16 Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Θεοφανούς της βασιλίσσης και του Οσίου πατρός ημών Μοδέστου, Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων: Συναξάριον, Ασματικαί Ακολουθίαι.

%ce%86%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%9c%cf%8c%ce%b4%ce%b5%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%82-%ce%91%cf%81%cf%87%ce%b9%ce%b5%cf%80%ce%af%cf%83%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%bf%cf%82-%ce%99%ce%b5%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%bf

Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Τω αυτώ μηνί (Δεκεμβρίω) Ις΄, μνήμη της αοιδίμου βασιλίσσης και θαυματουργού Θεοφανούς, συζύγου γενομένης Λέοντος του σοφωτάτου βασιλέως.

Εγγύς βασιλίς Θεοφανώ Κυρίου,
Ταις αρεταίς έστηκεν εστιλβωμένη.

Αύτη ήτον γέννημα και θρέμμα της Κωνσταντινουπόλεως, καταγομένη από αίμα βασιλικόν, εκ των περιφανών Μαρτινακίων, θυγάτηρ Κωνσταντίνου Ιλλουστρίου, και μητρός Άννης, οι οποίοι εκατάγοντο από την Ανατολήν. Ούτοι γαρ με το να μην είχον παιδίον, καθ’ εκάστην ημέραν ελυπούντο, και παρεκάλουν υπέρ τούτου την Κυρίαν Θεοτόκον, πάντοτε μεν διατρίβοντες εις τον αυτής πανσεβάσμιον Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τον τόπον τον λεγόμενον Βάσσου (παρά δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται: εν τοις Φωρακίου), θερμοτάτας δε τας αυτών δεήσεις προσφέροντες. Λυθήτω Δέσποινα, λέγοντες, η του κόσμου Κυρία, λυθήτω η απαιδία, οπού λυπεί και καταξηραίνει ημάς τους δούλους σου. Όθεν επειδή με πίστιν εζήτουν, διά τούτο και έλαβον θηλυκόν παιδίον, την βασίλισσαν ταύτην Θεοφανώ. Αύτη λοιπόν αφ’ ου απέκοψε το γάλα, και έγινεν έξι χρόνων, επαιδεύθη τα ιερά γράμματα, και εστολίσθη με όλα τα είδη των καλών και αρετών. Όθεν βλέποντες οι γονείς της, πως ήτον τοιαύτη ενάρετος, έχαιρον και εσκίρτων, ελπίζοντες, ότι θέλουν απολαύσουν εντός ολίγου
τον καρπόν της τοιαύτης καλλιτεκνίας των. Εις καιρόν λοιπόν οπού η πολυχαρίτωτος αύτη γυνή, μαζί με την ηλικίαν επρόκοπτεν εις μεγαλιτέρας αρετάς, και αύξανεν εις ανώτερα καλά, εζητήθη από τον βασιλέα Βασίλειον τον Μακεδόνα μία κόρη ωραία και ενάρετος. Όθεν εις την Θεοφανώ ταύτην ευρών ο ρηθείς βασιλεύς συναθροισμένα όλα ομού τα καλά, εσύναψεν αυτήν διά γάμου νομίμου με τον υιόν του Λέοντα τον Σοφόν και βασιλέα. Και λοιπόν ήτον γεμάτη όλη η Κωνσταντινούπολις από χαράν και ευφροσύνην διά τον τοιούτον βασιλικόν και τίμιον γάμον.

Δέν απέρασε καιρός πολύς αναμεταξύ, και ο Διάβολος έσπειρε διά μέσου της γλώσσης του Σανταβαρινού αββά, ένα ζιζάνιον και πονηρόν λόγον. Όθεν τούτον ακούσας ο πατήρ του Βασίλειος, κλείει εις φυλακήν τρεις χρόνους, τόσον τον υιόν του Λέοντα, όσον και την γυναίκά του ταύτην Θεοφανώ. Αλλ’ όμως όταν τα εγκαίνια έφθασαν του Προφήτου Ηλιού, τότε πάλιν εφιλιώθη ο πατήρ με τον υιόν, και μαζί με αυτόν ευγήκεν έξω και έκαμε την συνήθη προπομπήν. Επειδή δε ο βασιλεύς έπεσεν εις ασθένειαν, διά τούτο εκήρυξεν αυτοκράτορα και βασιλέα τον αυτόν υιόν του Λέοντα. Από τότε λοιπόν η τιμία αύτη βασίλισσα, διατρίβουσα εις τα βασιλικά παλάτια, επιμελείτο την σωτηρίαν της ψυχής της, την δε δόξαν της βασιλείας, ως ένα ουδέν ελογίαζε. Και όλα τα χαροποιά της ζωής ταύτης, ενόμιζεν ωσάν τα της αράχνης υφάσματα.

