Θαυμαστά καθημερινά περιστατικά!

Διόρθωση βλάσφημου!

Ο Μιχαήλ … κάτοικος Σμύρνης πριν από την Ανταλλαγή, κάποια μέρα πήγε να οργώση το χωράφι του με τα βόδια. Σε μια στιγμή το ύνί(1) σκάλωσε κάπου, τα βόδια δεν προχωρούσαν και ο ίδιος δεν μπορούσε να βγάλη το υνί από το χώμα. Αφού κουράστηκε και αγανάκτησε, άρχισε να βλαστημά το Χριστό και τους Αγίους. Αμέσως έχασε το φως του περίπου για ένα τέταρτο. Τότε μετανοιωμένος και συντριμμένος παρακάλεσε την άγια Παρασκευή να του δώση το φως του και υποσχέθηκε να μην ξαναβλασφημήση ποτέ. Έκανε και ένα τάμα. Όσο ζούσε ποτέ του την Παρασκευή δεν θα έτρωγε και δεν θα έπινε τίποτε. Και αμέσως, ω του θαύματος, ξανάρθε το φως του, έβγαλε εύκολα το υνί και συνέχισε το όργωμα, ευχαριστώντας τον Θεό και την άγια Παρασκευή.

Ο Μιχαήλ, μετά την Ανταλλαγή, ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα. Τήρησε το τάμα του. Κάθε Παρασκευή δεν έτρωγε και δεν έπινε τίποτε, ούτε νερό, μέχρι το τέλος της ζωής του. Ακόμη και τα Χριστούγεννα, όταν ήταν ήμερα Παρασκευή, δεν έτρωγε. Αλλά στην επιμονή των δικών του να φάη, έκανε μόνο αυτήν την ήμερα παραχώρηση και έτρωγε κάτι για το αιδέσιμο της ημέρας για να σταματήσουν οι πιέσεις των οικείων του.

Σημείωση :1. Η σιδερένια άκρη του άροτρου σε τριγωνοειδές σχήμα που εισέρχεται στο χώμα και το ανασκάπτει.

Ασπάσθηκε τα πόδια του Χρίστου!

Διήγηση ευλαβούς χριστιανού: «Όταν ήμουν μικρός ορφάνεψα από πατέρα. Η μάννα μου ξαναπαντρεύτηκε και εμένα με έβαλαν σε ορφανοτροφείο. Αργότερα που μεγάλωσα με πήραν μαζί τους. Ο πατρυιός μου με έστελνε να πουλώ λαχεία, έπαιρνε τα χρήματα που κέρδιζα, με κακομεταχειριζόταν και με χτυπούσε πολύ. Κάποια φορά απελπίστηκα και είπα: «Δεν υπάρχει Θεός για μένα;». Πήγα στην Εκκλησία να προσευχηθώ και ασπάστηκα τα πόδια του Εσταυρωμένου. Αλλά, το λέω και ανατριχιάζω, ένιωσα να ασπάζωμαι πραγματικά πόδια, σάρκες!».

Έμαθε να διαβάζη υπερφυσικά!

Η αδελφή μου», διηγήθηκε η ευλαβέστατη Ειρήνη Μπεντενιώτου από τον Πόρο, μακαρίτισσα πλέον, «είχε χάσει ένα παιδάκι. Το βράδυ μετά την κηδεία πήγα και εγώ με ένα από τα μικρά μου παιδιά να την συλλυπηθώ. Σε λίγο ήρθε και ο αδελφός μου και έστρωσαν τραπέζι να φάμε. Μας λέγει ο αδελφός μου:
-ΤΙ είναι αυτά που κάνετε; Τι ψυχές; Αυτά είναι λόγια.
-Λόγια είναι; του λέγω. Δεν ντρέπεσαι; Τι κουβέντες είναι αυτές που ήρθες να μας πης;
-«Έτσι μας είχαν πει, λέει.
-Και επειδή σου το είπε ένας που πολεμά τον Χριστό, εσύ το πίστεψες και ήρθες να το διαδώσης και σε μας, να μας φέρης και μας σε απιστία;

