Ελεύθερος χρόνος: η αποτυχία μιας επιτυχίας – Σαράντου Ι. Καργάκου.

(Στον ΑΛΕΚΟ και την ΤΙΑ, που ξέρουν να κάνουν τον ελεύθερο χρόνο τους δημιουργία)

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των ανεπτυγμέ¬νων κοινωνιών είναι το πρόβλημα του ελεύθερου χρόνου. Συγκεκριμένα, η μείωση του ωραρίου εργασίας, το πενθήμερο, η μακρά διάρκεια διακοπών και η πρώιμη συνταξιοδότηση, αφήνουν πολλά περιθώρια ελεύθερου χρόνου σε μαθητές, εργαζόμενους και κυρίως στους εκπροσώπους της λεγόμενης «τρίτης» ηλικίας. Ο ελεύθερος αυτός χρόνος δε γίνεται αντικείμενο πάντοτε σωστής αξιοποίησης και αυτό δημιουργεί πολλά ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα. Ποια είναι τα προβλήματα αυτά; Πώς είναι δυνατό να δημιουργηθεί η αναγκαία υποδομή, ώστε οι άνθρωποι να μην αναγκάζονται να «σκοτώνουν» το χρόνο τους.

Είναι συνηθισμένο φαινόμενο να μην εκτιμά κανείς πράγματα που του προσφέρονται. Και δεν έχουμε μάθει να τα εκτιμούμε, γιατί δεν έχουμε μάθει να τα αξιο¬ποιούμε.
Όταν τον περασμένο αιώνα οι εργάτες αγωνίζονταν για να κερδίσουν τα «Τρία Οκτώ», δηλαδή οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ξεκούραση, οκτώ ώρες ψυχαγωγία, σίγουρα δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα φτάναμε κάποτε στη σημερινή κατάσταση, όπου οι ώρες εργασίας έχουν μειωθεί σημαντικά και συνεχώς μειώνονται ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να έχουν αρκετό χρόνο, τον οποίο θεωρητικά μπορούν να διαθέσουν όπου κι όπως αυτοί θέλουν. Έτσι, μιλώντας πάλι θεωρητικά, μπορούν να καλλιεργηθούν πνευματικά, ν’ αθληθούν και να αποκτήσουν ενδιαφέροντα, για να διοχετεύσουν προς αυτά τη δραστηριότητα και δυναμικότητα τους. Γιατί ο σωστά αξιοποιημένος ελεύθερος χρόνος, είναι ο χρόνος της πραγματικής ελευθερίας.

Στην πράξη, όμως, τις περισσότερες φορές κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο συμβαίνει. Για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ο ελεύθερος χρόνος είναι μια νεκρή περίοδος, μια περίοδος ανίας, χειμερίας νάρκης ή τεχνητά έντονης ψυχαγωγίας. Ο άνθρωπος μπορεί να λυτρώθηκε γι’ αρκετό χρόνο από την αναγκαιότητα να δέχεται αναντίρρητα τις «εντολές» που του δίνει ο επιστάτης του χρόνου, ο λεπτοδείκτης, όμως δεν ξέρει τι να τον κάνει αυτό τον χρόνο, για να γίνει πιο ζωντανός και δημιουργικός. Δε λείπει μόνο υποδομή, λείπουν οι ιδέες, λείπει και η φαντασία. Ελάχιστοι άνθρωποι ξέρουν ότι μια μέρα αρχίζει και κλείνει καλά με το άνοιγμα και το κλείσιμο ενός βιβλίου. Επίσης ελάχιστοι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι πλούσιοι δε θα γίνουμε, αν γεμίσουμε το σεντούκι μας χρήματα, αλλ’ αν γεμίσουμε την ψυχή μας με ωραίες εικόνες, εντυπώσεις, ωραία αισθήματα. Όσο πιο πολλά ηλιοβασιλέματα κλείσουμε στην ψυχή μας, τόσο περισσότερο πλούσιοι θα φύγουμε από τον κόσμο τούτο. Κι όλα αυτά προσφέρονται δωρεάν.