Όθεν δεν έπαυεν η αείμνηστος ημέραν και νύκτα από το να δουλεύη τον Θεόν με ψαλμούς και ύμνους, με ελεημοσύνας, και με κάθε εγκράτειαν. Και κατά μεν το έξω και το φαινόμενον, εφόρει βασιλικήν αλουργίδα. Κατά δε το έσω και το κρυπτόμενον, εφόρει ράκη και φορέματα τρίχινα, ήγουν υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και με αυτά εταλαιπώρει το σώμά της. Και τας μεν πολυτελείς εκαταφρόνει τραπέζας. Τροφήν δε είχεν η μακαρία ευτελή και αυτοσχέδιον, το ψωμίον δηλαδή και τα λάχανα, και με αυτά ευχαριστείτο, ωσάν να ήτον καμμία τρυφή και ξεφάντωμα. Εμοίραζε δε εις τους πτωχούς, όσα άσπρα ήθελαν πέσουν εις χείράς της. Και ου μόνον τούτο, αλλά και τα στολίδια και πολύτιμα ρούχά της πωλούσα η μακαρία, τα εσκόρπιζεν εις τους πένητας. Έδιδεν εις τας χήρας και ορφανά τα προς την χρείαν αυτών και αυτάρκειαν. Επλούτιζε τα Μοναστήρια και καταγώγια των ασκητών με άσπρα και υποστατικά. Επιμελείτο τους δούλους της, ωσάν να ήτον αδελφοί της. Ποτέ δεν ωνόμαζέ τινα άνθρωπον με μόνον το ψιλόν όνομά του? Γεώργιε! θετέον, ή Δημήτριε! ή
Νικόλαε! αλλά επρόσθεττε πάντοτε και το κύριε: ήγουν κύριε Γεώργιε! κύριε Δημήτριε! και κύριε Νικόλαε!

Δέν ελάλησέ ποτε όρκον με την γλώσσάν της. Δέν ωμίλησε ψεύδος με τα χείλη της, ή κατηγορίαν κατά τινος. Δέν έπαυσε ποτέ από το να πενθή κρυπτώς εν τη καρδία της, και να βρέχη την στρωμνήν της με δάκρυα. Και αγκαλά η κλίνη της ήτον εστρωμένη με χρυσοΰφαντα πεύκια, και βασιλικά στρώματα, αύτη όμως, όταν ήρχετο η νύκτα, άφινε την κλίνην, και ανεπαύετο επάνω εις το έδαφος της γης, το οποίον ήτον εστρωμένον με μόνην ψάθαν, ή με τρίχινα υφάσματα, από τα οποία εσηκώνετο συχνάκις, και τω Θεώ τας προσευχάς της ανέπεμπεν. Όθεν από την πολλήν σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, εκυρίευσεν αυτήν η ασθένεια του σώματος. Αλλ’ όμως η μακαρία αύτη αφορμήν εγκρατείας την ασθένειαν εμεταχειρίζετο. Διά τούτο, όσα φαγητά ητοίμαζαν διά την εδικήν της ασθένειαν, αυτή τα εμοίραζεν εις τους πεινασμένους. Το στόμα της τρισολβίας ταύτης, επειδή και ήτον συνειθισμένον εις την μελέτην των θείων λογίων, διά τούτο δεν έπαυέ ποτε από το να προφέρη τους ψαλμούς του Δαβίδ. Δέν επαραβλέπετο από αυτήν η επτάκις της ημέρας αίνεσις του Κυρίου.
Ουδέ εκοιμήθη χωρίς δάκρυα η αοίδιμος. Ένα μεν, διατί εσυλλυπείτο εις τας συμφοράς των άλλων και άλλο δε, διατί με τα δάκρυα εδυσώπει τον Κύριον, και έκαμνεν αυτόν ίλεων, τόσον εις τον εαυτόν της, όσον και εις τους άλλους.

