Τὰ παιδιὰ (Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Ἠλίθιο) – Fyodor Dostoyefsky.

VI

ΜΕ ΚΟΙΤΑΤΕ ΤΩΡΑ ὅλες σας,—ἄρχισε ὁ πρίγκιπας,— μὲ τόση περιέργεια, ποὺ ἂν δὲ σᾶς τὴν ἱκανοποιήσω, δὲν ἀποκλείεται νὰ μοῦ θυμώσετε κιόλας. Ὄχι, ἀστειεύουμαι—βιαστηκε νὰ προστέσει χαμογελώντας.

—Εκεί… ἐκεῖ ἦταν ὅλο παιδιά, καὶ γὼ ὅλο τὸ διάστημα βρισκόμουν κεῖ κάτω μὲ παιδιά, μονάχα παιδιὰ εἶχα παρέα μου. Ἦταν τὰ παιδιὰ ἐκείνου τοῦ χωριοῦ, ὅλο τὸ τσοῦρμο ποὺ πήγαινε σχολεῖο. Ἐγώ… ὄχι πὼς τοὺς ἔκανα μάθημα· ὤ, ὄχι· γιὰ τὰ μαθήματα εἶχαν τὸ δάσκαλο τοῦ χωριοῦ, τὸ Ζὺλ Τιμπό· δὲν ἀποκλείεται κάτι νὰ τοὺς ἔμαθα κιόλας, μὰ τὸν περισσότερο καιρὸ ἤμουν ἔτσι… ἤμουν μαζί τους, παρέα τους κι ὅλα μου τὰ τέσσερα χρόνια πέρασαν ἔτσι. Δὲ μοῦ χρειαζόταν τίποτ’ ἄλλο.

Τοὺς τὰ ‘λεγα ὅλα, δὲν τοὺς ἔκρυβα τίποτα. Οἱ πατεράδες τους κι οἱ συγγενεῖς τους θυμώσανε μαζί μου ὅλοι τους γιατί στὸ τέλος εἶχε καταντήσει νὰ μὴν μποροῦν τὰ παιδιὰ νὰ κάνουν χωρὶς ἐμένα κι ὅλο μαζεύονταν γύρω μου κι ὁ δάσκαλος τοῦ χωριοῦ κατάντησε τελικὰ νὰ γίνει κι αὐτὸς ὁ χειρότερος ἐχθρός μου. Ἀπόχτησα πολλοὺς ἐχθροὺς ἐκεῖ κάτω κι ἡ μοναδικὴ αἰτία ἦταν τὰ παιδιά. Ἀκόμα κι ὁ Σνάιντέρ μου ‘κανε παρατηρήσεις. Καὶ τί φοβόνταν ὅλοι τους τόσο πολύ;

Σ’ ἕνα παιδὶ μπορεῖς ὅλα νὰ τὰ λες—ὅλα· πάντοτέ μοῦ ‘κανε κατάπληξη σὰν σκεφτόμουν πόσο λίγο ξέρουν οἱ μεγάλοι τὰ παιδιά— ἀκομα κι οἱ μανάδες κι οἱ πατεράδες τὰ δικά τους τὰ παιδιά. Ἀπ’ τὰ παιδιὰ δὲν πρέπει τίποτα νὰ κρύβει κανεὶς μὲ τὴ δικαιολογία πὼς εἶναι μικρὰ κι εἶναι νωρὶς γι’ αὐτὰ νὰ ξέρουν· τί θλιβερὴ κι ἄτυχη σκέψη! Καὶ πόσο ἔντονα τὸ ἀντιλαμβάνονται τὰ ἴδια τὰ παιδιὰ πὼς οἱ πατεράδες τους τὰ ‘χουν γιὰ πολὺ μικρὰ καὶ νομίζουν πὼς δὲν καταλαβαίνουν τίποτα ἐνῶ ἐκεῖνα ὅλα τὰ καταλαβαίνουν.

Οἱ μεγάλοι δὲν ξέρουν πὼς ἕνα παιδί, ἀκόμα καὶ στὴν πιὸ δύσκολη ὑπόθεση, μπορεῖ νὰ δώσει μίαν ἐξαιρετικὰ χρήσιμη συμβουλή. Ώ, Θεέ μου! Ὅταν σᾶς κοιτάζει κεῖνο τ’ ὀμορφούλικο πουλάκι, εὔπιστα κι εὐτυχισμένα, εἶναι ντροπὴ νὰ τὸ ξεγελάσετε! Ἂν τὰ ὀνομάζω πουλάκια εἶναι γιατί δὲν ὑπάρχει τίποτα καλύτερο στὸν κόσμο ἀπὸ ἕνα πουλάκι.

Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, ἂν θύμωσαν τότε ὅλοι στὸ χωριὸ μαζί μου, ἦταν ἐξαιτίας ἑνὸς περιστατικοῦ… Ὅσο γιὰ τὸν Τιμπό, αὐτὸς μὲ ζήλευε, αὐτὸ ἦταν ὅλο; στὴν ἀρχὴ δώσ’ του καὶ κούναγε τὸ κεφάλι του κι ἀποροῦσε πῶς γινόταν καὶ τὰ παιδιὰ καταλάβαιναν ὅλα ὅσα τοὺς ἔλεγα, ἐνῶ σὰν τοὺς μίλαγε ἐκεῖνος δὲν καταλάβαιναν τίποτα σχεδόν, κι ὕστερα ἄρχισε νὰ μὲ κοροϊδεύει ὅταν τοῦ εἶπα πὼς κι οἱ δύο μας ἐμεῖς δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ τοὺς μάθουμε τίποτα μὰ θὰ ‘χουμε πολλὰ νὰ διδαχτοῦμε ἀπ’ τα παιδιά.

Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ καταλάβω πῶς μπόρεσε καὶ μὲ ζήλευε καὶ μὲ συκοφαντοῦσε ἐνῶ κι ὁ ἴδιος ζοῦσε μὲ τὰ παιδιά! Τὰ παιδιὰ γιατρεύουν τὴν ψυχή… Εἴχαμε κεῖ στὸ ἵδρυμα τοῦ Σνάιντερ ἕναν ἄρρωστο, ἕναν πολὺ δυστυχισμένον ἄνθρωπο. Ἦταν μία τόσο τρομερὴ δυστυχία, ποὺ εἶναι ζήτημα ἂν μπορεῖ νὰ ξανασυμβεῖ τίποτα παρόμοιο. Τὸν εἶχαν φέρει ἐκεῖ νὰ θεραπευτεῖ ἀπὸ τρέλα? ἡ γνώμη μου εἶναι πὼς δὲν ἦταν τρελός, μονάχα ποὺ ὑπόφερε τρομερά—αυτη ἦταν ὅλη κι ὅλη ἡ ἀρρώστια του. Νὰ ξέρατε λοιπὸν πόσο καλό του κάνανε τελικὰ τὰ παιδιά μας… Ὅμως, λέω καλύτερα νὰ σᾶς διηγηθῶ ἀργότερα γι’ αὐτὸν τὸν ἄρρωστο· θὰ σᾶς διηγηθῶ τώρα πῶς ἔγινε κι ἀρχίσανε ὂλ’ αὐτά.

Στὴν ἀρχὴ τὰ παιδιὰ μ’ ἀντιπαθούσανε. Ἤμουν τόσο μεγάλος, εἶμαι πάντοτε… θέλω νὰ πῶ, δύσκολα πιάνω παρέες, εἶμαι ἄγαρμπος· ξέρω πὼς εἶμαι κι ἄσκημος… καὶ τέλος ἦταν καὶ τ’ ἄλλο: ἤμουν, βλέπετε, ξένος.

Στὴν ἀρχὴ τὰ παιδιὰ μὲ κοροϊδεύανε κι ὕστερα ἄρχισαν νὰ μὲ πετροβολᾶνε κιόλας, ὅταν πῆραν εἴδηση πὼς φίλησα τὴ Μαρί. Κι ὅμως ἐγὼ μονάχα μία φορὰ τὴ φίλησα… Ὄχι, μὴ γελᾶτε,—βιάστηκε ὁ πρίγκιπας νὰ σταματήσει τὰ εἰρωνικὰ χαμόγελα τῶν ἀκροατριῶν του,—ἐδῶ δὲν ἦταν καθόλου ἔρωτας. Ἂν ξέρατε πόσο δυστυχισμένο ἦταν ἐκεῖνο τὸ πλάσμα, θὰ τὸ λυπόσασταν καὶ σεῖς τὸ ἴδιο ὅπως καὶ γῶ.

