Ο Γεώργιος Τσολάκογλου και η συνθηκολόγηση με τον Άξονα 19 – 23 Απριλίου 1941 – Ιωάννης Φιλίστωρ.

Όταν οι επιτιθέμενοι Γερμανοί από τον Βορρά, με μια κεραυνοβόλα προέλαση τους κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου 1941, ο πόλεμος της Ελλάδος εναντίον δύο Αυτοκρατοριών έμοιαζε να έχει κριθεί. Το Βρετανικό εκστρατευτικό σώμα υποχωρούσε από την Θεσσαλία με κατεύθυνση προς την Πελοπόννησο σε έναν αγώνα δρόμου για να απαγκιστρωθεί από μια μάχη που δεν μπορούσε να κερδίσει λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων του (too little too late), ενώ ο όγκος του Ελληνικού στρατού μόλις την προηγουμένη είχε πετύχει την τελευταία νίκη επί Βορειοηπειρωτικού εδάφους με την επίθεση της ΧΙΙΙ μεραρχίας υπό τον στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου, εναντίον του Ιταλικού τομέα. Δεν είχε δοθεί εγκαίρως διαταγή για σύμπτυξη των Ελληνικών δυνάμεων προς Νότο, έτσι η στρατιά αυτή κινδύνευε τις επόμενες ημέρες να κυκλωθεί και να καταστραφεί ολοσχερώς από τις δυνάμεις του Άξονα.

Το νέο της κατάληψης της Θεσσαλονίκης προκάλεσε πανικό στην Αθήνα και στους Έλληνες ιθύνοντες, τον Βασιλιά Γεώργιο και τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Κορυζή. Ήδη στις 10 Απριλίου είχε παρθεί απόφαση ο Βασιλιάς και η κυβέρνηση να αποχωρήσουν από την Αθήνα και να κατευθυνθούν είτε στην Κύπρο (αρνηθηκαν οι Άγγλοι για να μην αναζοπυρωθεί το ενωτικό κίνημα στο νησί) είτε στην Κρήτη. Όταν η είδηση της φυγής της κυβέρνησης κυκλοφόρησε στην Αθήνα, επικράτησε ηττοπάθεια και πανικός. Οι ανώτατοι αξιωματικοί από το Ελληνο-ιταλικό μέτωπο ζητούσαν επίμονα από τον Αρχιστράτηγο Παπάγο και την κυβέρνηση να επιτευχθεί το συντομότερο ανακωχή με τους Γερμανούς για να «σωθεί η τιμή του Ελληνικού στρατού». Συγκεκριμένα πρώτος ο Τσολάκογλου ζήτησε στις 10 Απριλίου να ληφθεί επειγόντως μια σχετική πολιτική απόφαση από την κυβέρνηση, ενώ ο στρατηγός Πιτσίκας, λίγες ημέρες μετά, μετά από σύσκεψη με τους διοικητές των μεραρχιών, ζητούσε με τηλεγράφημα από τον Παπάγο να βρεθεί τάχιστα λύση.

Όμοιο τηλεγράφημα έστειλε ο στρατηγός Μπάκος αναφέροντας ότι σημειώνονταν στην στρατιά αναρχικές τάσεις, ληστείες χωρικών και φανερώνονταν σημεία διάλυσης, ενώ ο αντιστράτηγος Δεμέστιχας, διοικητής του Α΄ Σώματος στρατού, έστειλε τηλεγράφημα στον Παπάγο στις 15 Απριλίου, στο οποίο του ζητούσε ανοιχτά να συναφθεί συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς «ως μόνη απομένουσα λύση».

Η κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο Βασιλιάς είχαν διαφορετική οπτική στο ζήτημα.  Βρίσκονταν συνεχώς υπό την Αγγλική πίεση για συνέχιση του Αγώνα μέχρις εσχάτων και επειδή ακριβώς χρειάζονταν περισσότερο από ποτέ την υποστήριξη των Άγγλων στο μέλλον, δεν μπορούσαν παρά να δέχονται όσα τους ζητούσαν. Ο Παπάγος αρχικά κλονίστηκε από τα μυνήματα που ελάμβανε, αλλά μετά την ξεκάθαρη θέση του Βασιλιά, ταυτίστηκε με αυτήν ζητώντας αντίσταση για λίγες ακόμη μέρες, ώστε να προλάβει το Αγγλικό εκστρατευτικό σώμα να αποχωρήσει από την Ελλάδα. Απλώς αρκέστηκε να ζητήσει από τον Άγγλο στρατάρχη Ουίλσον να αποσύρει το συντομότερο τα Αγγλικά στρατεύματα από την χώρα, ώστε αυτή να μην καταστραφεί ολοσχερώς.

