Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου – κατηχήσεις. Λόγος 27-ος: Να μην αμελούμε για την εργασία των εντολών του Θεού.

Για το να μην αμελούμε για την εργασία των εντολών του Θεού, ούτε και να καταφρονούμε έστω και μία και μόνο απ’ αυτές, αλλά να αγωνιζόμαστε να τηρούμε όλες συγχρόνως, για να μην αποκλεισθούμε ως καταφρονητές έξω από τον νυμφώνα.1 Και για το να υπομένουμε με γενναιότητα τους πειρασμούς.

Αδελφοί και πατέρες, δεν ακούτε τον Κύριο και τους αποστόλους του, που φωνάζουν: «Αν κάποιος τηρήσει ολόκληρο το νόμο αλλά παραβεί σε ένα, έχει γίνει ένοχος σε όλα»;2 Και αλλού: «Αυτός, που αγωνίζεται, εγκρατεύεται σε όλα»;3 Και για να κάνει σαφέστερο αυτό που λέει, προσθέτει: «Απ’ αυτό που έχει νικηθεί κάποιος, σ’ αυτό και έχει υποδουλωθεί».4 Ώστε, αδελφοί, εκείνος που υποδουλώνεται σε ένα και οποιοδήποτε πάθος, απ’ αυτό το πάθος και εξουσιάζεται και δεν μπορεί να υπακούει στις εντολές του Κυρίου˙ διότι, πώς μπορεί να υπακούει, εφόσον εξουσιάζεται από ξένο δεσπότη; Γιατί όμως δεν αντιλαμβανόμαστε εμείς από μόνοι μας το αληθινό νόημα των δεσποτικών και αποστολικών λόγων, κατανοώντας το καλά απ’ αυτά που βλέπουμε;
Διότι βλέπουμε ότι δεν λέγεται ότι σώθηκαν αυτοί που ταξιδεύουν στο πέλαγος, αν διανύσουν τόσα και τόσα στάδια,5 και έπειτα, πλησιάζοντας κάπου προς το λιμάνι, βουλιάξουν, αλλά λέγεται ότι σώθηκαν αυτοί που έφθασαν στο λιμάνι και πάτησαν στη στεριά. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν λέγεται ότι σώθηκαν και έφθασαν σ’ εκείνη την πόλη, προς την οποία βάδιζαν, αυτοί που οδοιπορούν και βιάζονται να φθάσουν σε κάποια πόλη, αν περάσουν αυτό το ποτάμι και διαβούν αυτό το βουνό και αποφύγουν στο διάβα τους εκείνους τους ληστές, συναντήσουν ωστόσο μετά απ’ αυτά κάποιον άλλο κακούργο ή θηρίο, και κατασπαραχθούν από εκείνο, ή και πέσουν σε κάποιο λάκκο και πνιγούν, αλλά λέγεται ότι σώθηκαν εκείνοι που απέφυγαν με τη βοήθεια του Θεού κάθε πειρασμό και κάθε θανατηφόρο κίνδυνο. Αλλά, ούτε και αυτοί! Διότι, αν μετά τη διαφυγή από όλους τους κινδύνους αδιαφορήσουν ή ραθυμήσουν, και τους πιάσει η νύχτα, και κλείσουν οι πύλες της πόλης, και βρεθούν έξω απ’ αυτή, δεν γνωρίζουν τι θα φέρει η ερχόμενη μέρα.
Να θεωρήσεις λοιπόν σαν πόλη τη βασιλεία των ουρανών, σαν νύχτα το θάνατο του καθενός μας και σαν ερχόμενη μέρα την παρουσία του Κύριου και Θεού μας, που είναι η μέρα της κρίσης. Αυτός λοιπόν που δεν φρόντισε να προφθάσει να βρεθεί στην ίδια τη βασιλεία των ουρανών, όσο ακόμη βρίσκεται στη μέρα αυτής της ζωής, αλλά θα βρεθεί κατά την έξοδο της ψυχής του έξω από τη βασιλεία, σ’ αυτόν έρχεται η νύχτα του θανάτου, και δεν γνωρίζει κατά την ερχόμενη μέρα της κρίσης τι άραγε θα του συμβεί˙ αν δηλαδή θα του επιτραπεί να μπει στη βασιλεία ή όχι. Αλλά και το ζαρκάδι, ή το ελάφι, ή κάποιο άλλο απ’ αυτά τα ζώα, δεν λέμε ότι ξέφυγε τον κίνδυνο και σώθηκε, όταν ξεφύγει απ’ αυτό ή από εκείνο τον κυνηγό ή τον σκύλο, ή όταν ξεπεράσει αυτή ή εκείνη την παγίδα, αλλά παγιδευτεί από κάτι άλλο και πέσει στα χέρια τους, αλλά λέμε ότι ξέφυγε και σώθηκε εκείνο που δεν παγιδεύτηκε διόλου και δεν κρατήθηκε από κάποιο δόκανο. Να θεωρήσεις λοιπόν σαν κυνηγούς επίσης τους πονηρούς δαίμονες και σαν σκυλιά τους πλανεμένους και ψευδοδιδασκάλους, που ενώ είναι διεφθαρμένοι και κακοί, φροντίζουν όχι να διορθώσουν τους εαυτούς τους, αλλά να διδάσκουν τους άλλους˙ αυτούς πρέπει να τους λογαριάζουμε σαν σκύλους που γαυγίζουν, αλλά και κάτι τέτοιους να τους αποφεύγουμε, επειδή με τα λόγια τους δαγκώνουν και κατασπαράζουν τα πρόβατα του Χριστού και τα παραδίδουν στα χέρια των κυνηγών. Να θεωρήσεις επίσης σαν ληστές τους πονηρούς και αισχρούς λογισμούς, που ορμούν αιφνιδιαστικά στον αγωνιστή, και ή τον κάνουν να φύγει και να αποκοπεί από την αδελφότητα, νομίζοντας ότι θα σώσει τον εαυτό του, ή, αφού τον κρατήσουν με την ασχολία του νου του μ’ αυτούς και τον δέσουν και τον σφάξουν γερά με τις συγκαταθέσεις του προς αυτούς, τον χτυπούν κατά κάποιο τρόπο με τους ερεθισμούς και τις κινήσεις της σάρκας, και τον σύρουν με τη δύναμή τους, δια μέσου της παράλογης επιθυμίας, και τον ρίχνουν στο λάκκο της αμαρτίας και στον γκρεμό της διάπραξής της.
