09 Σεπτεμβρίου, η Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ελεούσης, της Κυκκωτίσσης: η ομόνυμος Ιερά μονή της Κύπρου, Ακολουθίες.

Ίδρυση της Ιεράς Μονής Κύκκου.

Όπως ιστορεί η παράδοση, γύρω στα 1100 μ.Χ. ο Βυζαντινός διοικητής της Κύπρου, άρχοντας Μανουήλ Βουτομίτης πήγε για κυνήγι, αλλά χάθηκε στα δάση του Τροόδους, που τότε ήταν πολύ πυκνά και γεμάτα με αγρινά και άλλα σπάνια ζώα και πουλιά. Αφού περιπλανήθηκε για αρκετό χρονικό διάστημα, συνάντησε έναν γέρο ερημίτη, τον Ησαϊα, προς τον οποίο συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα, διότι ο ασκητής, που απέφευγε οτιδήποτε κοσμικό, δεν προθυμοποιήθηκε να τον υπηρετήσει και ούτε αποκρίθηκε στις ερωτήσεις του. Στη συνέχεια ο Βουτομίτης βρήκε τον δρόμο του και επέστρεψε στη Λευκωσία, όπου όμως έπεσε βαριά άρρωστος. Απέδωσε την ασθένειά του στον τρόπο, που συμπεριφέρθηκε στον Ησαϊα, και έστειλε αμέσως τους υπηρέτες του να τον βρουν. Όταν τον οδήγησαν μπροστά του, ο Βουτομίτης ταπεινά ζήτησε συγγνώμη από τον γέροντα μοναχό.

Τότε αυτός, αντί άλλης απάντησης, προσευχήθηκε για τη θεραπεία του άρχοντα. Γρήγορα ο Βουτομίτης έγινε καλά και υποσχέθηκε στον Ησαϊα πως θα του έδινε ό,τι του ζητούσε. Ο άγιος εκείνος άνθρωπος δεν ήθελε ούτε χρήματα ούτε αξιώματα. Ακολουθώντας τη θεία προσταγή, παρακάλεσε τον Βουτομίτη να του φέρει από την Κωνσταντινού-πολη την Εικόνα της Θεοτόκου, μία από τις τρεις δημιουργίες του Ευαγγελιστή Λουκά. Ο Βυζαντινός διοικητής δίσταζε, διότι φοβόταν πως ήταν αδύνατο να πείσει τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Κομνηνό να παραχωρήσει το Άγιο Εικόνισμα που φυλασσόταν στο παλάτι. Παρ’ όλα αυτά πήρε μαζί του τον Ησαϊα και ταξίδεψαν ως τη βασιλίδα των πόλεων. Εκεί βρήκαν τον βασιλιά σε μεγάλη θλίψη, αφού η μονάκριβή του κόρη ήταν βαριά άρρωστη με την ίδια ασθένεια, η οποία είχε προσβάλει και τον Βουτομίτη. Τότε ακριβώς παρουσιάστηκαν ενώπιόν του. Ο Ησαϊας προσευχήθηκε στον Θεό με όλη τη δύναμη της ψυχής του, και η κόρη θεραπεύτηκε εντελώς. Εξήγησαν κατόπιν στον αυτοκράτορα πως ήταν θέλημα Θεού να μεταφέρουν στα βουνά του Τροόδους την Αγία Εικόνα. Για τον Αλέξιο Κομνηνό δεν ήταν εύκολο να αποχωριστεί το πολύτιμο κειμήλιο. Μόνον όταν κτυπήθηκε και ο ίδιος από την αρρώστεια, η οποία έπληξε προηγουμένως τη θυγατέρα του και τον Βουτομίτη, αντιλήφθηκε πως ήταν θεϊκή προσταγή να δώσει την Εικόνα. Χορήγησε και τα απαιτούμενα χρήματα για την ανέγερση του μοναστηριού, στο οποίο θα Την τοποθετούσαν.

