Μία μέρα πριν – Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Λίγο πριν χτυπήσει ο Εσπερινός, ακόμη και λίγο προτού ξημερώσει, είμαστε ακόμη στο πριν. Στην προηγούμενη μέρα. 480χρόνια, παρά μια μέρα. Μετά,… «η Πόλις εάλω», «η Ρωμανία χάθηκεν, η Ρωμανία πάρθεν».

Όμως, μια μέρα πριν, πες και μια νύχτα, όλα ήταν ακόμη στην θέση τους. Οι ναοί, οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά τους, ησύχαζαν πίσω από τ’ αναμμένα καντήλια και τα ευωδιαστά θυμιάματα. Τα παλάτια, φτωχά από πλούτη, αλλά όρθια ακόμη, και λαμπρά. Η τράπεζα της Αγια-Σοφιάς, στην θέση της. Ιερείς σιγανοπερπατούσαν τριγύρω της και την θυμίαζαν με δέος, πιστοί στέκονταν στις γωνιές απιθώνοντας τα βάσανα και τις αγωνίες τους. Οι δρόμοι καθαροί αλλά βουβοί, το εμπόριο είχε σωπάσει, είχαμε πόλεμο. Μόνο κάτι σκυλιά παίρναν στο κατόπι τα παιδιά που έπαιζαν τους εχθρούς και κονταροχτυπιούνταν, και φώναζαν και κυνηγιούνταν, κατά πώς έφτανε στ’ αυτιά τους ο απόηχος από τη μάχη εκεί πέρα μακρυά,στα τείχη. Σαν χθές ήταν που κατάφεραν να μπούν στην πόλη κάτι εχθροί πολύχρωμοι μέσα από ένα λαγούμι, και τώρα καμώνονταν πως ήταν τάχατες αυτοί που τους βρήκαν και τους ξεκοίλιασαν επιτόπου.

Άνθιζαν τα γεράνια στις αυλές, και δίπλα τους οι κατιφέδες κι οι βασιλικοί μοσχοβολούσαν φρεσκοποτισμένοι, όπως έκαναν και χρόνια αργότερα στην Σμύρνη, και στο Αϊβαλί, και στον Πόντο, και στο δικό μου το χωριό, μια μέρα πριν. Δεν τό ‘χουμε βλέπεις συνήθειο ν’ αφήνουμε τον μπαξέ μας να διψάσει, ακόμη κι όταν βλέπουμε τον κουρνιαχτό του ξένου στρατού, όπως δεν θ’ αφήναμε να πεινάσουν και τα παιδιά μας. Θα τους δίναμε και το τελευταίο ξεροκόμματο, και την τελευταία σταλαγματιά απ’ το παγούρι. Δεν είναι πού ‘μαστε πονετικοί μόνο. Είναι που δεν που δεν το στέργουμε να μας πεθαίνει η ελπίδα.

Οι μεγάλες αυλόπορτες ήταν κλειστές, αλλά όχι μανταλωμένες, μπας και μπει βιαστικά κανένας κουρασμένος ή λαβωμένος στρατιώτης και ψάχνει καταφύγιο. Τα κανάτια στα δώματα ήταν κουφωμένα για να κρατήσουν έξω τον μεσημεριανό ήλιο, και τις μύγες. Τα κορίτσια ταχτοποιούσαν στα σεντούκια τα κάτασπρα μοσχοβολιστά προικιά τους, κι οι μάνες άναβαν τα καντήλια μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά, και μια προσευχή που δεν τολμούσαν να ξεστομίσουν. Κάποιες κρατούσαν στα χέρια τα νεογέννητα, και πάσχιζαν να τα κοιμήσουν, αλλά δεν ήξερες να πείς, νανούρισμα τους λέγανε, γιά μοιρολόϊ;

Κάτω στα μαγερειά, τα τσουκάλια σιγοκόχλαζαν στην φωτιά, προσμένοντας αυτόν που θα γυρίσει από την μάχη, να τον στυλώσουν, μέχρι την αύριο. Την αύριο…

Νά ‘φταιξε λες η προδοσία που άνοιξε το πορτάκι; Μην γελιέσαι. Ήταν προδοσίες πολλές που έφτασαν μέχρι εκείνο το πορτάκι. Πρώτα προδίδει ο άνθρωπος τον εαυτό του, και μετά όλους τους άλλους. Τους δικούς του, τους ξένους, το κράτος. Και γι’ άρχοντες και για λαό το ίδιο ισχύει. Όλοι βαστούν από την ίδια ανθρώπινη στόφα, μόνο που κάποιοι έχουν θάρρος να πολεμήσουν τον μέσα και τον έξω εχθρό, και κάποιοι όχι.

Μια μέρα πριν… Πάντα υπάρχει η προηγούμενη μέρα, όπου όλα στέκονται ακόμη στην θέση τους ανυποψίαστα, σαν να μην ήταν να πέσουν, αύριο κιόλας, και με τον πιο αποτρόπαιο θάνατο. Η Πόλις εάλω. Η Ανατολή εάλω. Εμείς εδώ; Δεν αξίζει να ζεις με τον φόβο, αλλά είναι καλό να ζεις με την γνώση. «Ο δοκών εστάναι, οράτω μην πέση». Ισχύει για όλους και για όλα. «Έχει ο Θεός», λέμε για ν’ ανακουφίσουμε την αγωνία μας. Όμως καμμιά φορά, αυτό που έχει, είναι το αύριο.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.