Βίος και πολιτεία του Οσίου Σίμωνος του Αθωνίτου: Ακολουθία, Χαιρετισμοί.

Εισαγωγή.

Ο Άγιός μας, ο Άγιος Σίμων ο Αθωνίτης, ήτο μεγάλος ησυχαστής. Αλλά δια την αγάπην του κόσμου, εθυσίασε την μακαρίαν εκείνην πνευματικήν τρυφήν του μέσα εις την σιωπήν, δια να σώζη ψυχάς. Και, μέχρι σήμερα φροντίζει, συνεργεί εις τους πόθους και κόπους των πιστών, πρεσβεύει υπέρ πάντων ως φύλαξ και ευχέτης άγγελός μας, εξυπνά τον νουν μας, παρέχει φωτισμόν, ομιλεί εις τας καρδίας, γίνεται παράκλητος ιδικός μας, ομιλεί και εις τον Θεόν χάριν ημών και εις τας καθαράς καρδίας «αποστάζει χάριτας» και γλυκείαν ευφροσύνην».

Πώς; Όταν ακόμη έζη ο Άγιος, εταλαιπώρει τα γόνατά του μέσα εις το υγρόν σπήλαιον, «αιτούμενος υπέρ λαού άφεσιν». Και όταν έφευγε από την ζωήν αυτήν, μας υπεσχέθη ότι «θα σας επισκέπτωμαι». Ε! Λοιπόν, εάν τότε, τώρα πόσον περισσότερον θα μας ενθυμήται και θα μας επισκέπτεται! Και ηξεύρομεν, ότι ο Θεός αγαπά και ακούει τον άγιον και «κάνει» τα θελήματά του. Γνωρίζει ο Κύριος την ζωήν των ανθρώπων και εκλέγει με χαράν τους αγίους, δια να συγκαταβαίνουν μεθ’ ημών και να μας προσφέρουν την χάριν και το έλεος από τα θησαυροφυλάκια του ουρανίου Πατρός.

Ο Άγιος είναι ένας θεοφόρος, που δεν προτίμησε τον εύκολον βίον και την κοσμικήν διατριβήν, άλλ’ «εφύλαξε οδούς σκληράς», ασκητικούς αγώνας και πόνους, αδιαλείπτους ευχάς και προσευχάς, προς μίμησιν ιδικήν μας. Έτσι επέτυχε χαρίσματα θεία, μύρα, θαύματα, νίκας κατά του πονηρού και, φυσικά, καταλογογραφήθηκε εις την επουράνιον και αιώνιον ζωήν.
Τώρα, αγαπητέ και αγιόφιλε αναγνώστα, διάβασε με λαχτάρα, προσοχήν και προσευχήν τον βίον του Αγίου. Είναι απλούς και βραχύς. Διαβάζοντας, βλέπε τι ημπορείς να μιμηθής από τους μόχθους του πολυφιλούς ημών οσίου Πατρός και όλης της Εκκλησίας.

Λέγει ο Ψαλμωδός: «εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος». Τον Άγιον να τον ενθυμήσαι, να τον επικαλήσαι, να τον φέρνης και να τον κρατής κοντά σου. Τότε, εξομοιούμενος Αυτώ, θα προσλαμβάνης τον χαρακτήρα του, οπότε και συ «μετά του οσίου οσιωθήση».
Ο άγιος Κτίτοράς μας εις την ζωήν του ωδηγείτο δια των ελλάμψεων του αγίου Φωτός. Την τελευταίαν νύκτα της επιγείου κατασκηνώσεως… εσιώπησεν, ύστερα παρέδωκε ήσυχα την ψυχήν του εις τας χείρας του Θεού˙ και το πρωί έλαμπεν υπέρ τον ήλιον.
Το «πολύαθλόν του σώμα» το ενεταφίασαν ως έπρεπε˙ και το πνεύμα του παρελήφθη εις την ουράνιον βασιλείαν.

Ασφαλώς, εις αυτήν την ουράνιον βασιλείαν όλοι μας είμεθα προσκεκλημένοι. Όπου ο πατήρ, εκεί σκιρτώντα και τα παιδία.
28 Δεκεμβρίου 1990
Μνήμη του Οσίου

Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός
Καθηγούμενος Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΜΩΝΟΣ
ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

Του εν τη πέτρα ασκήσαντος, και μύρον αναβλύσαντος,
όστις ανεπαύθη το ασνζ’ [1257] έτος από Χριστού , Δεκεμβρίου κη’

Συγγραφείς μεν υπό Ησαΐου μοναχού, μεταγραφείς δε
υπό Νικηφόρου ιερομονάχου Χίου.

