Ο Όσιος Δαβίδ ο Γέρων – Πρωτ. Γεωργίου Χρ. Ευθυμίου, Λέκτορος της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Την Αην Νοεμβρίου η αγία μας Εκκλησία τιμά την μνήμην του οσίου Δαβίδ του έροντος, του εν Εύβοια.

1. Παιδικά χρόνια – Σπουδαί

Ο αληθής αυτός άνθρωπος του Θεού εγεννήθη εις την Γαρδινίτσαν (σήμερον ονομάζεται Κυπαρίσσι) της επαρχίας Λοκρίδος, πλησίον της πόλεως του Ταλαντίου, κειμένης απέναντι της νήσου Ευβοίας.1
Ο ακριβής χρόνος της γεννήσεως του δεν μας είναι γνωστός.2 Από διαφόρους ενδείξεις όμως συνάγομεν, ότι πρέπει να εγεννήθη το τελευταίον τέταρτον του 15ου αιώνος,3 λίγα χρόνια μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως. Η γέννησίς του, δηλαδή, συμπίπτει με την πλέον πτωχήν και σκοτεινήν, από πλευράς πηγών, καταστάσεως παιδείας και συνθηκών ζωής των υποδούλων, περίοδον της Τουρκοκρατίας.4
Ητο γόνος ιερατικής οικογενείας, υιός του πρεσβυτέρου Χριστοδούλου και της Θεοδώρας,5 οι οποίοι ως αυθεντικοί χριστιανοί γονείς ανέθρεψαν το τέκνον τους, μετά των αδελφών του, «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».6
Ενωρίτατα, από της ηλικίας των τριών ετών, εφάνη, ότι ήτο «αφορισμένος εκ κοιλίας μητρός του»7 δια να επιτέλεση λαμπρόν εκκλησιαστικόν έργον. Εις την νηπιακήν αυτού ηλικίαν, τη προτροπή του αγ. Ιωάννου του Προδρόμου, ηκολούθησε αυτόν εις τον ομώνυμον ναόν, πλησίον του χωρίου του, όπου παρέμεινε επί εξαήμερον νηστικός και ανυπόδητος, προσευχόμενος ενώπιον της εικόνος του Αγίου, μέχρι της ευρέσεως του από τον πατέρα του.8
Αν και ήσαν ελάχιστες οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες τότε, ο μικρός Δαβίδ έμαθε τα «ιερά γράμματα»9 και ο,τι περισσότερον ήτο δυνατόν από τους ελαχίστους διδασκάλους της εποχής του.10

2. Μοναχική ζωή – Ιερωσύνη

Εις την ηλικίαν των δέκα πέντε ετών, με την ευχήν των γονέων του, ανεχώρησε από την πατρικήν οικίαν και έσπευσε εις αναζήτησιν διακριτικού Γέροντος,11 δια να χειραγωγηθή εις την μοναχικήν ζωήν,12 προς την οποίαν ησθάνετο ζωηράν κλήσιν και κλίσιν.13
Ο Τριαδικός Θεός, «ο πάντα προς το του πλάσματος συμφέρον οικονόμων»,14 επαρουσίασεν ενώπιον του τον ιερομόναχον Ακάκιον,15 έμπειρον πνευματικόν και διδάσκαλον, ηγούμενον μοναστικής αδελφότητος. Εις την αδελφότητα αυτήν ενετάχθη ο νεαρός Δαβίδ, ο οποίος ενωρίς εκάρη μοναχός και διεκρίθη ως υπάκουος και υπομονετικός υποτακτικός του προαναφερθέντος Γέροντος.16
Μετά παρέλευσιν ολίγων ετών, όταν ο γέρων Ακάκιος επεχείρησε περιοδείαν εις διάφορα μοναστικά κέντρα προς πνευματικόν ανεφοδιασμόν, παρέλαβε μεθ’ εαυτού και τον μοναχόν Δαβίδ. Ενώ ευρίσκοντο εις την μονήν Οικονομίου επί του όρους Οσσα, μεταξύ Ολύμπου και Πηλίου, ο μοναχός Δαβίδ, με την παρακίνησιν των Πατέρων της Μονής και την ευλογίαν του Γέροντος του, εχειροτονήθη διάκονος.17
Κατόπιν περιήλθε μετά του Γέροντος του τας ιεράς Μονάς του Αγίου Όρους, όπου ως μέλισσαι έδρεψαν το νέκταρ της πνευματικής ζωής. Αναχωρήσαντος του Ακακίου δια την Κωνσταντινούπολιν, ο υποτακτικός αυτού παρέμεινεν εις την Ι. Μονήν Μεγίστης Λαύρας, όπου δια της λειτουργικής ζωής και των ασκητικών παλαισμάτων προήχθη εις την μετά του Χρίστου κοινωνίαν.18
Του Γέροντος αυτού αναδειχθέντος εις μητροπολίτην Ναυπάκτου και Αρτης,19 εκλήθη ο διάκονος Δαβίδ να σπεύση εξ Αγίου Όρους εις Ναύπακτον δια να υπηρέτηση παρ’ αυτώ.20 Τότε εχειροτονήθη ύπ’ αυτού πρεσβύτερος και παρέμεινε πλησίον αυτού, ζων ασκητικώς και συνεργαζόμενος με ταπείνωσιν, αγάπην, υπομονήν, υπακοήν21 και αφοσίωσιν εις την διαποίμανσιν του λαού του Θεού.22
Ο Ακάκιος, λόγω των σπανίων προσόντων, της ποιμαντικής επάρκειας και αποτελεσματικότητος του ιερομόναχου Δαβίδ, ηθέλησε να προτείνη την προαγωγήν αυτού εις επίσκοπον. Του Οσίου αρνηθέντος,23 ανέθεσεν εις αυτόν την ηγουμενίαν της ιεράς Μονής Βαρνάκοβας,24 η οποία την εποχήν εκείνην εμαστίζετο από κακοδιοίκησιν και άλλα εσωτερικά προβλήματα.25 Μετά θεοφιλή διακονίαν εις την θέσιν αυτήν κατέφυγε μετά τίνων εραστών της ησυχίας εις το Στείριον όρος της Βοιωτίας προς εντονωτέραν άσκησιν.26 Εκεί ευρισκόμενος και παρέχων δια της αγιότητος, του παραδείγματος και του λόγου27 στήριξιν και ανάπαυσιν εις τον χειμαζόμενον από τον τούρκον δυνάστην λαόν του Θεού, διεβλήθη28 εις τινά τούρκον αξιωματούχον της Λειβαδιάς. Αυτός τον συνέλαβε αμέσως, και τον παρέδωσεν εις τον διοικητήν, ο οποίος τον έδειρε ανηλεώς, τον εβασάνισε ποικιλοτρόπως29 και τον αφήκε «ημιθανή τυγχάνοντα».30

