Διγενής Ακρίτας.

Ποιός ήταν.

Έχετε ακούσει, παιδιά, για το Διγενή; Ρώτησε η κ. Θάλεια τα τέκνα της, τον Τάκη και την Αγγελική.
-Όχι, μητέρα, απάντησαν εκείνα.
-Τότε θα σας πω εγώ την ιστορία του˙ μου την είπε η μητέρα μου και εκείνης η δική της και εκείνης πάλι η δική της, και έτσι από μητέρα σε μητέρα φτάνομε στην ίδια εποχή του Διγενή, που την έζησαν οι άνθρωποι.
Ο Διγενής είναι ένας ξακουστός βυζαντινός ήρωας, που έζησε, όταν στο Βυζάντιο ήταν αυτοκράτορες ο Ρωμανός Β’ και ο Νικηφόρος Φωκάς.
Όλη του τη ζωή την πέρασε στα βάθη της Μικράς Ασίας, όπου φύλαγε «τας άκρας», τα σύνορα δηλαδή της αυτοκρατορίας˙ γι’ αυτό λεγόταν και Ακρίτας. Τον έλεγαν Διγενή, γιατί η καταγωγή του ήταν από δύο γένη, από ελληνικό και αραβικό. Η μητέρα του ήταν Ελληνίδα χριστιανή από μεγάλη αρχοντική οικογένεια˙ ο πατέρας του ήταν Σαρακηνός, δηλαδή μωαμεθανός από την Αραβία, και εμίρης (ηγεμών)˙ έγινε όμως χριστιανός και λαμπρός βυζαντινός πολίτης.
Ο Διγενής από μικρός έδειξε μεγάλη τόλμη και ρώμη και γι’ αυτό τον θαύμαζαν όλοι. Αλλά, όταν μεγάλωσε, τότε πια δε λέγονται τα ανδραγαθήματά του. Άλλοτε, αν μου δοθή καιρός, θα σας πω, πως δράκοντες με πολλά κεφάλια και πύρινες γλώσσες, άγρια λιοντάρια και άλλα θηρία έπεσαν κάτω από το σπαθί του, όπως έπεσαν στα αρχαία χρόνια από το ρόπαλο του Ηρακλή όμοια θηρία. Σήμερα θα σας πω μια μόνο μικρούλα ιστορία του.
Διγενής και Μαξιμώ.
Ο γενναίος Διγενής, είπαμε, φύλαγε τα σύνορα˙ για να τα υπερασπίση, έστησε καθημερινό πόλεμο με φοβερούς εχθρούς. Φοβερώτεροι από όλους ήταν οι απελάτες, δηλαδή οι ληστές των βουνών κα οι επιδρομείς από τις ξένες γειτονικές επαρχίες. Γρήγορα όμως αυτοί ενόησαν, ότι δεν ήταν ικανοί να τα βάλουν μόνοι τους με τον Ακρίτα˙ πάντοτε έφευγαν λιγώτεροι και νικημένοι.
Αλλά τέτοιοι ληστές πώς να ησυχάσουν, που μόνος σκοπός της ζωής τους ήταν να ληστεύουν τους Βυζαντινούς; Ανέβηκε λοιπόν στο άλογό του αρχηγός τους ο Φιλόπαππος, και έτρεξε στα βουνά να βρη τη βασίλισσα Μαξιμώ, να ζητήση τη βοήθειά της.
-Και ποιά είναι αυτή η Μαξιμώ; Ρώτησε η Αγγελική.
-Μια φοβερή βασίλισσα, παιδί μου, στο γυναικείο βασίλειο των Αμαζόνων, που είχε τον πόλεμο για τροφή. Είχε νικήσει όλους τους γύρω πολεμιστές και τους είχε τρομάξει τόσο, που την αναγνώριζαν όλοι για αρχηγό και βασίλισσα. Ό,τι ήταν για τους Βυζαντινούς ο Διγενής, για τους απελάτες και τους Σαρακηνούς η Μαξιμώ.
Η Μαξιμώ λοιπόν, για να τους ευχαριστήση, έσπευσε να τους βοηθήση. Πόλεμο γύρευαν οι απελάτες, πόλεμο ήθελε κι αυτή. Συγκέντρωσε τα παλληκάρια της, διάλεξε εκατό, τα πιο γενναία και ρωμαλέα, και καλά οπλισμένοι όλοι ξεκίνησαν να συναντήσουν το Διγενή. Στο δρόμο ενώθηκαν μαζί της και άλλοι απελάτες και ο Φιλόπαππος. Έτσι χιλιάδες στρατός έφθασε στον Ευφράτη, που χώριζε τα σύνορα.

