Αποζητώ τη γιαγιά μου.

“Δεν πρόλαβα να χαρώ την παρουσία της πολλά χρόνια. Δε χόρτασα τα χάδια και τα γλυκόλογά της. Εφυγε ξαφνικά, ξημερώνοντας του Ευαγγελισμού… Την ώρα που χτυπούσε η καμπάνα, ο Αγγελός της κόμιζε και σε εκείνη την καλή αγγελία της εξόδου της…

Εφυγε νωρίς και με άφησε με το παράπονο. Μικρή ήμουν και το παιδικό μυαλό μου δε μπορούσε να καταλάβει βαθιά όσα την έβλεπα να κάνει… Μου φαινόταν τόσο φυσικά και νόμιζα πως όλες οι γιαγιάδες είναι ίδιες. Πώς είχα γελαστεί!… Μεγαλώνοντας, οι σκηνές της ζωής της σιγά-σιγά ξεκαθάριζαν μπροστά μου, ξεδιπλώνοντας το αληθινό νόημά τους.

Τη θυμάμαι να προσεύχεται κρατώντας μια Συνοψη στα χέρια της που ήταν έτοιμη να διαλυθεί, με φύλλα κιτρινισμένα από τη χρήση. Τα δάχτυλά της δεν ήταν ροδαλά με πολυφροντισμένα νύχια, μα έκαναν το σπίτι να μοσχοβολά, άλλοτε ανάβοντας το θυμιατό και άλλοτε παραγεμίζοντας το φούρνο και τις κατσαρόλες με λιχουδιές της Πατρίδας (του Ποντου) και της αγάπης της.

Οταν περπατούσαμε μαζί, καμάρωνα όχι για τα ρούχα, τα φτιασίδια και τον «αέρα» της. Η γιαγιά μου δεν ήταν μοντέρνα, μα ήταν καλή, πονετική, «χρυσό πάπλωμα» την έλεγαν, γιατί όλους τούς δικαιολογούσε… και τούς συμβίβαζε. Νομιζα ότι ήξερα τα πάντα για τη ζωη της… ένα μεγάλο κομμάτι της όμως έμεινε σε όλους μας άγνωστο μέχρι το θάνατό της. Μετά αρχίσαμε να μαθαίνουμε από γνωστούς και αγνώστους για τις ελεημοσύνες της και για ένα μικρό παραθυράκι στο σπίτι της που έβλεπε στη διπλανή αυλή. Από εκεί, χέρι με χέρι, περνούσεμυστικά ο,τι βοήθεια μπορούσε στη βασανισμένη γειτόνισσα.

Δεν προσπάθησε ποτέ να φανεί νεώτερη, εξυπνότερη, προοδευτική. Δε μιλούσε με στόμφο, ούτε τα παραμύθια της είχαν δράκους και πριγκίπισσες. Δε χρειαζόταν να μου πει « Ελα, ξύπνα, θα πάμε στην Εκκλησία». Την άκουγα, την έβλεπα με τις ίδιες κινήσεις πάντοτε να ετοιμάζεται και βιαζόμουνα να την προλάβω, πριν πει• «Είμαι έτοιμη, φεύγω…».

Οσο περνά ο καιρός μου λείπει περισσότερο. Θαρρώ στιγμές ότι κάποια της μοιάζει, αλλά γελιέμαι. Οι γιαγιάδες που βλέπω ντύνονται σαν τις εγγονές τους, μιλούν με τα ίδια κούφια λόγια, ορίζουν τη ζωη τους με το χρήμα και την εξυπνάδα τους, ξέρουν τι είναι το κάθε τι και παρακολουθούν τηλεοπτικά σκουπίδια.
Νερώνουν το κρασί τους λέγοντας:
« Ετσι κάνουν όλοι. Αλλαξαν τα χρόνια…».

Καποιες άλλες μου τη θυμίζουν, αλλά αυτές όλο και λιγοστεύουν. Τις λένε «του παλιού καιρού» και «παραδοσιακές», με ένα ύφος, σα να τούς έχει ξεμείνει «σκάρτο εμπόρευμα» που πρέπει να ξεφορτωθούν…
Μες στην καρδιά μου όμως, καμιά από τις σύγχρονες και «μεταλλαγμένες» γιαγιάδες δε θα μπορέσει ποτέ να θαμπώσει τη λάμψη του δικού της προσώπου, έτσι όπως τη βλέπω και στη φωτογραφία. Να κοιτάζει γλυκά, με γερτό λιγάκι το κεφάλι και τη ρυτίδα βαθιά να αυλακώνει το μέτωπο. Είναι σαν να την ακούω ακόμα να λέει•* «Γουρπάντζ’ η μάνα σ’ πουλίμ ».

Ακυλίνα

* Εκφραση αγάπης και τρυφερότητας των Ποντίων «Να σε χαίρεται η μάνα σου, πουλάκι μου».

Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχος Ιανουαρίου 2006.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.