Ο Επίσκοπος Συνέσιος.

(Κατά Παπαρρηγόπουλον)

Ήταν η γιορτή των Φώτων. Αραιό χιονάκι άρχισε να πέφτη. Η οικογένεια του παπά – Θύμιου ήταν και πάλι μαζεμένη γύρω στο τζάκι και μιλούσε για την τελετή του Αγιασμού και για τον καραβοκύρη τον Περικλή, που είχε πάρει το Σταυρό από τη θάλασσα.
-Δέσποτα, είπε ξαφνικά ο Γιώργος, κοντεύουν να τελειώσουν οι γιορτές και δε μας είπες την ιστορία του Δεσπότη, που μας υποσχέθηκες.
-Καλά λες, παιδί μου, ας την πούμε σήμερα.

Εκεί κάτω, στα βόρεια της Αφρικής, ήταν τον παλιό καιρό πολλές και μικρές ελληνικές πολιτείες˙ μία απ’ αυτές λεγόταν Κυρήνη, κι απ’ αυτή ονομάστηκε κι όλη η χώρα Κυρηναϊκή.
Ο Επίσκοπος Συνέσιος, που θα σας πω απόψε την ιστορία του, γεννήθηκε στην Πτολεμαΐδα της Κυρηναϊκής στα 370 μ. Χ. Είχε πλούσιους γονείς και τον έστειλαν να σπουδάση στην Αλεξάνδρεια. Έγινε νομικός, όπως κι ο Άγιος Βασίλειος, στην αρχή. Ήταν όμως τόσο ενάρετος και τόσο καλός πατριώτης, ώστε, άμα πέθανε ο επίσκοπος της χώρας, όλος ο λαός εζήτησε να γίνη επίσκοπος ο Συνέσιος. Και ο Πατριάρχης από την Αλεξάνδρεια τα ίδια του έγραφε.
Ο Συνέσιος δυσκολεύτηκε πολύ να δεχτή τη μεγάλη αυτή θέση. Σώζεται ακόμα ένα γράμμα του σταλμένο τότε στον αδελφό του και μέσα σ’ αυτό του γράφει πόσο ανάξιο θεωρούσε τον εαυτό του να γίνη επίσκοπος. Μα αυτά όλα τα έγραφε από μετριοφροσύνη ο Συνέσιος. Αποδείχτηκε αργότερα πως και άξιος και υπεράξιος ήταν.
Ως τόσο, σχεδόν παρά τη θέλησή του, ο Συνέσιος έγινε επίσκοπος σε ηλικία 40 περίπου ετών.
Διοικητής της Κυρηναϊκής ήταν τότε ο Ανδρόνικος. Κυβερνούσε τον τόπο με πολλή αγριότητα. Στην αρχή με συμβουλές και παρακλήσεις ο Συνέσιος εφρόντισε να τον ημερέψη. Επειδή όμως ο Ανδρόνικος έμεινε αδιόρθωτος , ο Συνέσιος άφηνε ανοικτές τις εκκλησίες, για να βρίσκουν άσυλο οι κατατρεγμένοι. Θύμωσε ο Ανδρόνικος γι’ αυτό κι ετοιχοκόλλησε στις εκκλησίες διαταγή, που απαγόρευσε να καταφεύγουν εκεί και στους παπάδες να τους δέχωνται μέσα.
Απελπισμένος πια ο επίσκοπος αναγκάστηκε να αφορίση τον Ανδρόνικο και να τον αποκλείση από την εκκλησία. Άμα έμαθαν στην Κωνσταντινούπολη τον αφορισμό αυτό, έπαψαν τον Ανδρόνικο από τη θέση του και τον τιμώρησαν αυστηρότατα με φυλάκιση. Και τότε ο ίδιος ο Συνέσιος τον λυπήθηκε κι έγραψε στον αυτοκράτορα να μετριάση την ποινή του.