Στη συνέχεια ο Ησαϊας με μεγάλη χαρά μετέφερε την Εικόνα στην Κύπρο, όπου ο λαός τον υποδέχθηκε με ιδιαίτερη συγκίνηση και ευλάβεια και πορεύτηκε μαζί του από τα παράλια ως τα βουνά του Τροόδους. Στο πέρασμά τους τα δένδρα υποκλίνονταν, συμμετέχοντας στις εκδηλώσεις υποδοχής, τα δε κογχύλια με θαυμαστό τρόπο έβγαιναν από τη θάλασσα και τους συνόδευαν. Ακόμη και σήμερα στις δασώδεις περιοχές της Τηλλυρίας μπορεί κάποιος να συναντήσει τα σκυμμένα πεύκα και τα θαλασσινά κογχύλια, μοναδικούς μάρτυρες της συμμετοχής της φύσης στην υποδοχή, που επεφύλαξε η Κύπρος στην Εικόνα της Θεοτόκου. Ταυτοχρόνως έφθασε στο νησί και ο Βουτομίτης, που παρέδωσε στον Ησαϊα τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, τα οποία ανακήρυσσαν τη Μονή σε Σταυροπήγιο, και όριζαν για τη συντήρησή της τα εισοδήματα από τα χωριά Περιστερώνα, Μήλον και Μυλικούρι.

Η παλαιότερη ιστορική μαρτυρία για τον Κύκκο απαντάται σε έγγραφο του 1136 και σχετίζεται με την αγορά μίας βίβλου από τον τότε ηγούμενο Δανιήλ. Οι υπόλοιπες πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια της ζωής της Μονής και για όλη τη βυζαντινή περίοδο προέρχονται από αναφορές σε κείμενα μεταγενέστερων χρόνων. Αν και έμμεσες, οι μαρτυρίες αυτές, μας πείθουν για την αξιόλογη επίδρασή της στην τότε πνευματική ζωή του τόπου. Χαρακτηριστική ένδειξη είναι η αγιογράφηση εικόνων με πρότυπο την Παναγία του Κύκκου. Τέτοιες εικόνες σώζονται σήμερα στο Σινά και την Κάτω Ιταλία.

Λατινοκρατία (1191-1571)

Κατά τη διάρκεια της λατινοκρατίας ο λαός συνέχισε να τρέφει μεγάλη αγάπη προς την Παναγία του Κύκκου. Ακόμη και σε βενετικά έγγραφα αποκαλείται «Αγία Μαρία της Βροχής», γεγονός που υποδηλώνει τη μεγάλη Της αίγλη και στους ετερόδοξους κατακτητές. Η Ιερά Μονή Κύκκου είχε αποκτήσει τόση φήμη και κύρος, ώστε, μετά την πυρκαγιά του 1365, προθυμοποιήθηκε να την ανοικοδομήσει αυτός ο ίδιος ο καθολικός βασιλιάς Πέτρος (1359-1369), για να ευχαριστήσει τους υπηκόους του. Τελικά τις δαπάνες ανέλαβε η σύζυγος του, Ελεονώρα, μετά από επίμονη απαίτησή της. Στην περίοδο της λατινοκρατίας η Μονή συντηρούσε και διαιώνιζε την παράδοση, την ελληνική γλώσσα και την ιστορική μνήμη, κυρίως μέσα από εκκλησιαστικά κείμενα. Στη Μονή λειτουργούσε και εργαστήριο αντιγραφής και διακόσμησης χειρογράφων, που συνέχιζε τη βυζαντινή κληρονομιά. Ένα χειρόγραφο Ψαλτήρι, που σήμερα φυλάσσεται στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη των Ιεροσολύμων, είναι ένα από τα πειστικότερα τεκμήρια των πνευματικών δραστηριοτήτων και επιτευγμάτων της. Παρόλον που πολλά κειμήλια της εποχής χάθηκαν, λόγω ιστορικών και άλλων συγκυριών, η πνευματική της επίδραση διακρίνεται μέσα από εικόνες τύπου Κυκκώτισσας, οι οποίες αγιογραφήθηκαν μεταξύ του 13ου και του 15ου αι. και οι οποίες διασώζονται τόσο στην Κύπρο όσο και αλλού, όπως είναι οι εικόνες του ναού της Παναγίας της Κιβωτού (13ος αι.) που βρίσκεται στην κοινότητα Αγίου Θεοδώρου του Αγρού, του ναού της Αγίας Μαρίνας (15ος αι.) του χωριού Καλοπαναγιώτης που φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ? και του ναού της Παναγίας της Δεξιάς (15ος αι.) στη Θεσσαλονίκη.

Η Αγία εικόνα της Παναγίας της Ελεούσης, της Κυκκώτισσας.