Οι εξελίξεις όμως στην στρατιά του Βορειοηπειρωτικού μετώπου ήταν πλέον ραγδαίες και πρωταγωνιστές ήταν οι διοικητές των μεγάλων σχηματισμών (Τσολάκογλου, Δεμέστιχας, Μπάκος) που έσπρωχναν την κατάσταση για να επιτευχθεί η ανακωχή. Ένας νέος πρωταγωνιστής της προσπάθειας για συνθηκολόγηση αναδείχθηκε ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων. Ο ιεράρχης πίεζε συνεχώς τους σωματάρχες με μηνύματα του να πάρουν την πρωτοβουλία για την συνθηκολόγηση, ενώ στις 16 Απριλίου εκλιπαρούσε τον Πρωθυπουργό Κορυζή να επιτρέψει στην στρατιά της Ηπείρου να συνθηκολογήσει. Ο Κορυζής φαίνεται πως είχε πειστεί για την αναγκαιότητα τουλάχιστον η στρατιά της Ηπείρου να συνθηκολογήσει, ώστε να διασωθεί από την τέλεια καταστροφή.

Για τον λόγο αυτό, σε τηλεφωνική του επικοινωνία με τον στρατηγό Πιτσίκα στις 18 Απριλίου – Μεγάλη Παρασκευή- τον διαβεβαίωνε ότι μέχρι το μεσημέρι θα του είχε στείλει διαταγή για την συνθηκολόγηση. Ήταν τόση η σιγουριά του Πιτσίκα ώστε κάλεσε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον διέταξε να συντάξει το σχέδιο του πρωτοκόλλου για την συνθηκολόγηση. Την ίδια στιγμή άλλη μια πράξη της Ελληνικής τραγωδίας διαδραματιζόταν στην Αθήνα και στην συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, παρουσία του Βασιλιά Γεώργιου, όπου ο Κορυζής προσπάθησε να εκμαιεύσει μια έγκριση για την συνθηκολόγηση της Ελληνικής στρατιάς στην Β. Ήπειρο. Ο Βασιλιάς όμως αρνήθηκε επίμονα ενώ δεν δέχτηκε την παραίτηση Κορυζή, ούτε και αργότερα σε μια ιδιαίτερη συνάντηση των δύο. Ο Κορυζής αποχώρησε από την συνάντηση, μετέβη στο σπίτι του όπου και αυτοκτόνησε.

Ακολούθησε ένα απόλυτο χάος ακυβερνησίας στην Αθήνα, όπου υπήρχε μια ακέφαλη κυβέρνηση και ένας Βασιλιάς που αναζητούσε εναγωνίως κάποια προσωπικότητα να χρήσει Πρωθυπουργό χωρίς όμως να βρίσκει, σε σημείο ώστε για πρώτη φορά στην σύγχρονη Ελληνική πολιτική Ιστορία να αναλάβει Πρωθυπουργός ο ίδιος! Η αναζήτηση Πρωθυπουργού είχε παραλύσει πολιτικά την Αθήνα, ενώ ακόμη και ο Παπάγος φαίνεται να πίστευε ότι δεν υπήρχε εναλλακτική πλην της συνθηκολόγησης.

Το Μεγάλο Σάββατο 19 Απριλίου ο επίσκοπος Ιωαννίνων Σπυρίδων συνομίλησε με τον Τσολάκογλου, τον Δεμέστιχα και τον Μπάκο και συναποφάσισαν να ζητήσουν ανακωχή από τον ίδιο τον Χίτλερ. Αποφάσισαν επίσης τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης υπό την πρωθυπουργία του Σπυρίδωνος. Την τελική απόφαση για την επαφή με τους Γερμανούς έλαβε ο Τσολάκογλου, ο οποίος στις 20 Απριλίου έστειλε απεσταλμένο στον Γερμανό στρατηγό Σεπ Ντίντριχ, διοικητή της σωματοφυλακής SS του Χίτλερ, ζητώντας ανακωχή των εχθροπραξιών. Ο Έλληνας εκπρόσωπος δεν παρέδωσε στους Γερμανούς το κείμενο του Σπυρίδωνα, αλλά άλλο του Τσολάκογλου, όπου δεν αναφερόταν τίποτε για τον σχηματισμό της προσωρινής κυβέρνησης, αφήνοντας έντεχνα τον επίσκοπο Ιωαννίνων εκτός πολιτικών εξελίξεων.

