιά Του στα επουράνια» (Εφεσ’. 1, 19). Και αλλού: «Γιατί αν και σταυρώθηκε εν αδυναμία, ζη όμως με την Δύναμι του Θεού» (Β’ Κορ. 13, 4). Γιατί μέσω της αναστάσεως, το σώμα του Κυρίου που πριν υπέφερε, έγινε απαθές και από φθαρτό έγινε άφθαρτο και αυτό που έγινε άδοξο λόγω του πάθους και του θανάτου και χωρίς να έχη είδος, λαμπρύνθηκε, ωραιοποιήθηκε και δοξάσθηκε με την δόξα της καθ’ υπόστασι ενωμένης σε αυτόν θεότητας.

Γιατί ο θεάνθρωπος Ιησούς πριν την ανάστασι λέει: «Δόξασέ με, (ως άνθρωπο δηλ.), δόξασέ με Πατέρα πλησίον σου με την δόξα που είχα μαζί σου (ως Θεός δηλ.), πριν να υπάρξη ο κόσμος» (Ιωάν. 17, 5). Ο Κύριος θέλοντας να δείξη ότι αυτή την δόξα την έλαβε μετά την ανάστασι, είπε στους μαθητές του μετά την ανάστασί του: «Μου δόθηκε πλήρης εξουσία στον ουρανό και την γη» (Ματθ. 28, 18). Αυτή δηλαδή την εξουσία που είχε ως Θεός και δημιουργός των πάντων, αυτήν έλαβε και κληρονόμησε και ως άνθρωπος, όχι όμως πριν την ανάστασι, αλλά μετά την ανάστασι. Γι’ αυτό και ο Παύλος θέλει την υπερύψωσι του θείου αυτού ονόματος και το υπέρ όλων όνομα να τα έλαβε ο Ιησούς όχι πριν το πάθος και την ανάστασι, αλλά μετά. Γιατί αφού είπε για αυτό προηγουμένως: «Και αφού κατά το σχήμα βρέθηκε ως άνθρωπος, ταπείνωσε τον εαυτό του γινόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρικού»˙ και ύστερα προσθέτει: «Γι’ αυτό ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε ως όνομα, το ανώτερο από κάθε άλλο όνομα» (Φιλιπ. 2, 8).

Και πότε τον βλέπουμε έτσι δοξασμένο αυτόν, Παύλε; Είναι φανερό ότι τον βλέπουμε έτσι μετά το πάθος και την ανάστασι, γιατί έτσι ο ίδιος ο Ιησούς το βεβαίωσε λέγοντας στον Κλεόπα και σε αυτόν που ήταν μαζί του: «Δεν έπρεπε ο Χριστός να πάθη όλα αυτά και να εισέλθη στην δόξα του;» (Λουκ. 24, 26). Και αυτό το φανέρωσαν και οι φωνές των αγγέλων και των τεσσάρων ζώων και των πρεσβυτέρων, τις οποίες άκουσε ο θεολόγος Ιωάννης στην Αποκάλυψι, μέσω των οποίων φώναζαν τα εξής: «Άξιο είναι το Αρνίο που είχε σφαγιασθή, να λάβη τη δύναμι και τον πλούτο, τη σοφία και την ισχύ, την τιμή και την δόξα και την ευλογία» (Αποκαλ. 5, 12). Και πότε έγινε άξιος να τα λάβη αυτά; Μετά την ταφή και την ανάστασι. Και γενικά μέσω της αναστάσεως το σώμα του Κυρίου έγινε κατάλληλο, ώστε να φανερωθούν μέσω αυτού και σε αυτό τα θεοπρεπή καυχήματα1 και το αξίωμα της θεότητος και η δόξα˙ αυτά δεν ήταν δυνατόν να φανερωθούν πριν την ανάστασι μέσω αυτού, επειδή ήταν παθητό και φθαρτό λόγω της οικονομίας, μολονότι ήταν θεωμένο από αυτή τη
σύλληψι, εξ αιτίας της καθ’ υπόστασιν ενώσεως.

Και αυτό βεβαιώνοντας και αλλού ο ίδιος θείος Γρηγόριος Νύσσης έλεγε:

«Επειδή η θεοδόχος σάρκα ήταν όχι από άλλο, αλλά από το δικό μας υλικό και η οποία μέσω της αναστάσεως ανυψώθηκε στην θεότητα» (Κεφ. λβ’ του κατηχητικού).

Το μυστήριο της ενσαρκώσεως είναι ακατάληπτο.