Κέντρο αναφοράς της Ιεράς Μονής Κύκκου είναι η θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας, που, όπως μεταδίδεται από γενεά σε γενεά, είναι έργο του Αποστόλου Λουκά, ο οποίος τη ζωγράφισε, έχοντας ως πρότυπο την ίδια τη Θεοτόκο. Η Αγία Εικόνα είναι γνωστή και ως Παναγία η Ελεούσα (πηγή ελέους). Σ’ αυτήν εικονίζεται η Παναγία να βαστάζει με το δεξί της χέρι τον Χριστό. Πρόκειται για Χαίρει πανορθόδοξης φήμης, αφού αρκετές εικόνες σε πολλές χώρες, όπως στην Ελλάδα, τη Ρωσία, τη Γεωργία, τη Βουλγαρία, την Αίγυπτο και την Αιθιοπία, είναι αφιερωμένες στην Παναγία του Κύκκου, ένδειξη του μεγάλου σεβασμού που απολαμβάνει ανάμεσα στους ορθόδοξους λαούς.

Η Εικόνα είχε επικαλυφθεί το 1576 με αργυρή και επίχρυση πλάκα, ενώ νέα επικάλυψη έγινε το 1795. Το πρόσωπό Της είναι πάντα σκεπασμένο και ποτέ δεν αποκαλύπτεται, είτε γιατί έτσι το θέλησε ο αυτοκράτορας Αλέξιος, είτε για να εμπνέει περισσότερο σεβασμό.

Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως το 1669 ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Γεράσιμος τόλμησε να ανασηκώσει το ύφασμα, για να δει το πρόσωπο της Θεοτόκου, αλλά για τη βέβηλή του πράξη τιμωρήθηκε και με δάκρυα στα μάτια υποχρεώθηκε να ζητήσει συγχώρεση από τον Θεό.

Ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ, που επισκέφθηκε τη Μονή το 1735, γράφει ότι οι μοναχοί αποκάλυπταν την Εικόνα μόνο σε περιόδους ανομβρίας και αφού πρώτα Την μετέφεραν στη γειτονική κορφή, γνωστή ως «Θρονί», όπου έψαλλαν σχετική παράκληση. Το έκαναν, χωρίς να βλέπουν το πρόσωπο Της, που «κοιτούσε» τον ουρανό. Αυτή η βουνοκορφή βρίσκεται βορειότερα της Μονής και ονομάζεται «Το Θρονί της Παναγίας», διότι Παλαιότερα εκεί υπήρχε ένας ξύλινος θρόνος, όπου τοποθετούσαν την Αγία Εικόνα και ανέπεμπαν δεήσεις προς τη Θεοτόκο, όπως έγινε και προσφάτως, το 1990, λόγω της ανομβρίας. Το 1935 τη θέση του ξύλινου θρόνου πήρε ένα τσιμεντένιο κουβούκλιο, το οποίο τελευταίως αντικαταστάθηκε με ένα άλλο, μεγαλύτερο και μεγαλοπρεπέστερο.

Κοντά στο Θρονί βρίσκεται και ο τάφος του πρώτου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ (1913 -1977), ο οποίος υπήρξε μέλος της αδελφότητος της Μονής.

Ο λαός αγάπησε πολύ την Αγία Εικόνα. Απειράριθμα είναι τα δημοτικά τραγούδια, με τα οποία ύμνησε την Παναγία την Κυκκώτισσα, και πάρα πολλές είναι οι ιστορικές μαρτυρίες για τις τιμές, που της απέδιδε κατά τις λιτανείες σε ολόκληρο το νησί. Την ίδια τιμή απολάμβανε και ανάμεσα στους πιστούς πολλών άλλων περιοχών, οι οποίοι παλαιότερα συνδύαζαν το προσκύνημά τους στους Αγίους Τόπους με επίσκεψη στο ξακουστό μοναστήρι.

Σήμερα βεβαίως, που τα σύγχρονα συγκοινωνιακά μέσα διευκολύνουν και συντομεύουν τις μετακινήσεις, ο αριθμός των προσκυνητών που το επισκέπτονται, είναι πολύ μεγάλος. Στη Μονή καταφθάνουν άνθρωποι από διάφορα μέρη της γης και προστρέχουν στη θαυματουργή δύναμη της Θεοτόκου, ζητώντας, είτε να θεραπευθούν, είτε να αντλήσουν δύναμη, για να ανταπεξέλθουν στις δοκιμασίες της ζωής.

