Παναγιώτης Σέκερης – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Η σκέψη του Σκουφά για το σύστημα των «Δώδεκα Αποστόλων» της Φιλικής Εταιρίας, ήταν συναρπαστική. Όλοι τη δέχτηκαν με ενθουσιασμό. Πώς όμως θα έμπαινε σε εφαρμογή, αφού τα οικονομικά ήταν σε τραγική κατάσταση; Τα 10.000 γρόσια που είχε δώσει ο Σέκερης όταν μυήθηκε στην Εταιρία, στις 5 Μαΐου 1818, είχαν εξανεμιστεί. Απ’ την οργάνωση της Μόσχας, που περίμενε η Εταιρία κάποιες ενισχύσεις, δεν φαινόταν τίποτα. Και οι απόστολοι Καμαρηνός, Αναγνωσταράς, Φαρμάκης, που θα κατέβαιναν στην Ελλάδα για να εξαπλώσουν την Εταιρία, ζητούσαν προκαταβολές για να ξεκινήσουν.

Στη δύσκολη εκείνη στιγμή, η σκέψη των αρχηγών της Εταιρίας πηγαίνει πάλι στο μεγαλοέμπορο Σέκερη. Νύχτα τον επισκέπτονται σ’ ένα πανδοχείο στο Γαλατά. Χωρίς περιστροφές, του ζωγραφίζουν τη δύσκολη οικονομική θέση της Εταιρίας και του ζητούν δάνειο.
Ο Σέκερης τους άκουσε με προσοχή και χαμογελώντας τους ρωτάει:
-Πόσα χρειάζονται, αδερφοί;
-Πολλά, αποκρίνεται ο Ξάνθος. Σκέψου ότι για κάθε αποστολή χρειάζονται κάπου δέκα χιλιάδες γρόσια.
-Όσα κι αν χρειάζονται, αδέρφια, τους λέει πάλι με χαμόγελο ο Σέκερης, να τα δώσω εγώ. Φτάνει να μη σβήσει η φλόγα του ιερού αγώνα. Ας έρθει κάποιος μαζί μου.
Τον ακολούθησε ο Ξάνθος. Πήγαν στα γραφεία του. Ξεκλείδωσε ο Σέκερης την κάσσα και μέτρησε στον Ξάνθο 10.000 γρόσια σε χρυσούς μαχμουντιέδες.
-Πάρε αυτά, λέει στον Ξάνθο ο καλός πατριώτης, για να φύγει στην αποστολή του ο Φαρμάκης και έλα σε δυο – τρεις μέρες να σου δώδω και άλλα. Και πραγματικά, δεν έμεινε στις υποσχέσεις!

Η αφοσίωση του Σέκερη στην υπόθεση της Φιλικής, κατασυγκίνησε τους αρχηγούς της. Και, όπως γράφει ο Ξάνθος στα Απομνημονεύματα του, «δια την γενναιότητα και τον αληθή πατριωτισμόν του Π. Σέκερη, και δια τας μέλλουσας, ας ο Ξάνθος προέβλεπεν ανάγκας της Εταιρίας, έκρινον αναγκαίον να τω αποκαλυφθή η Αρχή».
Συμφώνησαν και ανέθεσαν στον Αναγνωστόπουλο να προτείνει στο Σέκερη να μπει στην ηγεσία της Εταιρίας. Με κρύα καρδιά τον πλησίασε ο Αναγνωστόπουλος, γιατί υπήρχε η υποψία πως θα υπαναχωρούσε ο Σέκερης, όταν μάθαινε ποιοί «ασήμαντοι» άνδρες ήταν οι αρχηγοί της Εταιρίας. Δραματική και συγκινη¬τική ήταν εκείνη η συνάντηση.
-Θέλω να σου μιλήσω, αδερφέ, λέει ο Αναγνωστόπουλος στο Σέκερη. Όμως το θέμα είναι τόσο σημαντικό, ώστε θα το μάθεις μόνο, αν αποφασίσεις οριστικά ένα από τα δύο: Πάρε αυτό το μαχαίρι. Αν δειλιάσεις ακούγοντας όσα θα σου πω, σφάξε με ή πρόδωσε με. Εξέτασε, λοιπόν, την καρδιά σου και πές μου αν πρέπει να μιλήσω.
-Πιστεύεις λοιπόν, αποκρίνεται ο Σέκερης απορημένος, ότι θα καταδεχτώ να φανώ κατώτερος απ’ σένα; Αν το μυστικό σου είναι φοβερό, γιατί δεν το φοβάσαι εσύ; Πώς σου πέρασε η ιδέα ότι θα φοβηθώ εγώ; Μίλα, λεύτερα, φίλε. Σου εγγυώμαι με το αίμα μου!
Μίλησε ο αναγνωστόπουλος και ο Σέκερης τον άκουσε χωρίς καθόλου να εκπλαγεί. Και όταν τελείωσε, ο Σέκερης του απάντησε χωρίς δισταγμό:
-Δέχομαι!

