Όσιοι Μάρκος ο σπηλαιώτης και Θεόφιλος της Κιεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρας – Ι. Μ. Παρακλήτου.

Κιέβο-Πετσέρσκαγια Λαύρα

Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ Μάρκος ασκήτεψε στη μονή των Σπηλαίων στα χρόνια του ηγουμένου Ιωάννου, τότε που έγινε η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του
οσίου Θεοδοσίου
από το σπήλαιο στη μεγάλη εκκλησία. Από τότε που έλαβε το άγιο αγγελικό σχήμα, δεν έδωσε «υπνον τοις οφθαλμοίς και τοις βλεφάροις νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις» του, αλλά τις περισσότερες ώρες της νύχτας αγρυπνούσε προσευχόμενος. Ελάχιστο χρόνο διέθετε για σωματική ανάπαυση. Την ήμερα, όταν δεν συνέχιζε την προσευχή χωμένος βαθιά στο σκοτεινό του σπήλαιο, έσκαβε λάκκους για την ταφή των κεκοιμημένων αδελφών.
Ο όσιος Μάρκος ήταν ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Ο,τιδήποτε έπεφτε στα χέρια του φρόντιζε να το δώση αμέσως σε κάποιο φτωχό. Οχι μόνο τροφή, αλλά και νερό γευόταν με μεγάλη εγκράτεια, πίνοντας πάντοτε λιγότερο απ’ όσο χρειαζόταν για να ξεδιψάση και για μεγαλύτερη ακόμη άσκηση, τύλιξε το σώμα του, μέσα από το τριμμένο μοναχικό ένδυμα, με βαριά και βασανιστικά σίδερα. Αυτά τα σίδερα του πίεζαν το σώμα, τον βάραιναν, τον πλήγωναν, τον εμπόδιζαν στην εργασία και στη νυχτερινή ανάπαυση. Όμως ποτέ όσο ζούσε δεν τα έβγαλε από πάνω του.
Μ’ αυτή τη σκληρή ασκητική ζωή, με τις νυχθήμερες προσευχές, με τις παθοκτόνες νηστείες, με τους σωματικούς κόπους, με την άσκηση της σιωπής, ο γενναίος Μάρκος νέκρωσε τη σάρκα και το σαρκικό φρόνημα. Κι άλλο πόθο δεν είχε, παρά να φύγη το συντομώτερο για τον άλλο, τον ουράνιο κόσμο, και να συναντήση τον Κύριο και Νυμφίο του.
Ο θάνατος όχι μόνο δεν τον τρόμαζε, αλλά τον γέμιζε χαρά και θεία προσδοκία. Γι’ αυτό κι έλαβε από το Θεό το υπερφυσικό χάρισμα να συνομιλή με τους νεκρούς! Με φυσικότητα και απλότητα, όπως βίωνε ο ίδιος την πραγματικότητα του θανάτου και της άλλης ζωής, επικοινωνούσε με τους κεκοιμημένους σαν να ήταν ζωντανοί. Τους μιλούσε, τους έδινε εντολές, τους έστελνε μηνύματα και παραγγελίες. Κι εκείνοι, με παραχώρηση του Θεού, εκτελούσαν όλες τις εντολές του. Η απλότητα και η αγιότητα του μακαρίου συνέτριβε κι αυτά τα άλυτα δεσμά του θανάτου!
Κάποτε ο όσιος έσκαψε ένα τάφο για κάποιο κεκοιμημένο αδελφό. Εξαντλημένος όμως καθώς ήταν από τη νυχτερινή αγρυπνία και ορθοστασία, δεν μπόρεσε να τον κάνη αρκετά ευρύχωρο. Όταν έφεραν το σώμα του νεκρού και δοκίμασαν να το τοποθετήσουν στον τάφο, διαπίστωσαν ότι μόλις και μετά βίας χωρούσε μέσα. Άρχισαν τότε οι αδελφοί να παραπονιούνται και να βαρυγγωμούν κατά του οσίου Μάρκου.
— Αδελφέ, του έλεγαν, τι μνήμα είν’ αυτό που έσκαψες; Ούτε το νεκρό μπορούμε να θάψουμε καλά ούτε να τον περιχύσουμε με λάδι, όπως συνηθίζεται. Γιατί το ‘κάνες τόσο στενό;
Ο όσιος έβαλε ταπεινά μετάνοια.
— Συγχωρέστε με, πατέρες, είπε, γιατί από σωματική αδυναμία δεν έκανα σωστά την εργασία.