Στον ναό βλέπουμε αφιερώματα, τα οποία μαρτυρούν τα θαύματα της Θεοτόκου. Κομμάτι από γλώσσα ξιφία, π. χ., προσφέρθηκε, για να θυμίζει τη σωτηρία από βέβαιο πνιγμό των ναυτικών ενός πλοίου, του οποίου τις πλευρές είχε τρυπήσει μεγάλος ξιφίας το 1718. Ένας μαύρος άλοτε, είχε προσπαθήσει να ασεβήσει στην Εικόνα και ξεράθηκε το χέρι του, ομοίωμα του οποίου υπάρχει σήμερα κοντά στην Αγία Εικόνα, για να υπενθυμίζει το γεγονός. Όλα γενικώς τα αφιερώματα εξιστορούν και αντίστοιχα θαύματα της Παναγίας, πολλά από τα οποία εξυμνούνται σε φυλλάδες, που κατά καιρούς κυκλοφόρησαν διάφοροι στιχουργοί.

Με τη δύναμη της Αγίας Εικόνας σε περιόδους μεγάλης ανομβρίας έβρεχε, οι στείρες γυναίκες αποκτούσαν παιδιά και οι άρρωστοι θεραπεύονταν. Τακτικά κατά το παρελθόν οι κάτοικοι του νησιού ζητούσαν από τους μοναχούς του Κύκκου να συνοδεύσουν τη μεταφορά της Εικόνας στα χωριά τους για αγιασμό, αφού πίστευαν πως η παρουσία Της και μόνον αρκούσε για να τερματιστεί ένα θανατικό, μία επιδημία, ένας λοιμός ή οποιαδήποτε άλλη θεομηνία. Ειδικά όμως η Αγία Εικόνα συνδέθηκε με την ανομβρία. Οι ιστορικές πηγές καταγράφουν συχνές λιτανείες και δεήσεις του λαού με την παράκληση να μεσιτεύσει, για να ανοίξουν οι ουρανοί.

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας συχνά οι υπόδουλοι σε όλη την Κύπρο αναζητούσαν τη βοήθεια της Αγίας Εικόνος. Για τη μεταφορά και περιφορά Της εκτός Μονής χρειαζόταν ειδική άδεια, για την οποία οι χριστιανοί υπέβαλλαν σχετική αίτηση. Εντούτοις οι Οθωμανοί αξιωματούχοι αντιδρούσαν συνήθως και οι χριστιανοί έφθαναν μέχρι τον σουλτάνο, για να αποσπάσουν την αναγκαία άδεια με την έκδοση φιρμανίου, ούτως ώστε να απαλλάσσονται από τις πιέσεις τους, όπως μας πληροφορεί, π.χ., και ένα φιρμάνι του 1634.

Ο ιερός ναός – Καθολικόν της Μονής Κύκκου.

Ο ναός κτίστηκε ειδικά, για να φιλοξενήσει το Αγιο και θαυματουργό Εικόνισμα. Αρχικά ήταν ξύλινος, όπως και ολόκληρο το μοναστηριακό οικοδόμημα. Οι ξύλινες κατασκευές όμως ευνοούσαν τις πυρκαγιές, που το 1365 και περί το 1541 προξένησαν μεγάλες ζημιές. Έτσι χάθηκαν κυρίως οι ωραιότατες τοιχογραφίες, με τις οποίες ήταν διακοσμημένος.

Μετά την πυρκαγιά του 1541 ανακαινίσθηκε εκ βάθρων και αντί ξύλου χρησιμοποιήθηκε πέτρα. Ωστόσο πυρκαγιές ξέσπασαν και αργότερα, το 1751 και το 1813. Προκάλεσαν ανθρώπινες απώλειες, κατέκαψαν το εσωτερικό του, τους κοιτώνες – κελιά των μοναχών και τους ξενώνες, εξαφάνισαν πνευματικό μόχθο και έργα τέχνης αιώνων, ενώ μετέτρεψαν σε στάχτη σημαντικά χειρόγραφα και ιστορικά έγγραφα. Ο ναός ήταν μονόκλιτος, αλλά αργότερα μετατράπηκε σε τρίκλιτο.

Η σημερινή αρχιτεκτονική του μορφή είναι ρυθμού βασιλικής μετά τρούλλου. Από τα τρία κλίτη, το μεσαίο είναι αφιερωμένο στην Παναγία, το δεξιό στους Αγίους Πάντες και το αριστερό στους Αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ.