Πρέπει λοιπόν, από τη μία, να αποφεύγουμε με όλη τη δύναμή μας όλες τις κακές πράξεις, από την άλλη, να ασχολούμαστε συγχρόνως με όλα τα καλά έργα, και να κάνουμε τις εντολές του Θεού με θερμό πόθο και με κάθε προθυμία, και να μην καταφρονούμε καμία εντολή, ακόμη και την τυχαία, σαν ελάχιστη.6 Διότι εκείνος που λέει: «Μακάρι να μην είχα διαπράξει αυτό εδώ το κακό, να μην είχα διαπράξει αυτό εδώ το αμάρτημα, επειδή αυτό ή εκείνο το κακό δεν είναι τίποτε», ανατρέπει φανερά όλες μαζί τις εντολές του Θεού και αντιτίθεται σ’ αυτές.
Σκέψου, άνθρωπε, ένα πολύτιμο σκεύος φτιαγμένο από όλες τις εντολές του Θεού, όπως από την πίστη, από το φόβο του Θεού, από την ταπείνωση, από την αποφυγή του ανώφελου λόγου, από την υπακοή ως το θάνατο, από την αποκοπή του θελήματος και της κίνησης που υπάρχει μέσα στην καρδιά, από την αδιάκοπη μετάνοια και την κατάνυξη, από την ακατάπαυστη προσευχή, από την προσοχή των ματιών, από την απαλλαγή από την προσκόλληση προς τον πλησίον και από την ίση αγάπη προς όλους, από την αφιλαργυρία και τη σωφροσύνη, από την ελπίδα στον Θεό και από την τέλεια αγάπη, από όλες τις άλλες αρετές, που συνδέονται μ’ αυτές. Διότι κάθε μία απ’ αυτές, σαν να είναι από μόνη της ένα έλασμα, άλλη χρυσό, άλλη ασημένιο, άλλη χάλκινο, άλλη από πολύτιμο πετράδι, και οι άλλες, στη συνέχεια, από διάφορα άλλα υλικά, με το να είναι δηλαδή ενωμένες με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και συγκολλημένες και συναρμολογημένες όλες μεταξύ τους σε ένα, κάνουν τον άνθρωπο, όπως έχει ειπωθεί, ένα χρήσιμο σκεύος,7 μέσα στο οποίο αποθηκεύεται η χάρη του Θεού σαν καινούργιο κρασί.8
Πες μου λοιπόν, αν λείψει μία από όλες τις αρετές, που είπαμε, από τις οποίες και με τις οποίες συναποτελέσθηκε και συναρμολογήθηκε το σκεύος, άραγε ο Θεός θα ανεχθεί να βάλει εντελώς μέσα σ’ αυτό ένα από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, αν και φαίνεται ότι είναι πολύ μικρό το κενό από το έλασμα, που πράγματι λείπει, από το μέρος δηλαδή εκείνης της μίας αρετής; Με κανένα τρόπο! Διότι, στάζοντας ανεπαίσθητα από τη μικρή εκείνη οπή, θα χυθεί οπωσδήποτε το κρασί που αποθηκεύθηκε μέσα.