Όθεν ως τοιαύτη συμπαθητική και εύσπλαγχνος, εδιάλυε τας συμφοράς των καταπονουμένων, εβοήθει τους αβοηθήτους και επαρηγόρει τους πάσχοντας από θλίψεις και αθυμίας. Και διά να ειπώ με συντομίαν, όλον τον κόσμον και τα εν κόσμω χαροποιά, απαρνήθη η βασιλίς αύτη διά τον Κύριον. Και σηκώσασα εις τους ώμους της τον σταυρόν του Χριστού, και τον ελαφρόν ζυγόν του, τούτω ηκολούθει προθύμως. Όθεν δεν απέτυχε των ελπιζομένων αιωνίων αγαθών. Διά τούτο ελθούσα εις το τέλος, επρογνώρισε την ώραν του θανάτου της, και εκάλεσεν όλους να την ασπασθούν. Τούς οποίους και αυτή αμοιβαίως ασπασθείσα τον τελευταίον ασπασμόν, έτζι παρέδωκεν εν ειρήνη το μακάριον πνεύμά της εις χείρας Θεού. Το άγιον λείψανον αυτής ευρίσκεται εν τω Πατριαρχείω της Κωνσταντινουπόλεως αδιάφθορον.

*

Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Μοδέστου, Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων.

Φέρει Μόδεστε παμμάκαρ και σον τάφον,
Η τον τάφον φέρουσα γη του Κυρίου.

Ούτος εγεννήθη από ορθοδόξους γονείς, Ευσέβιον και Θεοδούλην ονομαζομένους, εν τη πόλει Σεβαστεία εν έτει σ²η΄ [298]. Επειδή δε η μήτηρ του ήτον στείρα, τούτου χάριν διά προσευχής των γονέων του, εδόθη εις αυτούς υιός, ο μέγας ούτος Πατήρ, ύστερα από τεσσαράκοντα χρόνους του γάμου των. Αφ’ ου δε εγεννήθη ούτος, εδιαβάλθη ο πατήρ του εις τον Μαξιμιανόν, ως Χριστιανός. Και λοιπόν δεθείς, εκλείσθη μέσα εις φυλακήν. Τούτο δε μαθούσα η γυνή του Θεοδούλη, επήγε και αυτή εις την φυλακήν ομού με τον υιόν της τούτον. Εκεί δε εις την φυλακήν ευρισκόμενοι, παρεκάλεσαν και οι δύω τον Θεόν. Και έτζι παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Αγίων Αγγέλων, γενόμενοι Μάρτυρες κατά γνώμην και προαίρεσιν. Οι δε δεσμοφύλακες ευρόντες αυτούς αποθαμένους, ευρόντες δε και το παιδίον ζωντανόν εις το μέσον αυτών, το επήραν και το έφερον εις τον Μαξιμιανόν. Ήτον δε τότε πέντε μηνών. Ο δε βασιλεύς βλέπωντας το παιδίον νόστιμον και χαριέστατον, παρέδωκεν αυτό εις ένα συγκλητικόν διά να το αναθρέψη επιμελώς, ίνα με τον καιρόν γένη άξιον να
υπηρετή τον ψευδώνυμον θεόν Δία. Τρεφόμενος λοιπόν κοντά εις τον συγκλητικόν ο μακάριος Μόδεστος, έμαθε, πως οι γονείς του μακαρίως απέθανον εις την φυλακήν διά τον Χριστόν. Όθεν όταν έφθασεν εις τους δεκατρείς χρόνους της ηλικίας του, τότε ευρίσκωντας ένα Χριστιανόν, από εκείνον εδιδάχθη την ευσέβειαν, και όλος αυτής οικείος και έκδοτος γίνεται. Ελυπείτο δε, διατί συνανεστρέφετο με τους Έλληνας.