»Τόσο πόνεσε η ψυχή μου και αγανάκτησα που πήρα το παιδάκι μου και έφυγα, δεν κάθησα στο τραπέζι. «Έβαλα το παιδί να κοιμηθή και πήγα, γονάτισα και προσευχήθηκα πολύ λυπημένη με πολύ πόνο. «Χριστέ μου», είπα, «ελυπήθηκα πολύ σήμερα και σκανδαλίστηκα με αυτά που είπε ο αδελφός μου, συγχώρεσε τον».
»»Ύστερα έπεσα να κοιμηθώ και είδα στον ύπνο μου ότι βρέθηκα στην Εκκλησία. Εκεί αντίκρισα στην Ωραία Πύλη τον Εσταυρωμένο ολοζώντανο σε φυσικό μέγεθος. Με έπιασε μεγάλος φόβος. Βλέπω να έρχεται κοντά μου ένας Δεσπότης με άμφια και πατερίτσα, κρατούσε ένα Χρυσό Ευαγγέλιο και άστραφτε ολόκληρος. Μου έδωσε το Ευαγγέλιο και μου είπε:
-Πάρε το Ευαγγέλιο και να κάνης ότι γράφει το Ευαγγέλιο. Εκεί πάνω θα βαδίσεις και μην ακούς τα λόγια του αδελφού σου. Ότι σου λέω βάλτο στην καρδιά σου και ότι γράφει αυτό θα κάνεις. Του λέω:
-Πάτερ μου, δεν ξέρω γράμματα η κακομοίρα.
-Θα μάθεις, μου είπε, και έβαλε το Ευαγγέλιο στον κόρφο μου.

»Το πρωί, αντί να πάω στη δουλειά, πήγα στον παπα-Γιώργη και του είπα ότι μου συνέβη. Μου απάντησε: «Είδες, παιδί μου, ο ίδιος ο Θεός φανερώθηκε για να μη σε χάση. Αυτός που είδες, ο Δεσπότης, ήταν ο ίδιος ο Χριστός, επειδή ο αδελφός σου σε σκανδάλισε και έβαλε αμφιβολία στην ψυχή σου».

»Την άλλη μέρα έδωσα σε μια γνωστή μου πέντε δραχμές να μου αγοράση ένα Ευαγγέλιο. Αυτή χαμογέλασε και μου είπε:
-Θα σου το φέρω, αλλά δεν ξέρεις να διαβάζης. Θα το έχεις μόνο να το βλέπης.
-Θα το βλέπω, θα το ασπάζομαι αλλά και θα το διαβάζω, της είπα- δεν της εξήγησα τίποτε.

»Μου το έφερε και αγόρασα και μια Σύνοψη. Μετά από λίγες μέρες, την Μ. Εβδομάδα, όταν γυρνούσα από την δουλειά, διάβαζα τα τροπάρια από την Σύνοψη και το Ευαγγέλιο και έκλαιγα. Η μάννα μου με ρώτησε:
-Τι κάνεις εκεί;
-Καλέ μητέρα, διαβάζω, της λέω.
-Είσαι στα καλά σου; μου λέει. Έκανε τον σταυρό της και πήγε το είπε στον αδελφό της.
-‘Α, της λέει, επειδή πάει στην Εκκλησία, τα έχει μάθει απ’ έξω.
-Αφού διαβάζει και γυρνάει τα φύλλα!
»Από τότε έμαθα να διαβάζω και διαβάζω τα πάντα. Ήταν θέλημα Θεού, αλλά να γράφω δεν έμαθα».

Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», τόμος Α’ και την ενότητα: Θαυμαστά και διδακτικά περιστατικά.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής, 2008.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.