Η δύση ενός ακόμα δικαίου και το τέλος του κόσμου – Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.

Σάγκτουλος, πρεσβύτερος στην επαρχία της Νουρσίας.

Πριν από σαράντα περίπου ημέρες είδες κοντά μου τον ευσεβούς ζωής πρεσβύτερο, ονόματι Σάγκτουλο, που μνημόνευσα παραπάνω,1 ο οποίος συνήθιζε να έρχεται σε μένα από την επαρχία της Νουρσίας μια φορά το χρόνο. Αλλά πριν από τρεις ημέρες ήρθε κάποιος μοναχός από αυτή την επαρχία, ο οποίος με πλήγωσε από θλίψη με τη βαριά είδηση που ανήγγειλε, πως αυτός ο άνδρας εκοιμήθη. Αν και δεν αναπολώ τη γλυκύτητα αυτού λοιπόν του ανδρός δίχως αναστεναγμούς, τουλάχιστον διηγούμαι χωρίς ενδοιασμό τις δυνάμεις του, τις οποίες πληροφορήθηκα από ιερείς γείτονές του, προικισμένους με θαυμαστή φιλαλήθεια και απλότητα. Και καθώς ανάμεσα σε ψυχές που αγαπώνται αμοιβαία η οικειότητα της αγάπης παρέχει μεγάλο θάρρος, έτσι κι αυτός πολλές φορές, εξωθημένος από μένα, με τη γλυκύτητά του αναγκαζόταν να ομολογεί κάποια ελάχιστα από αυτά που είχε πράξει.

Μια φορά κάποιοι Λογγοβάρδοι πατούσαν την ελιά στο ελαιοτριβείο για να τρέξει το λάδι. Αυτός, όμως είχε πάντα ευφροσύνη και στο πρόσωπο και στην ψυχή, έφερε έναν άδειο ασκό στο πατητήρι και με χαρούμενο πρόσωπο χαιρέτησε τους Λογγοβάρδους που εργάζονταν, παρουσίασε το ασκί και, πιο πολύ διατάζοντας παρά ζητώντας, τους είπε να του το γεμίσουν. Αλλά οι εθνικοί άνδρες εκείνοι, επειδή ολόκληρη τη μέρα ήδη είχαν εργασθεί και δεν μπορούσαν με το άλεσμα να βγάλουν λάδι από τις ελιές,2 δέχθηκαν με δυσφορία τα λόγια του και τον άρχισαν στις βρισιές. Ο άνθρωπος του Θεού με ακόμη πιο χαρούμενο πρόσωπο απάντησε: «Αντίθετα, να εύχεσθε για μένα. Γεμίστε αυτό το ασκί για τον Σάγκτουλο, και τότε αυτός θα φύγει από εσάς να γυρίσει πίσω». Καθώς εκείνοι δεν έβλεπαν λάδι να κυλάει από τις ελιές και είχαν τον άνθρωπο του Θεού να επιμένει να του γεμίσουν το ασκί, νευρίασαν με σφοδρότητα και άρχισαν να τον αποπέμπουν με ακόμη μεγαλύτερες λοιδορίες.

Ο άνθρωπος του Θεού, βλέποντας πως με κανένα τρόπο δεν έβγαινε λάδι από το πιεστήρι, ζήτησε να του δώσουν νερό, το οποίο μπροστά στα μάτια όλων το ευλόγησε και το έρριξε με τα ίδια του τα χέρια στο πιεστήρι. Με την ευλογία αυτή αμέσως ξέσπασε τέτοιος καταρράκτης λαδιού, που οι Λογγοβάρδοι, οι οποίοι προηγουμένως για πολλή ώρα μάταια είχαν κοπιάσει, γέμιζαν όχι μόνο όλα τα δικά τους τα αγγεία, αλλά επίσης και το ασκί που είχε φέρει ο άνθρωπος του Θεού. Του έδιναν τις ευχαριστίες τους, γιατί, αυτός που είχε έρθει για να ζητήσει λάδι, ο ίδιος έδωσε με την ευλογία του αυτό που παρακαλούσε.