Ἡ Μαρὶ ἦταν ἀπ’ τὸ χωριό μας. Ἡ μάνα της ἦταν πολὺ γριὰ καὶ στὸ μικρό, σαραβαλιασμένο της σπιτάκι μὲ τὰ δύο παράθυρα εἶχε κάνει τὸ ἕνα παράθυρο μαγαζάκι ὓστερ’ ἀπὸ ἄδεια τῶν ἀρχῶν, δηλαδὴ θέλω νὰ πῶ ἀπ’ τὸ παράθυρο ἐκεῖνο τῆς εἶχαν ἐπιτρέψει νὰ πουλάει κορδόνια, κλωστές, καπνό, σαπούνι, ὅλο μικροπραμάτειες τῆς πεντάρας· ἔτσι ἔβγαζε τὸ ψωμί της. Ἦταν ἄρρωστη κι ὅλο πρήζονταν τὰ πόδια της, τόσο ποὺ καθόταν ὅλη τὴν ὥρα στὴν καρέκλα της. Ἡ Μαρὶ ἦταν κόρη της, κάπου εἴκοσι χρονῶ, λεπτὴ κι ἀδυνατούλα· ἀπὸ καιρὸ τώρα εἶχε ἀρχίσει καὶ τὴν ἔτρωγε ἡ φυματίωση, αὐτὴ ὅμως ἐξακολουθοῦσε καὶ πήγαινε στὰ σπίτια καὶ δούλευε μὲ τὸ μεροκάματο—κι ἔκανε βαριὲς δουλειές, σφουγγαρίσματα, μπουγάδες, σκούπιζε τὶς αὐλές, καθάριζε τοὺς σταύλους.

Ἕνας περαστικὸς Γάλλος παραγγελιοδόχος τὴν ξελογίασε καὶ τὴν πῆρε μαζί του καὶ σὲ μία βδομάδα τὴν παράτησε στὸ δρόμο καὶ τὸ ‘σκασε κρυφά. Αὐτὴ γύρισε σπίτι ζητιανεύοντας, καταλερωμένη, κουρελιασμένη, μὲ σκισμένα παπούτσια· «περπάταγε πεζὴ ὅλη κείνη τὴ βδομάδα, πέρναγε τὶς νύχτες της στὰ χωράφια κι ἅρπαξε ἕνα γερὸ κρυολόγημα. Τὰ πόδια της ἦταν πληγιασμένα, τὰ χέρια της πρηστήκανε καὶ σκάσανε. Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτό, δὲ θὰ μποροῦσες νὰ τὴν πεῖς ὄμορφη· μονάχα τὰ μάτια της ἦταν ἤρεμα, καλόκαρδα, ἀθῶα. Ἦταν τρομερὰ λιγομίλητη.

Μία φορά, πρὶν γίνει αὐτό, ἐκεῖ ποὺ δούλευε ἔπιασε τὸ τραγούδι κι ὅλοι παραξενεύτηκαν καὶ βάλανε τὰ γέλια: «Ἡ Μαρὶ τραγουδάει! Πῶς; Ἡ Μαρὶ τραγουδάει!» καὶ κείνη τὰ ‘χασε καὶ δὲν ξανάβγαλε μιλιὰ ποτέ της.

Τότε ἀκόμα τῆς φέρνονταν μὲ καλοσύνη, μὰ σὰν γύρισε ἄρρωστη καὶ βασανισμένη, κανένας δὲν τῆς ἔδειξε συμπόνια! Τί σκληροὶ ποὺ εἶναι σὲ τέτοιες περιπτώσεις οἱ ἄνθρωποι! Τί καταθλιπτικὲς ποὺ εἶναι οἱ ἀντιλήψεις τους! Ἡ μάνα της, πρώτη αὐτή, τὴ δέχτηκε μὲ κακία καὶ περιφρόνηση: «μ’ αὐτὸ ποὺ ‘κανες μὲ ἀτίμασες». Πρώτη αὐτὴ τὴν ἄφησε νὰ τὴ φτύσουν ὅλοι τὴ Μαρί: ὅταν ἄκουσαν στὸ χωριὸ πὼς γύρισε ἡ Μαρί, τρέξανε ὅλοι νὰ τὴ δοῦν καὶ δὲν ἔμεινε ἄνθρωπος σχεδὸν σ’ ὅλο τὸ χωριὸ ποὺ νὰ μὴν τρέξει στῆς γριᾶς: γέροι, παιδιά, γυναῖκες, κοπέλες, ὅλοι τους—ἕνα βιαστικὸ καὶ λαίμαργο μπουλούκι.