3. Κτήτωρ – Ηγούμενος Μονής – Καλός Ποιμήν

Ελευθερωθείς, τη παρεμβάσει χριστιανών της περιοχής, ανεχώρησεν εκείθεν. Αναζητών τόπον ησυχίας κατάλληλον προς πνευματικήν άθλησιν, διεπεραιώθη εις την Εύβοιαν, κατευθυνθείς υπό του άγιου Πνεύματος εις ορεινήν περιοχήν άνωθεν του χωρίου Ροβιές, όπου υπήρχε «ναός έπ’ ονόματι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ημών Χρίστου».31 Εκεί εγκατεβίωσε και επεδόθη εις ασκητικούς αγώνας, ζων «νηστεία, αγρυπνία και προσευχή»,32 σπουδάζων «το χείρον, καθυποτάξαι τω κρείττονι, και την σάρκα δουλώσαι τω πνεύματι»,33 δοκιμάζων «τι έστιν ευάρεστον τω Κυρίω»,34 «ίνα τω στρατολογήσαντι αρέση».35 Η φήμη του εξηπλώθη ενωρίτατα και αρκετοί ερασταί της μοναχικής ζωής έσπευσαν πλησίον του, επιζητούντες την πνευματικήν του χειραγωγίαν «εις νομάς σωτηρίους».36 Χάριν αυτών, με την συνδρομήν πολλών ευσεβών χριστιανών, από την υπόδουλη πατρίδα και την μακρυνή Ρωσία, όπου μετέβη αυτοπροσώπως, οικοδόμησε εις τον χώρον όπου ήτο ο ναός της Μεταμορφώσεως, την όμώνυμον Μονήν.37
Ως ηγούμενος της Μονής, πλήρης θείων χαρισμάτων, ποδηγετούσε τους καταφεύγοντας να μονάσουν πλησίον του εις την στενήν και «τεθλιμμένην οδόν»,38 την άγουσαν εις την Βασιλείαν των Ουρανών, μετά περισσής διακρίσεως. Παραλλήλως, ως ελεήμων και φιλάνθρωπος ποιμήν βοηθούσε υλικώς και πνευματικώς τους προστρέχοντας εις την Μονήν χριστιανούς.39 Ακόμη, περιήρχετο διαφόρους επαρχίας, προσκαλούμενος υπό των επισκόπων, προκειμένου να ενίσχυση, ανόρθωση, έμπνευση και οδηγήση εις μετάνοιαν και εκκλησιαστικήν ζωήν τους χειμαζόμενους και κινδυνεύοντας πιστούς.40
Προς το τέλος της επιγείου ζωής του, φλεγόμενος υπό του θείου έρωτος, αφήκε την ηγουμενίαν και απεσύρθη εις σπηλαιώδες ασκητήριον, απέχον περίπου ένα χιλιόμετρον από της Μονής, επισκεπτόμενος αυτήν καθ’ εκάστην Κυριακήν, προκειμένου να μετάσχη της θείας Λειτουργίας και να κοινωνήση των Άχραντων Μυστηρίων.41

4. Θαυματουργός δια της Χάριτος του Θεού

Ο όσιος Δαβίδ, ο οποίος παιδιόθεν απεκαλείτο «Γέρων»,42 δια την σύνεσιν, σοφίαν, σοβαρότητα και νηφαλιότητα, η οποία τον διέκρινε, έλαβε παρά του Τριαδικού Θεού το χάρισμα του θαυματουργείν. Θαύματα επετέλεσε πολλά, δια της δυνάμεως του Θεού, προς σωτηρίαν των πιστών, ενώ ακόμη ζούσε.43 Απει¬ρα θαύματα επιτελούνται καθημερινώς εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας και ασπαζομένους τα ιερά λείψανα του, τα οποία φυλάσσονται εις την Μονήν του,44 μάλιστα την τιμίαν αυτού Κάραν, η οποία πολλάκις αναδίδει άρρητον ευωδίαν.45

ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ

1. Περί του τόπου γεννήσεως αυτού, βλ. κατά πρώτον, Βίος «του όσιου θεοφόρου πατρός ημών Δαβίδ του εν Εύβοια ασκήσαντος», εν, Κ.Χ. Δουκάκη, Μέγας Συναξαριστής, Μην Νοέμβριος, τόμος τρίτος, Εκδοτικός Οργανισμός των Ορθοδόξων Χριστιανικών Ενώσεων (ΟΧΕ), Αθήναι 19523, σ. 61 (εφεξής Κ.Χ. Δουκάκη). (Κατά την πληροφορίαν του Χ.Γ. Πατρινέλη, την οποίαν αντλεί εκ του Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 71, ο βίος συνεγράφη «υπό του μονάχου Χριστόφορου, μαθητού του οσίου», «Οι Μεγάλοι Ρήτορες Μανουήλ Κορίνθιος, Αντώνιος, Μανουήλ Γαλησιώτης και ο χρόνος της ακμής των», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, 16 (1962), σ. 24). Κατά δεύτερον, «Σύντομος βιογραφία του οσίου Δαυίδ του Γέροντος», εν, Ιερά Μονή Όσιου Δαυίδ Γέροντος, έπιμ. άρχιμ. Πολυκ. Χρυσικού, εκδ. Ι. Μονής Όσιου Δαυίδ Γέροντος, Αθήναι 1976, σ. 63 (εφεξής Μονή Γέροντος). Επομένως, είναι προφανώς εσφαλμένο το γραφόμενον υπό του 77.77. Καλονάρου: «Η Γαρδενίτσα είναι η Καρδίτσα της Βοιωτίας (νυν Ακραίφνιον), ήτις τότε υπήγετο εις την Αταλάντην. Πρβλ. Λιουκ, Καταλανικά φρούρια σελ. 10 και Μίλλερ Ιστορία Φραγκοκρατίας, α’, σελ. 285 και 325», Η Τερά Μονή της Υεραγίας Θεοτόκου η επιλεγόμενη Βαρνάκοβα. Ιστορία – τέχνη – έγγραφα…, Αμφισσα 1957, σ. 98, σημ. 2.