Ίσως η αδυναμία αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου να οφείλεται σε μια εγγενή* ανικανότητα του Νεοέλληνα, που πηγάζει από την ιδιοσυγκρασία του, την τάση για ανώφελη δραστηριοποίηση και προτίμηση εύπεπτων μορφών ψυχαγωγίας. Όμως είναι σκόπιμο ν’ αναλογιστούμε μήπως αυτή η κατάκτηση κάποιου ελεύθερου και εντελώς δικού μας χρόνου, είναι μόνο πλασματική από κάποιο σημείο και πέρα. Το πρόβλημα αισθητοποιείται καλύτερα, αν λάβουμε υπόψη μας ότι η αδυναμία του ατόμου ν’ ανταποκριθεί στην πρόκληση του ελεύθερου χρόνου και να τον καλύψει δημιουργικά, είναι μειονέκτημα της κοινωνίας, που τα μέλη της δεν ξέρουν να οργανώνουν και ν’ αξιολογούν το χρόνο τους, που δεν ξέρουν να επενδύουν το πλεόνασμα του δυναμισμού τους σε πράγματα (εκτός εργασίας) ωφέλιμα, και για το σύνολο και για τους ίδιους. Δεν πρόκειται μόνο γι’ ατομική αποτυχία αλλά και για την αποτυχία ενός ολόκληρου παιδευτικού, κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, που δεν προσφέρει στα κοινωνικά μέλη ιδέες, ερεθίσματα και μέσα για επωφελή αξιοποίηση τού, με σκληρούς αγώνες αποκτημένου ελεύθερου χρόνου.

*Εγγενής : εντόπιος, αυτόχθων, ιθαγενής, ο εντός γεννηθείς π.χ. «εγγενείς θεοί» (θεοί της φυλής ή της χώρας).

Αν σκεφτούμε πως η αξία του ανθρώπου, κατά ένα μεγάλο βαθμό, κρίνεται από την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, από την αξιοποίηση της στιγμής που δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εργασιακό καταναγκασμό, συνειδητοποιούμε την ανάγκη ν’ αναζητήσουμε τα αίτια της αποτυχίας μιας επιτυχίας, τα αίτια που έκαναν τη λύση πρόβλημα, τα αίτια που έκαναν τον κάποτε πολυπόθητο ελεύθερο χρόνο «δώρον άδωρον», έτσι που πολλοί να καλύπτουν τα χρονικά κενά με πρόσθετη εργασία, εργασία που δεν γίνεται για ευχαρίστηση αλλά απλά και μόνο για να καλυφθεί ένα μέρος ζωής, που δεν ξέρουν πώς αλλιώς μπορεί ν’ αξιοποιηθεί.

Περισσότερο λυπηρή παρουσιάζεται η αδυναμία δημιουργικής εκμετάλλευσης του ελεύθερου χρόνου στους νέους ανθρώπους, που διαθέτουν -θεωρητικά τουλάχιστον— και το δυναμισμό και τη φαντασία για πρωτότυπη, εποικοδομητική απασχόληση. Είναι χαρακτηριστικό, όμως, ότι η πλειονότητα των μαθητών φροντίζει ν’ «αξιοποιεί» τον ελεύθερο χρόνο, που προσφέρθηκε με το πενθήμερο», βλέποντας τηλεόραση-VIDEO, είτε ασχολούμενη με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, είτε σκοτώνοντας την ώρα της στις καφετέριες, είτε παρακολουθώντας αθλητικούς αγώνες, αλλά σπανίως αθλούμενη. Το πιο δυσάρεστο όμως είναι ότι ο δυναμισμός της νεολαίας (όχι όλης βέβαια) φαίνεται να βρίσκει διέξοδο σε κάποιες μορφές βιαιότητας (φαινόμενα «χουλιγκανισμού»). Κάποιοι άλλοι νέοι εμφανίζονται εντελώς παθητικοποιημένοι. Αυτοί δεν καταφεύγουν στη βία αλλά σε μια μορφή ψυχαγωγίας με τεχνητά μέσα. Αποστασιοποιημένοι από την πολιτική και κοινωνική δράση, επιζητούν μια φτηνή διασκέδαση για να «σκοτώσουν» την ανία τους, να σκοτώσουν την ώρα τους, αγνοώντας πως έτσι σκοτώνουν ένα μέρος της ζωής τους, μια κι η ζωή προσμετρείται ως χρόνος. Την ώρα που η ενεργητικότητα τους θα μπορούσε να διοχετευθεί σε μια υγιή πνευματική, καλλιτεχνική, κοινωνική, αθλητική απασχόληση, αναλώνονται σε μια φτηνή «ψυχαγωγία», που δεν έχει απαιτήσεις αλλά δεν έχει και τίποτα ουσιαστικό να προσφέρει.