Εκείνοι όμως δεν ησύχασαν, αλλά πολλαπλασίασαν τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες.
Τότε ο όσιος στράφηκε στο νεκρό.
— Επειδή είναι στενός ο χώρος του τάφου σου, αδελφέ, του είπε με απλότητα, βολέψου μόνος σου μέσα. Να, πάρε και το λάδι και χύσε στο σώμα σου όσο πρέπει.
Χωρίς δεύτερη προτροπή ο νεκρός κινήθηκε και τακτοποίησε το σώμα του μέσα στο λάκκο. Επειτα άπλωσε το χέρι, πήρε το λάδι κι έχυσε στο πρόσωπο και στο στήθος του σταυροειδώς. Εβαλε, τέλος, πάλι το δοχείο στα χέρια του οσίου, ξάπλωσε ήσυχα κι έμεινε ακίνητος.
Φόβος και τρόμος κυρίεψε όλους τους αδελφούς μ’ αυτό το εξαίσιο θαύμα. Δεν άργησαν όμως να δουν και άλλο παρόμοιο.
Συνέβη, δηλαδή, να πεθάνη κάποιος άλλος αδελφός μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Ο ηγούμενος ανέθεσε σ’ ένα μοναχό να ετοιμάση το νεκρό για την ταφή. Πράγματι, αφού εκείνος σκούπισε το λείψανο με το σφουγγάρι, πήγε στο σπήλαιο να δη τον τόπο της ταφής. Βρήκε τον όσιο Μάρκο και τον ρώτησε:
— Που θα βάλουμε, πάτερ Μάρκε, τον αδελφό μας που αναπαύτηκε; Δεν βλέπω να ‘χης τόπο ετοιμασμένο.
— Πήγαινε και πες στον αδελφό να περιμένη μέχρι αύριο το πρωί, γιατί δεν έχω σκαμμένο τάφο. Ας μ’ αφήση τη νύχτα να του ετοιμάσω το μνήμα, κι έπειτα αναχωρεί για τον ουρανό!
– Μα…, πάτερ Μάρκε, αποκρίθηκε σαστισμένος ο άλλος μοναχός, εγώ ο ίδιος σκούπισα κιόλας με τα χέρια μου το σώμα του νεκρού. Σε ποιόν μου λες να μεταφέρω την παραγγελία σου;
– Καλά, δεν βλέπεις, αδελφέ μου; ξαναείπε ο απλούστατος Μάρκος. Δεν είν’ ακόμα έτοιμος ο τόπος για την ταφή. Πήγαινε, σου λέω, και πες στο νεκρό: «Ο αμαρτωλός Μάρκος σε παρακαλεί να παραμείνης σ’ αυτό τον κόσμο ακόμη μια μέρα. Ας είναι μέχρι αύριο το πρωί. Και τότε φεύγεις και πας στον αγαπημένο σου Χριστό. Στο μεταξύ αυτός θα ετοιμάση τον τάφο σου και θα σε ειδοποίηση».
Ο μοναχός γέμισε λογισμούς με την παράδοξη προσταγή του οσίου. Έκανε όμως υπακοή. Γύρισε στο μοναστήρι την ώρα που οι πατέρες έψελναν κιόλας την εξόδιο ακολουθία. Πλησίασε στο νεκροκρέβατο, έσκυψε στ’ αυτί του νεκρού και του ψιθύρισε:
– Αδελφέ, ο πατήρ Μάρκος με στέλνει να σου πω ότι ο τάφος σου δεν είναι έτοιμος. Γι’ αυτό σε παρακαλεί να περιμένης τουλάχιστον μέχρι το πρωί, οπότε θα σε ειδοποίηση.
Αμέσως ο νεκρός άνοιξε τα μάτια! Με κατάπληξη οι πατέρες είδαν να επιστρέφη η ψυχή στο νεκρό σώμα, που άρχισε ν’ αναπνέη και να ζη κανονικά! Δεν κινήθηκε όμως καθόλου από τη νεκρική στάση, ούτε είπε σε κανένα τίποτε.
Έμεινε εκεί, ακίνητος και αμίλητος, αλλά ζωντανός μέχρι το πρωί. Τότε πήγε πάλι στο σπήλαιο ο ίδιος αδελφός.
– Είν’ έτοιμο το μνήμα; ρώτησε το μακάριο Μάρκο.