Εκείνη τη μέρα έτυχε να είναι ο Διγενής στο παρατηρητήριό του. Ερευνούσε τα γύρω, λέτε και του έλεγε κρυφά κάποιος:
-Φυλάξου, Διγενή, έρχονται απελάτες.
Μόλις τους είδε να κατεβαίνουν από τις βουνοπλαγιές στον ποταμό, τόσο αμέτρητο πλήθος, ένας αυτός, δεν έχασε το θάρρος του˙ πήδησε στο άλογό του κι έτρεξε να τους συναντήση.
Φτάνοντας στον Ευφράτη βλέπει για πρώτη φορά τη Μαξιμώ, την ξακουστή βασίλισσα, που τόσα είχε ακούσει για τη χάρη της και την παλληκαριά της.
Πραγματική βασίλισσα! Τί χάρη, τί λεβεντιά!
Ίππευε ένα κατάμαυρο, σαν το χελιδόνι, άλογο, που με βία συγκρατούσε την ορμή του. Χρυσή περικεφαλαία προφύλαγε το κεφάλι της και χρυσή αλυσίδα κρεμόταν στο στήθος της˙ χρυσοΰφαντα ήταν και τα φορέματά της.
Στο ένα χέρι κρατούσε χρυσή ασπίδα και τα χαλινάρια, και στο άλλο χρυσωμένο κοντάρι. Σε κάθε κίνηση του υπερήφανου ζώου κουδουνάκια χρυσά, κρεμασμένα στο λαιμό του, άφηναν χαρμόσυνο ήχο. Δεξιά και αριστερά παράστεκαν από πέντε γιγαντόσωμοι απελάτες.

Όταν η Μαξιμώ είδε τον Ακρίτα, ρώτησε έκπληκτη:
-Αυτός είναι ο Διγενής; Φιλόπαππε;
-Αυτός, Βασίλισσα Μεγάλη!
-Και οι στρατιώτες του πού είναι;
-Αυτός δεν έχει στρατό. Μοναχός του πολεμά με όλους για τα σύνορά του. Αλλά και έτσι μοναχός που είναι, μόνη σου μην πηγαίνεις να μετρηθής μαζί του.
-Δειλέ γέροντα, ξεσήκωσες όλο αυτό το πλήθος να πολεμήση έναν άνθρωπο; Είπε οργισμένη η Μαξιμώ˙ δεν ντρέπεσαι; Μόνη μου, εμπρός στα μάτια σας, θα τον ξεκάνω. Μην κινηθή κανένας! Και με τα λόγια αυτά ρίχνεται με το άλογό της να περάση το βαθύ ποτάμι.
-Φυλάξου, Βασίλισσα! Άκουσέ με˙ κάτι ξέρω κι εγώ ο γέρος. Πολλά είδαν τα μάτια μου! Της απάντησε πειραγμένος ο Φιλόπαππος.
Ο Διγενής βλέποντας την ωραία Αμαζόνα να ορμά στον ποταμό, της φωνάζει με ευγένεια:
-Είναι πολύ βαθύ το ρεύμα, Βασίλισσα! Στάσου και έρχομαι εγώ˙ μην κοπιάζεις εσύ, μια γυναίκα. Στους άνδρες πρέπει ο κόπος.
Και έσυρε αμέσως το σπαθί του, κέντησε το άλογό του και ρίχτηκε στον Ευφράτη˙ σα βέλος έφτασε στην αντικρινή όχθη.
Οι δυο δυνατοί, ο ανδρειότερος των Βυζαντινών και η γενναιότερη των απελατών και Σαρακηνών, για πρώτη φορά συναντήθηκαν στη μάχη.
Η Μαξιμώ με μεγάλη επιδεξιότητα του δίνει μια δυνατή κονταριά˙ ο Διγενής την πρόλαβε με το σπαθί του˙ έσπασε το κοντάρι, χωρίς και να βλάψη το σπαθί.
Άναψε τότε η Μαξιμώ˙ σέρνει κι εκείνη το σπαθί και ατρόμητη ορμά˙ έβαλε όλη την τέχνη της να τον τρυπήση, αλλά βρήκε τον καλύτερό της. με μια επιδέξια κίνηση της ετρύπησε ελαφρά τα δάκτυλα ο Διγενής, για να μην τη βλάψη, και της έριξε από το χέρι κάτω το σπαθί. Έπειτα με άλλη σπαθιά πήρε το κεφάλι του ίππου˙ άλογο και βασίλισσα σωριάστηκαν στη γη.
Η περήφανη βασίλισσα τάχασε˙ φοβήθηκε για τη ζωή της, που ποτέ δεν είχε φοβηθή. Έπεσε λοιπόν στα γόνατα και με μάτια δακρυσμένα παρακάλεσε το Διγενή να μην την φονεύση. Ο Ακρίτας την ελέησε και χωρίς να της πη τίποτε την άφησε κι έτρεξε στους άλλους.
Διγενής και απελάτες.
Οι απελάτες, άμα είδαν να κινδυνεύη η βασίλισσα, ώρμησαν να κυκλώσουν το Διγενή, σαν τους πεινασμένους λύκους, που χύνονται να σπαράξουν το βορά τους. Τον έβαλαν στη μέση και τον χτυπούσαν με σπαθιά, με κοντάρια, με ράπαλα.
Αλλά τίποτε δεν κατόρθωσαν. Ο πόλεμος αυτός με τους ληστές έσβησε γρήγορα, όπως σβήνει η φωτιά στο ανίκητο νερό. Οι περισσότεροι έφυγαν˙ όσοι έμειναν, εκείτονταν άλλοι πληγωμένοι και άλλοι φονευμένοι. Κανένας δεν μπόρεσε ν’ αντισταθή έως το τέλος στην ορμή του Ακρίτα.
-Α, τί καλά! Είπε ο Τάκης. Αυτό μου θυμίζει τον Αχιλλέα, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος στους Τρώες˙ και μόνο η φωνή του τους ανάγκαζε να κλείνωνται στα τείχη! Ένας, που τόλμησε να μετρηθή μαζί του, ο Έκτωρ, έπεσε νεκρός.
-Βέβαια, παιδί μου! Ο Ακρίτας δεν ήταν κατώτερος στην ανδρεία από το γενναιότερο Έλληνα του Τρωικού πολέμου. Βλέπετε, φυλή μας γεννά πάντοτε τα ίδια παλληκάρια!
Η γενναιοψυχία του.
Η κ. Θάλεια έπειτα από τη μικρή αυτή διακοπή συνέχισε:
Όταν εσκόρπισαν οι απελάτες, ο Διγενής έτρεξε στη Μαξιμώ˙ αυτή στο μεταξύ είχε σηκωθή και περίμενε.
-Βασίλισσα, της είπε, μάθε να μην περηφανεύεσαι πια, γιατί ο Θεός ταπεινώνει τους περήφανους. Δεν έχω κανένα σκοπό να σε βλάψω˙ ο Διγενής δε φονεύει τους νικημένους και τις γυναίκες.
Η Μαξιμώ σταύρωσε τα χέρια και δακρυσμένη είπε λόγια, που ποτέ δεν είπε άνθρωπος στον εχθρό του:
-Κανένας, Διγενή, δεν έχει τη δική σου ανδρεία και γενναιοφροσύνη. Μου άφησες τη ζωή, σα δυνατός και μεγαλόκαρδος, που είσαι, ενώ στο χέρι σου ήταν να με φονεύσης. Το δοξασμένο όνομά σου θα το διαλαλούν τα βουνά και οι πεδιάδες της Ασίας˙ ποτέ δε θα σε λησμονήσουν…
Ο Διγενής φώναξε τότε τον ιπποκόμο του, που έμενε στην αντικρινή όχθη, και του έφερε ένα ωραίο άλογο˙ του έβαλε πάνω τη χρυσοστόλιστη σέλα του ίππου της βασίλισσας και τη βοήθησε ν’ ανεβή. Χαιρετήθηκαν με ευγένεια και η Μαξιμώ έτρεξε στο βουνό να βρη τους σκορπισμένους συντρόφους της…