Και για να μιλήσω με συντομία, είναι αδύνατον ο νους του ανθρώπου να μην θαυμάση και να μην αισθανθή πνευματική αγαλλίασι όταν στοχασθή˙ α), ότι το φοβερό μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως είναι ακατάληπτο, όχι μόνο σε όλους τους σοφούς του κόσμου και στους νηπίους και ατελείς εν Χριστώ ανθρώπους, αλλά ακόμη και σε αυτούς που πλέον υψηλούς και οξύνοες και τελείους άνδρες και στους μεγάλους θεολόγους, που είναι όμοιοι ως προς τα πνευματικά χαρίσματα με αυτόν τον μέγα Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, τον μεγαλύτερο από όλους όσους γεννήθηκαν από γυναίκες. β’) Ότι αυτό είναι ακατάληπτο, όχι μόνο στην κατώτερη και περικόσμια ιεραρχία των Αρχών, των Αρχαγγέλων και των Αγγέλων˙ όχι μόνο στη μέση των Κυριοτήτων, των Δυνάμεων και των Εξουσιών˙ αλλά και σε αυτή που είναι άμεση σχετικά με τον Θεό και ανώτατη ιεραρχία των Θρόνων, των Χερουβίμ και Σεραφίμ˙ και σε αυτούς ακόμη τους πρεσβύτατους και πρώτιστους Νόες στην υπέρτατη ιεραρχία.

Και γ’) ότι αυτό το μυστήριο πρόκειται να μείνη ακατάληπτο και ακατανόητο, όχι μόνο στον παρόντα αιώνα αλλά και σε όλους τους ατελείωτους αιώνες των αιώνων˙ επειδή και ο ακριβής τρόπος και λόγος για τον οποίο έγινε, πρόκειται να είναι πάντοτε απόκρυφος και αφανέρωτος σε όλους μαζί τους μακαρίους τόσο αγγέλους όσο και ανθρώπους, καθώς όλα αυτά τα βεβαιώνουν τα πνευματοκίνητα και αδιάψευστα στόματα των ιερών θεολόγων.

Γιατί το α’ το επικυρώνει ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος, λέγοντας: «Τί είναι λοιπόν το κορδόνι του υποδήματος, το οποίο δεν λύνεις εσύ που βαπτίζεις τον Ιησού; Ίσως ο λόγος της ελεύσεως και της σάρκας, του οποίου ούτε το ακρότατο σημείο είναι εύκολα αντιληπτό, όχι μόνο στους σαρκικούς και νηπίους εν Χριστώ, αλλά ούτε και σε αυτούς που ομοιάζουν στο πνεύμα με τον Ιωάννη» (Λόγος στα Επιφάνεια). Και το β’ το επικυρώνει ο εξοχώτατος ανάμεσα στους θεολόγους Διονύσιος, λέγοντας: «Αλλά το πιο σημαντικό σε όλη την θεολογία, δηλαδή η θεοπλαστία του Ιησού σύμφωνα με μας, είναι και ανέκφραστη με κάθε λόγο και άγνωστη σε κάθε νου, ακόμη και στον πρώτο από τους ανωτάτους αγγέλους» (Περί θείων ονομ. κεφ. β’). Και στην προς Γάϊο επιστολή λέει: «Απόκρυφος είναι ο Χριστός και μετά την φανέρωσί του, ή για να εκφρασθώ θειότερα, και μέσα στην φανέρωσι. Διότι αυτό το μυστήριο του Ιησού είναι κρυμμένο και δεν εκφράζεται με κανένα λόγο και καμμία νόησι, αλλά και προφερόμενο μένει άρρητο και νοούμενο μένει άγνωστο».