Άλλη πάλι φορά είχε ενσκήψει παντού σφοδρή πείνα3 και συγχρόνως η εκκλησία του μακαρίου μάρτυρος Λαυρεντίου είχε εμπρησθεί από τους Λογγοβάρδους.4 Ο άνθρωπος του Θεού, επιθυμώντας να την ανακαινίσει, προσέλαβε πολλούς τεχνίτες κι ακόμη περισσότερους εργάτες ως βοηθούς τους. Ήταν συνεπώς αναγκαίο να χορηγείται το καθημερινό ανάλωμα στους εργαζόμενους χωρίς αναβολή, αλλά κάτω από την πίεση των δυσχερειών εκείνης της πείνας, έλειψε το ψωμί. Άρχισαν οι εργάτες επίμονα να ζητούν τα προς το ζην, γιατί από την ασιτία δεν είχαν πια δυνάμεις να δουλέψουν. Ακούγοντάς το αυτό ο άνθρωπος του Θεού, εξωτερικά τους παρηγόρησε υποσχόμενος αυτό που τους έλειπε, αλλά εσωτερικά ο ίδιος ανησυχούσε σοβαρά, μη έχοντας τη δυνατότητα να παράσχει την τροφή που υποσχόταν.

Εκεί που βάδιζε πέρα – δώθε ανήσυχος, έφθασε σε ένα φούρνο, στον οποίο την προηγούμενη μέρα είχαν ψήσει ψωμί γυναίκες της γειτονικής περιοχής. Εκεί έσκυψε για να δει, μήπως τυχόν είχε ξεμείνει από τις ζυμώτριες κανένα ψωμί, όταν ξαφνικά βρήκε πράγματι ένα ψωμί θαυμαστού μεγέθους και ασυνήθιστης λευκότητας. Το πήρε βέβαια, αλλά δεν θέλησε να το παρουσιάσει στους τεχνίτες, μήπως τυχόν ήταν ξένο και με πρόφαση ευσπλαγχνίας διαπράξει αμάρτημα. Το περιέφερε λοιπόν στις γειτόνισσες γυναίκες, το έδειξε σε όλες και ρώτησε μήπως είχε ξεμείνει από καμμιά από αυτές. Αλλά όλες, όσες είχαν φουρνίσει την προηγούμενη μέρα, είπαν πως δεν ήταν δικό τους και βεβαίωσαν πως είχαν πάρει από τον φούρνο τα δικά τους ψωμιά σε ακέραιο αριθμό.

Τότε χαρούμενος ο άνθρωπος του Κυρίου πήγε στους πολυάριθμους τεχνίτες με το ένα αυτό ψωμί. Τους παρότρυνε να αποδώσουν ευχαριστίες στον Παντοδύναμο Θεό, τους ανακοίνωσε πως Εκείνος τους χορήγησε την αννώνα5 τους και τους κάλεσε αμέσως για τράπεζα, όπου τους παράθεσε το ψωμί που είχε βρει. Αφού έφαγαν μέχρι κορεσμού και χόρτασαν πλήρως, μάζεψε περισσεύματα κλασμάτων από το ψωμί6 περισσότερα από όσο ήταν αρχικά το ίδιο. Αυτά την άλλη μέρα πάλι τους τα έβαλε στην τράπεζα, αλλά η ποσότητα από τα νέα κλάσματα που περίσσευσαν ξεπερνούσε και τα ίδια τα κλάσματα που είχαν παρατεθεί.

Το αποτέλεσμα ήταν πως για δέκα μέρες όλοι εκείνοι οι τεχνίτες και οι εργάτες χόρταιναν από εκείνο το μοναδικό ψωμί. Το έτρωγαν κάθε μέρα, και κάθε μέρα περίσσευε από αυτό, αυτό που ήταν να φαγωθεί την αυριανή μέρα, θαρρείς και τα κλάσματα του ψωμιού εκείνου με το φάγωμα αύξαναν και τα στόματα των συνδαιτημόνων αναπαρήγαγαν την τροφή.