Σε κάποιους νέους, που διατηρούν ακόμη τη μαθη¬τική ιδιότητα, το «πενθήμερο» προσφέρει έναν πλασματικό ελεύθερο χρόνο. Αν εξαιρέσουμε εκείνους που δεν έχουν καμιά πνευματική και καλλιτεχνική έφεση και περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους άσκοπα, οι άλλοι, που έχουν κάποιες ευαισθησίες και που δε φαίνεται να τους ικανοποιεί η σχολική παιδεία, μετά την κατάργηση κάποιων μαθημάτων που κρίθηκαν ανώφελα, όπως τα καλλιτεχνικά, υποχρεώνονται να καλύπτουν τις ανάγκες τους με εξωσχολικό εργασιακό φόρτο. Η συμπύκνωση της σχολικής πράξης σε πέντε ημέρες, προκάλεσε καθημερινό φόρτο εργασίας δυσβάσταχτο, έτσι ώστε το δήθεν ελεύθερο Σαββατοκύριακο να χρησιμοποιείται για την κάλυψη της ύλης, που δεν αφομοιώθηκε στο πενθήμερο. Δυστυχώς το σύνδρομο της βαθμοθηρίας δεν αφήνει περιθώρια για ελεύθερο χρόνο. Ακόμη και σ’ αυτόν τον φαινομενικά ελεύθερο χρόνο ένα πελώριο μάτι παρακολουθεί τον μαθητή, και η επίγνωση της ύπαρξης του ρυθμίζει τις πράξεις του. Εξάλλου η νοοτροπία που διαμορφώνει κανείς στα χρόνια της μαθητικής του ζωής καθιστά αδύνατη την ουσιαστική μορφωτική απασχόληση. Το παιδί είτε αποστρέφεται το βιβλίο είτε εξακολουθεί να διαβάζει μηχανικά, απομνημονευτικά, όπως του υπαγορεύει μια αυταρχική -παρά την επίφαση φιλελευθερισμού-παιδεία, που δεν αποσκοπεί στη γνώση και στη μάθηση αλλά στην εκμάθηση. Όμως μια τέτοια σχέση με το βιβλίο είναι μια στείρα απασχόληση. Έτσι, όσοι δεν μπόρεσαν από δικό τους δρόμο να γνωρίσουν τη χαρά της γνώσης ή την ομορφιά της φύσης ή της τέχνης, αναζητούν το «ωραίο» στο κοντινότερο VIDEO CLUB. Τα αισθητικά τους κριτήρια, δεινά διαστρεβλωμένα μέσα σε μια πνευματοκτόνο περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τους οδηγούν σε προμήθεια βιντεοταινιών, με το κιλό ή σε μια έντονη μορφή διασκέδασης στο μισοσκόταδο των ντισκοτέκ.

Η «επίπλωση» του ελεύθερου χρόνου δεν είναι πολύ διαφορετική στον εργαζόμενο. Η μείωση των ωρών εργασίας, το συνεχές ωράριο και η καθιέρωση του πενθήμερου σε πολλούς εργασιακούς τομείς, αφήνουν τεράστια μεγέθη ελεύθερου χρόνου στον εργαζόμενο. Από την άλλη, όλοι σχεδόν οι εργαζόμενοι κατά τις μέρες της δουλειάς τους δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να περιμένουν εναγώνια την προσεχή αργία. Ωστόσο, η εκμετάλλευση αυτού του ελεύθερου χρόνου, που αναμένεται με πραγματική λαχτάρα, είναι μάλλον απογοητευτική. Απλώς στις μεγαλύτερες ηλικίες υπάρχει μια «διαφοροποίηση» ως προς τις ασχολίες του μαθητή, καθώς εδώ επικρατεί το καφενείο με τα χαρτιά και το τάβλι για τους άντρες, η σχολαστική ενασχόληση με τα οικιακά, το κουτσομπολιό (σε συνδυασμό με χαρτιά) και η φροντίδα της ομορφιάς για τη γυναίκα. Όλα τα παραπάνω, ελάχιστη ικανοποίηση μπορούν να προσφέρουν και σε πολύ μικρό βαθμό κατορθώνουν να γεμίσουν τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, να δώσουν κάποιο νόημα και κάποιο σκοπό στη ζωή του. Οι άνθρωποι κέρδισαν χρόνο αλλά δεν ξέρουν τι να τον κάνουν. Τουλάχιστον οι Αρχαίοι, στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου τους, φιλοσοφούσαν, την ώρα που άλλοι λαοί μεθοκοπούσαν ή έκαναν όργια.