Ούτος ο όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Σίμων, ότι μεν είναι άγιος και θεοφόρος και σημειοφόρος, το ηξεύρομεν βεβαιότατα από τους ασκητικούς αγώνας, οπού ηγωνίσθη επί γης, και από τα θαύματα οπού ετέλεσε και ζων και μετά θάνατον, και μάλιστα από το εξαίρετον χάρισμα οπού του έδωκεν ο Θεός να αναβλύζη μύρον ο τάφος του, καθώς ποτέ και του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου˙ ότι μεν είναι τοιούτος ο όσιος Σίμων, το ηξεύρομεν, λέγω, βεβαιότατα˙ ποία δε ήτον η πατρίς του, και ποίοι ήταν οι γονείς του, και ποταπή εστάθη η ανατροφή του και η παιδαγωγία του, δεν μας το εφανέρωσε καμμία ιστορία, ουδέ παράδοσις˙ προς τούτοις ουδέ που πρώτον έκαμεν αρχήν των ασκητικών του αγώνων.
Μακαρία υπακοή.
Εις δε το Άγιον Όρος του Άθωνος ελθών, πόσην προθυμίαν είχεν εις την αρετήν, αυτά τα πράγματα το έδειξαν ύστερον˙ ότι ερχόμενος εδώ, δεν εφρόντισεν άλλο, παρά να εύρη πνευματικόν γέροντα δια να υποταχθή, ηξεύροντας την συμβουλήν του θείου εκείνου πατρός την λέγουσαν ότι χωρίς υπακοής αδύνατόν εστί σωθήναί τινά˙ τον δε γέροντα οπού εζήτει, τον ήθελον όχι μόνον ενάρετον, αλλά και αυστηρόν˙ ενάρετον μεν, αλλά να ηξεύρη να τον οδηγή εις την σωτηρίαν του, αυστηρόν δε και ακριβή εις την άσκησιν, δια να μη συγκαταβαίνη ευκόλως εις την ασθένειαν του υποτακτικού του. Περιέρχεται λοιπόν και γυρίζει όλα τα πνευματικά φροντιστήρια του Αγίου Όρους, ήγουν μοναστήρια και ασκητήρια, ως η διψώσα έλαφος, δια να εύρη πηγήν ύδατος ζώντος˙ ανταμώνει τους πλέον εναρέτους, περιεργάζεται του κάθε ενός τας εξαιρέτους αρετάς˙ ευρίσκει, λέγω, γέροντα, άνθρωπον εις μεν την ηλικίαν και την χριστοήθειαν και την σεμνότητα, γέροντα, εις δε την ανδρείαν και τον τόνον της ψυχής, νεάζοντα. Λοιπόν, ανακαλύπτει εις αυτόν τον σκοπόν του, και βάνοντας μετάνοιαν, μένει εις την υποταγήν του˙ πλην, τόσον καλώς και ακριβώς υπετάχθη, ώστε οπού όλα τα προστάγματα του γέροντος, ως Θεού εντολάς τα ετελείωνε το ογληγορώτερον, χωρίς καμμίαν περιέργειαν˙ ο δε γέροντας ή δια την αυστηρίαν του ή και δια δοκιμήν και γυμνασίαν και προκοπήν του Σίμωνος, όχι μόνον τον ύβριζεν, αλλά και τον έδερνε μερικές φορές, και αυτός ο μακάριος μετά πάσης χαράς και ευχαριστίας τα εδέχετο και τα υπέμεινεν όλα˙ μάλιστα δε, και ζημίαν του το ενόμιζεν, όταν δεν έπασχε τα τοιαύτα˙ όθεν και πλέον τον ηγάπα, παρά οπού αγαπούν οι παίδες τους φυσικούς γονείς τους. Ιδέτε, αδελφοί, σημείον απλουστάτης ψυχής, και αξίας δια τον Χριστόν˙ ποτέ μεν κοιμωμένου του γέροντος, εκαταφίλει αυτός τους πόδας του από αγάπην και ευλάβειαν, άλλοτε δε, ελλείποντος εκείνου, εφίλει τον τόπον οπού εκοιμάτο ή ίστατο προσευχόμενος˙ έλεγε δε και εις τους άλλους ο αοίδιμος, ότι τον Θεόν πρέπει να τον αγαπώμεν, διατί μας έπλασεν εκ του μη όντος εις το είναι, τον δε γέροντά μας, διατί μας εξανάπλασε τρόπον τινά, και μας εκαινούργωσε το κατ’ εικόνα του Θεού, οπού ήτον συντετριμμένος από πολλάς αμαρτίας. Ώ ψυχής όντως θείας! Ώ συνέσεως υψηλής! Ώ ταπεινώσεως βαθυτάτης!