Το εικονοστάσιο – τέμπλο, όπως μας ενημερώνει σχετική επιγραφή, κατασκευάστηκε το 1755, δηλαδή αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1751. Τόσο αυτό, όσο και οι εικόνες, που βρίσκονται μέσα στον ναό, σώθηκαν κατά θαυμαστό τρόπο από την τελευταία πυρκαγιά του 1813. Η περίφημη Εικόνα της Παναγίας του Κύκκου βρίσκεται στο μέσον του εικονοστασίου, αριστερά της ωραίας Πύλης και τρίτη στη σειρά.

Οι περισσότερες εικόνες είναι βυζαντινής τεχνοτροπίας, ενώ υπάρχουν και κάποιες με εμφανή τα στοιχεία της δυτικής επίδρασης.

Στις τελευταίες περιλαμβάνονται και εκείνες που αγιογραφήθηκαν από τον Κρητικό ζωγράφο Ιωάννη Κορνάρο (1745-1812) στα τέλη του 18ου αιώνα.

Τον όλο εκκλησιαστικό διάκοσμο συμπληρώνουν μονοκάντηλα, μανουάλια, πολυέλαιοι εξαιρετικής ρωσικής τέχνης του 18ου και 19ου αι. και διάφορα άλλα ιερά σκεύη και αναθήματα.

Προέκταση του ναού είναι το κωδωνοστάσιο. Κτίστηκε το 1882, αφού για μεγάλο διάστημα κατά την τουρκοκρατία οι κατακτητές δεν επέτρεπαν τη χρήση καμπάνας. Έχει 6 καμπάνες και η μεγαλύτερη, που κατασκευάστηκε στη Ρωσία, ζυγίζει 1280 κιλά.

Το μοναστηριακό συγκρότημα

Το μοναστηριακό συγκρότημα αποτελείται από πολλά ετερόκλητα αρχιτεκτονικά στοιχεία, αφού διαμορφώθηκε χωρίς ενιαίο σχέδιο, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και συνθήκες, καθώς και τις οικονομικές δυνατότητες. Τα κτίσματά του ανάγονται σε διαφορετικές εποχές. Κέντρο του συγκροτήματος είναι ο ναός και γύρω από αυτόν είναι κτισμένα τα διάφορα τμήματα, που το αποτελούν, όπως το ηγουμενείο, το συνοδικό, τα κελιά των μοναχών, η βιβλιοθήκη, το μουσείο, οι αίθουσες υποδοχής, το εφορείο και πολλά άλλα. Στο μέσον υπάρχει μεγάλη πλακόστρωτη αυλή με πηγάδι.

Σήμερα οι μοναστηριακοί χώροι στην πλειονότητά τους έχουν ανακαινισθεί και διακοσμηθεί με διάφορες εκκλησιαστικές παραστάσεις. Οι περισσότερες από αυτές είναι κατασκευασμένες με ψηφιδωτά, τα οποία κοσμούν την είσοδο και τους τοίχους της εσωτερικής αυλής και των διαδρόμων με τέτοιο τρόπο, ώστε να ενσωματώνονται αρμονικά στην αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα του χώρου.

Η Ιερά Μονή Κύκκου πανηγυρίζει τις μεγάλες Θεομητορικές εορτές και ειδικά στις 8 Σεπτεμβρίου, όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει τη Γέννηση της
Θεοτόκου. Όπως εμφαίνει όμως και η ασματική ακολουθία της εικόνος, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύουμε κατωτέρω, η μεγάλη της μονής εορτή γίνεται την επομένη, 9 Σεπτεμβρίου. Την ημερομηνία αυτή χιλιάδες προσκυνητές προσέρχονται στην ιστορική Μονή και συμμετέχουν στον μεγάλο εορτασμό. Οι περισσότεροι φιλοξενούνται στους νέους ξενώνες, που μαζί με μερικά άλλα κτίρια έχουν ανεγερθεί τα τελευταία χρόνια κοντά στο μοναστηριακό συγκρότημα, ώστε να κάνουν πιο άνετη την διαμονή των προσκυνητών, αλλά και όλων των επισκεπτών, οι οποίοι κατά χιλιάδες ανηφορίζουν προς τη Μονή κατά τη διάρκεια ολόκληρου του χρόνου.