Ἡ Μαρὶ ἦταν πεσμένη στὸ πάτωμα, μπροστὰ στὰ πόδια τῆς γριᾶς, πεινασμένη, μὲ σκισμένα ροῦχα κι ἔκλαιγε. Ὅταν καταφτασαν ὅλοι τρέχοντας, ἡ Μαρὶ πάσκισε νὰ κρυφτεῖ μὲς στὰ ξεχτένιστα μαλλιά της κι εἶχε λὲς κολλήσει μπρούμυτα στὸ πάτωμα. Ὅλοι ἕνα γύρω τὴν κοιτάζανε σὰ νὰ ‘ταν κάνα ἑρπετό· οἱ γέροι τῆς ρίχναν ἄδικο καὶ τὴ μάλωναν, οἱ νέοι τὴν κορόιδευαν κι ὅλες οἱ γυναῖκες τὴ βρίζανε, τῆς ρίχναν ἄδικο, τὴν κοιτάζανε μὲ περιφρόνηση, λὲς καὶ βλέπανε καμιὰν ἀράχνη.

Ἡ μάνα τὰ ἐπέτρεψε καὶ γίνανε ὂλ’ αὐτά, καθόταν κι ἡ ἴδια μπροστά, κούναγε τὸ κεφάλι της καὶ τὰ ἐπιδοκίμαζε. Ἡ μάνα κεῖνο τὸν καιρὸ ἦταν κιόλας πολὺ ἄρρωστη, σχεδὸν ἑτοιμοθάνατη· πραγματικά, σὲ δύο μῆνες κι ὄλας πέθανε. Ἤξερε πὼς ζύγωνε τὸ τέλος της κι ὡστόσο δὲν τῆς πέρασε ἀπ’ τὸ νοῦ νὰ συχωρέσει τὴν κόρη της ὡς τὴν τελευταία στιγμή, οὔτε λέξη δὲν τῆς ἔλεγε μάλιστα, τὴν ἔδιωχνε νὰ κοιμηθεῖ, στὸ χαγιάτι, μήτε ποὺ τῆς ἔδινε καθόλου νὰ φάει. Ἔπρεπε νὰ βάζει συχνὰ τ’ ἄρρωστα πόδια της σὲ ζεστὸ νερό· ἡ Μαρὶ τῆς ἐπλένε κάθε μέρα τὰ πόδια καὶ τὴν πρόσεχε: αὐτὴ δεχόταν ὅλες τὶς περιποιήσεις της σιωπηλὰ καὶ μήτε μία λέξη τρυφερὴ δὲν τῆς εἶπε.

Ἡ Μαρὶ τὰ ὑπόμενε ὅλα, καὶ γὼ ἀργότερα, ὅταν γνωρίστηκα μαζί της, παρατήρησα πὼς κι αὐτὴ ἡ ἴδια τὰ ἐπιδοκίμαζε ὅλ’ αὐτά, κι ἡ ἴδια θεωροῦσε τὸν ἑαυτό της γιὰ τὸ χειρότερο παλιοθήλυκο τοῦ κόσμου.

Ὅταν ἡ γριὰ κρεβατώθηκε πιὰ γιὰ καλά, ἦρθαν καὶ τὴν περιποιόνταν οἱ γριὲς τοῦ χωριοῦ μία, μία μὲ τὴ σειρά—ἔτσι τὰ ‘χουν κανονισμένα ἐκεῖ κάτω. Τότε πάψανε πιὰ ἐντελῶς νὰ δίνουν φαΐ στὴ Μαρὶ καὶ στὸ χωριὸ τὴ διώχνανε ὅλοι καὶ κανένας δὲν ἤθελε νὰ τῆς δώσει οὔτε δουλειά, ὅπως γινόταν ἄλλοτε. Ὅλοι, λὲς καὶ τὴ φτύνανε, κι οἱ ἄντρες πάψανε μάλιστα νὰ τὴ βλέπουν σὰ γυναίκα καὶ δώσ’ του καὶ τῆς λέγανε βρομόλογα.