Πώς λοιπόν εμείς και χωρίς να έχουμε πολλές αρετές, που δεν αποκτήσαμε τον άφθαρτο και ανεξάντλητο πλούτο τους από την εργασία των εντολών, νομίζουμε τους εαυτούς μας με τα λίγα κατορθώματά μας, και αυτά διαχωρισμένα μεταξύ τους από τις αμαρτίες μας, ότι είμαστε σκεύη τέλεια και ολόκληρα, και θεωρούμε ότι έχουμε βαθιά μέσα μας σαν θησαυρό το Άγιο Πνεύμα; Αλλά πράγματι, όπως λέει ο απόστολος, πλανηθήκαμε με τους μάταιους λογισμούς μας, και σκοτίσθηκε η ασύνετη καρδιά μας, και ενώ ισχυριζόμαστε ότι είμαστε σοφοί, γίναμε μωροί.9 Διότι, αν και ο θείος Παύλος φωνάζει, «Ο Θεός που είπε να λάμψει από το σκοτάδι φως, αυτός έλαμψε σαν φως μέσα στις καρδιές μας»,10 και, «Έχουμε αυτό το θησαυρό μέσα σε πήλινα σκεύη»,11 ωστόσο σκεύη λέει τα δικά μας σώματα˙ όπως λέει και αλλού, «Δεν γνωρίζετε ότι τα σώματά σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, που κατοικεί μέσα σας, και ότι δεν ανήκετε στους εαυτούς σας;»12˙ και με το να τα πει πήλινα, υπαινίχθηκε την αδυναμία της φύσης μας.
Αυτά λοιπόν τα σώματα, χάρη στην ακατανίκητη δύναμη του θησαυρού, που υπάρχει μέσα τους, είναι άθραυστα και αδιάσπαστα. Γι’ αυτό και ο Παύλος, προσθέτοντας , λέει: «Για να φανεί δηλαδή ότι η υπερβολική δύναμη δεν προέρχεται από μας, αλλά από τον Θεό».13 Και για να το κάνω αυτό πιο φανερό σ’ εσάς, αυτό που λέει σημαίνει το εξής: «Να μη νομίσεις ότι από σένα ασφαλίζεται και φυλάγεται ο θησαυρός, που υπάρχει μέσα σου, αλλά, μάλλον, ότι εσύ ο ίδιος φυλάγεσαι από το θησαυρό, που υπάρχει μέσα σου˙ για να είσαι χρήσιμο σκεύος για τον Θεό.14 Και το θαυμαστό λοιπόν είναι ότι, και αν ακόμη το σκεύος δεν συντριβεί από μας, αλλά από κάποιους άλλους εχθρούς, ο θησαυρός μένει απείραχτος, ενώ το σκεύος γίνεται ισχυρότερο και ασφαλέστερο από την ενέργεια του θησαυρού˙ διότι ο Θεός είναι ο θησαυρός». Γι’ αυτό ο ίδιος απόστολος λέει σχετικά μ’ αυτό: «Όλα μπορώ να τα κάνω χάρη στον Χριστό, που με δυναμώνει».15
Αλλά πρόσεχε πως ο απόστολος μ’ αυτά τα λόγια λέει παντού ότι η Τριάδα είναι αχώριστη και μένει μέσα μας. «Ο Θεός» λέει, «που είπε να λάμψει από το σκότος φως, αυτός έλαμψε», το Άγιο Πνεύμα δηλαδή, «μέσα στις καρδιές μας»16˙ Έτσι είπε και ο Κύριος: «Και εγώ θα σας στείλω άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αληθείας».17 Και ακόμη ο ίδιος απόστολος λέει: «Έχουμε αυτό το θησαυρό μέσα σε πήλινα σκεύη»,18 δηλαδή μέσα σε σάρκινες καρδιές. Θέλοντας μάλιστα να σου δείξει το θησαυρό, ότι δεν είναι κάποιος άλλος απ’ αυτόν που έλαμψε, αλλά ότι είναι ομότιμος και ομοούσιος μ’ αυτόν, πρόσθεσε, «για να φανεί ότι η υπερβολική δύναμη δεν είναι από μας, αλλά από τον Θεό»,19 αυτόν που με την έλλαμψη του Πνεύματος δηλαδή κατοίκησε μέσα μας. Αυτό λοιπόν είναι ο θησαυρός, η Αγία Τριάδα˙ ο οποίος συγκρατείται από μας, όπως έχει ειπωθεί, με την ακριβή φύλαξη όλων των εντολών, και συγκρατεί όλους εμάς με τη δική του φιλανθρωπία και δύναμη και χάρη, με το να διατηρεί και να διαφυλάττει εμάς άτρωτους και αλύγιστους και ασάλευτους από παντού˙ και αν εμείς, ως αδύναμοι και ασταθείς, παραλείψουμε κάτι λίγο ή σφάλλουμε, ο ίδιος ο θησαυρός κάνει να το αντιληφθούμε αμέσως, και μας ενώνει και μας συνδέει με τον εαυτό του, και αναπληρώνει τις ελλείψεις μας, και μας στερεώνει, και μας κάνει πιο σταθερούς.