ΠΕΤΡΟΣ. Θαυμαστό γεγονός και εξαιρετικά εκπληκτικό, σύμφωνα με το πρότυπο του Δεσποτικού θαύματος.7

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Έθρεψε, Πέτρε, πολλούς με ένα ψωμί δια του δούλου Του, ο Ίδιος που χόρτασε αυτοπροσώπως πέντε χιλιάδες ανθρώπους με πέντε ψωμιά. Ο Ίδιος που λίγους κόκκους σπόρων τους πολλαπλασιάζει σε παραγωγή καρπών. Ο Ίδιος που και τους ίδιους τους σπόρους παρήγαγε από τη γη και επίσης δημιούργησε τα πάντα εκ του μηδενός.8

Αλλά για να μη θαυμάζεις περισσότερο καιρό τι έκανε εξωτερικά με τη δύναμη του Κυρίου ο αξιοσέβαστος άνδρας Σάγκτουλος, άκου τι λογής υπήρξε με τη δύναμη του Κυρίου εσωτερικά.

Κάποια μέρα ένας αιχμάλωτος διάκονος εκρατείτο δεμένος από τους Λογγοβάρδους, κι αυτοί που τον είχαν πιάσει σκεπτόντουσαν να τον εκτελέσουν. Σαν βράδιασε η μέρα, ο άνθρωπος του Θεού Σάγκτουλος ζήτησε από αυτούς τους Λογγοβάρδους να τον ελευθερώσουν χαρίζοντάς του τη ζωή. Αυτοί αρνήθηκαν κατηγορηματικά πως μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Σαν διαπίστωσε πως είχαν αποφασίσει τον θάνατό του, ζήτησε να του τον παραδώσουν για να αναλάβει αυτός την φρούρησή του. Αμέσως του απάντησαν: «Σου τον δίνουμε βέβαια να τον φρουρήσεις, αλλά αφού θέσουμε τον εξής όρο: αν αυτός δραπετεύσει, θα πεθάνεις εσύ αντ’ αυτού». Ο άνθρωπος του Κυρίου το δέχθηκε πρόθυμα και ανέλαβε τον διάκονο με εγγύηση τον εαυτό του.

Τα μεσάνυκτα, σαν είδε όλους τους Λογγοβάρδους βεβαρημένους με ύπνο βαθύ, τον ξύπνησε και του λέει: «Σήκω και φύγε γρήγορα. Ο Παντοδύναμος Θεός να σε ελευθερώσει». Αλλά ο διάκονος δεν ξέχασε την υπόσχεση εκείνου που του απάντησε: «Να φύγω, πάτερ, δεν μπορώ, γιατί αν φύγω εγώ, δεν υπάρχει αμφιβολία πως αντί για μένα θα πεθάνεις εσύ ο ίδιος». Ο άνθρωπος του Κυρίου Σάγκτουλος τον βίασε να φύγει, λέγοντας: «Σήκω και πήγαινε. Ο Παντοδύναμος Θεός να σε γλυτώσει. Γιατί εγώ στα χέρια Του βρίσκομαι. Τόσο μπορούν να κάνουν σε μένα, όσο ο Ίδιος επιτρέψει». Έφυγε λοιπόν ο διάκονος κι απόμεινε στη μέση σαν απατημένος ο εγγυητής του.

Το πρωί ήρθαν οι Λογγοβάρδοι που του είχαν δώσει για φρούρηση τον διάκονο, και ζήτησαν αυτόν που του παρέδωσαν. Ο αξιοσέβαστος πρεσβύτερος απάντησε πως δραπέτευσε. Τότε του λένε: «Ξέρεις ο ίδιος καλύτερα ποια είναι η συμφωνία». Και ο δούλος του Κυρίου σθεναρά είπε: «Ξέρω». Του λένε: «Είσαι καλός άνθρωπος. Δεν θέλουμε να πεθάνεις με χίλια δυο βασανιστήρια. Διάλεξε μόνος σου τι θάνατο θέλεις». Ο άνθρωπος του Κυρίου τους απάντησε: «Στα χέρια του Θεού βρίσκομαι. Σκοτώστε με με όποιον θάνατο επιτρέψει Αυτός να σκοτωθώ». Τότε φάνηκε καλό σε όλους τους Λογγοβάρδους που παρευρισκόντουσαν εκεί να τον αποκεφαλίσουν, για να του τερματίσουν τη ζωή με σύντομο θάνατο και χωρίς βαριά βασανιστήρια.