Και μίαν φοράν, όταν ο Μαξιμιανός εκήρυξεν, ότι όλος ο λαός να προσφέρη θυσίας εις τους θεούς, τότε ο Άγιος ευρών άδειαν, επήγεν εις τον τάφον των γονέων του, και παρεκάλει αυτούς να τον ελευθερώσουν από τας χείρας των Ελλήνων, ίνα αξιωθή του Αγίου Βαπτίσματος. Όθεν ευρήκεν αυτόν ένας χρυσοχόος, καταγόμενος από τας Αθήνας. Και πέρνωντας αυτόν, τον επήγεν εις τας Αθήνας, όστις έκαμεν εις την στράταν διάφορα θαύματα. Πηγαίνωντας δε εκεί τον Άγιον, τον επαράστησεν εις τον Αρχιερέα, και έκαμεν αυτόν να διδαχθή την πίστιν τελειώτερον, και να βαπτισθή. Όταν δε εβαπτίζετο ο Άγιος, ηκολούθησε θαύμα παράδοξον. Εφάνη γαρ ένας στύλος πυρός από τους Ουρανούς καταβαίνωντας, ο οποίος επιστηρίζετο επάνω εις την κεφαλήν του βαπτιζομένου. Αφ’ ου δε εβαπτίσθη, ιάτρευσε με μόνην την προσευχήν και το εγγίξιμον της χειρός του, τον αδελφόν του χρυσοχόου, όστις έπασχεν από θανατηφόρον ασθένειαν. Ομοίως εθεράπευσε και ένα δαιμονισμένον. Είτα επειδή και ο χρυσοχόος και η γυνή του απέθανον, εγράφη μαζί με τους υιούς των και ο
Άγιος ούτος εις τας διαθήκας των, κληρονόμος της περιουσίας εκείνων. Αλλ’ αυτός χαρίσας το μερίδιον της κληρονομίας του εις τους υιούς εκείνων, ανεχώρησεν εις τους ερημικωτέρους τόπους, και εκεί επέρνα την ζωήν του ασκητικώς. Οι δε του χρυσοχόου υιοί, μη υποφέροντες από τον φθόνον να βλέπουν τον Άγιον τιμώμενον από όλους, τί κάμνουσιν; Επειδή αυτοί έμελλον να υπάγουν εις το Μισήρι διά να πραγματευθούν, διά τούτο εκατάπεισαν και τον μακάριον Μόδεστον να υπάγη μαζί των. Εκεί δε πηγαίνοντες, επώλησαν ως δούλον τον Άγιον εις ένα άπιστον άνθρωπον, από τον οποίον έλαβε πολλά δεινά ο τρισόλβιος εις διάστημα επτά ολοκλήρων χρόνων. Αλλ’ ο Άγιος διά θερμής και επιμόνου προσευχής του, ηλευθέρωσε τον αυθέντην του εκείνον από την πλάνην της απιστίας. Και εκατάπεισεν αυτόν να πιστεύση και να βαπτισθή. Αλλά και πάσχοντα από δεινήν ασθένειαν, υγιή τούτον εποίησεν.