Καμιὰ φορά, πολὺ σπάνια, ὅταν πίναν καὶ μεθάγανε τὶς Κυριακές, τῆς ρίχναν τίποτα πενταροδεκάρες γιὰ νὰ σπάσουν κέφι, τὶς ρίχνανε μὲς στὰ χώματα· ἡ Μαρὶ τὶς μάζευε χωρὶς νὰ λέει τίποτα. Ἀπὸ τότε κιόλας ἄρχισε νὰ φτύνει αἷμα. Τέλος, τὰ σκισμένα της ροῦχα κουρελιάστηκαν πιὰ ὁλότελα, τόσο ποὺ ντρεπότανε νὰ βγεῖ στὸ χωριό· ὅσο γιὰ παπούτσια, ἀπ’ τὴ μέρα ποὺ γύρισε, περπάταγε ὅλη τὴν ὥρα ξυπόλητη.

Τότε ἦταν ἴσα-ἴσα πού, ἰδιαίτερα τὰ παιδιά, ὅλο τὸ τσοῦρμο—θὰ ‘ταν πάνω ἀπὸ σαράντα σκολιαρόπαιδα—ἄρχισαν καὶ τὴν κορόιδευαν καὶ τῆς πέταγαν μάλιστα καὶ λάσπες. Ἡ Μαρὶ πῆγε καὶ παρακάλεσε ἕνα βοσκὸ νὰ τὴν ἀφήσει νὰ βόσκει τὶς γελάδες του, ὁ βοσκὸς ὅμως τὴν ἔδιωξε. Τότε καὶ κείνη, χωρὶς τὴν ἄδειά του, ἄρχισε κι ἔφευγε μαζὶ μὲ τὸ κοπάδι καὶ μονάχα σὰν βραδίαζε ξαναγύριζε σπίτι. Ἐπειδὴ ἔφερνε πολὺ ὄφελος στὸ βοσκὸ κεῖνος τῆς ἔδινε καὶ τίποτα ἀπομεινάρια ἀπ’ τὸ φαΐ του, τυρὶ καὶ ψωμί. Αὐτὸ τὸ θεωροῦσε μεγάλη καλοσύνη του.

Ὅταν πέθανε ἡ μάνα, ὁ πάστορας δὲν ντράπηκε νὰ ἐξευτελίσει τὴ Μαρὶ μπροστὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο μὲς στὴν ἐκκλησία. Ἡ Μαρὶ στεκόταν πίσω ἀπ’ τὸ φέρετρο, ἔτσι ὅπως ἦταν μὲς στὰ κουρέλια της κι ἔκλαιγε. Μαζεύτηκε πολὺς κόσμος νὰ δεῖ πῶς θὰ κλαίει ἡ Μαρὶ καὶ πῶς θὰ πηγαίνει πίσω ἀπ’ τὸ φέρετρο. Τότε ὁ πάστορας—ἦταν ἀκόμα νέος κι ὅλη του ἡ φιλοδοξία ἦταν νὰ γίνει μεγάλος ἱεροκήρυκας—γύρισε στὸ ἐκκλησίασμα κι ἔδειξε τὴ Μαρί: «Ἰδοὺ ἡ αἰτία τοῦ θανάτου τῆς ἐντίμου αὐτῆς γυναικὸς (κι ἦταν ψέματα γιατί ἡ γριὰ δύο χρόνια πρὶν πάλευε μὲ τὴν ἀρρώστια), ἰδοὺ αὕτη ἱσταμένη ἐνώπιόν σας καὶ μὴ τολμῶσα νὰ ὑψώσει τοὺς ὀφθαλμούς, διότι τὴν ἔχει στιγματίσει ὁ δάκτυλος τοῦ Θεοῦ· ἰδοὺ αὕτη γυμνόπους καὶ ρακένδυτος— παράδειγμα δι’ ἐκείνους οἵτινες ἀπώλεσαν τὰς ἠθικὰς αὐτῶν ἀρχάς! Ποία εἶναι λοιπὸν αὕτη; Εἶναι ἡ κόρη της!» καὶ συνέχισε στὸν ἴδιο τόνο. Καί, φανταστεῖτε, αὐτὴ ἡ προστυχιὰ ἄρεσε σχεδὸν σὲ ὅλους τους, μά… ἐδῶ ἔγινε μία περίεργη ἱστορία· ἐδῶ μπῆκαν στὴ μέση τὰ παιδιά, γιατί τότε πιὰ τὰ παιδιὰ ἦταν κιόλας μὲ τὸ μέρος
μου κι ἀρχίσανε ν’ ἀγαπᾶνε τὴ Μαρί.