Σαν μαθεύτηκε πως ο Σάγκτουλος που έχαιρε μεγάλης τιμής ανάμεσά τους λόγω του σεβασμού που προκαλούσε η αγιότητά του, επρόκειτο να εκτελεσθεί, συγκεντρώθηκαν όλοι οι Λογγοβάρδοι που βρέθηκαν στον τόπο εκείνο, για να παρακολουθήσουν χαρούμενοι, σύμφωνα με την υπερβολική ωμότητα που τους διακρίνει, το θέαμα της εκτελέσεως. Τα αγήματά τους λοιπόν σχημάτισαν κύκλο, ο άνθρωπος του Κυρίου οδηγήθηκε στη μέση και από όλους τους δυνατούς άνδρες επιλέχτηκε ένας, για τον οποίο δεν υπήρχε αμφιβολία πως με ένα κτύπημα θα έκοβε το κεφάλι του.

Όταν οδηγήθηκε ο αξιοσέβαστος άνδρας ανάμεσα στους ενόπλους, κατέφυγε αμέσως κι αυτός στο δικό του όπλο: ζήτησε να του δοθεί η άδεια να προσευχηθεί λιγάκι. Του παραχωρήθηκε αυτό και προσέπεσε στη γη και προσευχήθηκε. Καθώς προσευχόταν κάπως περισσότερη ώρα, ο διαλεγμένος εκτελεστής τον έσπρωξε με τη μύτη του ποδιού για να σηκωθεί, λέγοντας: «Σήκω, γονάτισε και τέντωσε τον λαιμό». Σηκώθηκε ο άνθρωπος του Κυρίου, έκλινε τα γόνατά του, τέντωσε τον λαιμό του. Αλλά, έχοντας εκτείνει τον αυχένα του και παρατηρώντας το σπαθί να βγαίνει από τη θήκη για αυτόν, λέγεται πως αυτό μόνο φωναχτά είπε: «Άγιε Ιωάννη,9 υποδέξου το».

Τότε ο διαλεγμένος δήμιος, κρατώντας το γυμνωμένο ξίφος, με όλη του τη δύναμη σήκωσε ψηλά τον βραχίονά του για να κτυπήσει, αλλά με κανέναν τρόπο δεν μπόρεσε να τον κατεβάσει: ξαφνικά ξεράθηκε και απόμεινε ο βραχίονας αλύγιστος με το σπαθί ορθωμένο στον ουρανό.10 Τότε όλο το πλήθος των Λογγοβάρδων, που παρευρισκόταν για το θέαμα εκείνο της εκτελέσεως, μεταστράφηκε σε εύνοια και αίνους κι άρχισε να θαυμάζει και να σέβεται με φόβο τον άνθρωπο του Κυρίου, γιατί φάνηκε πράγματι καθαρά ποιας αγιωσύνης ήταν αυτός, που έδεσε στον αέρα τον βραχίονα του δημίου του.

Τον παρακάλεσαν να σηκωθεί και σηκώθηκε. Τον παρακάλεσαν και να θεραπεύσει τον βραχίονα του δημίου του, αλλά αρνήθηκε λέγοντας: «Εγώ με κανένα τρόπο δεν πρόκειται να προσευχηθώ για αυτόν, αν δεν μου δώσει όρκο προηγουμένως, πως με το χέρι αυτό δεν θα σκοτώσει ποτέ άνθρωπο χριστιανό». Ο Λογγοβάρδος αυτός, ο οποίος είχε χάσει το χέρι του, για να το πούμε έτσι, με το να το σηκώσει εναντίον του Θεού, εξαναγκασμένος από την τιμωρία του υποσχέθηκε να ορκισθεί πως ποτέ δεν θα σκοτώσει άνθρωπο χριστιανό. Τότε ο άνθρωπος του Κυρίου παρήγγειλε: «Κατέβασε κάτω το χέρι». Αμέσως το κατέβασε. Χωρίς καθυστέρηση πρόσθεσε: «Ξαναβάλε το ξίφος στη θήκη». Κι αμέσως το ξανάβαλε.

