η θάλασσα – Ανδρέα Καρκαβίτσα.

Ανάμεσα στα ωραιότερα διηγήματα του Ανδρέα Καρκαβίτσα ανήκει και «η θάλασσα». Εκεί, σαν άλλος θαλασσογράφος, ο συγγραφέας προβάλλει την ιδιότυπη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο ναυτικό και τη θάλασσα. Σε μια εποχή — τέλος του 19ου αιώνα — που η φτώχεια σπρώχνει τους νησιώτες να αναμετρηθούν με το υγρό στοιχείο, η γοητεία της θάλασσας μαγνητίζει τους θαλασσινούς, απορροφά την τραχύτητα της βιοπάλης και χαράσσει την ψυχογραφία τους.

Ο πατέρας μου — μύρο το κύμα που τον τύλιξε! — δεν είχε σκοπό να με κάμη ναυτικό.
—Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, από τα’ άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά-γρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο η θα σε ρίξη πετσί και κόκκαλο, άχρηστο στον κόσμο.

Και τα έλεγε αυτά ο άνθρωπος που έφαγε τη ζωη του στο καράβι• που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι, ως τη ρίζα της γενιάς, ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κ οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα” και οι νιότεροι, που είχαν ακόμη τους κάλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και, στενάζοντας, έλεγαν”
— Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά, και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.

Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους, όχι κλήμα, αλλά νησί ολάκερο μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματά τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιός να χτίση μεγαλύτερο καράβι, ποιός να πρωτογίνη καπετάνιος. Και γω, που άκουα συχνά τα λόγια τους, και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους, δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κατι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κ’ έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελλοβοριάς τα στειρολίθαρα.

Αλλά το ίδιο «κάτι» μ’ έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματά μου, να ειπής στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιγνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ’ ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλης ήμουν κι εγώ εκεί μέσα. Μολις όμως το απίθωσα, βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο, μεγαλύτερο, από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τα’ ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμανιού, που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος — τα λέπια μου έλειπαν. —Μωρέ γεια σου, και συ θα μας ντροπιάσης όλους! έλεγαν οι γεροναύτες, όταν μ’ έβλεπαν να τσαλαβουτώ σαν δέλφινας.

Εγώ καμάρωνα και πίστευα να δείξω προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία — πήγαινα στο Σχολαρχείο, θυμούμαι — τα έκλεισα για πάντα. Τιποτε δεν έβρισκα μέσα να συμφωνή με τον πόθο μου. Ενώ εκείνα που είχα γύρω μου, ψυχωμένα κι άψυχα, μου έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά ρούχα, οι γέροντες με τα διηγήματά τους, τα ξύλα με τη χτυπητή κορμοστασιά…

Ναι” την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα να απλώνεται απ τα’ ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα, σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή, και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα, ωργισμένη άλλοτε, να δέρνη με αφρούς τα’ ακρογιάλι, να καβαλλικεύη τα χάλαρα, να σκαλώνη στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάη, λες και ζητούσε να φθάση στην καρδιά της γης για να σβήση τις φωτιές της. Κ’ έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήση, να νοιώσω τον αφρό της απάνω μου, όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τα αγρίμια. Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από το λιμάνι και ν’ αρμενίζει στ’ ανοιχτά, όταν άκουα τις φωνές των ναυτών που γύριζαν τον αργάτη, και τα καταυοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου πετούσε, θλιβερό πουλάκι, απάνω του. Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα, τα σχοινιά τα κοντυλογραμμένα, τα πόμολα που άφηναν φωτεινή γραμμή ψηλά, μ’ έκραζαν να πάω μαζί τους, μου έταζαν άλλους τόπους, ανθρώπους άλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά. Και νυχτόημερα η ψυχή μου κατάντησε άλλον πόθο να μην έχη παρά το ταξίδι. Ακόμη και την ώρα που ερχόταν πικρό χαμπέρι στο νησί, και ο πνιγμός πλάκωνε τις ψυχές όλων, και χυνόταν βουβή η θλίψη από τα ζαρωμένα μέτωπα ως τα’ άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς, όταν έβλεπα τα ορφανοπαίδια στούς δρόμους και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις αρραβωνιαστικές, όταν άκουα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριό τους, πείσμα μ’ έπιανε που δεν ήμουν και γω μέσα — πείσμα και σύγκρυο μαζί.

Δεν κρατήθηκα περισσότερο. Ελειπε ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξίδι. Μισευε κι ο καπετάν-Καλιγέρης, ο θείος μου, για τη Μαύρη Θαλασσα. Του έπεσα στο λαιμό• τον παρακάλεσε κ’ η μάνα μου, από φόβο μην αρρωστήσω — με πήρε μαζί του.

—Θα σε πάρω, μου λέει, μα θα δουλέψης• το καράβι θέλει δουλειά. Δεν είναι ψαρότρατα, νάχης φαϊ και ύπνο.

Τον φοβόμουνα πάντα το θείο μου. Ηταν άγριος και κακός σε μένα, όπως και στούς ναύτες του• Καλλιο σκλάβος στ’ ᾿Αλιτζέρι, πάρα με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να δείξουν την απονιά του. Μονο απελπισμένοι πήγαιναν στη δούλεψή του. Μα ο μαγνήτης που έσερνε την ψυχή μου, έκανε να τα λησμονήσω όλα. Να πατήσω μια στην κουβέρτα, έλεγα, και δουλειά όση θες.

Αληθινά, ρίχτηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Εκαμα παιγνίδι τις ανεμόσκαλες. Οσο ψηλότερα η δουλειά, τόσο πρόθυμος εγώ. Μπορεί ο θείος μου να ήθελε να παιδευτώ από την αρχή για να μετανοιώσω. Απ’ την πλύση της κουβέρτας στο ξύσιμο, από το ράψιμο των πανιών στων σχοινιών το πλέξιμο, από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τωρα στην τρόμπα, τώρα στον αργάτη• φόρτωμα, ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα — πρώτος εγώ. Πρώτος; Πρώτος! Τι μ ἔμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση κ’ έβλεπα κάτω τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομή υποταχτική μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς, με θλίψη τους έβλεπα.

—Ψε!, έλεγα με περιφρόνηση. Ζούνε τάχα κ’ εκείνοι!…

Απόσπασμα από το: Τα Λόγια της Πλώρης” του Ανδρέα Καρκαβίτσα.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.