Το ναυτόπουλο – Ν. Α. Κοντόπουλου.

Ναυμαχία.

Οι Άραβες προετοιμασμένοι, μήνες και χρόνια, πολιορκούν το 717 μ. Χ. την Κωνσταντινούπολη. Θέλουν να την κυριέψουν, να λεηλατήσουν, να φονεύσουν, να σκλαβώσουν, να σύρουν τον ίδιο τον αυτοκράτορα των χριστιανών αλυσόδετο στα πόδια του σουλτάνου.
Αλλά και ο αυτοκράτορας Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος δε μένει αργός. Εμψυχώνει όλους, καλούς και κακούς, ώστε να μη σκέπτωνται τίποτε άλλο παρά την κοινή σωτηρία. Με την επίβλεψή του η Πόλη γίνεται ένα απέραντο στρατόπεδο και ο Κεράτιος κόλπος ο μεγαλύτερος Ναύσταθμος.
Ο Λέων είχε σκοπό να καταστρέψη πρώτα το στόλο των Σαρακηνών˙ ο στρατός τους τότε θα έμενε στο έλεός του. Όταν λοιπόν εθεώρησε κατάλληλη τη στιγμή για το οριστικό χτύπημα, ύψωσε στην ακρόπολη, το σημερινό Σαράι Μπουρνού, το σήμα να αποπλεύση ο στόλος.
Πρώτοι εκπλέουν από τον Κεράτιο οι δρόμωνες, τα ανιχνευτικά, να πούμε, της εποχής εκείνης˙ έχουν διαταγή να ερευνήσουν την Προποντίδα, να εξακριβώσουν τις θέσεις και τη δύναμη του εχθρού. Έπειτα θα ακολουθούσαν τα βαρύτερα πλοία, για να ναυμαχήσουν.