Η συνθηκολόγηση έγινε με ιδιαίτερα ευνοϊκούς για τους Έλληνες όρους, απόρροια μιας «φιλελληνικής» πρωτοβουλίας του Ντήτριχ, που όμως αποδοκιμάστηκε από τους ανωτέρους του και οδήγησε και σε δεύτερο αναθεωρημένο κείμενο συνθηκολόγησης λίγες ημέρες μετά. Συγκεκριμένα η πρώτη συνθηκολόγηση προέβλεπε:

1. Κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας – Ιταλίας με ευθύνη του Γερμανού αρχιστράτηγου
2. Παρεμβολή Γερμανικού στρατού μεταξύ Ελληνικού και Ιταλικού
3. Αποχώρηση του Ελληνικού στρατού από την Ήπειρο εντός 10 ημερών κι παράδοση του οπλισμού του
4. Οι Έλληνες αξιωματικοί δεν θα αιχμαλωτίζονταν και θα διατηρούσαν τον οπλισμό τους.

Η συνθηκολόγηση αυτή ήταν άκρως ευνοϊκή για τους Έλληνες καθώς δεν θα παραδίδονταν και στους Ιταλούς. Ο Ντήτριχ επιτιμήθηκε για την πρωτοβουλία του από τον στρατάρχη Λίστ, διοικητή της 12ης Στρατιάς που διέταξε αμέσως την επαναδιατύπωση των όρων. Αργότερα ακόμη και ο Χίτλερ όταν συνάντησε τον Ντήτριχ του επεσήμανε το λάθος του που δεν ήταν άλλο από το γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψη του τους Ιταλούς. Ο Λιστ απαίτησε να συνταχθούν νέοι όροι αυστηρότεροι συνθηκολόγησης, οι οποίοι προέβλεπαν αιχμαλώτιση των Ελλήνων και απελευθέρωση τους μετά το τέλος των διαπραγματεύσεων, ενώ όλο το Ελληνικό στρατιωτικό υλικό θα αποτελούσε λεία πολέμου της Γερμανίας και της Ιταλίας.

Ο Τσολάκογλου αρχικώς αρνήθηκε να υπογράψει εκ νέου, αλλά υποχώρησε μετά την απειλή των Γερμανών ότι θα κατήγγειλαν την αρχική συνθήκη. Όταν πληροφορήθηκε την συνθηκολόγηση ο Παπάγος, ζήτησε από τον Πίτσικα να αντικαταστήσει τον Τσολάκογλου στα καθήκοντα του και να συνεχίσει τον αγώνα, ο Πίτσικας όμως βρισκόταν ήδη καθ οδόν στην Αθήνα χωρίς να έχει συμμετάσχει στην τελική διαπραγμάτευση, οπότε η διαταγή δεν είχε κανένα αντίκτυπο. Όμως η συνθηκολόγηση μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών δυσαρέστησε ιδιαίτερα τον Μουσολίνι και την Ιταλική στρατιωτική ηγεσία, που πληροφορήθηκε την εξέλιξη μετά από ενημέρωση του στρατάρχη Λιστ, με την υπόδειξη να μην επιτεθούν εναντίον των Ελλήνων ώστε να μην τεθούν σε αμφισβήτηση οι διαπραγματεύσεις και η ανακωχή. Και αυτό γιατί εμφάνιζε την Ελληνική ήττα να είναι αποτέλεσμα μόνο της Γερμανικής επίθεσης και εκμηδένιζε την Ιταλική συμμετοχή και τις εντυπώσεις στο εσωτερικό της χώρας. Εκτός αυτού οι όροι της ανακωχής δεν έκαναν καμία αναφορά στις Ιταλικές εδαφικές διεκδικήσεις εις
βάρος της Ελλάδος που καθορίστηκαν στην Ήπειρο, στην περιοχή της Πίνδου και στα Ιόνια νησιά σε συνάντηση μεταξύ του Τσιάνο και του Ρίμπεντροπ στις 22 Απριλίου.