Απ’ τη στιγμή που μπαίνει στην «Υπέρτατη Αρχή» ο Σέκερης, αντικαθιστώντας το Σκουφά που πέθανε, άρχιζε γι’ αυτόν μια ζωή γεμάτη δραματικές περιπέ¬τειες. Και πρώτα η καθημερινή αιμορραγία του ταμείου του. «Μόλις δε αναδείκνυται εις των αρχηγών – γράφει ο Γουδας – αντικαθιστά τον Σκουφά και γίνεται ταμίας ή μάλλον ειπείν θέτει το ταμείον του εις τας διαταγάς της Εταιρίας- ίνα μη νομίση δε τις υπερβολικήν την φράσιν ταυτην, επιτραπήτω να αναμνήσωμεν ότι ο Ξάνθος έδωκεν τω Υψηλάντη τον ακριβή λογαριασμόν των εισπράξεων και των δαπανών των μέχρι της ημέρας εκείνης γενομένων. Αύται δε συμποσούντο τότε εις εκατόν είκοσι μίαν χιλιάδας και εξακόσια τριάκοντα γρόσια…».
Από αυτά, περισσότερα από τα μισά τα είχε προσφέρει ο Σέκερης! Και πέρα απ’ αυτά, γύρω στις σαράντα χιλιάδες γρόσια έδωσε στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.

Μα και ποιοί δεν πέρασαν απ’ τα κατάστιχα του. Και δεν ήταν ανοιχτοχέρης μόνο για την εθνική υπόθεση. Βοηθούσε κάθε φτωχό και κατατρεγμένο. «Είδε κάποτε ο Σέκερης – γράφει ο Γούδας – μέσα στο κρύο του χειμώνα κάποιον γυμνό να τουρτουρίζει απ’ το κρύο και αμέσως βγάζοντας από τους ώμους του την μηλωτήν:
«-Λάβε, του είπεν. Εγώ τουλάχιστον δεν θα μείνω και άνευ της γούνας μου!».
Απ’ τα ενιά καράβια του το ένα το χάρισε απ’ την αρχή στην Εταιρία, για τα ταξίδια των αποστόλων της. Και τα υπόλοιπα, άλλα του τα πήραν οι Τούρκοι και άλλα τα πρόσφερε ο ίδιος αργότερα στον αγώνα.

Αλλά δεν ήταν μόνο οι χρηματικές θυσίες στον αγώνα του Σέκερη. Αυτές δεν ήταν τίποτε μπροστά στις άλλες προσφορές του. Είχε γίνει το κέντρο της εθνικής συνωμοσίας στην καρδιά του εχθρού. Κινούσε τα νήματα της, όπως γράφει ο Μελάς, συμβίβαζε τις διαφορές, διεύθυνε το συνωμοτικό ταχυδρομείο, κρατούσε τα χαρτιά της Εταιρίας. Νύχτα μέρα καθότανε πάνω στη φωτιά. Και πάντα κρατούσε πάνω του ένα δυνατό δηλητήριο, έτοιμος, αν πιαστεί, να θανα¬τωθεί πριν του πάρουν μια λέξη οι εχθροί από το στόμα του.