Η παραίτηση από κάθε προσπάθεια ουσιαστικής και επωφελούς ψυχαγωγίας, από κάθε προσπάθεια δυναμικής αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου καλύπτεται με τον ισχυρισμό πως τάχα ο εργαζόμενος προσπαθεί να ξεφύγει από την καθημερινή εργασιακή ρουτίνα. Αυτό όμως είναι υπεκφυγή, μια φτηνή δικαιολόγηση για τη μετατροπή του ελεύθερου χρόνου σε αποχαύνωση. Αλλ’ ίσως, θα ήταν ουτοπικό, αντίθετο με την «παιδεία», που έχει δεχτεί, και τη νοοτροπία που έχει διαμορφώσει, να ζητήσουμε από τον μέσο εργαζόμενο να σταματήσει να απορροφάται από εξωτερικά στοιχεία και επιδερμικές ενασχολήσεις, και να επιχειρήσει μια μορφή ενδοσκόπησης, που θα του επιτρέψει να επιλέξει μια ποιοτικότερη ψυχαγωγία και πιο δραστήρια εκμετάλλευση του ελεύθερου χρόνου.

Όμως τα πιο σοβαρά προβλήματα παρουσιάζονται στους συνταξιούχους και ιδιαίτερα σ’ αυτούς που εξασφαλίζουν το προνόμιο της πρώιμης συνταξιοδότησης. Όλοι αυτοί που ανήκουν στη λεγόμενη «τρίτη ηλικία», ενώ πριν ζούσαν μια ζωή έντονη, συμμετείχαν ενεργά σε κάποιον τομέα απασχόλησης, είχαν θέσεις υπεύθυνες κι έπαιρναν συχνά σοβαρές αποφάσεις, τώρα, ξαφνικά, βρίσκονται μετέωροι, με τεράστια αποθέματα ελεύθερου χρόνου, αλλά και μ’ ένα τεράστιο κενό στη ζωή τους. Συχνά αισθάνονται παρείσακτοι* στο ίδιο τους το σπίτι, βρίσκονται διαρκώς «μέσα στα πόδια» της γυναίκας τους, ενώ η αντιμετώπιση από τους γύρω («καλά γεράματα τώρα»), καθώς η σύνταξη έχει συνδεθεί με το τέλος των περισσότερων δραστηριοτήτων και την αρχή των γηρατειών, κάνει πιο δραματική την κατάσταση τους. Μέσα τους εδραιώνεται σιγά-σιγά το αίσθημα του «ξοφλημένου», του ανθρώπου που «προπονείται για πτώμα». Μελαγχολούν, φέρονται παράξενα, έχουν παράλογες απαιτήσεις, κλείνονται πεισματικά στον εαυτό τους και γενικά νιώθουν άχρηστοι. Για πολλούς τα γηρατειά αρχίζουν την επαύριο της συνταξιοδότησης. Αυτό έχει δυσάρεστο αντίκτυπο στην οικογένεια και στην κοινωνία, γιατί όπως είναι φυσικό, δεν είναι καλό ν’ αποτελούνται από μέλη με κομμένα τα φτερά.

* Παρείσακτος: αυτός που εισάγεται λάθρα, κρυφά.

Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και μιαν άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση. Σε μια οικογένεια, όπου οι γονείς δουλεύουν και τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο, ενώ κατά τη διάρκεια της εβδομάδας ακολουθούν ο καθένας το δικό του πρόγραμμα μ’ εντατικό ρυθμό, μη βρίσκοντας έτσι τον καιρό να έρθουν σε ουσιαστική επαφή, τώρα με το πενθήμερο είναι υποχρεωμένοι -γονείς και παιδιά— να περάσουν δυο ημέρες μαζί. Δυο ημέρες, που, η έλλειψη ενδιαφερόντων ή κάποιας ευχάριστης απασχόλησης, τις κάνει εκνευριστικές και ατέλειωτες, ενώ παράλληλα η αποξένωση που υπάρχει, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, ιδιαίτερα όταν δε γίνεται προσπάθεια να εξαλειφθεί. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται δυσφορία, πλήξη, εκνευρισμός, τα οποία ξεσπούν μέσα στην οικογένεια, είτε δεν ξεσπούν καθόλου και, κρατώντας τα μέσα τους οι άνθρωποι, γίνονται νευρωτικοί.