Νὰ πῶς ἔγιναν ὅλ’ αὐτά: Μοῦ ἦρθε ἡ ἐπιθυμία νὰ βοηθήσω κατὰ κάποιον τρόπο τὴ Μαρί· ἔπρεπε τὸ δίχως ἄλλο νὰ τῆς δώσω χρήματα, χρήματα ὅμως δὲν εἶχα κεῖ κάτω, οὔτε καπίκι. Εἶχα μία μικρὴ καρφίτσα μ’ ἕνα μπριλάντι καὶ τὴν πούλησα σ’ ἕνα μεταπράτη· γύριζε τὰ χωριὰ καὶ πούλαγε παλιὰ ροῦχα. Μοῦ ‘δωσε ὀχτὼ φράγκα κι ἡ καρφίτσα κόστιζε πάνω ἀπὸ σαράντα. Πολὺν καιρὸ πάσκιζα νὰ συναντήσω τὴ Μαρὶ μόνη της: Τελικὰ συναντηθήκαμε ἔξω ἀπ’ τὸ χωριό, στὸ μονοπάτι τῆς πλαγιᾶς, κοντὰ σ’ ἕνα φράχτη πίσω ἀπὸ ‘να δέντρο. Ἐκεῖ τῆς ἔδωσα τὰ ὀχτὼ φράγκα καὶ τῆς εἶπα νὰ τὰ φυλάξει γιατί ἐγὼ δὲ θὰ ‘χω ἄλλα πιὰ κι ὕστερα τὴ φίλησα καὶ τῆς εἶπα νὰ μὴ βάλει μὲ τὸ νοῦ της πὼς εἶχα κανέναν κακὸ σκοπὸ καὶ πὼς τὴ φιλάω ὄχι γιατί εἶμαι ἐρωτευμένος μαζί της μὰ γιατί τὴ λυπᾶμαι πολὺ καὶ πὼς ἐγὼ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δὲν τὴ θεώρησα ποτέ μου ἔνοχη στὸ παραμικρό, μὰ πάντα τὴν εἶχα μονάχα γιὰ δυστυχισμένη. Πολὺ τὸ ‘θελα νὰ τὴν παρηγορήσω κι ὅλας ἐκείνη τὴ φορὰ καὶ νὰ τὴν κάνω νὰ πιστέψει πὼς δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ της τόσο τιποτένιο μπροστὰ
στοὺς ἄλλους, φαίνεται ὅμως πὼς ἐκείνη δὲν κατάλαβε.

Αὐτὸ τὸ πρόσεξα ἀμέσως, μόλο ποὺ ἐκείνη ὅλη τὴν ὥρα σχεδὸν σώπαινε καὶ στεκόταν μπροστά μου, κοίταζε χάμω καὶ φαινόταν νὰ ντρέπεται τρομερά.

Ὅταν τέλειωσα μοῦ φίλησε τὸ χέρι καὶ γὼ ἀμέσως τῆς πῆρα τὸ χέρι κι ἤθελα νὰ τὸ φιλήσω, ἐκείνη ὅμως βιάστηκε νὰ τὸ τραβήξει.

Ξάφνου, ἐκείνη τὴ στιγμή, μᾶς πῆραν εἴδηση τὰ παιδιά, ἕνα ὁλάκερο τσοῦρμο· ἀργότερα ἔμαθα πὼς ἀπὸ καιρὸ μὲ παρακολουθοῦσαν. Ἀρχίσανε νὰ σφυρίζουν, νὰ χτυπᾶνε παλαμάκια καὶ νὰ γελᾶνε· ἡ Μαρὶ τὸ ‘βαλε στὰ πόδια. Ἔκανα νὰ τοὺς μιλήσω, ἐκεῖνα ὅμως ἀρχίσανε καὶ μοῦ πέταγαν πέτρες.