2. Τούτο ομολογείται υπό πάντων. «Δεν είναι γνωστό το έτος της γεννήσεως του», Μονή Γέροντος, αυτόθι. Ο Χ.Γ. Πατρινέλης γράφει: «Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς γεννήθηκε και πότε πέθανε ο όσιος Δαβίδ», «Δύο ανέκδοτα κείμενα περί του Μανουήλ Κορινθίου. (Μια επιστολή του Ιουστίνου Δεκαδίου και μια «ενθύμηση»)», «Πελοποννησιακά», Η’ (1971), σ. 141. Ο μητρ. πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρ. Ευστρατιάδης γράφει γενικώς: «ο όσιος Δαυίδ ήκμασε κατά τον ιστ’ αιώνα», Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, α.χ., σ. 108. Ο επίσκ. Θαυμακού Χρυσόστομος (νυν μητρ. Μεσσηνίας) γράφει παρομοίως: «Έλαμψε κατά τον ΙΣΤ’ αιώνα», «Δαβίδ. Οσιος, ο εν Εύβοια», ΘΗΕ, 4, στ. 878.
3. Ο Χ.Γ. Πατρινέλης, υπολογίζων το έτος 1510 ως χρόνον της εις διάκονον χειροτονίας του Όσιου, συμπεραίνει, ότι θα ήτο τότε «τουλάχιστον είκοσι χρονών» και επομένως «Η γέννηση του πρέπει να τεθή γύρω στο 1490», «Δύο ανέκδοτα κείμενα…», σ. 141. Εάν θελήσωμεν, όμως, να αξιοποιήσωμεν τον συλλογισμόν του συγγραφέως, επί τη βάσει των Ιερών Κανόνων, ιστ’ της εν Καρθαγένη Συνόδου και ιδ’ της ΣΤ’ εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου, ΡΠΣ, τ. Γ’, σ. 342 και τ. Β’, σ. 337 αντιστοίχως, οι οποίοι απαγορεύουν την χειροτονίαν διακόνου προ του εικοστού πέμπτου έτους της ηλικίας, πρέπει να θέσωμεν τον terminus ante quem γεννήσεως του οσίου Δαβίδ εις το έτος 1485. Ως απολύτως εσφαλμένην αναφέρομεν την πληροφορίαν του μητρ. Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Θεοφ. Καναβού: «Εγεννήθη στη Γαρδινίτσα… περίπου το 1519», Το παιδί του Προδρόμου. Αφηγηματική περιγραφή του Όσιου και θεοφόρου Πατρός ημών Δαβίδ του εν Εύβοια ασκήσαντος, Αθήναι 1989, σ. 9.
4. Ενδεικτικώς περί της περιόδου αυτής βλ. Βασ. Βλ. Σφυρόερα, Οι Έλληνες επί Τουρκοκρατίας, (Πανεπιστημιακαί παραδόσεις), Αθήναι 1971, σ. 92 εξ. Απ. Ε. Βακαλοπούλον, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Τουρκοκρατία 1453-1669, τόμος Β’, Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, θεσσαλονίκη 19762, σ. 256 εξ. Π.Χ. Ζιώγα, Προβλήματα παιδείας του ελληνισμού κατά τον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας. Η βυζαντινή παράδοση, το καθεστώς της δουλείας και οι ιδεολογικοί στόχοι των Ελλήνων ως ρυθμιστές της μορφής και του περιεχομένου της παιδείας, Θεσσαλονίκη 1982. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία. Οι Ελληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1988, σ. 130 εξ. πρωτ. Γ.Χ. Ευθυμίου, Η ποιμαντική αντιμετώπίσις του προβλήματος των εξισλαμισμών υπό του αγ. Κοσμά του Αιτωλού (αδημοσίευτος διδακτορική διατριβή), Αθήναι 2003, σ. 113 εξ.
5. Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 61.
6. Έφεσ. 6,4.
7. Πρβλ. Γαλ. 1,15.
8. Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 62. Μονή Γέροντος, σ. 63-64.
9. Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 63. Υπό τους όρους «ιερά γράμματα» και «κολλυβογράμματα» νοούμεν τα «στοιχειώδη γράμματα», τας «στοιχειώδεις γνώσεις αναγνώσεως και γραφής», αι οποίαι εδιδάσκοντο εις τα «κοινά σχολεία», δηλαδή, «εις μονοτάξια σχολεία αρρένων εις πρόναους εκκλησιών η κελλία μονών υπό πρεσβυτέρων η μοναχών, εχόντων ως διδακτικά εγχειρίδια, το Ωρολόγιον, την Οκτώηχον, το Ψαλτήριον, τα Μηναία, τα Συναξάρια και άλλα βιβλία απαραίτητα εις την τέλεσιν της λατρείας της Εκκλησίας», πρωτ. Γ.Χ. Ευθυμίου, ένθ’ άνωτ., σ. 117, σημ. 1.
10. Ο βιογράφος και μαθητής του οσ. Δαβίδ, μοναχός Χριστόφορος, μας παρέχει πολύτιμον σχετικήν μαρτυρίαν γράφων: «ο μακάριος Δαβίδ δεν ήτο μόνον εστολισμένος με τας χάριτας του μοναδικού βίου, άλλ’ ήτο και με σοφίαν των Εκκλησιαστικών μαθημάτων, επειδή εδιδάχθη ικανώς παρά του γέροντος του Ακακίου άγιου Ναυπάκτου και παρ’ εκείνου απεστάλη προς τον Δεκαδίωνα σοφόν Τουστίνον και ευγενέστατον Ανδρέαν Αρνή, και εδιδάχθη παρ’ αυτών μαθήματα ικανά», Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 69. Ελλείψει, δμως, επαρκών τεκμηρίων δεν δυνάμεθα ακόμη να προσδιορίσωμεν ακριβώς τον τόπον και τον χρόνον πραγματοποιήσεως των εν λόγω σπουδών του Όσιου. Πρβλ. Χ.Γ. Πατρινέλη, «Δύο ανέκδοτα κείμενα…», σ. 142.
11. Είναι βαρυσήμαντα και καρπός προσωπικής εμπειρίας τα κατωτέρω: «Ο Γέροντας παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο στη ζωή μας. Ο Γέροντας είναι ποδηγέτης. Δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος μορφωμένος που έγινε γέροντας, επειδή είναι θεολόγος και κατηρτισμένος γραμματικά. Να διακρίνουμε τι είναι Γέροντας. Μπορεί ο Γέροντας να είναι κι αγράμματος, μπορεί να μην έχει πολλές γνώσεις, να μην έχει ευφράδεια λόγου, να μην έχει μελετήσει συγγράμματα, αλλά να είναι ανώτερος άπ’ τον μορφωμένο, όταν έχει ζήσει ως υποτακτικός και έχει αποκτήσει την χάρι του θεού. Αυτός ο Γέροντας μπορεί να ωφελήσει τους υποτακτικούς του πάρα πολύ, αν του κάνουν υπακοή». Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σ. 332.
12. Περί της οδού του μοναχισμού κατά τους ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας βλ. Άρχιμ. Γ. Καψάνη, Η ποιμαντική διακονία κατά τους ιερούς Κανόνας, εκδ. Αθως, Πειραιεύς 1976, σ. 167-175. Περί δε της αποστολής του Μονάχου βλ. την περιγραφήν αυτής εις, Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Επιστολές, εκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Ευαγγ. Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1994, σ. 20-26.
13. Είναι εξόχως χαρακτηριστικά, αυτά τα οποία γράφει ο άρχιμ. Νικηφ. Καλογεράς περί της εν τη ποιμαντορία κλήσεως, τα οποία βεβαίως ισχύουν και εις την περίπτωσιν της μοναχικής κλήσεως. Γράφει: «Πλην της έμφυτου εις το ποιμαντορικόν επάγγελμα ροπής η Ποιμαντική άξιοι τον άξιον της ποιμαντορίας άνδρα ουσιωδώς να χαράκτη ρίζη και γνώρισμα τι, πολλώ τω μέτρω ασφαλέστερόν τε και εναργέστερον των φυσικών εκείνων τεκμηρίων (ήτοι της εμφύτου ροπής εις το ποιμαντορικόν επάγγελμα και της ερεύνης των κριτηρίων αυτής, σ. 65). Είναι δε τούτο η καλούμενη εν τη ποιμαντορία κλήσις, ης άνευ, αληθώς ειπείν, ούτε φύσεως έφεσις, ούτε έξεως προδιάθεσις, ούτε γνώσεων και σοφίας πορισμός τε και περικόσμησις ωφελούσι», Η Ποιμαντική, εν Αθήναις 1883, σ. 97.
14. Εωθινόν Ε’. Ήχος πλ. α’. Ποίημα Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού.
15. Περί αυτού γράφει ο βιογράφος του οσ. Δαβίδ: «Ούτος ήτο πολύς εις σοφίαν και παιδείαν και άσκησιν της αρετής και εγνωσμένος εις διαφόρους τόπους, ωφελήσας δια του Ευαγγελικού κηρύγματος πολλάς ψυχάς ανθρώπων», Κ.Χ. Δουκάκη, α. 64.