– Έτοιμο είναι. Πήγαινε τώρα και πες σ’ εκείνον που με περιμένει: «Ο αμαρτωλός Μάρκος σου παραγγέλλει ν’ αφήσης πια το μάταιο κόσμο και να φύγης για την αιωνιότητα. Παράδωσε το πνεύμα σου στα χέρια του Θεού και άφησε το σώμα σου να τοποθετηθή στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου μαζί με τους άλλους αγίους πατέρες. Ο τόπος σου είναι έτοιμος δίπλα σ’ αυτούς».
Η παραγγελία του θεσπέσιου Μάρκου μεταφέρθηκε αμέσως στον αδελφό που καθυστερούσε την αναχώρηση του. Κι εκείνος, μόλις την άκουσε, έκλεισε τα μάτια και ξεψύχησε οριστικά.
Το πρωτάκουστο αυτό θαύμα γέμισε δέος τους πατέρες της λαύρας και όλους τους κατοίκους της χώρας του Κιέβου, που δεν άργησαν να το πληροφορηθούν. Όλοι δόξασαν το Θεό για τα θαυμαστά έργα που επιτελεί η πίστη και η αγιότητα των αγαθών δούλων Του.
Δεν πρέπει όμως ν’ αποσιωπήσουμε και τη διακριτική παιδαγωγία από τον όσιο Μάρκο ενός αδελφού, που έπεσε κάποτε σε παράπτωμα, γιατί είναι πολύ μεγάλη η ωφέλεια που μας παρέχει το πάθημα, αλλά και η μετάνοια του.
Εγκαταβίωναν τότε στη μονή των Σπηλαίων δύο μοναχοί, ο Θεόφιλος και ο Ιωάννης. Αυτοί είχαν στενό ψυχικό σύνδεσμο από τα παιδικά τους χρόνια, πάντοτε «το αυτό εις αλλήλους φρονούντες», «εν τω αυτώ υοί και εν τη αύτη γνώμη». Μαζί ήρθαν και στο μοναστήρι, δίνοντας σ’ όλους το παράδειγμα της αδελφικής αγάπης και ομόνοιας.
Οι δύο αυτοί αδελφοί παρακάλεσαν τον όσιο Μάρκο να ετοιμάση ένα κοινό τόπο ταφής, για να είναι αχώριστοι ακόμη και στον τάφο, όταν ο Κύριος θα διέκοπτε την επίγεια ζωή τους.
Κάποτε ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Θεόφιλος, έφυγε από την Πετσέρσκαγια για υποθέσεις της μονής. Στη διάρκεια της απουσίας του ασθένησε ο μικρότερος, ο Ιωάννης, κι έφυγε απροσδόκητα για τον ουρανό. Όταν επέστρεψε ο Θεόφιλος, είχε ήδη τοποθετηθή το νεκρό σώμα στον ετοιμασμένο από τον όσιο Μάρκο τόπο. Έκλαψε πικρά ο μακάριος Θεόφιλος τον αγαπημένο του αδελφό, παρηγορήθηκε όμως με τη σκέψη ότι η οσία ψυχή του θ’ αναπαυόταν τώρα στους κόλπους του Κυρίου.
Θέλησε αμέσως να επισκεφθή τον τάφο του νεκρού. Πήγε στο σπήλαιο με τη συνοδεία μερικών ακόμη πατέρων και βρήκε τον Ιωάννη τοποθετημένο στο διπλό τάφο, που είχε ανοίξει ο όσιος Μάρκος, αλλά στην πρώτη θέση.
Παρακινημένος τότε από τον πονηρό αγανάκτησε κι έβαλε τις φωνές.
– Πάτερ Μάρκε, φώναξε στον όσιο, γιατί τον έβαλες σ’ αυτή τη θέση; Εγώ είμαι μεγαλύτερος και πρέπει να ταφώ στην πρώτη σειρά. Τι είν’ αυτά τα πράγματα; Δεν ήξερες ότι ο μακαρίτης ο Ιωάννης είναι νεώτερος μου;
Ο ταπεινός Μάρκος έβαλε μετάνοια και είπε απλά:
– Συγχώρεσε με, πάτερ. Αμάρτησα. Έπειτα στράφηκε στο νεκρό και τον πρόσταξε:
– Σήκω, αδελφέ, και παραχώρησε την πρώτη θέση στο μεγαλύτερο σου. Εσύ βολέψου στη δεύτερη σειρά.
Με φρίκη είδαν τότε οι πατέρες το νεκρό να σηκώνεται και ν’ αλλάζη θέση!