Αποκτώντας όλοι λοιπόν επίγνωση πόσης δυνάμεως υπήρχε ο άνθρωπος, ήθελαν, συναγωνιζόμενοι αναμεταξύ τους, να του προσφέρουν ως δώρο βόδια και υποζύγια, τα οποία είχαν αρπάξει σε λεηλασίες. Αλλά ο άνθρωπος του Κυρίου αρνήθηκε να δεχθεί τέτοιο δώρο, παρά ζήτησε για δώρο μια καλή ανταμοιβή: «Εάν θέλετε να μου κάνετε κάποια χάρη, χαρίστε μου όλους τους αιχμαλώτους που έχετε, για να έχω αιτία να προσεύχομαι για εσάς». Έτσι και έγινε: «Όλοι οι αιχμάλωτοι απολύθηκαν μαζί του και κατ’ οικονομίαν της άνωθεν Χάριτος, προσφέροντας προς θάνατον τον εαυτό του ο ένας χάριν ενός, λύτρωσε από τον θάνατο πολλούς.

ΠΕΤΡΟΣ. Θαυμαστό γεγονός, και παρόλο που και ο ίδιος το έμαθα από άλλους, ωστόσο πραγματικά ομολογώ πως, κάθε φορά που μου το διηγούνται, το νιώθω σαν καινούριο.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Μην απορείς σε τίποτα για τον Σάγκτουλο στο περιστατικό αυτό, αλλά υπολόγισε, αν μπορείς, τι λογής ήταν εκείνο το πνεύμα του, το οποίο κράτησε τον λογισμό του τόσο απλό και τον ανύψωσε σε τέτοια κορυφή δυνάμεως. Πού υπήρξε η ψυχή του, όταν τόσο σθεναρά αποφάσισε να πεθάνει για τον πλησίον του και χάριν της πρόσκαιρης ζωής ενός αδελφού αψήφησε τη δική του και τέντωσε τον αυχένα του κάτω από το ξίφος; Ποιά δύναμη αγάπης κυρίευσε εκείνη την καρδιά, που για τη σωτηρία ενός πλησίον δεν φοβήθηκε τον δικό της θάνατο;

Γνωρίζουμε μετά βεβαιότητος πως αυτός ο ευσεβής άνδρας Σάγκτουλος δεν ήξερε καλά – καλά ούτε αυτά τα γράμματα της αλφαβήτου. Τα πράγματα του νόμου δεν τα γνώριζε, αλλά, επειδή «πλήρωμα νόμου η αγάπη»,11 τήρησε ολόκληρο το νόμο με την αγάπη του Θεού και του πλησίον, και αυτό που δεν ήξερε εξωτερικά με την θεωρία, το ζούσε μέσα του με την αγάπη. Δεν είχε ίσως ποτέ διαβάσει αυτό που είπε ο Απόστολος Ιωάννης για τον Σωτήρα μας: «Ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν αυτού έθηκε, ούτω και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι».12 Εν τούτοις είχε επίγνωση του τόσο υψηλού αυτού αποστολικού προστάγματος με την πράξη μάλλον παρά με τη θεωρία.

Ας συγκρίνουμε, αν θέλεις, εκείνου την σοφή άγνοια με αυτή την δική μας άσοφη γνώση, που έρπει η δική μας μόρφωση και που πετάει η δική του. Εμείς μιλάμε για αρετές, όντας κενοί, και, σαν κατά κάποιο τρόπο να βρισκόμαστε ανάμεσα σε καρποφόρα δέντρα, οσφραινόμασετ τα φρούτα, μα δεν τα τρώγουμε. Εκείνος είχε μάθει να δρέπει τους καρπούς των αρετών, παρόλο που δεν ήξερε να τους οσφραίνεται με τα λόγια.

Ο θάνατος των δικαίων.