16. Περί της μοναχικής βιοτής, της υπομονής και υπακοής του οσ. Δαβίδ γράφει ο βιογράφος του: «ο μακάριος Δαβίδ κατεγίνετο εις κόπους, αγρυπνίας, νηστείας, δεήσεις και προσευχάς, εις τελείαν αποχήν των κακών και εσπούδαζε δια παντός να μένη έξω των σαρκικών ηδονών και του φθοροποιού κόσμου, δια να γίνη θύμα καθαρόν του ουρανίου βασιλέως… ο δε άοίδιμος Δαβίδ με μεγάλην ταπεινοφροσύνην και άμεμπτον υπομονήν υπέμενε καρτερώτατα, και έκαμνε κάθε πρόσταγμα του γέροντος του, ειδώς, ότι η υπομονή και η υπακοή αποκατασταίνει τον άνθρωπον να δοξασθή παρά Θεού και να αξιωθή της ουρανίου μακαριότητος», Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 64-65.
17. Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 65. Δεν γνωρίζομεν περί του χρόνου ενάρξεως της περιοδείας, της διαρκείας της παραμονής αυτών εις την μονήν Οικονομίου και του ακριβούς χρόνου της εις διάκονον χειροτονίας αυτού. Ο Χ.Γ. Πατρινέλης, βασιζόμενος περισσότερον επί συλλογισμών παρά επί άμεσου πηγής, συμπεραίνει σχετικώς: «Επομένως η παραμονή τους στη μονή του Οικονομείου πρέπει να αναχθή το αργότερο στα 1510 περίπου. Τότε ο Δαβίδ θα ήταν τουλάχιστον είκοσι χρονών, αφού εκεί χειροτονήθηκε διάκονος», «Δύο ανέκδοτα κείμενα…», σ. 141.
18. Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 65. Δεν γνωρίζομεν τον χρόνον μεταβάσεως των δύο ανδρών εις το Αγιον Ορος, ούτε την χρονικήν διάρκειαν της παραμονής του Όσιου εις αυτό.
19. Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 65-66. Είναι άγνωστος ο ακριβής χρόνος ενάρξεως της αρχιερατικής διακονίας του Ακακίου εις την Μητρόπολιν Ναυπάκτου και Άρτης. Γνωρίζομεν, όμως, συστατικήν επιστολήν αυτού ως αρχιερέως υπό χρονολογίαν ,ζκβ’ ινδικτιώνος β’ (= Σεπτ. 1513 – Αυγ. 1514), εν, Ν. Βέη, Τα χειρόγραφα των Μετεώρων, τομ. 1, Αθήναι 1967, σ. 362, η οποία αποτελεί πολύτιμον στοιχείον, διότι μας προσδιορίζει τον terminus ante quem της παραμονής και χειροτονίας εις διάκονον του οσ. Δαβίδ εις την ι. Μονήν Οικονομίου, της παραμονής αυτού εις το Άγιον Όρος και της χειροτονίας και ενθρονίσεως του Ακακίου εις την μητρόπολιν Ναυπάκτου και Άρτης.
20. Ο οσ. Δαβίδ δια της όλης βιοτής του αποδεικνύεται πλήρως αφωσιωμένος εις την εκκλησιαστικήν παράδοσιν. Εν προκειμένω, βλέπομεν αυτόν να πορεύεται εν πλήρει συμφωνία προς τον δ’ κανόνα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, τον ορίζοντα μεταξύ άλλων: «τους δε καθ’ εκάστην πόλιν, και χώραν, μονάζοντας, υποτετάχθαι τω επισκοπώ, και την ησυχίαν ασπάζεσθαι, και προσέχειν μόνη τη νηστεία, και τη προσευχή, εν οις τόποις απετάξαντο, προσκαρτερούντες• μήτε δε εκκλησιαστικοίς, μήτε βιωτικοίς παρενοχλείν πράγμασιν, η επικοινωνείν, καταλιμπάνοντας τα ίδια μοναστήρια, ει μήποτε άρα επιτραπείεν δια χρείαν αναγκαίαν υπό του της πόλεως επισκόπου», ΡΠΣ, τ. Β’, σ. 226.
21. Περιστατικόν, αποδεικτικόν της παροιμιώδους υπακοής του οσ. Δαβίδ εις τον γέροντα του, μητρ. Ναυπάκτου και Αρτης Ακάκιον βλ. εις Κ.Χ. Δουκάκη, α. 66-67.
22. Κ.Χ. Δουκάκη, α. 67. Περί των απαραιτήτων προσόντων του αναλαμβάνοντος την διαποίμανσιν των πιστών βλ. μεταξύ άλλων, Μητρ. Πενταπόλεως αγ. Νεκταρίου, Μάθημα Ποιμαντικής, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, θεσσαλονίκη 1974, σ. 99-130. ΚΔ. Μουρατίδου, Χριστοκεντρική Ποιμαντική εν τοις Ασκητικοίς του Μεγάλου Βασιλείου, Αθήναι 1962, σ. 50-55. Άρχιμ. Γ. Καψάνη, ένθ’ άνωτ., σ. 103-107 . 77.1 Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 20003, σ. 156-160.