Αμέσως ο μακάριος Θεόφιλος ήρθε στον εαυτό του, συναισθάνθηκε την αμαρτία του κι έπεσε στα πόδια του οσίου Μάρκου θρηνώντας και λέγοντας:
— Αμάρτησα, πάτερ! Συγχώρεσε με! Δεν έπρεπε να ζητήσω τη μετακίνηση του αδελφού. Σε ικετεύω, πες του να επιστρέψη πάλι στην πρώτη θέση!
Αλλά ο όσιος αποκρίθηκε:
— Δεν είμ’ εγώ που τον μετακίνησα, μα ο ίδιος ο Κύριος. Θέλησε να διάλυση τη δυσφορία σου εναντίον μου και να σε διδάξη την ταπείνωση. Αλλά και ο μακάριος Ιωάννης σου έδειξε έτσι και μεταθανάτια την αγάπη του, παραχωρώντας ταπεινά την πρώτη θέση σε σένα, σαν αρχαιότερο. Η έγερση των νεκρών είναι έργο του Θεού. Δεν μπορώ λοιπόν έγώ χωρίς την εντολή και τη Βούληση Του να μετακινήσω πάλι το νεκρό. Πες του εσύ, αν θέλης, να επανέλθη στην προηγούμενη θέση του. Ισως να σ’ ακούση. Γνώριζε ωστόσο και τούτο: Θα έπρεπε εσύ να μη βγης τώρα από δω μέσα, αλλά να ξαπλώσης αμέσως σ’ αυτό το μνήμα και να κληρονομήσης την ιεραρχική προτεραιότητα, που τόσο ζηλότυπα επιζητείς! Επειδή όμως δεν είσαι ακόμη έτοιμος για την έξοδο σου, πήγαινε και φρόντισε για τη σωτηρία της ψυχής σου. Πριν περάση πολύς καιρός θα σε φέρουν πάλι έδώ, οριστικά αυτή τη φορά!
Με τρόμο άκουσε τα λόγια του Οσίου Μάρκου ο Θεόφιλος. Φοβήθηκε πως δεν θα προλάβη ούτε στο μοναστήρι να φτάση, αλλά θα πέση κάτω νεκρός, τιμωρημένος σκληρά, αλλά δίκαια, για την υπεροψία του απέναντι στον κεκοιμημένο αδελφό.
Με δυσκολία έφτασε μέχρι το κελλί του. Μοίρασε αμέσως στους άλλους πατέρες τα λίγα πράγματα που είχε — βιβλία, ρούχα, έπιπλα — κρατώντας μόνο το νεκρικό μανδύα για την ταφή του σώματος του. Την ίδια κιόλας ημέρα κλείστηκε στο άδειο κελλί του κι άρχισε να κλαίη και να οδύρεται νύχτα και μέρα, περιμένοντας κάθε στιγμή το θάνατο.
Κανείς δεν μπόρεσε να σταματήση ή να μετριάση τον ακατάπαυστο και γοερό θρήνο του ευλογημένου Θεοφίλου. Ούτε ο ηγούμενος ούτε κανένας άλλος αδελφός. Οι προσπάθειες όλων να τον παρηγορήσουν γεννούσαν περισσότερα δάκρυα μετανοίας, μεγαλύτερη συντριβή και βαθύτερο ψυχικό πόνο στο μακάριο μοναχό.
Φαγητό μαγειρεμένο δεν ήθελε να γευτή. Ελάχιστη μόνο ξερή τροφή έπαιρνε, κι αυτή μετά από αυστηρή εντολή του ηγουμένου. Τα δάκρυα του ήταν ο επιούσιος άρτος του. Κάθε πρωί φώναζε θρηνώντας όπως ο ψαλμωδός:
— «Εγενήθη τα δάκρυα μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός», γιατί δεν γνωρίζω πόσες ώρες ζωής έχω ακόμη. Άραγε θα ζήσω μέχρι το βράδυ;
Κάθε βράδυ πάλι έσβηνε τη φλόγα της ψυχικής οδύνης του με άλλα δάκρυα ικεσίας:
— «Κύριε, μη τω θυμώ σου έλέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με… Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω», γιατί δεν γνωρίζω, θα ζήσω άραγε μέχρι την ανατολή του ήλιου;
Σ’ αυτή την κατάσταση της συντριβής έζησε ο μακάριος Θεόφιλος πολλά χρόνια. Από την εξάντληση της νηστείας και της αυπνίας το σώμα του αδυνάτισε τόσο, ώστε κάτω από το δέρμα μπορούσε κανείς να διακρίνη όλα τα κόκκαλα.