Γι’ αυτό λοιπόν σας παρακαλώ, εν Χριστώ αδελφοί, να παρουσιασθείτε στον Κύριο άψογοι από κάθε αμαρτία, φέροντας μαζί σας τη φύλαξη όλων των σωτήριων εντολών του. Διότι ο τεχνίτης Θεός Λόγος, λαμβάνοντας έτσι τις εντολές αυτές, σαν κάποιο δηλαδή υλικό ανάμικτο από χρυσό και ασήμι και πολύτιμα πετράδια, θα τις ενώσει ο ίδιος όλες μαζί και θα μας κάνει μ’ αυτές χρήσιμα σκεύη.20 Αλλά ας προσέξουμε να μη συμβεί, ώστε άλλες εντολές να τις παρουσιάσουμε σ’ αυτόν και άλλες να τις παραλείψουμε˙ ούτε όταν προσφέρουμε όλες τις εντολές, να φανούμε στον Δεσπότη Χριστό και Θεό αμελείς και καταφρονητές, έστω και για μία και μόνο εντολή, για να μην οργισθεί και απορρίψει από μας και εκείνες τις άλλες και προστάξει να μας βγάλουν έξω από τον νυμφώνα.21 Αν μάλιστα πάθουμε αυτό, δεν θα μας ωφελήσει έπειτα διόλου και αν ακόμη χτυπήσουμε τη θύρα και πούμε: «Κύριε, Κύριε, άνοιξέ μας»22˙ διότι θα πει σ’ εμάς: «Φύγετε μακριά από μένα! Διότι δεν σας γνωρίζω,23 ούτε ως πιστούς, ούτε ως υπάκουους και εκπληρωτές της προσταγής μου ως το θάνατό σας. Γι’ αυτό, απομακρυνθείτε από μένα».
Αυτά λοιπόν, γνωρίζω, ότι θα τα ακούσω πρώτος εγώ, ο τιποτένιος και πανάθλιος, επειδή δεν έχω κάνει ούτε μία εντολή του Θεού μου. Έπειτα θα τα ακούσουν και όσοι, όπως εγώ, είναι ανυπάκουοι και παραβάτες των εντολών του Θεού, αυτοί δηλαδή που λένε με ανόητο λογισμό: «Μακάρι να μην είχα πορνεύσει! Διότι το να ορκισθεί κάποιος δεν είναι τίποτε. Μακάρι να μην είχα μοιχεύσει! Διότι το να κλέψει κάποιος έναν μικρό νόμισα ή ένα κομμάτι ψωμί, ποια αμαρτία είναι;» Έπειτα θα τα ακούσουν ακόμη αυτοί που λένε: «Μακάριος θα ήμουν, αν δεν είχα παρασυρθεί από τα αισχρά και απαγορευμένα κακά της αρσενοκοιτίας! Διότι το να λοιδορήσει κάποιος ή να φθονήσει, το να περιπαίξει ή να περιγελάσει, ποιά αμαρτία είναι;» Ακόμη, θα τα ακούσουν αυτοί, που, επειδή είναι καθαροί από τις σαρκικές πράξεις της αμαρτίας, νομίζουν τους εαυτούς τους σαν αγγέλους του Θεού, και που ανόητα έχουν μεγάλη ιδέα για τους εαυτούς τους, δεν δίνουν όμως σημασία στις ψυχικές αρετές και στα πάθη, αλλά και καταφρονούν όλες τις άλλες εντολές του Κυρίου και δεν ασκούν βία στους εαυτούς τους για την εκπλήρωσή τους, και επιπλέον αποφεύγουν και κάθε κοπιαστική πράξη και ταλαιπωρία για χάρη της εντολής του Θεού και ζουν αδιάφορα.
Ποιά δηλαδή ωφέλεια υπάρχει, αδελφοί, να αποφεύγουμε την πορνεία και την άλλη σωματική ακαθαρσία, αλλά να επιδιώκουμε τη δόξα και να επιθυμούμε τα υλικά πράγματα; Διότι η μία καταστρέφει το σώμα, η άλλη καταστρέφει την ψυχή. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η δόξα των ανθρώπων και η αγάπη της μας κάνει, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, άπιστους. «Πώς μπορείτε» λέει, «να πιστεύετε, αφού δέχεσθε δόξα ο ένας από τον άλλο, και δεν ζητάτε τη δόξα, που προέρχεται από τον μόνο Θεό;»24 Ποια μάλιστα ωφέλεια υπάρχει να είναι κάποιος καθαρός από την αρσενοκοιτία, αλλά να λειώνει από το φθόνο και το μίσος και τη ζήλεια εναντίον του πλησίον του; Διότι το μίσος προς τον αδελφό κάνει αυτόν που το έχει φονιά˙ «διότι αυτός που μισεί τον αδελφό του», λέει ο απόστολος, «είναι φονιάς».25 Άλλωστε ο αρσενοκοίτης και ο φονιάς τιμωρούνται κατά τους ιερούς κανόνες με μία και την ίδια τιμωρία,26 και αν μείνουν αμετανόητοι, γίνονται υπόδικοι για την αιώνια κρίση. Και ποια η ωφέλεια, αν δεν μεθά κάποιος με κρασί, αλλά χλευάζει τον αδελφό του; Διότι, σύμφωνα με τον θείο απόστολο, απομακρύνονται και οι δύο από τη βασιλεία των ουρανών. «Διότι μην πλανάσθε», λέει, «ούτε πόρνοι, ούτε αρσενοκοίτες», και προσθέτει, «ούτε μέθυσοι, ούτε χλευαστές, ούτε άρπαγες, θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού».27 Και ποια ωφέλεια, πες μου, υπάρχει από τη νηστεία, αν δεν τη συνοδεύει η πραότητα; Και ποια είναι η ωφέλεια από την πραότητα, αν αυτή έχει ως αποτέλεσμα τον όλεθρο της ψυχής και την παράβαση μίας συγκεκριμένης εντολής του Θεού; Διότι, όπως ακριβώς αυτός, που αντιστέκεται σ’ εκείνον, που τον χτύπησε, και ανταποδίδει το χτύπημα, προσβάλλει τον ίδιο τον Θεό, που είπε: «Σ’ εκείνον που χτύπησε το ένα μάγουλό σου, στρέψε του και το άλλο»28˙ έτσι και αυτός, που ανέχεται με μακροθυμία εκείνον που βλασφημεί τον Θεό, αμαρτάνει στον Θεό, που ο βλάσφημος βλασφημεί, επειδή ευχαριστείται από τη βλασφημία μαζί με τον βλάσφημο, και συμφωνεί μαζί του με την αδικαιολόγητα μακροθυμία που δείχνει.