Από την άλλη οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν να θίξουν τους Έλληνες αλλά μάλλον προσδοκούσαν μια «φιλική» κατοχή της χώρας χωρίς επιπλοκές, καθώς εκείνη την εποχή γίνονταν οι προετοιμασίες για την εισβολή στην Ρωσία με την γιγαντιαία επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα». Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούσαν να ρισκάρουν μια πιθανή υπονόμευση του Άξονα Ρώμης – Βερολίνου για χάρη της Ελλάδας που είχε πολεμήσει υπέρ των Άγγλων και τους Ιταλούς. 

Ο Μουσολίνι σε μήνυμα του στον Χίτλερ απαίτησε οι Έλληνες να παραδοθούν άνευ όρων και η Ελλάδα να καταληφθεί άμεσα, ενώ ζήτησε να αφαιρεθεί ο όρος σύμφωνα με τον οποίο οι Έλληνες αξιωματικοί θα διατηρούσαν τον οπλισμό τους. Επίσης σε μήνυμα του προς τον Ιταλικό λαό υπογράμμιζε ότι οι Έλληνες είχαν ζητήσει ανακωχή από τους Ιταλούς ώστε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι ακόμη Ιταλικά στρατεύματα δεν είχαν καταφέρει να εισέλθουν σε Ελληνικό έδαφος. Η Ελληνική πλευρά προσπάθησε να αποφύγει την σύναψη ανακωχής με τους Ιταλούς, αλλά, όπως είναι φανερό, βρισκόταν σε αδυναμία να επιβάλλει τις θέσεις της.

Έτσι, μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις, στις 22 Απριλίου ο συνταγματάρχης Σύρος, ζήτησε ανακωχή από τον στρατηγό Τσελόζο και αυτή παρασχέθηκε με τους ίδιους όρους που είχε παρασχεθεί και από τους Γερμανούς.

Το τελικό πρωτόκολλο παράδοσης των Ελλήνων υπογράφτηκε στην Θεσσαλονίκη από την Ελληνική, την Ιταλική και την Γερμανική αντιπροσωπεία στις 23 Απριλίου και οι όροι ήταν πανομοιότυποι με αυτούς του δεύτερου πρωτοκόλλου. Όπως και στα προηγούμενα δύο πρωτόκολλα υπήρχε ιδιαίτερη αναφορά στην γενναιότητα που επέδειξε ο Ελληνικός στρατός στον άνισο διμέτωπο αγώνα που κλήθηκε να διεξάγει. Από την πλευρά των ανώτατων Γερμανών στρατιωτικών προκλήθηκε μεγάλη δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι έπρεπε να μην σεβαστούν τις υπογραφές τους στο δεύτερο πρωτόκολλο ώστε να διασωθεί το γόητρο του Μουσολίνι εντός της Ιταλίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο στρατάρχης Λιστ αρνήθηκε να το υπογράψει, ενώ παρέθεσε γεύμα προς τιμήν του Τσολάκογλου. Από Γερμανικής πλευράς την συνθηκολόγηση υπέγραψε ο αξιωματικός του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου Γιόντλ, ειδικός απεσταλμένος του Χίτλερ αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό.

Αποτίμηση της συνθηκολόγησης

Η συνθηκολόγηση της Ελληνικής στρατιάς στο Βορειοηπειρωτικό μέτωπο αποτέλεσε πάντοτε ένα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο ζήτημα για τους Ιστορικούς. Η μια πλευρά (φαντάζεστε ποια είναι αυτή) υποστηρίζει ότι η συνθηκολόγηση αποτέλεσε μια προδοσία των ανώτατων αξιωματικών σε συνεργασία με τον μητροπολίτη Ιωαννίνων που ολοκληρώθηκε με τον σχηματισμό της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης με μέλη κυρίως όσους στρατιωτικούς είχαν συνωμοτήσει για την υπογραφή της ανακωχής. Η άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι οι αξιωματικοί που κινήθηκαν για την συνθηκολόγηση είχαν αποδείξει τον πατριωτισμό τους στον νικηφόρο πόλεμο κατά των Ιταλών το προηγούμενο διάστημα. Η συνθηκολόγηση υπήρξε προϊόν υπέρτατης εθνικής ανάγκης, προκλήθηκε από την αποτυχία του ΓΕΣ να διατάξει εγκαίρως την σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων από το Ηπειρωτικό μέτωπο, αλλά κυρίως είχε ως θετικό αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες μαχητές να γλιτώσουν την αιχμαλωσία. Σύμφωνα με την λογική αυτή, η συνθηκολόγηση ήταν η μοναδική διέξοδος για την νικηφόρα στρατιά της Αλβανίας, η
οποία επιτεύχθηκε με τους καλύτερους δυνατούς όρους για νικημένο στρατό και θα αποτελούσε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία αν τελικώς δεν συμπεριελάμβανε τους Ιταλούς που είχαν ηττηθεί, ενώ έτρεφαν εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδος. 