Τελικά, από το αδιάκοπο κλάμα, έχασε την όραση του και τυφλώθηκε εντελώς.
Κάποτε ο όσιος Μάρκος πληροφορήθηκε από τον Κύριο ότι πλησίαζε η ώρα της κοιμήσεως του. Κάλεσε τότε τον ευλογημένο Θεόφιλο και του είπε:
— Συγχώρεσε με, αδελφέ, που σε λύπησα και σ’ έκανα να κλαις τόσα χρόνια. Προσευχήσου για μένα, γιατί αναχωρώ από τη γη. Κι αν βρω παρρησία στο Θεό, δεν θα ξεχάσω να Τον παρακαλέσω για σένα, ώστε ν’ αξιωθής και εσύ να κληρονομήσης «τον θείον νυμφώνα της δόξης Αυτού» και να βλέπης αιώνια, μαζί με τους οσίους πατέρες μας Αντώνιο και Θεοδόσιο, το άρρητο κάλλος του προσώπου του Θεού.
Τ’ ασταμάτητα δάκρυα του μακαρίου Θεοφίλου έγιναν τώρα χείμαρρος ορμητικός.
— Γιατί, πάτερ, μ’ εγκαταλείπεις εδώ παραπονέθηκε. ή πάρε με μαζί σου ή χάρισε μου πάλι το φως των ματιών μου. Είν’ αλήθεια πως αμάρτησα βαριά τότε στο σπήλαιο. Θα ‘πρεπε να είχα πεθάνει εκεί, μπροστά στα πόδια σου, όταν μετακίνησες για χάρη μου το λείψανο του αδελφού Ιωάννου. Αλλά ο Κύριος με λυπήθηκε και μου χάρισε καιρό μετανοίας. Τώρα όμως που φεύγεις, βοήθησε με. Παρακάλεσε τον Κύριο ή να μου δώση πάλι την όραση ή να μ’ αξίωση να φύγω μαζί σου για την άλλη ζωή.
— Αδελφέ, αποκρίθηκε ο όσιος Μάρκος, μη θλίβεσαι για την τύφλωση σου. Ο Θεός επέτρεψε να τυφλωθούν τα σωματικά σου μάτια για ν’ ανοιχτούν τα πνευματικά. Δεν είμαι εγώ, ούτε ο Θεός, που σου στερήσαμε το φως σου. Η μεγάλη σου μετάνοια στο στέρησε. Έτσι όμως ταπεινώθηκες και κέρδισες την αιωνιότητα, γιατί «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Ετσι εξαγόρασες τον παράδεισο κι έσωσες την ψυχή σου. Δεν υπάρχει λοιπόν ανάγκη να δης το πρόσκαιρο γήινο φως. Ο Κύριος θα σ’ αξιώση να δης το αιώνιο και αίσιο φως της θείας δόξης Του. Και μην επιδιώκης το θάνατο. Θα έρθη τη στιγμή που πρέπει, έστω κι αν δεν τον επιζήτησης. Μάθε όμως από τώρα ότι ο Κύριος θα σε προειδοποίηση για την αναχώρηση σου μ’ αυτό το σημείο: Τρεις ημέρες πριν από την κοίμηση σου θα ξαναβρής το φως σου. Μετά θα φύγης από δω και θα πας να συναντήσης το Φως του κόσμου!
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του οσίου Μάρκου προς τον ευλογημένο Θεόφιλο. Μετά από λίγο έκλινε την όσια κεφαλή του και «παρέδωκε το πνεύμα», μεταβαίνοντας «εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Τα τίμια λείψανα του τοποθετήθηκαν μέσα στο σπήλαιο, στον τάφο που ο ίδιος είχε ανοίξει για τον εαυτό του, κι έγιναν αμέσως αστείρευτη πηγή θαυματουργιών και ιάσεων ψυχών και σωμάτων. Εδώ τοποθετήθηκαν επίσης τα σίδερα που φορούσε πάντοτε ο όσιος καθώς και ο ορειχάλκινος θαυματουργός σταυρός του.
Μετά την κοίμηση του θεσπέσιου Μάρκου ο μακάριος Θεόφιλος αύξησε τους θρήνους, τη νηστεία και τις ασκήσεις, περιμένοντας με πόθο και λαχτάρα την εκπλήρωση της προρρήσεως του οσίου. Εβαζε μπροστά του ένα μεγάλο πήλινο αγγείο κι έκλαιγε πάνω του, χύνοντας εκεί μέσα τα δάκρυα.