Από τοιαύτας λοιπόν αρετάς, έγινε περιβόητος εις ολίγον καιρόν ο Σίμων εις όλον το Όρος, όθεν εις μεν τους συνομήλικάς του ήτο σεβάσμιος, εις δε τους γεροντοτέρους του αγαπητός, και ήτον να ιδή τινάς γεροντικήν φρόνησιν εις νεαράν ηλικίαν, άσκησιν ασύγκριτον εις τους αγώνας, τελειότητα εις την φρόνησιν, άλας πνευματικόν εις τον λόγον, συστολήν εις το βλέμμα, σεμνότητα εις το περιπάτημα, βάθος ταπεινώσεως εις το φρόνημα, μεγαλοψυχίαν εις τους πειρασμούς, ελευθερότητα εις την γνώμην, διάκρισιν θαυμαστήν εις όλα του τα έργα, και επί πάσι τοις άλλοις, ήτον να ιδή τινάς λάμπουσαν εις αυτόν την μακαρίαν αγάπην, την ρίζαν και το τέλος πασών των αρετών. Αυτά στοχαζόμενοι όσοι τον έβλεπον, θαυμάζοντες έλεγον˙ ώ μακαρία υποταγή, ποταπούς κάμνεις τους αγαπώντάς σε! Διότι καθώς λέγουν οι θείοι πατέρες, η μεν υψοποιός ταπείνωσις γεννάται από την αγίαν και χριστομίμητον υπακοήν, η δε πάνσοφος διάκρισις γεννάται από την μακαρίαν ταπείνωσιν˙ αυτά τα θεία προτερήματα βλέπων και ο τίμιος εκείνος γέρων, ότι επλούτησεν ο υποτακτικός του Σίμων από την άδολον και καθαράν του υπακοήν, μετέβαλε την προτέραν του αυστηρότητα εις ημερότητα, και εις το εξής ούτε τον ύβριζεν, ούτε τον επρόσταζεν, άλλ’ ούτε τον εδίδασκε πλέον ωσάν υποτακτικόν του, αλλά τον ετίμα ως αδελφόν, και ως διδάσκαλον τον εσυμβουλεύετο, χρείας ούσης. Τί το εντεύθεν! Δεν ευχαριστείται εις τοσαύτην τιμήν ο ταπεινόφρων Σίμων, μάλιστα δε και ελυπείτο και εθλίβετο δια τούτο. Τί κάμνει λοιπόν; Ζητεί την θερμήν δέησιν άδειαν από τον γέροντά του να αναχωρήση, δια να ησυχάζη μόνος του. Του έδωκε την άδειαν ο γέροντας, αλλά με λύπην και πόνον της καρδίας του δια την στέρησίν του, ότι δεν τον είχε πλέον ως μαθητήν καθώς είπομεν, άλλ’ ως συναγωνιστήν εις τας αρετάς.
Αγώνες στην ησυχία
Αφ’ ου δε έφυγεν από τον γέροντά του, εζήτει τόπον ερημικόν δια να ησυχάση οπού να μη τον ηξεύρη τινάς, και ύστερον από πολλήν έρευναν ευρήκε, θεία νεύσει, κατά τον πόθον του, ένα σπήλαιον πλησίον εις το ιερόν μοναστήριον οπού καλείται Σιμώνόπετρα (το οποίον έκτισε μετά καιρόν ούτος ο άγιος Σίμων, καθώς θέλομεν ειπούμεν έμπροσθεν). Αφ’ ου δε εις το σπήλαιον εκατοίκησεν, αρματώθη πλέον να πολεμήση με τους αοράτους εχθρούς, τους δαίμονας˙ και επειδή ο πόλεμος ήτον κατά των πνευμάτων της πονηρίας, έλαβε και αυτός εναντίον τους τα πνευματικά άρματα του αγαθού και αγίου Πνεύματος˙ ποία ταύτα; Τον σταυρόν, την προσευχήν, την πίστιν την υπομονήν, την νηστείαν και όλη την πνευματικήν πανοπλίαν. Αλλά, τις να διηγηθή αξίως τους αγώνας και τα παλαίσματα και όλον τον φοβερόν εκείνον πόλεμον, και τέλος πάντων την νίκην οπού έκαμε κατά του διαβόλου; Ένα μόνον να ειπούμεν από τα πολλά, είναι αρκετόν να φανερώση τα λοιπά.