Στη γύρω περιοχή βρίσκονται επίσης κτήματα της Μονής, όπως η Βασιλική, με εκκλησία αφιερωμένη στον Aγιο Βασίλειο, το Παραδείσι, με εκκλησία αφιερωμένη στον Απόστολο Ανδρέα και η Αμπελικιά, με τον τριανταφυλλώνα, από τον οποίον παράγεται εύοσμο ροδόσταγμα.

Το Μουσείο της Ιεράς μονής.

Το Μουσείο της Μονής Κύκκου ανταποκρίνεται σε όλες τις επιστημονικές προδιαγραφές και τα διεθνή πρότυπα. Εγκαινιάστηκε τον Μάιο του 1998. Σ’ αυτό εκτίθενται εκκλησιαστικά είδη, παλαιοί χάρτες, γκραβούρες, αρχαία αντικείμενα και πολλά άλλα εκθέματα της πολιτιστικής παράδοσης του τόπου. Τα περισσότερα από τα εκκλησιαστικά είδη, όπως άμφια, εικόνες, βιβλία και χειρόγραφα υπήρχαν στη Μονή, ενώ μερικά από τα υπόλοιπα συλήθηκαν κατά το παρελθόν από διάφορα μέρη της Κύπρου και διοχετεύτηκαν στο εξωτερικό, από όπου αγοράστηκαν σε πλειστηριασμούς και επαναπατρίστηκαν. Τμήμα του Μουσείου είναι το Εργαστήριο Συντήρησης χειρογράφων, εικόνων και μοναστηριακών κειμηλίων, όπου γίνεται συντήρηση και διατήρηση της πλούσιας συλλογής, που διαθέτει η Μονή.

1. Αρχαία συλλογή
2. Πρωτοχριστιανικά, Βυζαντινά, Μεταβυζαντινά σκεύη, Αμφια, Κοσμήματα

3. Εικόνες, Τοιχογραφίες, Ξυλόγλυπτα

4. Χειρόγραφα, έγγραφα, βιβλία

5. Πωλητήριο

Ο εκθεσιακός χώρος, πέραν των επιστημονικών προδιαγραφών, από τις οποίες έπρεπε να διέπεται, όπως και ο Ηγούμενος της Μονής οραματιζόταν, να είναι ένας χώρος πλούσια διακοσμημένος, ώστε να εκφράζει την αίγλη και αρχοντιά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Να αποδίδει τον όρο «Βασιλική», που εμπεριέχεται στον επίσημο τίτλο της Μονής και την συνδέει άμεσα με τα αυτοκρατορικά ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως, χώρο απο τον οποίο έλκει την ίδρυση και προικοδότησή της η Μονή, αφού ιδρυτής της θεωρείται ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός (1081-1118). Με αυτές τις προδιαγραφές το έργο ανετέθη στο αρχιτεκτονικό γραφείο των Ι. και Α.Φιλίππου. Τα πατώματα των χώρων του Μουσείου καλύφθηκαν με γρανίτες διαφόρων χρωμάτων και μάρμαρα, ενώ οι οροφές επενδύθηκαν με ξύλο καρυδιάς, εμπλουτισμένο με ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις και επιχρυσώσεις.

Επιμέρους μαρμαροθετήματα με εικονιστικά συμβολικά θέματα, λιθανάγλυφα και τοιχογραφίες επιτείνουν τη διακόσμηση. Η όλη ατμόσφαιρα του εκθεσιακού χώρου, με πλούσια υλικά, τον αρμόζοντα φωτισμό, τη βυζαντινή μουσική υπόκρουση, καθώς και τα μοναδικά εξαιρετικά αντικείμενα, τα πλείστα των οποίων είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα υλικά, χρυσό, άργυρο, σμάλτο, ελεφαντόδοντο, μετάξι, πορφύρα, μαργαριτάρια και άλλους λίθους, υποβάλλουν τον επισκέπτη, βοηθώντας τον να μεταφερθεί νοερά σε παλαιούς καιρούς και να αναπλάσει στη σκέψη του τη δόξα και το μεγαλείο του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.