Αφ’ ου δε εκείνος απέθανεν, επήγεν ο Άγιος εις τα Ιεροσόλυμα χάριν προσκυνήσεως του ζωοδόχου Τάφου. Από τα Ιεροσόλυμα δε επήγεν εις το Σίναιον. Και εκεί ησυχάζων και εις μόνον προσέχων τον Θεόν, πολλά εποίησε θαύματα. Επειδή δε τότε απέθανεν ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, διά τούτο εκ θείας αποκαλύψεως χειροτονείται Πατριάρχης Ιεροσολύμων ο Άγιος Μόδεστος, ώντας τότε χρόνων πεντήκοντα εννέα. Θαυματουργεί δε και τότε ο Άγιος πολλά θαύματα, από τα οποία ένα είναι και το εξής ρηθησόμενον. Ενός ανθρώπου Ιεροσολυμίτου απέθνησκον τα ζώα. Επειδή και η βρύσις του νερού, από το οποίον έπινον, εφαρμακεύθη από ένα οφίδι κατά συνεργίαν του δαίμονος. Εις την βρύσιν λοιπόν ταύτην επήγεν ο Άγιος. Και τα μεν νεκρωθέντα ζώα, ανέστησε. Το δε οφίδι, εθανάτωσε. Και τον δαίμονα έκαμε να φανή έμπροσθεν εις τους εκεί παρεστώτας, ο οποίος ώμνυε το φοβερόν όνομα του Θεού, ότι να μη πλησιάση ποτέ εις τον τόπον εκείνον, όπου ήθελεν επικαλεσθή το του Αγίου Μοδέστου όνομα. Αυτός ο Άγιος ήτον παντελώς αμνησίκακος, καθώς απέδειξε τούτο
η κάτωθεν περίστασις. Οι υιοί γαρ του χρυσοχόου οι πωλήσαντες τον Άγιον εις το Μισήρι, επήγαν μίαν φοράν εις τα Ιεροσόλυμα, χωρίς να ηξεύρουν ότι ο παρ’ αυτών πωληθείς, είναι εκεί Πατριάρχης. Ο δε αμνησίκακος Μόδεστος, όχι μόνον δεν ετιμώρησεν αυτούς, εις εκδίκησιν του κακού οπού εις αυτόν έκαμαν, αλλά και προς τούτοις εδέχθη αυτούς ασπασίως, και εφιλοξένησε φιλοφρόνως, και ευεργέτησε μεγαλοπρεπώς. Έτσι λοιπόν οσίως πολιτευσάμενος ο αοίδιμος, και ζήσας μεν, όλους τους χρόνους της ζωής του εννενηνταεπτά, πατριαρχεύσας δε χρόνους τριανταοκτώ, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. (Τον κατά πλάτος Βίον του Αγίου όρα εις τον Εφραίμ.)

Σημειούμεν ενταύθα, ότι άλλος είναι ο Μόδεστος ούτος από τον Μόδεστον τον κατά τους χρόνους Ηρακλείου του βασιλέως. Όστις εκλέχθη επιτροπικώς εις το να κυβερνήση την Εκκλησίαν Ιεροσολύμων, όταν απήχθη εις Περσίαν αιχμάλωτος υπό του Χοσρόου, Ζαχαρίας ο Ιεροσολύμων. Ο δε Μόδεστος εκείνος ήτον Αρχιμανδρίτης της Λαύρας του Αγίου Θεοδοσίου, κατά τον Θεοφάνη, λίαν καλός και ενάρετος, και δεύτερος Ζοροβάβελ φανείς εις την ανακαίνισιν των κατακαυθέντων Μοναστηρίων. Όθεν ουκ εγένετο Πατριάρχης τότε ο Μόδεστος. Ην γαρ έτι ζών ο νόμιμος Πατριάρχης Ζαχαρίας. Αλλά μόνον προσεκλήθη προεστώς και πρόεδρος των Ιεροσολύμων ο έργω και λόγω Μόδεστος. Μόδεστος γαρ λατινιστί ερμηνεύεται κόσμιος και εύτακτος, κοσμών και καλλωπίζων τα εκείσε σεμνεία, και ούτε τους Ιουδαίους φοβούμενος, ούτε τους Πέρσας. (Όρα σελ. 536 της Δωδεκαβίβλου.) Ο Μόδεστος δε ούτος ο δεύτερος αναφέρεται κατά την εικοστήν δευτέραν Ιαννουαρίου εις το Συναξάριον του Αγίου Αναστασίου του Πέρσου, του επί Ηρακλείου του βασιλέως. Σημείωσαι, ότι η εμή αδυναμία
εσύνθεσε μίαν ευχήν εκ προσώπου του Αγίου Μοδέστου, λεγομένην εις πάσαν θανατηφόρον ασθένειαν των ζώων, κατά αίτησιν τινών Πατέρων. Τήν οποίαν όρα εις το τέλος του παρόντος Δεκεμβρίου. [Σ.τ.ε.: Τυπώνεται εις το τέλος του τρίτου τόμου της παρούσης εκδόσεως.] Ο δε ελληνικός Βίος τούτου, ευρίσκεται εν τη Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή? «Ο θαυμαστός Μόδεστος».

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

* * *

Ασματική Ακολουθία της Οσίας Θεοφανούς της βασιλίσσης.zip

Ασματική Ακολουθία του Οσίου Πατρός ημών Μοδέστου, Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων.zip

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιερές Ακολουθίες, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.