Γιατί, αδελφέ, παίρνεις θάρρος από την υπακοή, εφόσον υποδουλώνεσαι στη γαστριμαργία; «Διότι», λέει, «κανένας δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους»29˙ είναι αδύνατο δηλαδή ο δούλος της κοιλιάς να γίνει δούλος του Θεού. Γιατί καυχάσαι για την πολλή μελέτη των Ψαλμών, εφόσον ο νους σου ρεμβάζει και δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία αυτών που λέγονται; Αν πάλι δείχνεις γι’ αυτό το λόγο αμέλεια στα διακονήματα, που σου ανατέθηκαν, και στις εργασίες του μοναστηριού, που προστάχθηκαν σ’ εσένα από τον ηγούμενο, εγώ βέβαια δεν λέω τίποτε, εσύ όμως γνωρίζω ότι έχεις ακούσει τη θεία Γραφή, που λέει: «Είναι καταραμένος καθένας που κάνει τα έργα του Κυρίου με αμέλεια».30 Γιατί στηρίζεσαι στον κόπο που κάνεις για τα σωματικά έργα, εφόσον αμελείς την εσωτερική εργασία; Δεν ακούς τον Παύλο, που λέει: «Η σωματική άσκηση είναι ωφέλιμη για λίγο, η ευσέβεια όμως είναι ωφέλιμη παντού;»31 Ποια ωφέλεια άλλωστε υπάρχει, αν κατορθώσει κάποιος κατά δύο, αλλά κατακρίνει τους συντρόφους του, ή και τους αδελφούς που ζουν μέσα στον κόσμο; «Διότι», λέει, «με όποιο κριτήριο κρίνετε, θα κριθείτε, και με όποιο μέτρο μετράτε, θα μετρηθείτε και εσείς».32 Εκείνος όμως που κατόρθωσε και όλα όσα αναφέραμε, και ούτε έκανε κάποιο από τα απαγορευμένα, ούτε κατέκρινε τους αμελείς αδελφούς, αλλά στον καιρό της δοκιμασίας, όταν επιτεθούν σ’ αυτόν οι εμπτυσμοί και τα ραπίσματα και οι προσβολές, δεν θα τα υποφέρει αυτά ατάραχα, ή, όταν ταραχθεί η καρδιά του, δεν θα προφέρει άπρεπο λόγο, αλλά αντίθετα θα δείξει γενικά με την εξωτερική έκφραση του προσώπου του ότι η ορμή της ψυχής του κινήθηκε προς την οργή και θα απαντήσει με λόγο προσβλητικό ή θα κάνει κάτι άλλο, για να αμυνθεί, αυτός πώς θα τολμήσει γενικά να ονομάσει τον εαυτό του δούλο και μιμητή του Δεσπότη του και όχι μάλλον εντελώς εχθρό του.
Οι φίλοι του Θεού λοιπόν και εκείνοι που τον αγαπούν, έχοντάς τον μέσα τους σαν ασύλητο θησαυρό των αγαθών, αποδέχονται με ανέκφραστη χαρά και ευχαρίστηση αυτές τις προσβολές και ταπεινώσεις, νιώθοντας με ειλικρινή διάθεση υπερβολική αγάπη προς εκείνους, που δείχνουν σ’ αυτούς αυτή τη συμπεριφορά και κάνουν αυτά, σαν σε ευεργέτες. Αυτοί όμως που λένε, «Κατά τον καιρό της φιλονεικίας και της διαμάχης θυμώνουμε βέβαια και οργιζόμαστε ως άνθρωποι, και κάποιες φορές και αμυνόμαστε στους αδελφούς με λόγια, ακόμη και με έργα, ύστερα όμως δεν έχουμε στην ψυχή μας καμία έχθρα εναντίον τους, αλλά τα αφήνουμε όλα, και μάλιστα, θα βάλουμε και μεταξύ μας μετάνοια», μοιάζουν κατά τη γνώμη μου με άγραφη πινακίδα, όπου ο εχθρός και πολέμιος των ψυχών μας γράφει με τα χέρια των ίδιων, όταν βρει ευκαιρία, τα κακά και ανόσια προστάγματά του και φεύγει, οι ίδιοι όμως, αν και εξαλείφουν τα όσα έγραψαν, παρακινημένοι από τον πονηρό, δεν αποφασίζουν να γράψουν στη θέση τους τα προστάγματα του Χριστού, ώστε, όταν έρθει ο εχθρός, να βρει γραμμένες πλάκες των καρδιών τους, και να απομακρυνθεί νικημένος και ντροπιασμένος, απεναντίας ο καθένας απ’ αυτούς, αφήνοντας από οκνηρία και ραθυμία άγραφες αυτές τις πλάκες, όταν ο Κύριος στείλει σε κάποιον απ’ αυτούς να γράψει τα δικά του προστάγματα, εκείνοι γράφουν αμέσως με προθυμία τα προστάγματα του εχθρού˙ και τα πικρά βέβαια και θανατηφόρα τα δέχονται, ενώ τα ζωοποιά και γλυκύτερα από το μέλι33 τα απομακρύνουν από τους εαυτούς τους.