Οι εκθεσιακοί χώροι του Μουσείου βρίσκονται στα βορειοδυτικά του υφιστάμενου παλαιού συγκροτήματος της Μονής. Εισερχόμαστε στον χώρο του Μουσείου απο είσοδο, η οποία βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πάνω μεγάλης εσωτερικής αυλής του μοναστηριού. Από αψιδωτή είσοδο, η οποία κλείνει με τετράφυλλη μεγαλοπρεπή θύρα, ένα επίμηκες κλιμακοστάσιο ανεβάζει τον επισκέπτη στον χώρο υποδοχής του Μουσείου, όπου στο βάθος, σε ειδικά διαρρυθμισμένο χώρο, βρίσκεται το κατάστημα του Μουσείου, απ’ όπου ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να προμηθευτεί ποικίλα ενθυμήματα (βιβλία, διαφάνειες, κάρτες, αντίγραφα εκθεμάτων κ.ά.).

Η/Υ ΠΗΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
http://www.imkykkou.com.cy

Ύμνοι εκ της ασματικής ακολουθίας της εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ελεούσης του Κύκκου.

Απολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.

ελεούσα Παρθένε της Μονής Κύκκου καύχημα, Τον εν ταις χερσί σου ως βρέφος, Ιησούν καθικέτευε, υπέρ των προσκυνούντων την σεπτήν, και πάντιμον εικόνα σης μορφής, χορηγούσα των πταισμάτων απαλλαγήν, και αιτημάτων πλήρωσιν. Όπως τιμώμεν εσαεί, Μήτερ τα μεγαλεία σου, δόξαν προσφέροντες θεώ, τω ούτως σε υψώσαντι.

Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Τη Υπερμάχω.

Πηγήν ελέους Ελεούσα σε γινώσκοντες, ως τετοκυίαν τον θεόν τον Ελεήμονα, την Αγίαν σου εικόνα καταφιλούμεν, ην Λουκάς ο πνευματέμφορος ιστόρησε, και πλουτεί η νήσος Κύπρος ως θησαύρισμα, ταύτη κράζοντες: χαίροις Μήτερ Κυκκώτισσα.

Ο Οίκος

Άγγελοι, Ελεούσα, μη δυνάμενοι βλέπειν, το πρόσωπον Υιού και θεού σου, οφθαλμούς αυτών καλύπτουσι ταις πτέρυξιν. Ημείς δε την εικόνα σου ορώντες την Αγίαν Κυκκώτισσα, βοώμέν σοι εν εκστάσει τάδε:
Χαίρε Λουκά του θείου αυτούργημα,
χαίρε Μονής του Κύκκου απόκτημα.
Χαίρε της νήσου Κύπρου απάσης προσφύγιον,
χαίρε των ευσεβούντων εν δεινοίς καταφύγιον.
Χαίρε παρθενοκαλλίμορφον εξεικόνισμα Αγνής,
χαίρε χαριτοπλαστούργητον οικητήριον Αυτής.
Χαίρε πνευματοχύτους δωρεάς χορηγούσα,
χαίρε ωραιοτέχνους τας ψυχάς εμποιούσα.
Χαίρε Χριστού εμφαίνουσα δύναμιν,
χαίρε εχθρού πατάσσουσα έπαρσιν.
Χαίρε δι’ ης η Μονή σου ζωουται,
χαίρε δι’ ης πας πιστός ευοδούται.
χαίροις Μήτερ Κυκκώτισσα.

Μεγαλυνάρια

Χαίροις ώ Κυκκώτισσα θαυμαστή, της Μονής σου βάσις, νήσου Κύπρου πάσης χαρά, των δε προσκυνούντων την πάνσεπτον μορφήν σου, ελέους θειου βρύσις, και νόσων ίασίς.

Φύλαττε την ποίμνην σου και Μονήν, θεία Ελεούσα, σήν εικόνα πανευλαβώς, κατασπαζομένην και ύμνοις αενάοις, τιμώσάν σου την δόξαν, σεπτή Κυκκώτισσα.

Συν τω Ησαία τω ασκητή, πρέσβευε Παρθένε υπέρ Μάνδρας σου ευκλεούς, της εν όρει Κύκκω εικόνα σου αγίαν, τιμώσης ως εμπρέπει, τη θεια δόξη σου.

Στίχοι.

αίδρυνον εμήν, Κυκκώτισσα, εικόνα
εξ αμαρτιών σφόδρα ησβολωμένην.

Επιμέλεια Ιωάννης Παπαχρήστος.

Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου της Κυκκοτίσσης (Ακολουθία, Παρακλητικός Κανών, Χαιρετισμοί) – Χαραλάμπους Μπούσια.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιερές Ακολουθίες, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.