μετά την υπογραφή…

Ο ίδιος ο Τσολάκογλου θέτει ως εξής το θέμα στα απομνημονεύματά του: «ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος: Ή να αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού να αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως… τολμήσας δεν υπελόγισα ευθύνας… Μέχρι σήμερον δε μετενόησα διά το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν…»…. 

Η γνώμη μου είναι πως η συνθηκολόγηση, εξεταζόμενη αυτόνομα, ήταν μια επιτυχία της Ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας που έσωσε και διαφύλαξε μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων, ασχέτως των Γερμανικών προθέσεων. Η ηθική και φυσική εξόντωση της νικηφόρας Ελληνικής στρατιάς της Ηπείρου, που εναγωνίως επιζητούσε ο Μουσολίνι, δεν θα ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία ακρότητα στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Δυστυχώς για τον Τσολάκογλου και τους υπόλοιπους σωματάρχες, δεν περιορίστηκαν στην ανακωχή αλλά σχημάτισαν πολιτική κυβέρνηση και δεν περιορίστηκαν μόνο στην συνεργασία με τον Άξονα (άκρως αποτυχημένη αν αναλογιστούμε την ανθρωπιστική και επισιτιστική κρίση του χειμώνα), αλλά υπονόμευσαν την εξόριστη κυβέρνηση, καλλιέργησαν την ηττοπάθεια στον πληθυσμό και απέτυχαν να αποσοβήσουν τον εδαφικό διαμελισμό της Ελλάδος και να προστατεύσουν τα ευπαθή τμήματα του πληθυσμού (ηλικιωμένοι, γυναίκες, παιδιά).

Από την άλλη, ο Παπάγος και η τότε πολιτική ηγεσία φέρουν τεράστια ευθύνη για την ολιγορία τους να μην διατάξουν εγκαίρως την υποχώρηση της στρατιάς προς τον Νότο. Προς υπεράσπιση τους μπορεί να λεχθεί ότι αιφνιδιάστηκαν από την κεραυνοβόλα προέλαση των Γερμανικών τεθωρακισμένων (και δεν ήταν οι μόνοι σε εκείνο τον πόλεμο). Πάντως, έτσι ή αλλιώς η επιλογή της υπεράσπισης των οχυρών Μεταξά έναντι του ευέλικτου και άριστα οργανωμένου Γερμανικού στρατού ήταν αποτυχημένη, δεν ήταν ρεαλιστική και είχε επιβληθεί από πολιτικές σκοπιμότητες. 

Επίμετρον – Ποιος ήταν ο μητροπολίτης Ιωαννίνων και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων

Πιστεύω ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον να δούμε το πλούσιο βιογραφικό του αρχιτέκτονα της συνθηκολόγησης μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνος, όπως το παραθέτει ο μετρ του είδους κ. Δημοσθένης Κούκουνας. Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων, κατά κόσμον Σπυρίδων Βλάχος, γεννήθηκε το 1875 στην Χηλή Βιθυνίας. Σπούδασε στην Θεολογική σχολή της Χάλκης. 28 ετών διορίστηκε αρχιερατικός επίτροπος στην Ξάνθη και το 1906 διορίστηκε μητροπολίτης Κονίτσης, όπου ανέπτυξε εθνική δράση κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Συνελήφθη από τους Τούρκους και καταδικάστηκε τρεις εις θάνατον, ποινή που δεν εκτελέστηκε. Ακολούθως, συμμετείχε στην επιτροπή υπό τον Χριστάκη-Ζωγράφο που ανακήρυξε στο Αργυρόκαστρο την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου στις 14-2-1914, αναλαμβάνοντας το Υπουργείο Παιδείας και εκκλησιαστικών.

