31 Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Υπατίου, επισκόπου Γαγκρών: Συναξάριον, Ασματική Ακολουθία.

Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Τω αυτώ μηνί (Μαρτίω) ΛΑ΄, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Υπατίου, Επισκόπου Γαγγρών.

Κτείνει γυνή βαλούσα καιρίαν λίθω,
Τον Υπάτιον, φεύ γυναικί αθλία!
Πρώτη Υπατίω βιότου πέρας εν τριακοστή.

Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Υπάτιος ήτον κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του Μεγάλου εν έτει τιη΄ [318], γνωριζόμενος ένας από τους τριακοσίους δέκα-οκτώ θεοφόρους Πατέρας τους εν Νικαία το πρώτον συνελθόντας, εν έτει τκε΄ [325]. Ούτος λοιπόν διά την ενάρετον αυτού και ένθεον πολιτείαν, μεγάλα ετέλεσε θαύματα, και πολλά πλήθη των απίστων επρόσφερεν εις τον Χριστόν, και οίκον κατασκευάσας, υπεδέχετο τους εκ του γένους αυτού προστρέχοντας εις αυτόν. Ούτος ηφάνισε με τον λόγον του εκείνους, οπού επερικύκλοναν την χώραν την καλουμένην Ασπλαγκάς. Και όταν επεριπάτει την νύκτα, εφωτίζετο από ένα θείον και λαμπρόν φως. Και νερόν δε αλμυρόν εις γλυκύ μετέβαλεν.

Εις τους χρόνους δε Κωνσταντίου του υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ένας μέγας δράκων ελθών από ένα μέρος, εμβήκε μέσα εις τον βασιλικόν θησαυρόν, ο οποίος ως λέγουσι, τόσον φόβον επροξένει εις τους ανθρώπους, ώστε οπού δεν ετόλμα να πλησιάση τινάς εις τον θησαυρόν. Όποιος δε ετόλμα να πλησιάση, αυτός ευθύς εθανατόνετο από τον δράκοντα. Όθεν εκ τούτου ο βασιλεύς ευρίσκετο εις απορίαν, και τί να κάμη δεν ήξευρεν. Ακούσας δε την φήμην του Αγίου τούτου Υπατίου, έστειλεν εις αυτόν πρέσβεις και μεσίτας, παρακαλώντάς τον να έλθη εις αυτόν. Ο δε Άγιος ελθών, και βλέπων, πως επροϋπάντησεν αυτόν ο βασιλεύς με κάθε τιμήν και ευλάβειαν, και πως εκυλίετο εις τους πόδας του, εσήκωσεν αυτόν επάνω και λέγει του. Έχε θάρρος και μη λυπήσαι, ω βασιλεύ, ότι τα αδύνατα παρά ανθρώποις, είναι δυνατά εις τον Θεόν. Πίστευε λοιπόν και θάρρει εις τον Θεόν, και θέλεις ιδής μετά ολίγον την του Θεού ακαταμάχητον δύναμιν. Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος. Ο δε βασιλεύς δείξας από μακράν το θηρίον, μη απροσέκτως, είπεν, ω Πάτερ, πλησιάσης εις
τον δράκοντα, διά να μη πάθης εκείνο, οπού και άλλοι έπαθον, ήγουν διά να μη θανατωθής από αυτόν εξ εμών αμαρτιών. Ο δε Άγιος απεκρίθη. Η εδική μας προσευχή, ω βασιλεύ, δεν έχει καμμίαν δύναμιν εις τα τοιαύτα μεγάλα θαυμάσια. Η δε εδική σου πίστις, και η του Κυρίου μεγάλη και ανίκητος δύναμις, αυτά δύνανται να κάμουν όλον το πάν.