ΠΕΤΡΟΣ. Πώς το εξηγείς αυτό, σε παρακαλώ, ότι δηλ. οι αγαθοί άνδρες όλο και αναπαύονται, και αυτοί που θα μπορούσαν να ζήσουν προς οικοδομήν πολλών, είτε είναι εντελώς αδύνατο να βρεθούν, είτε είναι βέβαιο πως οπωσδήποτε σπανίζουν.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Είναι αντάξιο της πονηρίας αυτών που παραλείπονται στη ζωή το ότι αυτοί που θα μπορούσαν να ωφελήσουν συγχωρούνται σύντομα και, καθώς πλησιάζει το τέλος του κόσμου, οι εκλεκτοί παίρνονται, για να μη δουν χειρότερα. Πάνω σε αυτό πράγματι λέγει ο προφήτης: «Ο δίκαιος απώλετο, και ουδείς εκδέχεται (διαλογίζεται) τη καρδία˙ και άνδρες ελέους αίρονται, και ουδείς κατανοεί».13

Για αυτό πάλι είναι γραμμένο: «Ανοίξατε, ίνα εξέλθωσιν οι καταπατούντες αυτήν˙ άρατε εκ της οδού τους λίθους»14

Επί τούτου και ο Σολομών: «Καιρός του βαλείν λίθους και καιρός του συναγαγείν λίθους».15 Καθόσον λοιπόν επείγεται το τέλος του κόσμου, τόσο είναι ανάγκη να συναχθούν οι ζωντανοί λίθοι16 για την ουράνια οικοδομή, ούτως ώστε να αυξηθεί η δική μας Ιερουσαλήμ στα μέτρα της ολοκληρωμένης κατασκευής της. Ούτε όμως πιστεύουμε πως θα παρθούν όλοι οι εκλεκτοί, ώστε να απομείνουν στον κόσμο μόνο οι διεστραμμένοι, γιατί ποτέ δεν θα μπορούσαν οι αμαρτωλοί να επιστρέψουν στον θρήνο της μετανοίας, αν δεν υπήρχαν καθόλου παραδείγματα αγαθών ανδρών, τα οποία να ελκύσουν τον νου τους.

ΠΕΤΡΟΣ. Άδικα παραπονούμαι που συγχωρούνται οι καλοί, εφόσον βλέπω να χάνονται σωρηδόν και οι κακοί.

Υποσημειώσεις.

1. 15, 1
2. Προφανώς λόγω ξηρασίας οι ελιές ήταν αδύνατες. Οι σιτοδείες, όπως ξαναείπαμε, αποτελούν φαινόμενο κλασσικό για την Κεντρική και Νότια Ιταλία της εποχής.
3. ΙΙ, 21, 1
4. Η Λομβαρδική εισβολή συνέπεσε με πείνα στα χρόνια 571 -574. Πιθανόν, ο εν λόγω ναός να μην ήταν μέσα στην ίδια την πόλη 9ελλείπουν μαρτυρίες), αλλά κάπου γενικότερα στην ομώνυμη επαρχία.
5. Βλ. ΙΙ, 8 σημ. 4.
6. Ιωάν. 6, 12
7. Ματθ. 14, 13-21
8. Γενεσ’. 1, 1-31
9. Εννοεί τον άγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο που και αυτός αποκεφαλίσθηκε, αλλά και που τον είχαν σε ιδιαίτερα μεγάλη ευλάβεια οι Λομβαρδοί.
10. Πρβλ. Γ’ Βασιλειών 13, 4-6
11. Ρωμ. 13, 10
12. Α’ Ιωάν. 3, 16
13. Ησαΐας 57, 1
14. Ιερεμ. 27 (Μασ’ 50), 26
15. Εκκλησιαστής 3, 5
16. Α’ Πέτρου 2, 5.

Από το βιβλίο: Βίοι αγνώστων Ασκητών: Αγίου Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, του επικαλουμένου Διαλόγου. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις υπό Ιωάννου Ιερομ.
Εκδότης, Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης – Αγιον Ορος. Ιούνιος 2020.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.