23. Σημειώνει επί λέξει ο βιογράφος: «Τέκνον μου αγαπητόν εν Κυρίω, εγώ επίτηδες σε μετεκάλεσα εκ της μονής, δια να σε χειροτονήσω Επίσκοπον, δια να ποιμάνης λαόν, διότι είσαι άξιος εργάτης και διδάσκαλος του ιερού Ευαγγελίου, εις το να φώτισης ψυχάς ανθρώπων ο δε μακάριος Δαβίδ ουδόλως έστερξε, μ’ όλον όπου ήτο άξιος αυτού του υψηλού αξιώματος, επειδή κατεφρόνει την δόξαν και ησπάζετο την ταπεινοφροσύνην και ησυχίαν», Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 66. Επίσης, μετά τινα έτη, όταν ο Πατριάρχης Ιερεμίας Α’ «πολύ παρεκάλεσε τον Όσιον δια να τον κάμη Αρχιερέα εις μητρόπολιν τινά, εκείνος, ουδόλως έστερξε», Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 68. Η στάσις του οσ. Δαβίδ είναι παρόμοια προς αυτήν των άγιων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι δεν έσπευδον επιπολαίως προς το επισκοπικόν αξίωμα και άντικρυς αντίθετος προς τους σπουδάρχας της κάθε εποχής, οι οποίοι, άνευ επιγνώσεως, με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, επιχειρούν την αναρρίχηση εις τους επισκοπικούς θρόνους επί ζημία των ίδιων και του ποιμνίου. Περισσότερα δια το θέμα βλ., Γρηγορίου του Θεολόγου, Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής ένεκεν, και αύθις επανόδου εκείθεν μετά την του πρεσβυτέρου χειροτονίαν, εν ω τι το της ιερωσύνης επάγγελμα, PG, 35,408-513 Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Περί Ιερωσύνης, Λόγοι εξ, PQ, 48,623-693. Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, Επιστολή ΚΑ’.-Λεοντίω επισκοπώ, PG, 78,1337 κ.α. Πρβλ. όσα αξιοπρόσεκτα γράφει σχετικώς ο επίσκ. Καμπάνιας Θεόφιλος: «Μέγα το βάρος και πολύ του Αρχιερέως το χρέος• δια τούτο ο μέγας Γρηγόριος πολλάκις εκρύβη ζητούμενος δια Αρχιερεύς• ο Κελεστίνος με πολλήν χαράν παρητήθη του θρόνου• ο θείος Αμβρόσιος θερμώς παρεκάλει και μετά δακρύων την Σύγκλητον των Μεδιολάνων να μη τον βιάσουν δια να αρχιερατεύση ο Μακάριος Αμώνιος έκοψε το δεξιόν του αυτί δια να μην αρχιερατεύση, διότι το αξίωμα είναι υψηλόν, και η πτώσις πολλά κακή», Ταμείον Ορθοδοξίας, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, θεσσαλονίκη 19848, σ. 64.
24. Σημειώνει ο βιογράφος: «Ορώντες δε ο Αρχιερεύς και οι του τόπου άρχοντες τας ουράνιους χάριτας και προτερήματα, τον παρεκάλεσαν πολύ δια να γίνη ηγούμενος της ιεράς μονής της Θεοτόκου, επιλεγόμενης Βαρνακόβης• ούτω λοιπόν… ανεδέχθη την ηγουμενίαν του ιερού εκείνου Μοναστηρίου, και πάντοτε δια φροντίδος είχε την επιμέλειαν της ψυχικής σωτηρίας των Μοναχών εκείνων, νουθετών και διδάσκων καθ’ εκάστην αυτούς άπαντα τα του μοναδικού βίου καθήκοντα, αποδεικνύων αυτοίς μάλιστα εαυτόν καλόν παράδειγμα», Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 67-68. Ως προς την διάρκειαν της ηγουμενίας αυτού εις την εν λόγω μονήν, ο 77.77. Καλονάρος την ορίζει, «κατά το διάστημα της τρίτης δεκαετίας του 16ου αιώνος», ένθ’ άνωτ., σ. 98, ο δε Τάκης Φ. Χριστόπουλος, «(1520-1532)», «Βαρνάκοβας, Μονή», ΘΗΕ, 3, στ. 642, χωρίς να τεκμηριώνουν την πληροφορίαν των βάσει πηγών. Η μόνη βεβαία πληροφορία είναι: «εν ω διήγεν ο μακάριος (= Δαβίδ) εις αυτό το Μοναστήριον της Θεοτόκου, τυχαίως ελθών εις την Αχαίαν ο αγιώτατος Πατριάρχης Ιερεμίας μετά του σο φωτάτου ρήτορος Εμμανουήλ (= Κορινθίου), παρήλθε και από την ειρημένην Μονήν», Κ.Χ. Δουκάκη, ο. 68. Ο Χ.Γ. Πατρινέλης, ο οποίος ορίζει τους χρόνους πατριαρχίας του Τερεμίου Α’ (1522-1524, 1525-1546) εις το ομώνυμον άρθρον, ΘΗΕ, 6, στ. 779, υποστηρίζει βασίμως, μέσω της εξετάσεως φιλολογικών πηγών, «ότι ο Ιερεμίας, συνοδευόμενος υπό του Μεγάλου Ρήτορος Μανουήλ, επεσκέφθη την Μονήν Βαρνάκοβας, μεταβαίνων εκ Βοιωτίας εις Άρταν, μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου 1530», «Οι Μεγάλοι Ρήτορες…», σ. 25. Πρβλ. Μ.Ι.-Μακ. Στρουμπάκη, Ιερεμίας Α’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο βίος και το έργο του, εκδ. Φανάριον, Αθήνα 2004, σ. 161-162.
28. Περί της διαβολής η της αβανίας (συκοφαντίας) των χριστιανών υπηκόων υπό των κυριάρχων μουσουλμάνων, κατά την διάρκειαν της Τουρκοκρατίας βλ. πρωτ. Γ.Χ. Ευθυμίου, ένθ’ άνωτ., σ. 111.