Τότε πεσών ο Άγιος εις την γήν, επροσευχήθη ώραν ικανήν. Έπειτα σηκωθείς λέγει εις τον βασιλέα. Πρόσταξον να γένη μία μεγάλη πυρκαϊά εις το μέσον του παζαρίου εκεί, όπου στέκεται η κολόνα του πατρός σου Κωνσταντίνου, και εκείνοι οπού θέλουν ανάψουν την φωτίαν, ας προσμένουν, έως οπού να υπάγω εκεί και εγώ. Ταύτα ειπών ο Άγιος, επλησίασε μόνος εις τον θησαυρόν, και άνοιξε την πόρταν, κρατώντας και ράβδον εις τας χείράς του, έχουσαν επάνω τον τύπον του τιμίου Σταυρού. Κτυπώντας δε με την ράβδον τον δράκοντα, τίποτε δεν εκατώρθονεν. Όθεν μερικοί βλέποντες από μακρόθεν, ήτον πεφοβισμένοι και έντρομοι, ενόμιζον γαρ ότι εθανατώθη ο Άγιος υπό του δράκοντος. Αλλ’ ο Άγιος σηκώσας τα ομμάτιά του εις τον Ουρανόν, και τον Θεόν επικαλεσάμενος, έβαλε το ραβδί του εις το στόμα του θηρίου, και είπεν. Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ακολούθει μοι, ω θηρίον. Ο δε δράκων δαγκάσας την ράβδον του Αγίου, ηκολούθει εις αυτόν, ωσάν να εδιώκετο από τινα. Ο δε Άγιος ευγαίνωντας από τον βασιλικόν θησαυρόν, διεπέρασεν
όλον το παζάρι, τραβίζωντας και τον δράκοντα όπισθεν, όθεν εξέπληξεν άπαντας. Επειδή ο δράκων εκείνος, ήτον ένα φοβερόν και εξαίσιον θέαμα. Ήτον γάρ, ως έλεγον, εξήκοντα πήχεις εις το μέγεθος.

Πλησιάσας δε εις την πυρκαϊάν, είπε προς τον δράκοντα. Εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, τον οποίον κηρύττω εγώ ο ελάχιστος, σέ προστάζω να έμβης εις το μέσον της πυρκαϊάς. Ο δε φοβερός εκείνος δράκων, έκαμεν ωσάν καμάραν τον εαυτόν του, και κυρτωθείς και εξαπλωθείς, έρριψε τον εαυτόν του εις το μέσον της πυρκαϊάς έμπροσθεν εις όλους, και κατεκάη. Όθεν όλοι οι θεωρούντες εξεπλάγησαν, και εδόξαζον τον Θεόν, επειδή και έδειξεν εις τας ημέρας αυτών, τοιούτον φωστήρα και θαυματουργόν Άγιον. Ο δε βασιλεύς εκπλαγείς διά το παράδοξον, ετίμησεν υπερβολικώς τον Άγιον, και επρόσταξε να ιστορήσουν την εικόνα του εις σανίδια, την οποίαν έβαλεν επάνω εις την πόρταν του βασιλικού θησαυρού εις αποτροπήν παντός εναντίου πράγματος, τον δε Άγιον κατασπασάμενος, απέστειλεν εις την επαρχίαν του. Αναχωρώντας δε ο Άγιος από την Κωνσταντινούπολιν, επήγαινεν εις τον θρόνον του δοξάζων και ευλογών τον Θεόν.

Αλλ’ όμως ο Αγιος εφθονείτο από τους δυσσεβείς Ναυατιανούς. Σημείωσαι δε, ότι Nαυατιανοί ελέγοντο οι ακόλουθοι Nαυάτου του Πρεσβυτέρου της Ρώμης, όστις δεν εδέχετο εκείνους, οπού αρνήθησαν μεν εις τον καιρόν του διωγμού, εμετανοούσαν δε, αλλ’ ούτε εσυγκοινώνει με τους διγάμους. Έλεγε δε και ότι μετά το Βάπτισμα, δεν δύναται πλέον να ελεηθή ο αμαρτήσας, κατά τον Επιφάνιον, Αιρέσ. νθ΄, και τον Αυγουστίνον, Αιρέσ. λη΄. (Όρα και την ερμηνείαν του ογδόου Κανόνος της Α΄ Συνόδου εν τω ημετέρω Κανονικώ.)