Ο Κύριος Ιησούς και Θεός μας λοιπόν, που δεν έκανε κανένα αμάρτημα, υπέμεινε χτυπήματα, ώστε οι αμαρτωλοί που τον μιμούνται να μη λάβουν μόνο άφεση των αμαρτημάτων τους, αλλά και να γίνουν για την υπακοή τους συμμέτοχοι στη θεότητά του˙ και για εκείνον που δεν δέχεται να κάνει αυτό με ταπεινή καρδιά, επειδή ντρέπεται να μιμηθεί τα πάθη του Δεσπότη, θα ντραπεί και ο Χριστός μπροστά στους αγγέλους34 και μπροστά στον Πατέρα του, που βρίσκεται στους ουρανούς.35 Αυτό που λέμε σημαίνει το εξής: ενώ δηλαδή εκείνος ήταν Θεός, έγινε για χάρη μας άνθρωπος˙ δέχθηκε ραπίσματα, δέχθηκε εμπτυσμούς και σταυρώθηκε, ώστε να διδάσκει κατά κάποιο τρόπο και να λέει μ’ αυτά που έπαθε, ο απαθής ως προς τη θεότητα, στον καθένα από μας: «Αν θέλεις, άνθρωπε, να γίνεις θεός και να επιτύχεις την αιώνια ζωή και να είσαι μαζί μου – πράγμα που ο προπάτοράς σου κάποτε, επιθυμώντας με κακό τρόπο, δεν το πέτυχε36 -, να ταπεινωθείς έτσι, όπως δηλαδή εγώ ταπεινώθηκα για χάρη σου˙ και αφού απαρνηθείς την αλαζονεία και την υπερηφάνεια του δαιμονικού φρονήματος, να δεχθείς ραπίσματα, να δεχθείς εμπτυσμούς, να δεχθείς χτυπήματα, και να τα υπομείνεις αυτά ως το θάνατο και να μην ντραπείς. Αν όμως εσύ ντραπείς να πάθεις για τις εντολές μου, όπως εγώ ο Θεός έπαθα για σένα, θα το θεωρήσω και εγώ ντροπή να είσαι μαζί μου στον ένδοξο ερχομό μου37 και θα πω στους αγγέλους μου˙ ¨Αυτός στην ταπείνωσή μου ντράπηκε για μένα και δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει τη δόξα του κόσμου και να ομοιωθεί μ’ εμένα, τώρα όμως που αυτός απογυμνώθηκε από τη φθαρτή δόξα, ενώ εγώ δοξάσθηκα με την αθάνατη δόξα του Πατέρα μου, ντρέπομαι εντελώς και να τον βλέπω ακόμη! Ας ριχθεί λοιπόν έξω,38 ας απομακρυνθεί όπως οι ασεβείς, ώστε να μη δει τη δόξα του Κυρίου39!¨».
Αυτά λοιπόν θα ακούσουν εκείνοι που τηρούν βέβαια όλες τις εντολές, όπως οι ίδιοι νομίζουν, αλλά δεν δέχονται από την αισχύνη και την ντροπή των ανθρώπων να υπομείνουν τις ύβρεις και τις ατιμίες ή τις λοιδορίες, που εκτοξεύονται από τους ανθρώπους, και δεν υποφέρουν ούτε τα ραπίσματα, ούτε τα χτυπήματα που προξενούνται απ’ αυτούς.
Φρίξτε, άνθρωποι, και τρομάξτε, και υπομείνετε και εσείς με χαρά τις ύβρεις, που ο Θεός υπέφερε για τη σωτηρία μας! Ο Θεός ραπίζεται από τον πιο τιποτένιο δούλο,40 δίνοντας σ’ εσένα υπόδειγμα νίκης,41 και εσύ δεν καταδέχεσαι να πάθεις αυτό από τον ομοιοπαθή συνάνθρωπό σου; Ντρέπεσαι να γίνεις μιμητής του Θεού, και τότε πώς θα βασιλεύσεις42 και θα δοξασθείς μαζί του43 στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν τον μιμηθείς, υπομένοντας; Διότι, αν ντρεπόταν και εκείνος, όσον αφορά σ’ εσένα, να γίνει για χάρη σου άνθρωπος, και σε άφηνε πεσμένο ως τώρα στην πτώση της παράβασης, δεν θα παρέμενες, άθλιε, μαζί με τους άπιστους και τους ασεβείς στα βάθη του άδου.