Προσηύχετο μίαν νύκτα ο Άγιος, και ιδού μετεμορφώθη ο μιαρός δαίμων εις ένα μεγαλώτατον και φοβερώτατον δράκοντα, και φαίνεται έμπροσθέν του, και ήνοιγε το στόμα του δια να τον καταπίη, αλλά μην έχοντας εξουσίαν παρά Θεού, δεν τον εκατάπινε, αμή τον έδερνεν εις τες πλάτες με την ουράν του˙ και τόσον πολλά και σκληρά τον έδειρεν, ώστε οπού έπεσεν ο Άγιος εις την γην μισοποθαμένος˙ και κατά μεν το σώμα εκείτετο επί γης ωσεί νεκρός, κατά δε την ψυχήν ανέβαινε εις τον ουρανόν ψάλλοντας τα εξής προφητικά λόγια˙ «εν τω εγγίζειν επ’ εμέ κακούντας του φαγείν τας σάρκας μου, εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον, και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού». Και ο μεν φοβερός εκείνος δράκων, δεν έπαυσεν, άλλ’ έδερνε ακόμη τον Άγιον κείμενον εις την γην, με σκοπόν, ή να τον θανατώση τελείως, αν του δοθή άδεια παρά Θεού, ή καν να τον φοβίση να φύγη από το σπήλαιον. Ο δε Άγιος γνωρίζοντας ότι δεν ήτον αισθητός δράκων, αλλά νοητός, ότι δηλαδή είναι ο αρχέκακος εκείνος όφις, ο κοινός εχθρός του ανθρωπίνου γένους, είπε προς αυτόν τα ακόλουθα˙ «ώ κατηραμένε, τι φθονείς το πλάσμα του Θεού; Δεν ηξεύρεις, ταλαίπωρε, ότι δι’ εμέ κατέβη από τους ουρανούς ο Θεός, και έγινεν άνθρωπος, και δια την εδικήν μου αγάπην ενεπαίχθη, ερραπίσθη, και τέλος πάντων εσταυρώθη, και απέθανεν ο αθάνατος; Δεν φοβείσαι την σφραγίδα του βαπτίσματος; Δεν τρέμεις τον τύπον του τιμίου Σταυρού, οπού φορώ επάνω μου; Δεν ηξεύρεις τα ιερά λόγια οπού λέγουν, ιδού δέδωκα υμίν την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού; Όθεν και εγώ με όλον οπού κείτομαι ωσάν νεκρός, με όλον τούτο, επί σε την ασπίδα και τον βασιλίσκον επιβήσομαι, και καταπατήσω σε τον λέοντα και δράκοντα τον αρχέκακον˙ επιτιμά σοι η Κυρία του Άθωνος τούτου˙ απόστα απ’ εμού». Ακόμη δεν είχε τελειώση τους θείους λόγους τούτους ο Άγιος, και ο φαινόμενος δράκων έγινεν άφαντος˙ και μετά τούτο φως θείον και ουράνιον ήστραψε, και εγεμίσθη από την φωτοχυσίαν το σπήλαιον, και ευωδία θαυμαστή και άρρητος ήλθεν, από τα οποία επληρώθη η καρδία του Οσίου από θεϊκήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν˙ έπειτα και φωνήν θείαν ήκουσεν άνωθεν οπού του έλεγεν˙ «ανδρίζου και ίσχυε, υπήκοε και πιστέ θεράπον του εμού Υιού»˙ και, (ώ του θαύματος) όχι μόνον ψυχικήν ευφροσύνην έλαβε παρά της Θεομήτορος, αλλά και σωματικήν θεραπείαν, ότι πριν ακόμη να εξημερώση, ευρέθη όλος υγιής. Κατά τι το θαύμα του προφήτου Δανιήλ είναι ανώτερον από τούτο του οσίου Σίμωνος; Τί του μεγάλου Αντωνίου ο Σίμων κατά το θαύμα τούτο κατώτερος;
Ο αστήρ της Νέας Βηθλεέμ
Έμεινε λοιπόν πάλιν εις το σπήλαιον ο ιερός Σίμων (καθώς και ο μέγας Αντώνιος εις το μνήμα), αγωνιζόμενος πολλούς χρόνους και υπομένων πάσαν κακοπάθειαν, και πολλοί από πολλά μέρη του Όρους επήγαινον εις αυτόν («ου γαρ δύναται, κατά το θείον λόγιον, πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη»), και ωφελούντο ψυχή τε και σώματι˙ διότι και διακρίσεως χαρίσματι επλούτει, δια να εξηγή τας θείας Γραφάς και να δίδη και άλλας ψυχωφελείς συμβουλάς, και προορατικού χαρίσματος αξιωθείς, επρόλεγε τα μέλλοντα. Πλην, αυτός εις ταύτα παντελώς δεν ηρέσκετο ούτε ευχαριστείτο, μισώντας ως ταπεινόφρων την εξ ανθρώπων τιμήν και αποφεύγοντας την ενόχλησιν των πολλών, επειδή του εγίνετο εμπόδιον εις την ησυχίαν του˙ δια το οποίον αίτιον, και διελογίζετο να αναχωρήση εις τόπον ερημικώτερον. Άλλ’ ο Θεός οπού προνοεί και φροντίζει δια την κοινήν ωφέλειαν των ανθρώπων, τον εμπόδισεν από τον τοιούτον σκοπόν, με το μέσον της παναχράντου αυτού Μητρός˙ και τι λογής, έρχομαι να το διηγηθώ και προσέχετε, ότι κατά αλήθειαν, πολλής προσοχής είναι άξιον.