Όταν μετά από καιρό το σκεύος εκείνο γέμισε, ο όσιος απέκτησε την όρασή του! Κατάλαβε τότε ότι πλησίαζε το τέλος του. Ύψωσε τα χέρια στον ουρανό και προσευχήθηκε:
— Δέσποτα φιλάνθρωπε, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου! Εσύ που δεν θέλεις το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά περιμένεις μακρόθυμα τη μετάνοια του- εσύ που γνωρίζεις τα πάντα, ακόμη και τις πιο κρυφές προθέσεις μας, στείλε μου, Σε παρακαλώ, την ώρα τούτη το έλεος Σου! Δέξου τα πικρά μου δάκρυα, Παράκλητε αγαθέ, και ευδόκησε να με σκεπάση η χάρη Σου, με τις προσευχές των όσιων πατέρων Αντωνίου και Θεοδοσίου και πάντων των αγίων, για να μη μ’ αρπάξουν τα εναέρια τελώνια και με κερδίση ο άρχοντας του σκότους.
Και να! Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά στον προσευχόμενο όσιο άγγελος Κυρίου, σαν νέος λευκοφορεμένος κι επιβλητικός.
— Θεοφιλώς προσεύχεσαι, Θεόφιλε! είπε με φωνή απόκοσμη, ουράνια. Γνώριζε ότι δεν είναι μόνο τα δάκρυα που μάζεψες έσύ στο σκεύος σου. Είναι κι εκείνα που μάζεψα εγώ, που ήμουν δίπλα σου όταν προσευχόσουν εκείνα που σκούπιζες με την παλάμη η με το μανίκι η με την άκρη του ζωστικού σου. Ολ’ αυτά τα δάκρυα βρίσκονται μέσα σε τούτο το αγγείο που κρατώ. Ο Θεός μ’ έστειλε τώρα να σου αναγγείλω τη χαρμόσυνη είδηση: Φεύγεις για τον Κύριο σου! Φεύγεις για Κείνον που Βεβαίωσε: «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται»! «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε»! «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ Θεόφιλε! Είσελθε, λοιπόν, εις την χαράν του Κυρίου σου»!
Και λέγοντες αυτά ο άγγελος άφησε μπροστά στα πόδια του οσίου ένα μεγάλο αγγείο, που ανέδιδε άρρητη ευωδία, κι έγινε άφαντος.
Συνεπαρμένος από το όραμα ο θαυμάσιος Θεόφιλος κάλεσε τον ηγούμενο, του διηγήθηκε την εμφάνιση και αποκάλυψη του αγγέλου, και του έδειξε τα δυό σκεύη γεμάτα δάκρυα.
— Σε παρακαλώ, τίμιε Γέροντα, αν είν’ ευλογημένο, μόλις αναχώρηση η ψυχή μου για τον ουρανό, ας περιχύσουν οι αδελφοί στο σώμα μου το περιεχόμενο του αγγελικού αγγείου.
Ο ηγούμενος αποδέχθηκε συγκινημένος την παράκληση του οσίου και τον ασπάστηκε με δέος και πνευματική ευφροσύνη.
Σε λίγο η μακαρία ψυχή του αναχώρησε πράγματι για τους κόλπους του Αβραάμ, για τις ουράνιες σκηνές των δικαίων. Ήταν η τρίτη μέρα άπό τότε που ξαναβρήκε την όραση του.
Το τίμιο σώμα του τοποθετήθηκε στο σπήλαιο, δίπλα στο σκήνωμα του μακαριστού αδελφού Ιωάννου, και όχι μακριά από το άγιο λείψανο του οσίου Μάρκου. Όταν το άλειψαν με το περιεχόμενο του αγγελικού αγγείου, ο τόπος γέμισε από μεθυστική, ουράνια ευωδία. Κατόπιν έχυσαν επάνω του και το περιεχόμενο του δικού του δοχείου, τα δάκρυα με τα οποία πότισε τον αγρό της ψυχής του, για να θερίση τα στάχυα της αιωνίας μακαριότητος στον αγρό της βασιλείας του Θεού.

Από το βιβλίο: «Πατερικόν των σπηλαίων του Κιέβου.»
Διηγήσεις από τη ζωή και τα κατορθώματα των οσίων πατέρων της Κιεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρας.
Έκδοση δέκατη
Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής, 2009

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.