Όταν ζύγωνε η ώρα της ανάστασης του γένους, η δραστηριότητα του Σέκερη είναι απεριόριστη. Οι άλλοι αρχηγοί έχουν εγκαταλείψει από καιρό την Πόλη, ενώ ο Σέκερης μένει. Ώσπου οι Τούρκοι υποψιάζονται τις κινήσεις του και τον παραμονεύουν. Ευτυχώς που μια μέρα, όταν επρόκειτο να τον συλλάβουν οι Τούρκοι, ένας καλός αγάς, που είχε ευεργετηθεί από το Σέκερη, μπαίνει κρυφά στο μαγαζί του και του ψιθύρισε στ’ αυτί:
-Η γη να σκιστεί και να σε καταπιεί!
Ο Σέκερης καταλαβαίνει τον κίνδυνο. Δεν προφταίνει να δώσει είδηση στους δικούς του. Μόνο στους υπαλλήλους του λέει:
-Γλυτώστε, παιδιά, όπως μπορείτε. Αν οι Τούρκοι ρωτήσουν που είμαι, πέστε τους πως μίσεψα για να βρεθώ στο γάμο του αδερφού μου. Ύστερα ξυρίζει τα γένια του, ντύνεται πλοίαρχος, κατεβαίνει στο αραγμένο του καράβι την «Αγία Ελένη» και φεύγει για την Οδυσσό.
Οι Τούρκοι που ήρθαν σε λίγο στο μαγαζί του δεν του άφησαν τίποτα. Ξεγύμνωσαν και το σπίτι του. Και η γυναίκα του μόλις και γλίτωσε. Μεταμφιεσμέ-νη και αυτή τον ακολούθησε στην Οδυσσό.

Οι αγώνες και οι θυσίες του Σέκερη και των άλλων αγωνιστών, δεν πήγαν χαμένες. Η Ελλάδα λευτερώθηκε. Ο Σέκερης ζώντας πάμπτωχος στην Οδυσσό, λέει μια μέρα στη γυναίκα του:
-Πάμε στην πατρίδα μας που τόσα πάθαμε γι’ αυτήν. Εκεί κάτω θα βρούμε στέγη και ψωμί.
Δυστυχώς η προσφορά του στον αγώνα δεν εκτιμήθηκε απ’ την ελεύθερη πατρίδα. «Απέναντι των μεγάλων θυσιών και του ανικανοποίητου ζήλου του, ο Σέκερης, μετά πολυετή και πολυώδυνον δυστυχίαν, μόλις ηξιώθη την θέσιν τελώνου εις Ύδραν…» θα γράψει η εφημερίδα «Αιών» στις 19-3-1930: και ο Γούδας θα προσθέσει:
«Τον πικρόν της πενίας άρτον ήσθιεν εν Ναυπλίω, όπου είχε μετατεθεί -ο άλλοτε όλβιος Σέκερης, γλυκαίνων αυτόν, όσον ηδύνατο, το μεν δια της συναισθήσεως, ότι εξεπλήρωσεν το υπέρ της πατρίδος καθήκον του-ουδέποτε ηκουσθη παρ’ αυτού παράπονον τι κατά των ούτω παραβλεψάντων τοσαύτας θυσίας αυτού υπουργών της Ελλάδος το δε δια της δικαίας τιμής και υπολήψεως, ήν απέδιδεν αυτώ πάσα η ελληνική κοινω¬νία…»

Κάποτε επισκέφτηκε την Υδρα ο βασιλιάς Όθωνας. Του σύστησαν το Σέκερη και του απαρίθμησαν τις προσφορές του στον Αγώνα. Όταν τον είδε ο Όθωνας πως, όχι μόνο δεν είχε κανένα παράσημο ένας τέτοιος αγωνιστής «μα ούτε και αυτό το του αγώνος νομισματόσημον», του λέει:
-Να μου δώσετε μίαν αναφοράν, ίνα σας απονείμω τον Σταυρόν του Σωτήρος.
-Δεν έχω τη συνήθεια να γυρεύω, Μεγαλειότατε, του αποκρίνεται ο Σέκερης.
Κι έπειτα, συνεχίζει, τα παράσημα, όπως κατάντησαν, δε χρειάζεται να κοσμούν στήθεια όπως τα δικά μου.
«Πικρός, βέβαια, μα περήφανος και δίκαιος λόγος», γράφει ο Μελάς.