Ούτοι λοιπόν οι Ναυατιανοί, καθ’ εκάστην αυτόν εκατάτρεχον, και μάλιστα από τους απίστους τους κατοικούντας εις την Λαζικήν και Τραπεζούντα: διά τούτο οι μιαροί εκείνοι καρτερήσαντες εις ένα τόπον κρημνώδη, όταν ο Άγιος επέρασεν από εκεί, ώρμησαν αιφνιδίως άνδρες ομού και γυναίκες κατ’ επάνω του, ωσάν θηρία, και εκτύπουν αυτόν, άλλος, με ξύλον, άλλος, με πέτρας, και άλλος με μάχαιραν. Είτα έρριψαν αυτόν από ένα μεγάλον ύψος κάτω εις τον ποταμόν. Ο δε Άγιος ημιθανής γενόμενος, άπλωσεν ολίγον τας αγίας του χείρας, και σηκώσας τα ομμάτιά του εις τον Ουρανόν, Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην, ως ο πρωτομάρτυς, έλεγε, Στέφανος. Εις καιρόν δε οπού ακόμη ο Άγιος ανέπνεε, μία γυναίκα μιαρά και ακάθαρτος, η οποία έπιεν όλον το ποτήριον της αιρέσεως, πέρνουσα μίαν μεγάλην πέτραν, εκτύπησε τον Άγιον εις τον μήνιγγα, και έτζι η δυστυχής και αθλία, υστέρησεν από αυτόν την ολίγην εκείνην ζωήν, οπού του έμεινε. Και η μεν του Αγίου ψυχή παρεδόθη εις χείρας Θεού, η δε
ταλαίπωρος εκείνη γυνή, κυριευθείσα από δαιμόνιον, εκτύπα το στήθός της με την ιδίαν εκείνην πέτραν, με την οποίαν εθανάτωσε τον Άγιον. Ομοίως δε και όλοι, όσοι εσυγκοινώνησαν εις τον φόνον του, ετιμωρήθησαν από δαιμόνια ακάθαρτα. Το δε λείψανον του Αγίου κρύψαντες μέσα εις ένα αχυρώνα, ανεχώρησαν. Αλλ’ ο γεωργός εκείνος οπού εξουσίαζε τον αχυρώνα, πηγαίνωντας διά να δώση άχυρα εις τα ζώά του, ήκουσε μίαν ουράνιον δοξολογίαν, και αγγελικήν ψαλμωδίαν εις τον αχυρώνα. Όθεν ευρήκε το άγιον λείψανον, και παρευθύς εφανέρωσε τούτο και εις τους άλλους.

Μαθόντες δε τούτο οι Χριστιανοί, οπού εκατοίκουν εις τας Γάγγρας, εσυνάχθησαν εις τον αχυρώνα, και αφ’ ου εθρήνησαν κοινώς διά την στέρησιν τοιούτου ποιμένος, επήραν το άγιον αυτού λείψανον εις τας Γάγγρας, και ενταφίασαν αυτό εις επίσημον τόπον. Η δε γυνή η φονεύτρια του Αγίου, ηκολούθει οπίσω εις το άγιον λείψανον, κλαίουσα και κτυπούσα τον εαυτόν της με την πέτραν εκείνην, οπού εφόνευσε τον Άγιον. Όθεν αφ’ ου ενταφιάσθη το άγιον λείψανον, ιατρεύθη από το δαιμόνιον. Ομοίως ιατρεύθησαν και όλοι εκείνοι οπού εφόνευσαν τον Άγιον. Και άλλα δε πολλά θαύματα έγιναν και εν τω ενταφιασμώ του λειψάνου, και μετά τον ενταφιασμόν. Τα οποία θαύματα αφήσαμεν διά το πλήθος, και διά την δυσκολίαν της αυτών διηγήσεως.

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

*

Ασματική Ακολουθία του Αγίου Ιερομάρτυρος Υπατίου, επισκόπου Γαγκρών – Γερασίμου Μον. Μικραγιαννανίτου.zip

Παράβαλε και:
Βίος Αγίου Υπατίου, επισκόπου Γαγγρών – YouTube.
31 Μαρτίου, μνήμη και του Οσίου Ιννοκεντίου Βενιαμίνωφ, Μητροπολίτου Μόσχας, Ιεραποστόλου της Αλάσκας: Βιος.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιερές Ακολουθίες, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.