Εκεί οπού μίαν νύκτα προσηύχετο ο Όσιος, βλέπει πάλιν το σπήλαιον γεμάτον από φωτοχυσίαν θεϊκήν, και αισθάνετο πολλήν ευωδίαν, και ελάμβανε πνευματικήν ευφροσύνην˙ ακούει δε και θείαν φωνήν οπού του έλεγεν έτζι˙ «Σίμων, Σίμων, φίλε πιστέ και λάτρι του Υιού μου, μη αναχώρει των ώδε, ότι εις φως τέθεικά σε μέγα, και μέλλω να δοξάσω τον τόπον τούτον με το όνομά σου». Ο δε ταπεινότατος Σίμων, δεν πιστεύει εις την οπτασίαν˙ φοβείται μήπως είναι τέχνη του πονηρού και παγίδα˙ διότι έτρεμε πολλά τον λόγον οπού λέγει ο Απόστολος, ότι ο αρχέκακος μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός˙ δι’ αυτήν την αιτίαν είχεν πάλιν τον ίδιον σκοπόν, και εστοχάζετο πάλιν που να υπάγη να ησυχάση. Ήσαν δε τότε ημέραι οπού επλησίαζεν η εορτή των Γενεθλίων του Σωτήρος Χριστού˙ και μίαν νύκτα προβαίνοντας έξω από το σπήλαιον, βλέπει θέαμα φοβερόν˙ του φαίνεται ωσάν να εχωρίζετο ένας αστήρ από τον ουρανόν, και εστέκετο επάνω εις την αντικρύ πέτραν, όπου είναι τώρα κτισμένον το σεβάσμιον μοναστήριον˙ αυτήν την οπτασίαν πολλές νύκτες την έβλεπεν ο Άγιος, αλλά, καθώς είπομεν, εφοβείτο μήπως είναι καμμία πλάνη του εχθρού˙ ωστόσον, ήλθεν αυτή η κυρία νύκτα των Γενεθλίων του Χριστού, και τότε δεν βλέπει μόνον τον αστέρα, ότι κατέβη άνωθεν και εστάθη αντικρύ επάνω της πέτρας, αλλά ακούει και θείαν φωνήν οπού του έλεγεν έτζι˙ «εδώ πρέπει να θεμελιώσης, ώ Σίμων, το κοινόβιόν σου και να σώσης ψυχάς, και πρόσεχε καλώς˙ μην απιστήσης, ως πρότερον, εγώ θέλω είμαι βοηθός σου˙ βλέπε, μη αμφίβαλε, δια να μη πάθης κανένα κακόν». Ακούει δε την θείαν ταύτην και αγγελικήν φωνήν τρεις φορές, οπού έλεγε τα αυτά λόγια˙ όθεν γίνεται όλος έντρομος και ενθουσιών, και του εφαίνετο (καθώς έλεγεν αυτός ύστερον εις τους μαθητάς του), ότι ευρέθη εκεί εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας μαζί με τους ποιμένας, και ήκουε μελωδίαν αγγελικήν οπού έψαλλον εκείνα τα θεοχαρίτωτα λόγια˙ «δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία˙ μη φοβήσθε υμείς, ιδού ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ». Τότε, λέγει, άρχισε να μου φεύγη ο τρόμος και η έκστασις και ευφραινόμην πνευματικώς, ωσάν να έβλεπε παρούσαν την Δέσποιναν Θεοτόκον και τον δίκαιον Ιωσήφ με τους υιούς του, και τον Κύριόν μας νήπιον εσπαργανωμένον μέσα εις την φάτνην.
Οι πρώτοι υποτακτικοί.
Δεν απέρασαν πολλές ημέρες από τα Χριστούγεννα, και ιδού έρχονται προς αυτόν τρεις άνδρες κοσμικοί, αυτάδελφοι και πλούσιοι (επειδή και η φήμη του έφθασεν έως και εις την Μακεδονίαν και Θεσσαλίαν), και εξαγορεύσαντες όλους τους λογισμούς του εις τον Όσιον, προσπίπτουν εις τους πόδας του και τον παρακαλούν να τους δεχθή εις υποταγήν˙ ο δε Όσιος εσυλλογίζετο με τον εαυτόν του και έλεγεν, ίσως αυτοί είναι οι συνεργοί μου εις το να κτίσω το κοινόβιόν μου, κατά την οπτασίαν οπού είδον, όμως δεν εσυγκατέβη ευθύς να τους δεχθή, αλλά επάσχισε με διαφόρους λόγους να τους διώξη από λόγου του˙ εκείνοι δε, ωσάν οπού ήσαν θεόθεν απεσταλμένοι, δεν έφευγαν, αλλά του έλεγαν, δέξαι μας εδώ ολίγας ημέρας δια την αγάπην του Χριστού, και αν δεν ευχαριστηθής, τότε διώξέ μας. Με τοιαύτας υποσχέσεις λοιπόν, εκαταπείσθη και τους εκράτησεν εις την υπακοήν του Χριστού, και μετά την κανονικήν δοκιμασίαν, τους ένδυσε το αγγελικόν σχήμα των μοναχών, και ιερουργήσας1 τους εκοινώνησε την άχραντον Κοινωνίαν, και ύστερον από το δείπνον τους εφανέρωσε και τον εδικόν του λογισμόν, επειδή τους είχεν εις το εξής ως τέκνα του γνήσια˙ τους εδιηγήθη δηλαδή κατά πλάτος την θεϊκήν οπτασίαν εκείνην, και τους ώρκισε να μη το ειπούν εις τινά, έως οπού ζη εκείνος˙ μετά ταύτα τους λέγει, φανερόν είναι, ώ τέκνα μου, ότι ο προνοητής Θεός σας έστειλεν εδώ επί τούτου όχι μόνον δια να σώσετε τας ψυχάς σας, αλλά δια να φέρετε και τον πλούτον σας, δια να γένη το κοινόβιον κατά την θεϊκήν θέλησιν. Υπάγετε λοιπόν να εύρετε οικοδόμους, και να τους φέρετε εις κατασκευήν του μοναστηρίου.