32. Τούτο αποτελεί κοινόν χαρακτηριστικό ν γνώρισμα πάντων των αγίων, μοναχών και έγγαμων, «καθ’ όσον πάντες είναι κεκλη -μένοι εις την σωτηρίαν και πάντες πρέπει δια της ασκήσεως να γίνουν «βιασταί» (Ματθ. La’ 12), ήτοι να ασκήσουν και εθίσουν την αντιδραστική ν και προς το κακόν ρέπουσαν φύσιν των να πράττη το άγιον θέλημα τοϋ Κυρίου», Άρχιμ. Γ. Καψάνη, ενθ’ ανωτ., σ. 181. Πρβλ. πρεσβ. Γ.Χ. Ευθυμίου, Ο μακαριστός Γέρων Ιάκωβος. Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Όσιου Δαβίδ του Γέροντος (άνάτυπον μετά τίνων αλλαγών και προσθηκών εκ τοϋ, Κλειτου Ίωαννίδη, Σύγχρονοι Άγιοι Γέροντες, εκδ. Τ. Μονής άγιας Μαρίνας και άγιου Ραφαήλ, Ξυλοτύμπου, Λευκωσία 1994, σ. 27-40), Αθήναι 1994, σ. 6.
33. Δοξαστικόν του Εσπερινού της εορτής του αγ. Άντοινίου, 17 Ιανουαρίου.
36. Παρόμοιον συνέβη με τον Μ. Άντώνιον, ο όποιος «Διαλε-γόμενός τε συνεχώς, των μεν ήδη μοναχών την προθυμίαν ηύξανε, των δε άλλων τους πλείστους εις έρωτα της ασκήσεως εκίνει, και ταχέως, έλκοντος του λόγου, πλείστα γέγονε μοναστήρια, και πάντων αυτών ως πατήρ καθηγεΐτο», Αγ. Αθανασίου Αλεξανδρείας, «Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Αντωνίου», ΒΕΠΕΣ, τ. 33, σ. 20.
37. Κ.Χ. Δουκάκη, α. 70. Μονή Γέροντος, σ. 11. Έπισκ. Θαυμακού Χρυσοστόμου, «Δαβίδ. Οσιος, ο εν Εύβοια» και «(Η Μονή)», ΘΗΕ, 4, στ. 878-879. Αγνοούμεν τον ακριβή χρόνον οικοδομήσεως της Μονής. Γνωρίζομεν, όμως, ότι το έτος 1530, κατά το οποίον ήτο αποδεδειγμένως ηγούμενος εις την Ι. Μονήν Βαρνάκοβας, αποτελεί τον terminus post quern οικοδομή σεως της Μονής. Επομένως το γραφέν, ότι «Κτίσθηκε (= η Μονή) το 1520 από το νέο σε ηλικία ασκητή Οσιο Δαυίδ», Μονή Γέροντος, σ. 11, είναι προφανώς εσφαλμένον. Από το «Σιγίλλιον του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου (του Λουκάρεως) αναφερόμενον εις την εν Εύβοια μονήν της Μεταμορφώσεως κατά την επαρχίαν της επισκοπής Καναλίων», του έτους αχλη (= 1638), εν, Δ. Α. Ζακυθινού, «Ανέκδοτα πατριαρχικά έγγραφα των χρόνων της τουρκοκρατίας», «Ελληνικά», 2 (1929), σ. 152-154, πληροφορούμεθα περί της τότε καταστάσεως της Μονής, της περιουσίας αυτής και του κοινοβιακού και ενάρετου τρόπου ζωής των μοναχών αυτής, βάσει των υποθηκών του όσιου Δαβίδ. Εκ της αυτής πηγής, επίσης, μανθάνομεν περί των αυθαιρέτων παρεμβάσεων του επισκόπου Καναλίων εις την ζωήν των μοναχών και την εν γένει λειτουργίαν της Μονής, κατά παράβασιν της διδασκαλίας των ιερών Κανόνων, περί της ποιμαντικής ευθύνης και των δικαίων του Επισκόπου επί των μονών και των μοναχών. (Την σχετικήν διδασκαλίαν βλ. εις, Άρχιμ. Γ. Καψάνη, ένθ’ άνωτ., σ. 173-175). Εκ του αυτού Σιγιλλίου, τέλος, γνωρίζομεν περί της αναδείξεως της Μονής εις Πατριαρχικήν, ήτοι εις Σταυροπήγίον. (Περισσότερα δια το Σταυροπήγιον βλ. εις, Πηδάλιον, σ. 33, σημ. 1. Ίω. Μουτζούρη, «Σταυροπήγίον», ΘΗΕ, 11, στ. 411). Αλλα ιστορικά στοιχεία εκ του πολυκύμαντου βίου της Μονής βλ. Μονή Γέροντος, σ. 11-12.
39. Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 72-75. Είναι εξόχως χαρακτηριστική η ομοιότης της συμπεριφοράς του ελεήμονος μακαριστού Γέροντος Ιακώβου, ηγουμένου της ιεράς Μονής του οσ. Δαβίδ (1975-1991), ο οποίος κατά κυριολεξίαν ηκολούθησε «τοις ίχνεσιν αυτού» (Α’ Πέτρ., 2,21). Ενδεικτικώς, περί της ελεημοσύνης του Γέροντος Ιακώβου, βλ. Ενας άγιος Γέροντας ο μακαριστός π. Ιάκωβος. Ηγούμενος της Τέρας Μονής Όσιου Δαβίδ Γέροντος. Εκδοση των Πατέρων της Τ. Μονής Όσιου Δαβίδ Γέροντος, Ροβιές Εύβοιας 1993, σ. 51-53.
40. «Τοσούτον διεδόθη η φήμη του Άγιου και ο έπαινος απανταχού, ωστε πολλοί των Αρχιερέων προσεκάλουν αυτόν εις τας επαρχίας των χάριν ψυχικής σωτηρίας των Χριστιανών αυτός δε ως υπηρέτης πιστός του Ιησού Χρίστου και μαθητής της υπακοής, επήγαινε μετά σπουδής και επιμελείας», Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 77. Τούτο ανακαλεί εις την μνήμην μας τας μετά δύο περίπου αιώνας γενομένας ιεραποστολικάς περιοδείας του αγ. Κοσμά του Αιτωλού.