Μια μέρα ο Σέκερης ταξίδεψε στην Αθήνα. Εκεί τον απάντησε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Λυπήθηκε που τον είδε στα χάλια της φτώχειας και θέλησε να τον βοηθήσει:
-Πάμε, αδερφέ, του λέει, να ομολογήσω μπροστά σε μια επίσημη αρχή, πόσα λεφτά έχω από σένα. Με τι θα πολέμαγαν οι Μανιάτες μου χωρίς αυτά! Ο Σέκερης αρνιέται, μα ο Πετρόμπεης επιμένει:
-Πάμε, του ξαναλέει. Είμαστε και οι δύο γέροι και θνητοί. Και δεν πρέπει να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας τις δοσοληψίες μας.
«Από την έποψιν ταύτην συγκατατίθεμαι», λέει ο Σέκερης. Πήγαν στο συμβο¬λαιογράφο Πιτάρη και μπροστά στους μάρτυρες Δαριώτη και Χρηστακόπουλο, υπογράφτηκε το συμβόλαιο με αριθμό 943 με το οποίο ο Πετρόμπεης αναγνώρι¬σε τα χρέη του στο Σέκερη.
Ξαναγύρισε την άλλη μέρα στο Ναύπλιο. Η ίδια φτώχεια και ανέχεια πάλι. Ευτυχώς που του γλύκανε κάπως την πίκρα η πιστή του συντρόφισσα, η γυναίκα του. Του συμπαραστέκεται με το παραπάνω στο σκληρό αγώνα επιβίωσης των ίδιων και των έξι παιδιών τους. Από τα οποία, όμως, μόνο τα δύο επέζησαν: Η Χαρίκλεια και ο Δημήτρης.
Περνούσαν οι μέρες και η φτώχεια συνεχιζόταν καταπιεστική. Αυτή όμως δε λύγιζε το Σέκερη. Κάπου κάπου μόνο αναστέναζε που δεν είχε τίποτε να προικίσει τη Χαρίκλεια του, που είχε μεγαλώσει πια. Ούτε λίγη γης που πήραν οι άλλοι. Ευτυχώς, όμως, που βρέθηκε ο καλός άνθρωπος που την παντρεύτηκε χωρίς προίκα. Ήταν ο λοχαγός Τριγγέτας, που έγινε αργότερα βουλευτής και υπουρ¬γός. Αυτός συμπαραστάθηκε στα γεράματα των πεθερικών του και προστάτεψε με το παραπάνω το γιο τους Δημήτριο, όταν έμεινε ορφανός.

Ο καιρός περνούσε και μια μέρα του έτους 1846, ο Παναγιώτης Σέκερης άφησε το φθαρτό τούτο κόσμο. Πάμπλουτος είχε μπει στον αγώνα για τη λεφτεριά και πάμπτωχος βγήκε. Και το σπουδαιότερο είναι πως δεν παραπονέθηκε ποτέ εναντίον κανενός και δε ζήτησε ποτέ από κανέναν τίποτα. Ήταν ένας περήφανος άνθρωπος, που χωρίς αυτόν ήτο άδηλο το μέλλον του έθνους.
Στο άκουσμα του θανάτου του όλο το Ναύπλιο συγκινήθηκε. Ο πολύς λαός ακολούθησε το ξόδι του και με δάκρυα εκδήλωσε την ευγνωμοσύνη του, ό,τι δεν έκαμε η επίσημη πολιτεία ποτέ.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Σημείωσις του orp.gr: 1. Η αχαριστία είναι, δυστυχώς, ίδιον και ημών των Ελλήνων! 2. Καλό θα ήταν ο μεγαλόψυχος αυτός ήρωας να βρει μιμητές – συνεχιστές του έργου του, ακόμη και σήμερα!

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.