Θέλοντας να προσδιορίσουμε ένα γενικότερο ανθρώ¬πινο μοντέλο, καταλήγουμε στον βιομηχανοποιημένο άνθρωπο που του έχουν «κλέψει» τις ώρες και το χρόνο του, ακόμη κι αν κέρδισε με σκληρό αγώνα το μειωμένο ωράριο και την πληρωμένη άδεια. Ο χρόνος που απολαμβάνει είναι ο τεχνητός χρόνος που «κατασκευάζουν» οι μηχανές. Δεν είναι πραγματικά ελεύθερος αλλ’ ένα «πουκάμισο αδειανό». Ο βιομηχανικός άνθρωπος φαίνεται να μην έχει συνείδηση της ανατολής και της δύσης του ηλίου, της άνοιξης και του χειμώνα. Γι’ αυτό κι είναι πιο κοντά του η ψυχαγωγία με τεχνητά μέσα. Υπακούει σε προκαθορισμένα μαζικά μοντέλα διασκέδασης και η ανάγκη του γι’ αυτή την παθητική διασκέδαση, τον αναγκάζει να βρίσκεται σε μια κατάσταση νιρβάνα, επίπεδης ψυχαγωγίας, που παραδόξως είναι πιο έντονη και από την έλξη της φύσης.

Όλες οι παραπάνω καταστάσεις, που δημιουργούνται από τη μη σωστή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, σίγουρα δεν είναι ευχάριστες για κανέναν. Κανείς μας άλλωστε δεν επιθυμεί στο βάθος να περνά την ώρα του πλήττοντας, πατώντας τα πλήκτρα της τηλεόρασης ή κάποιου ηλεκτρονικού παιχνιδιού, κάτι που τον γερνά ψυχικά. Πρέπει, λοιπόν, να δημιουργηθεί η κατάλληλη υποδομή, χάρη στην οποία ο ελεύθερος χρόνος να γίνει χρόνος δημιουργίας και ψυχικής ευφορίας. Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να γίνουν από το κράτος πολιτιστικά κέντρα, όπου θα μπορούν να βρουν ενδιαφέροντα και ν’ αναπτύξουν δραστηριότητα άνθρωποι κάθε ηλικίας.

Επίσης, καλό θα ήταν το κράτος και οι φορείς αγωγής να παροτρύνουν τον κόσμο, και ιδιαίτερα τα παιδιά, ν’ ασχοληθούν με τον αθλητισμό και τις καλές τέχνες, όχι μόνο φτιάχνοντας τ’ αναγκαία κέντρα, αλλά παρέχοντας τους •την κατάλληλη παιδεία, που θα κάνει μικρούς και μεγάλους να θελήσουν ν’ ασχοληθούν στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου με κάτι ανώτερο, που θα ικανοποιεί, θα τέρπει και θα ψυχαγωγεί. Πρέπει, δηλαδή, οι άνθρωποι να φτάσουν σε κάποιο επίπεδο καλλιέργειας, που να μπορούν από μόνοι τους να παίρνουν πρωτοβουλίες για το πού και πώς θα διαθέσουν τον ελεύθερο χρόνο τους με τρόπο που θα ευχαριστεί και θα ωφελεί, που θα συνδυάζει το Dulce et Utile, το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Κι ακόμη να είναι ικανοί να δημιουργούν κύκλους ή συλλόγους, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα τους, να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή του τόπου. Υπάρχει κάποιο προσκοπικό παιχνίδι που λέγεται «το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού». Μπορούμε να το παίξουμε με ποικίλους τρόπους. Συγκεκριμένα οι Αθηναίοι το Σαββατοκύριακο μπορούν ν’ ανακαλύψουν τις άγνωστες ομορφιές της άγνωστης πόλης τους. Πόσοι, άραγε, από τους κατοίκους του λεκανοπεδίου γνωρίζουν ότι η Αθήνα διαθέτει πάνω από δέκα μουσεία, που (το καθένα στο είδος του) είναι από τα καλύτερα του κόσμου;