Γεμάτη θαυμασμό είπε η Αγγελική:
-Ώ, εύγε! Εύγε στον Ακρίτα! Έτσι κάνουν οι μεγαλόκαρδοι άνθρωποι˙ δείχνουν μεγαλοψυχία στους νικημένους. Τέτοιος ήταν και ο Μέγας Αλέξανδρος.
-Μάλιστα, παιδί μου˙ πολύ σωστά τα λές! Τέτοιοι είναι οι ήρωες της Ελλάδας˙ τέτοιος ήταν και ο Διγενής.
Τόση ήταν η δικαιολογημένη φήμη του, ώστε ο αυτοκράτορας Ρωμανός παράγγειλε στον ανίκητο υπήκοό του να πάη στο Βυζάντιο να τον γνωρίση και να τον φιλοξενήση στα βασιλικά ανάκτορα. Ο Διγενής όμως, θέλοντας να μην αφήση μήτε στιγμή αφρούρητα τα σύνορα, με ευλάβεια αρνήθηκε τη μεγάλη τιμή, που καθένας θα ζήλευε. Και τότε ο Ρωμανός του έκαμε τη μεγαλύτερη ακόμη τιμή, να ξεκινήση να πάη μόνος του να δη το μεγάλο πατριώτη υπήκοο!
Και με λίγα λόγια ο Διγενής, ένας μόνος, οπλισμένος με ρώμη, ανδρεία, μεγαλοψυχία και αγάπη για την πατρίδα έκανε θαύματα. Κατόρθωσε ν’ ασφαλίση τα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου˙ απελάτες και Σαρακηνοί δεν τόλμησαν στην εποχή του να ληστέψουν τις βυζαντινές επαρχίες.
Ο τόπος βρήκε την ησυχία του και οι κάτοικοι, χωρίς κανένα φόβο, ασχολήθηκαν στα ειρηνικά έργα τους. Γι’ αυτό και η δόξα του γέμισε τον ελληνισμό. Όπου και να πάτε, όπου και να σταθήτε, θα ακούσετε να τραγουδή ο λαός μας τα τραγούδια του Διγενή…
Ν. Α. Κοντόπουλος.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.