Άγρυπνοι οι Άραβες προβάλλουν αμέσως από τα ορμητήριά τους˙ χίλια οκτακόσια πλοία είναι κρυμμένα στις δύο παραλίες, της Θράκης και της Ασίας. Προσβάλλουν πρώτα τους δρόμωνες, με την ελπίδα να τους διασκορπίσουν και τέλος να τους συντρίψουν.
Οι Βυζαντινοί δέχονται την εχθρική επίθεση ψύχραιμα. Ο αρχηγός της μοίρας Μελιγούας δίνει το σύνθημα της μάχης. Όποιος εχθρός πλησιάση, καίεται με το καταστρεπτικό ρευστό, το «υγρόν πυρ». Αλλά οι Μωαμεθανοί είναι ατελείωτοι˙ επιμένουν και κατορθώνουν έπειτα από πολλές απώλειες να χωρίσουν τους δρόμωνες˙ και σε μια στιγμή κυκλώνουν και αυτή την αρχηγίδα τους.
Ο αρχηγός της γράφει τότε ένα σημείωμα. Καλεί τους άνδρες του.
-Παιδιά, τους λέει, ο εχθρός μας κύκλωσε˙ είναι ανάγκη να μας βοηθήσουν οι δικοί μας. Ποιός από σας πάει να δώση ένα σημείωμά μου στον αρχιναύαρχο;
Είκοσι παλληκάρια βγήκαν εμπρός ένα βήμα. Βγήκε και το ναυτόπαιδο του πλοίου, 14-15 χρόνων. Σπάζει τη γραμμή και παρουσιάζεται στο ναύαρχο.
-Εγώ πηγαίνω, αρχηγέ! Είπε. Εδώ είμαι άχρηστος στη μάχη. Άφησέ με να πάω˙ είμαι τόσο μικρός, που δε θα με δουν οι άπιστοι, και κολυμπώ σαν δελφίνι.
Τα ανδρικά λόγια του μικρού έκαναν εντύπωση και ο αρχηγός το αποφάσισε, χωρίς να ρωτήση πια τους άλλους.
-Πήγαινε, παιδί μου, του είπε. Από σένα εξαρτάται η σωτηρία της πατρίδας!
Το ναυτόπουλο πέταξε τα ρούχα του, δάγκασε στο στόμα το χαρτί, σα σκύλος, και πήδησε στα κύματα.
Ο στόλαρχος, μόλις έλαβε το σημείωμα, ειδοποίησε τον αυτοκράτορα. Ο Λέων διέταξε αμέσως να εκπλεύση όλος ο στόλος. Επί κεφαλής είναι η ναυαρχίδα «Άγιος Θεόδωρος ο στρατηλάτης» και μέσα ο ίδιος ο αυτοκράτορας.
Ο βυζαντινός στόλος χτυπά τώρα από τα πλάγια τον εχθρικό. Οι Άραβες, που δεν περίμεναν από κει την προσβολή, στρέφουν ν’ αμυνθούν˙ αλλά τότε θέλοντας και μη έπεσαν σε σύγχυση. Η ίδια η αραβική ναυαρχίδα καίεται και ο μωαμεθανός αρχιναύαρχος φονεύεται.
Η νίκη των Ελλήνων είναι πλήρης˙ ο αραβικός στόλος εξωλοθρεύεται. Όσος απόμεινε, ζήτησε να σωθή φεύγοντας. Αλλά η τρικυμία συμπλήρωσε την καταστροφή. Πέντε πλοία μόνον έφτασαν στη Συρία, θλιβεροί άγγελοι του ολέθρου. Ο νέος Πέρσης βρήκε την τύχη του παλαιού στη Σαλαμίνα.
Η Κωνσταντινούπολη πανηγυρίζει το βράδυ το θρίαμβό της φωταγωγημένη. Χιλιάδες στόματα ψάλλουν:
«Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…».
Εμπρός στον αυτοκράτορα.
Την άλλη μέρα ο Μελιγούας παρουσίασε τον μικρό στον αυτοκράτορα˙ τέτοια διαταγή είχε πάρει. Ο Λέων έριξε προσεχτικά το βλέμμα του στο ναυτόπαιδο˙ έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Τι ζωηρά και έξυπνα μάτια! Τι κορμοστασιά λαμπαδωτή, παρά τη μικρή του ηλικία!
-Πώς λέγεσαι; Ρώτησε.
-Ιωάννης Θρακιώτης, απάντησε εκείνο, λέγοντας το όνομα του τόπου του, κατά τη συνήθεια του καιρού του.
-Από πού είσαι;
-Από τη Σηλυβρία.
-Τί δουλειά κάνει ο πατέρας σου;
-Ψαράς˙ έχει δική του βάρκα.
-Ωραία! Απάντησε ο αυτοκράτορας κρύβοντας κάποια σκέψη του.
-Έπειτα πρόσθεσε:
-Έσωσες, παιδί μου, την πατρίδα˙ πάρε λοιπόν αυτά τα είκοσι χρυσά νομίσματα…
Δεν πρόφτασε όμως να τελειώση τη φράση του ο γενναίος Ίσαυρος και τον διέκοψε συγκινημένο το ναυτόπουλο.
-Βασιλιά! Είπε˙ ό,τι έκανα, το έκανα, για να σώσω την πίστη μου και την πατρίδα από τους απίστους. Δεν είμαι άξιος να πάρω άλλη αμοιβή. Μου φτάνει, ότι πέτυχα το σκοπό μου. Και τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα και η φωνούλα του κόπηκε από ένα συγκρατημένο λυγμό.
Ο Λέων εθαύμαζε τώρα το θάρρος, τη φιλοτιμία και την αφοσίωση και αγάπη του παιδιού για τη θρησκεία του και την πατρίδα˙ και συμπληρώνοντας την πρώτη σκέψη του είπε:
-Είμαι περήφανος, ναυτόπουλό μου, γιατί το Βυζάντιο γεννά τέτοια Ελληνόπουλα. Από αύριο θα είσαι μαθητής στη ναυτική σχολή μου, για να γίνης ένας λαμπρός αξιωματικός. Οι γονείς σου θα έχουν την προστασία μου και συ την αγάπη του βασιλιά!
Ο Μελιγούας και το ναυτόπαιδο χαιρέτησαν κι έφυγαν. Έτσι διάλεγαν οι Βυζαντινοί στη μάχη και στη δοκιμασία τους γενναίους, άνδρες και παιδιά, για να τους κάνουν αρχηγούς του έθνους. Έτσι ανανέωναν με καινούργιες ρίζες το φυτώριο των υπερασπιστών της αυτοκρατορίας.
Η πρόβλεψη του Λέοντος αλήθευσε˙ ο μικρός Ιωάννης Θρακιώτης με τον καιρό έγινε ιδρυτής μιας νέας φημισμένης ναυτικής οικογένειας.

Ν. Α. Κοντόπουλος
(Το ιστορικό της ναυμαχίας από Κ. Ράδον).

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.