Αλλά και όσοι δεν επιθυμούν οι δραστηριότητες να είναι κατ’ ανάγκην συλλογικές, να είναι σε θέση να κάνουν κάτι που δεν «σκοτώνει» την ώρα τους αλλά την αξιοποιεί. Τα λεγόμενα «χόμπυ» είναι μια πρόκληση και μια επωφελής πρόταση. Η ενασχόληση ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική, την κηπουρική, το ψάρεμα, τον εκδρομισμό, το καλό θέαμα και πλήθος άλλα, μπορούν να δώσουν περιεχόμενο και ποιότητα στη ζωή και να διώξουν την απονεκρωτική πλήξη.

Πρέπει, λοιπόν, να γίνει προετοιμασία τόσο σε υλικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο, για να μπορέσουν οι άνθρωποι να καλύψουν, κατά το δυνατόν καλύτερο τρόπο, τις ελεύθερες ώρες τους. Τις ελεύθερες ώρες που όσο περνά ο καιρός πληθαίνουν, καθώς η ανθρωπότητα, όπως φαίνεται, το έχει βάλει σκοπό να σταματήσει να εργάζεται. Κι αν αυτό γίνει κάποτε πραγματικότητα, μακάρι να γίνει μια ωραία πραγματικότητα. Οι άνθρωποι, δηλαδή, να αξιοποιήσουν σωστά το χρόνο τους, ακολουθώντας το παράδειγμα των Αρχαίων και να προσπαθήσουν να φέρουν έναν καινούργιο αιώνα πολιτισμού και ανθρωπιάς.

Πολλοί φοβούνται την τεχνολογία που με το ένα χέρι μας δίνει χρόνο και με το άλλο τον αφαιρεί. Όμως μια τεχνολογική ανάπτυξη σε ανθρώπινα μέτρα, μπορεί να διευρύνει τα περιθώρια της ελευθερίας του ανθρώπου, διευρύνοντας ακόμη περισσότερο τον ελεύθερο χρόνο του. Ένα πολιτικό σύνθημα, αρκετά παλιό, ξαναγίνεται επίκαιρο: «Να δουλεύουμε λιγότερο, για να δουλεύουμε όλοι, για να ζούμε καλύτερα». Αυτό το «καλύτερα» δεν παραπέμπει στη ραστώνη, στο «καθισιό», στο Dolce far niente των Ιταλών. Στην ορθή του έννοια σημαίνει δημιουργία ενός ολόπλευρα καλλιεργημένου ανθρώπου, ικανού ν’ ανταποκριθεί και στα ιδιωτικά και στα δημόσια καθήκοντα του, αλλά παράλληλα ικανού να γευτεί τους καρπούς μιας ανώτερης κουλτούρας.

Μιλώντας βέβαια για αξιοποίηση κι επωφελή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, δεν απορρίπτουμε τη χρησιμοποίηση του για χαλάρωση από την ένταση, που είναι επίσης μια ανθρώπινη αναγκαιότητα. Όμως, αναλογιζόμενοι ότι στις περισσότερες εκδηλώσεις της ζωής μας, λειτουργούμε σύμφωνα με εξωτερικές υποδείξεις, θα ‘ταν ανίερη λιποταξία στο χρόνο που μας δίνονται οι μεγαλύτερες δυνατότητες γι’ αυτενέργεια, να προτιμήσουμε την αποχαύνωση, την αδράνεια, τη μακαριότητα της απραξίας, επιλέγοντας εξωραϊσμένα μοντέλα παθητικής ψυχαγωγίας. Κάποτε, σε χαλεπούς καιρούς, σε κάποια χώρα με ολοκληρωτικό καθεστώς, λειτούργησε υπουργείο προπαγάνδας. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να ελπίζουμε ότι σε καλύτερους καιρούς θα υπάρξει Υπουργείο Ελεύθερου Χρόνου, που θα συμβάλλει με τα προγράμματα του στην καλύτερη αξιοποίηση του, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και την ηλικία του καθενός, για να μην καταντά ο ελεύθερος χρόνος η πεζότερη και η ανιαρότερη πλευρά της ζωής.
(15 Μαρτίου 1989)

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄
GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.