Και το τρίτο το βεβαιώνει ο φερώνυμος και στα αλήθεια μέγιστος στην θεολογία Μάξιμος λέγοντας κάπως έτσι: «Το μέγα μυστήριο της ενανθρωπήσεως, παραμένει πάντοτε μυστήριο˙ όχι μόνο γιατί φανερώνεται ανάλογα με την δύναμι όσων σώζονται από αυτό, κρύβει μυστικό βάθος μεγαλύτερο από ό,τι φανερώνεται˙ αλλά γιατί και αυτό που φάνηκε μένει τελείως απόκρυφο και δεν μπορεί να γνωρισθή με κανένα τρόπο όπως είναι… Γιατί ο Θεός που είναι πολύ πιο πάνω από κάθε υπερουσιότητα… Και ως φιλάνθρωπος, από την ουσία των ανθρώπων έγινε αληθινά άνθρωπος, με τρόπο που υπερβαίνει τον άνθρωπο, εξακολουθεί για πάντα να έχη αφανέρωτο τον τρόπο του πως έγινε άνθρωπος, γιατί έγινε άνθρωπος με τρόπο που υπερβαίνει τον άνθρωπο» (Κεφ. ιβ’ της γ’ εκατοντ. Των θεολογικών). Γι’ αυτό είχε δίκιο ο ιερός Αυγουστίνος να θεολογή γι’ αυτό το υψηλό μυστήριο και στο α’ μέρος των ζητημάτων να πη, ότι ο Θεός όντας παντοδύναμος, έχει την δύναμι να κάνη άλλα τελειότερα κτίσματα, εκτός όμως από αυτά τα τρία, τα οποία δεν δέχονται ούτε αύξησι ούτε
προσθήκη˙ δηλαδή την ενανθρώπησι του Ιησού Χριστού˙ την Θεομητορική αξία της Παρθένου Μαρίας και την δόξα των μακαρίων.

Ω, μυστήριο, το πιο θαυμαστό από όλα τα μυστήρια! Ας ντρέπωνται λοιπόν αυτοί που δεν δέχονται το αειπάρθενο της Θεοτόκου Μαρίας!

Ο άνθρωπος πρέπει να μελετά τα μυστήρια του Κυρίου.

Γι’ αυτό αγαπητέ, συνήθισε τον νου σου να μελετά και να στοχάζεται τους λόγους αυτού του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Και σε πληροφορώ, ότι δεν πρόκειται να λείψουν ποτέ από αυτόν το υλικό και οι αφορμές για πνευματικές ηδονές και ολόκληρες πανηγύρεις˙ τέτοιες ηδονές και πανηγύρεις δοκίμαζε και εκείνη η θεολογική ψυχή του Γρηγορίου και για αυτό έλεγε: «Πόσες πανηγύρεις σε εμένα από το κάθε μυστήριο του Χριστού! Και από όλα αυτά, ένα είναι το πιο σημαντικό, η δική μου τελείωσι και ανάπλασι και η επάνοδος προς τον πρώτο Αδάμ» (Λόγος εις τα Θεοφάνεια). Σκέψου λοιπόν τον γλυκύτατο Ιησού, πότε ως βρέφος να εναπόκειται στη φάτνη˙ πότε να βαστάζεται από τον Συμεών˙ τη μια στιγμή να βαπτίζεται από τον Ιωάννη στον Ιορδάνη και να ομολογήται από τον Πατέρα και ύστερα να θαυματουργή και να μεταμορφώνεται στο Όρος και να λάμπη περισσότερο και από τον ήλιο˙ και ύστερα να κηρύσση το Ευαγγέλιο της σωτηρίας˙ και άλλοτε να εμπαίζεται και να πάσχη, να υβρίζεται και να κρεμιέται γυμνός από τον σταυρό και να
καλύπτεται στον τάφο ως νεκρός και άλλοτε να ανασταίνεται και να αναλαμβάνεται στους ουρανούς και να κάθεται στα δεξιά του Πατρός γιατί έτσι σε συμβουλεύει να κάνης και ο Θεολόγος, λέγοντας: «Όδευε άμεμπτα μέσα από όλες τις ηλικίες του Χριστού και τις δυνάμεις σαν μαθητής του Χριστού» (Λόγος στα Θεοφάνεια). Και ο άγιος Ισαάκ: «Να συνηθίζης πάντοτε τον νου σου να μελετά τα μυστήρια της οικονομίας του Σωτήρα» (επιστολή δ’ σελ. 566).

Υποσημείωση.

1. Όσο βέβαια ήταν δεκτικό. Γιατί το σώμα του Κυρίου δεν έγινε μετά την ανάστασι και άκτιστο και απερίγραπτο. Και για να το πω σύντομα μαζί με τον σοφό Νικηφόρο Βλεμμίδη: «Το ανθρώπινο του Ιησού, μετείχε σε όσα από τα θεία καυχήματα ήταν δεκτικό από αυτό τον λόγο εξ αιτίας της ενώσεως και εξ αιτίας της οποίας είναι σεπτό και άξιο προσκυνήσεως˙ σε όσα όμως δεν ήταν δεκτικό δεν μετείχε για να γνωρίζουμε από εδώ και το διαφορετικό των φύσεων του Χριστού και το μοναδικό του προσώπου» (Λόγος περί πίστεως).

Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.