Σε λίγο όμως παρουσιάστηκε άλλος εχθρός, πολύ χειρότερος. Βάρβαρες φυλές απ’ τα βάθη της Αφρικής ήρθαν να κυριέψουν την Πτολεμαΐδα. Ο διοικητής ήταν τόσο ελεεινός, ώστε μάζεψε τους θησαυρούς, που είχε αρπάξει εδώ κι εκεί, τους έβαλε σε δυο καράβια, μπήκε κι αυτός μέσα στο ένα και περίμενε να δη το αποτέλεσμα του πολέμου.
Μεγάλη ήταν η οργή του Συνέσιου για τη διαγωγή αυτή του διοικητού. «Αντί να κάθεσαι κοντά στην πολεμίστρα του κάστρου – έγραφε σ’ ένα γράμμα του – κάθεσαι κοντά στο κουπί».
Ο γενναίος επίσκοπος, μ’ ένα καλό άλογο, όλη τη μέρα γύριζε στα περίχωρα της Πτολεμαΐδος, για να μαθαίνη τις κινήσεις των εχθρών˙ και τη νύχτα, για να κοιμούνται οι κάτοικοι μ’ εμπιστοσύνη, έπαιρνε μερικά παλληκάρια και γύριζε γύρω γύρω στο λόφο, που ήταν χτισμένη η πολιτεία.
Οι επιδρομές όμως των βαρβάρων γίνονταν συχνότερες κι οι κάτοικοι υπέφεραν πολύ. Άρχιζαν λίγο λίγο να χάνουν το θάρρος τους. Θα προτιμούσαν ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμα του διοικητού. Οι εχθροί είχαν ζώσει την πόλη κι από στιγμή σε στιγμή μπορούσαν να την κυριέψουν.
Η ψυχή του Συνέσιου πλημμύρισε από πόνο και λύπη. Κάλεσε τον κόσμο στην πλατεία της εκκλησίας. Κι αυτός παρουσιάστηκε στην εξώπορτα ντυμένος τα χρυσά του άμφια και πνιγμένος στα δάκρυα.
Έριξε μια ματιά σ’ όλη την πόλη και φώναξε:
«Αλίμονο στην Κυρήνη μου! Αλίμονο στην Πτολεμαΐδα μου, που έγινα ο τελευταίος της παπάς!
»Μα δε μπορώ να μιλήσω, όπως θέλω. Τα δάκρυα μου δένουν τη γλώσσα.
»Πρέπει λοιπόν να φύγωμε με τα καράβια; Καλά˙ να φύγωμε! Το καταλαβαίνω, πως είναι ανάγκη να ησυχάσετε. Θέλω να βρήτε πια ήσυχο ύπνο. Ως πότε να καθόμαστε στις πολεμίστρες του κάστρου; Ως πότε ν’ αγρυπνούμε τη νύχτα γυρίζοντας εδώ κι εκεί;
»Στα νησιά θα γλιτώσετε απ’ όλα αυτά. Τα καράβια ειν’ έτοιμα. Αλλά εγώ θα μείνω στον τόπο μου. Θα μείνω κοντά στον τάφο των γονέων μου. Θα μείνω στην εκκλησία μου. Θ’ αγκαλιάσω τις κολόνες, που στηρίζουν την Αγία Τράπεζα. Εκεί θα μείνω και ζωντανός και πεθαμένος. Κι ελπίζω στο Θεό να μην αφήση να μολυνθή ο βωμός Του με το αίμα ενός παπά. Ελπίζω στο Θεό να μην αφήση ούτε την πατρίδα μου να σκλαβωθή, ούτε τις εκκλησίες μου να μολυνθούν απ’ τους βαρβάρους. Ας συγχωρεθούμε ζωντανοί. Πηγαίνετε στην ευχή του Θεού! Τα καράβια σας καρτερούν».
Κανένας δεν έφυγε, παιδιά μου, είπε συγκινημένος ο παπά – Θύμιος. Με καινούργιο θάρρος έτρεξαν όλοι στο κάστρο κι η Πτολεμαΐδα σώθηκε.
Μην ξεχνάτε ποτέ, παιδιά μου, τον επίσκοπο Συνέσιο.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.