Ο μαθητής που σώθηκε από την κατακρήμνιση.
Υπήγαν εκείνοι, ευρήκαν, έφεραν τους οικοδόμους. Ο δε Όσιος πρώτον μεν δείχνει εις αυτούς τον τόπον οπού εβούλετο να θεμελιώση την εκκλησίαν, έπειτα και την επίλοιπον οικοδομήν˙ άλλ’ εκείνοι βλέποντες το απόκρημνον και κινδυνώδες του τόπου, του αποκρίνονται˙ τί λέγεις, αββά; Χωρατεύεις ή αληθεύεις; Των αδυνάτων είναι να επιχειρισθούμεν αυτού οικοδομήν, επειδή και στοχαζόμεθα, ότι μέλλει να κινδυνεύση όχι μόνον η εδική μας ζωή, αλλά και εκείνων οπού έχουν να κατοικήσουν εις αυτόν τον τόπον τον επικίνδυνον˙ επειδή δε ο Άγιος με πολλούς και διάφορους λόγους δεν τους εκατάπεισε να επιχειρισθούν τα οικοδομήματα, επρόσταξε και τους έβαλαν τράπεζαν δια να γευθούν.
Και εκείνοι μεν έτρωγαν, ένας δε από τους μαθητάς του Οσίου, εκεί οπού τους εκερνούσε το κρασί όρθιος, φθόνω του πονηρού, δεν ηξεύρω πως υπεσκελίσθη, και έπεσε κάτω από την πέτραν εις το άμετρον εκείνο βάθος, κρατώντας εις το ένα χέρι το αγγείον οπού είχε το κρασί, και εις το άλλο το ποτήριον γεμάτον˙ και τούτο βλέποντες οι οικοδόμοι, έλαβον αιτίαν και έλεγαν εις τον Όσιον μετά θυμού˙ δια τι, αββά, επεχειρίσθης τοιαύτα πράγματα, και έγινες αιτία του τοιούτου φόνου; Αλλά και αν ηθέλαμεν συμφωνήσωμεν εις τον σκοπόν σου και ημείς, πόσοι άλλοι έμελλον να φονευθούν έπειτα; Ο δε Άγιος σιωπώντας προσηύχετο εις την Κυρίαν Θεοτόκον εκ βάθους ψυχής, δια να μη καταισχύνη βουλήν πτωχού τω πνεύματι˙ και (ώ των ανεκφράστων θαυμασίων σου, Δέσποινα! Τίς δύναται να υμνήση τα μεγαλεία σου;) δεν απέρασε μισή ώρα, και ιδού ήρχετο από το άλλο μέρος ο κρημνισθείς αδελφός, όλος υγιής και παντάπασιν αβλαβής, τη βοηθεία της παναμώμου Παρθένου, βαστώντας το ποτήριον και το αγγείον με το κρασία, όχι μόνον ασύντριφτα, αλλά και χωρίς να χυθή τελείως το κρασί. Και τούτο το θαύμα ιδόντες εκείνοι οι πρώην αυθάδεις οικοδόμοι, έφριξαν και ετρόμαξαν, και έπεσαν εις τους πόδας του Αγίου, ζητούντες συγχώρησιν, λέγοντες˙ τώρα εγνωρίσαμεν, πάτερ, ότι είσαι άνθρωπος του Θεού˙ και δεν εστάθησαν έως εδώ, αλλά τον εβίασαν, και τους εκούρευσεν όλους μοναχούς.
Πίστη που κινεί όρη.