Κατά την Κατοχή, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων υπήρξε πρόεδρος του «Οργανισμού Δημοσίας Αντιλήψεως Κοινωνικής Πρόνοιας Ηπείρου» και απετέλεσε το στήριγμα για κάθε διωκόμενο και δοκιμαζόμενο Ηπειρώτη. Για τη γενικότερη εθνική δράση του, καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο από ιταλικό στρατοδικείο του Αργυροκάστρου, ενώ από τους Γερμανούς ετέθη σε περιορισμό. Μόνο χάρη στην προσωπική παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού προς τον Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα, κατορθώθηκε να αρθεί ο περιορισμός του και οι τυχόν περαιτέρω ενέργειες σε βάρος του. Πολλαπλή ήταν η συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση κατά την περίοδο της Κατοχής και καθοριστικής σημασίας η συμπαράστασή του την εποχή εκείνη προς τον στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα, αρχηγό του ΕΔΕΣ, όπως και η στάση του κατά τα Δεκεμβριανά και αργότερα στον Εμφύλιο. 

Μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στις 20 Μαΐου 1949, αν και υπήρξε προς στιγμήν η σκέψη για την αποκατάσταση του πρώην Αθηνών Χρυσάνθου, εξελέγη ο Ιωαννίνων Σπυρίδων με 42 ψήφους από τους 56 Μητροπολίτες που ψήφισαν. Ο 11ος Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος βρέθηκε επί κεφαλής της σε δύσκολες εποχές και επιτέλεσε σημαντικό έργο. Από την πρώτη ημέρα της εκλογής του, δραστηριοποιήθηκε δημιουργικά. Αμέσως μετά την ήττα των ανταρτών, ενδιαφέρθηκε με θέρμη για την αποκατάσταση των θυμάτων του Εμφυλίου και ίδρυσε την «Επιστράτευση της αγάπης» και την αποστολή του «Δέματος επαναπατρισμού», αναθέτοντας στον τότε Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη τη διεύθυνση αυτού του έργου, ενώ με διαμαρτυρία του προς τους αρχηγούς κρατών και εκκλησιών κατήγγειλε το «παιδομάζωμα» και ζήτησε την παλινόστηση των ελληνόπουλων που είχαν απομακρυνθεί από την Ελλάδα. 

Σε ό,τι αφορά στη δράση του εντός του εκκλησιαστικού πλαισίου, ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων κατέβαλε ενέργειες για την ίδρυση του Θεολογικού Οικοτροφείου της Αποστολικής Διακονίας στη Μονή Πετράκη, μερίμνησε ώστε να αποκτήσει σύγχρονο τυπογραφείο η Αποστολική Διακονία για την έκδοση πολλών έργων εκκλησιαστικού και θεολογικού περιεχομένου, ενώ ίδρυσε νέα περιοδικά («Ο Εφημέριος», «Το Χαρούμενο Σπίτι», «Τα Χαρούμενα Παιδιά» και «Η Φωνή του Κυρίου»).

Τον Σεπτέμβριο 1952 υπέγραψε σύμβαση με την Ελληνική Πολιτεία, στην οποία η Εκκλησία παραχωρούσε μοναστηριακά κτήματα προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμπαράστασή του προς τον ενωτικό αγώνα των Κυπρίων, στον οποίο ο ίδιος πρωτοστάτησε. Βρέθηκε με εξαιρετική δραστηριότητα στην πρώτη γραμμή, αναλαμβάνοντας και επίσημα την προεδρία της Πανελληνίου Επιτροπής Αυτοδιαθέσεως Κύπρου.

Ι. Β. Δ.

Πηγές
Αννίβας Βελλιάδης, Κατοχή (Γερμανική πολιτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα 1941-1944), εκδόσεις Ενάλιος 
Πέτρος Μακρής – Στάϊκος, «Ο Άγγλος πρόξενος» (Ο υποπλοίαρχος Noel Rees και οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες Ελλάδα Μέση Ανατολή 1939-1944), εκδόσεις Ωκεανίδα
Τάσος Κοντογιαννίδης, Ήρωες και προδότες στην κατοχική Ελλάδα, εκδόσεις Πελασγός
www.mixanitouxronou.gr/i-germaniki-isvoli-stin-ellada-stis-6-apriliou-1941-ntokoumenta-apo-to-metopo/
http://sitalkisking.blogspot.gr/2014/03/1941.html
http://bioarchive.blogspot.gr/2012/06/1949-56.html
 του Δημοσθένη Κούκουνα

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Θέματα Ελληνικής Ιστορίας: 02 Δεκεμβρίου 2014

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.