42. «Ούτως εκαλείτο παιδιόθεν ο μακάριος δια την πολλήν φρόνησίν του», Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 67.
44. Σημειώνει σχετικώς ο βιογράφος του Όσιου: «Μετά δε την κοίμησίν του ο Αγιος τοσαύτα θαυμάσια επετέλει, ώστε πλήθη ανθρώπων προσήρχοντο τη θεία αυτού σορώ μετ’ ευλάβειας και εθεραπεύοντο από παντοίας νόσους, καθώς και έως τώρα πανταχόθεν προστρέχουσι τη ίερα αυτού Μονή οι Χριστιανοί μετά πόθου και ευλάβειας, αρυόμενοι ιάματα εκ της παντίμου αυτού Κάρας…», Κ.Χ. Δουκάκη, σ. 79. Εκ του άπειρου αριθμού θαυμάτων, των γενομένων υπό του εν Τριάδι Θεού, δια των ιερών λειψάνων του οσ. Δαβίδ, βλέπε την περιγραφήν ολίγων, εις, Μονή Γέροντος, σ. 71-77. Την πίστιν της Εκκλησίας εις την τέλεσιν θαυμάτων υπό της χάριτος του Θεού, δια των άγιων, ζώντων η κεκοιμη μένων, μέσω των ιερών λειψάνων αυτών, μαρτυρεί αυθεντικώς, κατά τρόπον ποιητικόν, το κατωτέρω τροπάριον: «Δι εγκράτειας των παθών τας πυριφλέκτους, απονεκρώσαντες ορμάς, και τας κινήσεις, του Χρίστου οι Μάρτυρες έλαβον την χάριν, τας νόσους αποδκύκειν των ασθενών, και ζώντες και μετα τέλος θαυματουργείν όντως θαύμα παράδοξον! ότι οστέα γυμνά, εκβλύζουσιν ιάματα. Δόξα τω μόνω σοφώ, και κτίστη Θεώ», Εις την ζ’ Ωδήν, το Μαρτυρικόν. Τη Παρασκευή πρωί εις τον Ορθρον. ΤΗχος πλ. δ’, εν, Τριώδιον κατανυκτικόν, περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, από της Κυριακής του Τελώνου και του Φαρισαίου μέχρι του άγιου και μεγάλου Σαββάτου, εκδ. Φως, Αθήναι 1967, σ. 534. Πρβλ. Νικόδημου του Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, ήτοι Μαρτύρια των νεοφανών Μαρτύρων. Των μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς και τόπους μαρτυρησάντων…, εκδ. οίκος «Αστήρ», Αθήναι 19613, σ. 24.
45. Γράφομεν εις άλλην εργασίαν: «Μετά τη θεία λειτουργία εξετίθετο εις προσκύνησιν η θαυματουργός κάρα του όσιου Δαβίδ. Ολοι νοιώθαμε την άρρητη ευωδία, που ανέδιδε η τιμία κάρα και επλήρωνε όλο το χώρο του καθολικού της μονής. Με αυτό το θαύμα, που επαναλαμβανόταν σε κάθε μας επίσκεψη, ο Οσιος φανέρωνε τη χαρά του για την παρουσία των φοιτητών στη μονή, όπως μας εξηγούσε ο Γέροντας», πρωτ. Γ.Χ. Ευθυμίου, Φοιτητικές επισκέψεις στη Μονή του οσίου Δαβίδ τα χρόνια του Γέροντος Ιακώβου, Αθήναι 1999, σ. 10. Γράφει ο Ανόρ. Ίω. Φυτράκης περί της εν λόγω ευωδίας: «Η ευωδία λοιπόν, την οποίαν ανέδιδον οι μάρτυρες και οι άγιοι καθόλου, δεν είναι ιδία αυτών ιδιότης, άλλ’ ιδιότης της θείας δυνάμεως, ήτις ενοικεί εντός αυτών. Είναι η ευωδία του Χρίστου, η οσμή του άγιου Πνεύματος, το άρωμα της αθανασίας, δι’ ων δηλούται η παρουσία του Κυρίου εντός των «χριστοφόρων» μαρτύρων, επιβεβαιουμένη ούτω και δι’ αυτών των αισθήσεων», Λείψανα και Τάφοι Μαρτύρων κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εν Αθήναις 1955, σ. 27.

Από το βιβλίο: Αυθεντικοί Ποιμένες της Εκκλησίας, του Πρωτ. Γεωργίου Χρ. Ευθυμίου, Λέκτορος της Θεολογικής σχολής του Πανεπ/΄μιου Αθηνών.
Εκδόσεις Συμμετρία 2008

Παράβαλε και:
01 Νοεμβρίου, μνήμη και του Οσίου Πατρός ημών Δαυϊδ του Γέροντος: Βίος, Ασματική ακολουθία, Παρακλητικός Κανών.
01 Νοεμβρίου, Μνήμη των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού των εξ Ασίας: Συναξάριον της ημέρας, τα λειτουργικά Αναγνώσματα της Θ. Λ., Ακολουθίαι.
01 Νοεμβρίου ή (30 Οκτωβρίου), μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ερμενεγκίλντ, του Βησιγότθου, πρίγκηπος της Ισπανίας, Βίος (κείμενο και αρχείου ήχου, mp3).
01 Νοεμβρίου, Νεομάρτυς Δαβίδ, ο Μ. Κομνηνός, τελευταίος Αυτοκράτορας της Τραπεζούντος: Βίος.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.