Έκαμαν λοιπόν αραχήν οι καλοί ούτοι οικοδόμοι να κτίζουν το μοναστήριον με προθυμίαν˙ και επειδή εχρειάζοντο πολλές και μεγάλες πέτρες δια τα θεμέλια και τας γωνίας, επρόσταξεν ο Όσιος να σηκώσουν μίαν μεγαλωτάτην πέτραν οπού ήταν εκεί πλησίον, δια να την βάλουν εις την γωνίαν του θεμελίου˙ εκείνοι δε πάλιν αστοχήσαντες την πρώτην θαυματουργίαν του Οσίου, εκρυφογελούσαν, βλέποντες ένας τον άλλον, νομίζοντας ότι χωρατεύει, επειδή και έβλεπον, ότι δεν ήτον δυνατόν να μετασαλευθή η μεγαλωτάτη εκείνη πέτρα οπού τους έλεγεν˙ ο δε Άγιος όταν είδεν ότι δεν ακούουν, πηγαίνει μόνος του εκεί οπού ήτο η πέτρα, και αφ’ ου την εσφράγισε με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, την σηκώνει εις τους ώμους του, χωρίς να του βοηθήση άλλος τινάς, και την φέρει και την στερεώνει εις την γωνίαν του θεμελίου οπού ήτον χρεία˙ και ούτως έδειξε με το έργον ο θαυμάσιος, εκείνο οπού είπεν ο Κύριός μας με τον λόγον εις τους Αποστόλους του˙ «Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκου σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, και αρθήσεται»˙ διότι ο άνθρωπος κατεξηραμμένος από την σκληραγωγίαν και την άσκησιν, και οπού μόνον το δέρμα εβαστούσε τα κόκκαλα, να σηκώση τόσον βάρος, οπού τόσοι άνθρωποι το εστοχάζοντο αδύνατον καν να την σαλεύσουν, δεν είναι ολοφάνερον, πως εκατάστησε τον εαυτόν του όργανον της παντουργού δεξιάς του Υψίστου, και ενήργει δι’ αυτού ο Θεός τα παράδοξα ταύτα;
Η μεταστροφή των πειρατών
Αλλά και το ακόλουθον θαύμα του Οσίου, τούτο το ίδιον μας βεβαιώνει˙ ότι αφ’ ου πλέον εκτίσθη και εκατοικίσθη από πολλούς το μοναστήριον (το οποίον ωνόμασεν ο Όσιος Νέαν Βηθλεέμ, δια τον φανέντα αστέρα), ήλθον μίαν φοράν Σαρακηνοί κάτω εις τον λιμένα του μοναστηρίου τούτου. Ο Άγιος φοβηθείς μήπως και ανέβουν επάνω και κατακαύσουν το μοναστήριον, προλαμβάνει και παίρνει τινάς μαθητάς του, και κατεβαίνει εις προϋπάντησίν τους, έχοντας και μερικά δώρα να τους δώση˙ οι δε έλαβον τα δώρα, αλλά εζήτουν και τους θησαυρούς του μοναστηρίου, και μη γνωρίζοντες τον Άγιον, δια το ευτελές του σχήματός του, τον εβίαζαν να τους δείξη τον ηγούμενον˙ εγώ ο ταπεινός είμαι ο ηγούμενος, πλην, αλλά δεν έχομεν από αυτά οπού φορούμεν˙ και αυτοί θυμωθέντες ώρμησαν επάνω του, ωσάν θηρία άγρια, και ένας από αυτούς, ο πλέον φονικώτερος των άλλων, έβγαλε το σπαθί του, δια να κόψη την ιεράν του Οσίου κεφαλήν˙ άλλ’ ο Θεός εξαποστείλας τον άγγελον αυτού, ερρύσατο τον Όσιόν του˙ ότι η μεν χειρ του αυθάδους εκείνου έμεινε κρεμαμένη κατάξηρος, οι δε λοιποί αορασία επατάχθησαν και ετυφλώθησαν όλοι. Τότε η αλαλάζοντες την συρικήν φωνήν αυτών, αλλάχ, αλλάχ, και μεταβαλόντες την θηριωδίαν εις θρηνωδίαν και την αγριότητα εις ημερότητα, έκλαιον πικρώς και επαρακάλουν θερμώς τον Άγιον λέγοντες˙ ελέησον ημάς, αββά, να υγιάνωμεν και γένωμεν όλοι χριστιανοί. Ο δε φιλάνθρωπος δούλος του φιλανθρωποτάτου Δεσπότου, και μιμητής του ανεξικάκου διδασκάλου του Χριστού, στέλνει ευθύς ένα του μαθητήν, και φέρνει έλαιον από την κανδήλαν του Χριστού και αλείφοντας τα όμμάτιά τους, σταυροειδώς, ομοίως και την εξηραμμένην χείρα του αυθάδους εκείνου, και προσευξάμενος, ευθύς ιατρεύθησαν όλοι˙ όθεν όχι μόνον εβαπτίσθησαν καθώς υπεσχέθησαν, αλλά μετά καιρόν εκουρεύθησαν και μοναχοί εις την αυτήν μονήν του Οσίου και ευδοκίμησαν.