Πιστεύεις ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός; «Ναι», λες. Αν λοιπόν πιστεύεις ότι ο Θεός, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη, είναι αυτός που, αφήνοντας τις πατρικές αγκάλες,44 άδειασε τον εαυτό του, χωρίς να τον αδειάσει,45 και κατέβηκε στη γη από το άπειρο ύψος της θεότητάς του και την ανέκφραστη δόξα του, και έγινε για χάρη σου άνθρωπος ταπεινός και φτωχός, εσύ, που είσαι λάσπη και στάχτη και σκόνη, δεν καταδέχεσαι να κατεβείς από τον νομιζόμενο υψηλό σου θρόνο και να ταπεινωθείς για χάρη του αδελφού σου, που στέκεται βέβαια κάτω από σένα, αν κρίνουμε απ’ αυτό που βλέπουμε, αλλά που είναι ίσως ψηλότερα από σένα ως προς τις αρετές; Δεν αποβάλλεις τη στολή, που φαίνεται να είναι λαμπρή, με το να ντραπείς από το τρίχινο ένδυμα46 και την ταπείνωση εκείνου; Δεν περιφρονείς όλα όσα είναι πράγματι παιχνίδι και προσωπείο της ασχήμιας μάλλον και όχι δόξα της λαμπρότητας; Δεν γίνεσαι όμοιος σε όλα με τον πλαστουργό και Θεό σου, με το να ταπεινώνεσαι μαζί με τους αδελφούς σου; Αν λοιπόν δεν ανέχεσαι να ομοιωθείς μ’ αυτόν σε όλα, τότε κάνεις τον εαυτό σου, χωρίς να γνωρίζεις, ανώτερο και ενδοξότερο από εκείνον, που παρουσιάζεται σ’ εμάς άλλος Άννας ή Καϊάφας, ή Πιλάτος και τύραννος, επειδή θέλεις να στέκεται δίπλα σου ο Ποιητής του παντός, όχι συγκάθεδρος, αλλά σαν ένας από τους κατάδικους.
Αυτά λοιπόν λέμε στους πλούσιους και άρχοντες, και σ’ εκείνους που υπερτερούν από τους άλλους και ανυψώνουν τα φρύδια τους με υπεροψία. Αλλά τι θα πούμε σ’ εκείνους που τάχα εγκατέλειψαν όλα και έγιναν φτωχοί για τη βασιλεία των ουρανών; Τι λοιπόν θα πούμε; «Να, αδελφέ, έγινες φτωχός και μιμήθηκες τον Δεσπότη σου Χριστό και Θεό! Γι’ αυτό βλέπε, τη στιγμή αυτή, ότι αυτός είναι μαζί σου και συναναστρέφεται μ’ εσένα˙ αυτός που είναι επάνω από όλους τους ουρανούς.47 Να, βαδίζετε οι δύο μαζί˙ κάποιος σας συνάντησε στο δρόμο της ζωής, έδωσε ράπισμα στον Δεσπότη σου, έδωσε επίσης ράπισμα και σ’ εσένα. Ο Δεσπότης δεν αντιμιλά, και εσύ αντιστέκεσαι;» «Ναι», λέει, «διότι ο Δεσπότης είπε σ’ εκείνον που τον ράπισε˙ ¨Αν είπα κάτι κακό, μαρτύρησε για το κακό˙ αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;¨» Αυτό δεν το είπε αντιμιλώντας, όπως λαθεμένα το εννόησες, αλλά επειδή εκείνος δεν έκανε αμαρτία, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του49. Άλλωστε το είπε και για να μη θεωρηθεί ότι δίκαια, σαν να έκανε αμαρτία, τον χτύπησε ο υπηρέτης, που του είπε: «Έτσι αποκρίνεσαι στον αρχιερέα;»50 Γι’ αυτό το είπε αυτό, για να αποδείξει δηλαδή τον εαυτό του ότι είναι αθώος. Αλλά οπωσδήποτε δεν είμαστε τέτοιοι και εμείς που είμαστε ένοχοι για πολλές αμαρτίες. Και διότι αργότερα, αν και έπαθε πολύ χειρότερα απ’ αυτό, όχι μόνο βρέθηκε να μη λέει διόλου τίποτε,51 αλλά, μάλλον, παρουσιάζεται και να προσεύχεται ακόμη γι’ αυτούς που τον σταύρωσαν.52 Εκείνος, αν και περιπαίζεται,53 δεν αγανακτεί, και εσύ δυσανασχετείς; Εκείνος υποφέρει εμπτύσματα και χτυπήματα και μαστιγώσεις με το φραγγέλιο, και εσύ δεν ανέχεσαι να δεχθείς ούτε ένα σκληρό λόγο; Εκείνος δέχεται σταυρό και ατιμωτικό θάνατο και τους πόνους από τα καρφιά, και εσύ δεν καταδέχεσαι να κάνεις τις ταπεινωτικές υπηρεσίες; Και πώς θα γίνεις συμμέτοχος στη δόξα του, αν δεν καταδέχεσαι να γίνεις συμμέτοχος στον ατιμωτικό θάνατό του;
Πράγματι, μάταια εγκατέλειψες τον πλούτο, αφού δεν θέλησες να σηκώσεις τον σταυρό, όπως παρήγγειλε με το λόγο της αλήθειας. «Πούλησε τα υπάρχοντά σου, και δώσε τα στους φτωχούς»,54 πρόσταξε ο Χριστός στο νεαρό, αλλά και σ’ εμάς μαζί μ’ αυτόν, «και σήκωσε το σταυρό σου, και έλα ακολούθησέ με».55 Εσύ όμως σκόρπισες τον πλούτο, αλλά, επειδή δεν καταδέχθηκες να σηκώσεις το σταυρό, όπως ειπώθηκε, που σημαίνει να υποφέρεις ολόψυχα την επιδρομή όλων των πειρασμών, έμεινες μόνος στο δρόμο της ζωής και χωρίσθηκες δυστυχώς από τον γλυκύτατο Δεσπότη σου και Θεό!