Οι τελευταίες διδασκαλίες.
Άλλ’ όταν έφθασεν ο αοίδιμος Σίμων εις βαθύτατον γήρας, και ήλθε πλέον ο καιρός δια να υπάγη εις τον ποθούμενόν του Χριστόν, προείδε την ώραν της οσίας αυτού εκδημίας προς Κύριον, και κράζει τους ιερούς μαθητάς του, και τους κατηχεί την ολοϋστέραν κατήχησιν, λέγων˙ «ιδού αδελοί και τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά, οπού μέλλω να χωρισθώ από εσάς, άλλ’ ως φρόνιμοι δεν πρέπει να λυπήσθε˙ ένα μεν, ότι ολίγος καιρός απερνά, και πάλιν ανταμωνόμεθα˙ άλλο δε, ότι εάν και λάβω καμμίαν παρρησίαν προς Θεόν, θέλω σας επισκέπτωμαι πάντοτε, και θέλω σας φυλάττω από κάθε πειρασμόν ορατόν και αόρατον˙ πλην, εάν και εσείς φυλάττετε την παράδοσιν της κοινοβιακής ζωής οπού είδετε, και την ευταξίαν της εκκλησίας και όλα, όσα σας εδίδαξα και με λόγον και με έργον, ούτω θέλω έχω και εγώ την φροντίδα σας. Μην αγαπάτε πλούτον πρόσκαιρον˙ φεύγετε την κενοδοξίαν˙ μην απατάσθε εις χορτασίαν κοιλίας˙ μη φέρετε εις το κοινόβιον αγένεια πρόσωπα˙ διατί είδετε τι έκαμεν ο μέγας Ευθύμιος εις τον άγιον Σάββαν, οπού αγκαλά και τον ήξευρε πως ήτον εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένος, με όλον τούτο δεν τον εκράτησεν εις το κοινόβιόν του˙ γράφει δε και εις το Γεροντικόν, ότι τέσσαρες λαύρες, τον παλαιόν καιρόν, ερημώθησαν, εξ αιτίας των αγενείων˙ καθώς και ο θεοφόρος πατήρ ημών Αθανάσιος της μεγίστης Λαύρας, εκατηράσατο εκείνους τους προεστούς οπού ήθελαν δεχθούν αγένεια, καν τε και βασιλόπουλα ήθελαν είναι˙ να είστε ειρηνικοί˙ φιλόξενοι˙ να επιτελήτε τας εορτάς πνευματικώς και όχι κοσμικώς˙ να μη καταγίνεσθε δηλαδή εις ταύτας τας ημέρας εις αργολογίας και χωρατά και γέλια˙ επειδή και η εορτή είναι φωτισμός και αγιασμός της ψυχής, ο οποίος γεννάται από την σιωπήν και προσευχήν και ανάγνωσιν των ιερών βιβλίων˙ εις τας ακολουθίας της εκκλησίας να ψάλλετε με σεμνότητα και ευλάβειαν, και όχι με βοές άτακτες˙ να ευλαβήσθε και τον ηγούμενον με όλην σας την δύναμιν˙ Αυτά εάν φυλάττετε και μετά τον θάνατόν μου, καθώς και ζώντος μου τα εφυλάττετε, θέλω είμαι νοερώς μαζί σας πάντοτε˙ ειδέ μη, να απολογήσθε εσείς εις εκείνο το φοβερόν και πάνδημον Κριτήριον». Ταύτα και άλλα τοιαύτα λέγοντος του Οσίου, οι αδελφοί όλοι και μαθηταί του, περιτριγυρίζοντες αυτόν έκλαιον απαρηγόρητα δια την στέρησίν του˙ αυτός δε προσευξάμενος εις την παναγίαν Τριάδα, τον ένα Θεόν, δια να φυλάξη αυτούς εν τοις αυτού προστάγμασι και μετά τον θάνατόν του, δια πρεσβειών της Θεοτόκου και πάντων των αγίων, εσιώπησε, και την νύκτα εκείνην παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Το δε πρωί είδον όλοι το πανόσιόν του πρόσωπον, οπού έλαμψεν υπέρ τον ήλιον, όθεν μετά ψαλμωδιών και ύμνων, και μεγάλης ευλαβείας, ενταφίασαν το πολύαθλόν του σώμα, ως έπρεπεν.
Υποσημείωση.
1. Εντεύθεν δήλον, ότι ο Όσιος ήτον ιερεύς.

Από το βιβλίο: ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΙΚΑ 1. Ο Βίος του Αγίου Σίμωνος του Αθωνίτου. Έκδοση Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Άγιον Όρος 2013.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Εις τιμήν και μνήμην του Οσίου πατρός ημών Σίμωνος του Μυροβλύτου: Ακολουθία, χαιρετισμοί υπό Οσ. Νικοδήμου του Αγιορείτου.rar

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιερές Ακολουθίες, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.