Αλλά, παρακαλώ, πατέρες και αδελφοί, ας φυλάξουμε όλες τις εντολές του Χριστού, ας υπομείνουμε ως το θάνατο, χάρη στον πόθο της βασιλείας των ουρανών, τους πειρασμούς που έρχονται σ’ εμάς, για να γίνουμε και της δόξας του Ιησού κοινωνοί και της αιώνιας ζωής μέτοχοι και της απόλαυσης των ανέκφραστων αγαθών κληρονόμοι, στο όνομα του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Ματθ. 25, 10-11
2. Ιακ. 2, 10
3. Α’ Κορ. 9, 25
4. Β’ Πέτρ. 2, 19
5. Στάδιο˙ αρχαία ελληνική μονάδα μέτρησης, ίση με 192,28 μέτρα.
6. Πρβ. Ματθ. 5, 19
7. Η περιγραφή από την τέχνη των μεταλλουργών.
8. Πρβ. Ματθ. 9, 17
9. Ρωμ. 1, 21-22
10. Β. Κορ. 4, 6
11. Β. Κορ. 4, 7
12. Α’ Κορ. 6, 19
13. Β. Κορ. 4, 7
14. Πρβ. Β’ Τιμ. 2, 21
15. Φιλιπ. 4, 13
16. Β. Κορ. 4, 6
17. Ιω. 14, 16-17
18. Β. Κορ. 4, 7
19. Β’ Κορ. 4, 7
20. Πρβ. Β’ Τιμ. 2, 21
21. Πρβ. Ματθ. 22, 13. 25,10
22. Ματθ. 25, 11
23. Ματθ. 25, 12
24. Ιω. 5, 44
25. Α’ Ιω. 3, 15
26. Μ. Βασιλείου, Κανών ζ’. πηδάλιον. Έκδ. οίκος «Αστήρ», Αθήναι 1970, σ’. 593
27. Α’ Κορ. 6, 9-10
28. Ματθ. 5, 39. Λουκ. 6, 29
29. Ματθ. 6, 24
30. Ιερ. 31, 10
31. Α’ Τιμ. 4, 8
32. Ματθ. 7, 2. Λουκ. 6, 38
33. Πρβ. Ψαλμ. 18, 11. 118,103
34. Πρβ. Μάρκ. 8, 38. Λουκ. 9, 26
35. Πρβ. Ματθ. 10, 33
36. Πρβ. Γέν. 3, 1-7
37. Πρβ. Μάρκ. 8, 38. Λουκ. 9, 26
38. Πρβ. Ματθ. 22, 13. Λουκ. 13, 28
39. Πρβ. Ησ’. 26, 10
40. Πρβ. Ιω. 18, 22
41. Αναφέρεται στη νίκη εναντίον της υπερηφάνειας.
42. Πρβ. Β’ Τιμ. 2, 12
43. Πρβ. Ρωμ. 8, 17
44. Πρβ. Ιω. 1, 18
45. Στο αρχαίο κείμενο: ακενώτως εκενώθη. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «ο γαρ ουκ είχεν έλαβε, μείνας ο ην» (Λόγος περί αγίας και ομοουσίου Τριάδος, PG 48, 1090).
46. Τρίχινο ένδυμα˙ φτωχικό ένδυμα των ασκητών
47. Πρβ. Εφ. 4, 10
48. Ιω. 18, 23
49. Πρβ. Α’ Πέτρ. 2, 22
50. Ιω. 18, 22
51. Πρβ. Ματθ. 26, 63. Μάρκ. 14, 61
52. Πρβ. Λουκ. 23, 34
53. Πρβ. Ματθ. 27, 29-31. Λουκ. 22, 63
54. Ματθ. 19, 21
55. Ματθ. 16,24

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.