Τὴν ἴδια κείνη μέρα ὅλοι τὸ μάθανε, ὅλο τὸ χωριό· ὅλοι τὰ βάλανε καὶ πάλι μὲ τὴ Μαρί: Τώρα πιὰ δὲν τὴ χωνεύανε δύο φορὲς χειρότερα. Ἄκουσα μάλιστα πὼς θέλανε νὰ τὴν καταδικάσουν σὲ κάποια τιμωρία, δόξα τῷ Θεῷ ὅμως τὸ πράμα πέρασε καὶ δὲν ἔγινε τίποτα· τὰ παιδιὰ ὡστόσο δὲν τὴν ἄφηναν σὲ χλωρὸ κλαρί, τὴν κοροϊδεύανε χειρότερα ἀπὸ πρίν, τῆς πετάγανε λάσπες· τὴν κυνηγούσανε κι αὐτὴ ἔτρεχε νὰ τοὺς ξεφύγει καὶ τ’ ἄρρωστο στῆθος της, λαχανίαζε, κοβόταν ἡ ἀνάσα της καὶ κεῖνα δώσ’ του καὶ τὴν παίρναν τὸ κατόπι καὶ φωνάζανε καὶ τὴ βρίζανε. Μία φορὰ μάλιστα ὅρμησα νὰ τὰ δείρω. Ὕστερα ἄρχισα νὰ τοὺς μιλάω, τοὺς μίλαγα κάθε μέρα, ὅποτε μοῦ τύχαινε εὐκαιρία. Τὰ παιδιὰ ἦταν φορὲς ποὺ σταματάγανε καὶ μ’ ἀκούγανε, μόλο ποὺ συνέχιζαν ἀκόμα καὶ βρίζανε.

Ἔκατσα καὶ τοὺς διηγήθηκα πόσο δυστυχισμένη εἶναι ἡ Μαρί. Σὲ λίγο πάψανε νὰ βρίζουν κι ἀρχίσανε νὰ σκορπίζουν ἀμίλητα. Σιγά-σιγά, ἀρχίσαμε καὶ κουβεντιάζαμε καὶ γὼ δὲν τοὺς ἔκρυβα τίποτα· τοὺς τὰ διηγήθηκα ὅλα. Τὰ παιδιὰ μ’ ἀκούγανε μὲ μεγάλη περιέργεια καὶ σὲ λίγο ἀρχίσανε καὶ λυπόνταν τὴ Μαρί. Μερικὰ παιδιά, σὰν τὴ συναντάγανε στὸ δρόμο, ἄρχισαν καὶ τῆς λέγαν καλημέρα μὲ πολλὴ καλοσύνη· ἐκεῖ κάτω τὸ ‘χουν ἔθιμο σὰν συναντιῶνται στὸ δρόμο—ἄς εἶναι κι ἄγνωστοι—νὰ λένε «καλημέρα». Φαντάζουμαι πόσο θὰ παραξενευόταν ἡ Μαρί.

Μία φορά, δύο μικρὰ κορίτσια οἰκονομήσανε λίγο φαΐ, πήγανε καὶ τῆς τὸ δώσανε κι ὕστερα ἦρθαν καὶ μοῦ τὸ ‘πανε. Λέγανε πὼς ἡ Μαρὶ ἔβαλε τὰ κλάματα καὶ πὼς αὐτὲς πολὺ τὴν ἀγαπᾶνε τώρα.

Σὲ λίγο ἄρχισαν καὶ τὴν ἀγαποῦσαν κι ὅλα τ’ ἄλλα παιδιὰ καὶ μαζὶ μὲ κείνην ἄρχισαν ξαφνικὰ ν’ ἀγαπᾶνε καὶ μένα. Ἄρχισαν κι ἔρχονταν συχνὰ νὰ μὲ δοῦνε κι ὅλο μὲ παρακαλούσανε νὰ τοὺς πῶ μιὰν ἱστορία· ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς τοὺς ἔλεγα ὄμορφες ἱστορίες γιατί τοὺς ἄρεσε πολὺ νὰ μ’ ἀκοῦνε. Καὶ τ’ ἀποτέλεσμα ἦταν ν’ ἀρχίσω καὶ γὼ νὰ μορφώνουμαι καὶ διάβαζα μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ‘χω κάτι νὰ τοὺς διηγηθῶ ὕστερα, κι ἔτσι τρία χρόνια συνέχεια τοὺς ἔλεγα ἱστορίες.

Ὅταν ἀργότερα μὲ κατηγορήσανε ὁλοι—ἀκόμα κι ὁ Σνάιντερ—γιατὶ κουβεντίαζα μὲ τὰ παιδιὰ σὰ νὰ ‘τανε μεγάλοι καὶ δὲν τοὺς ἔκρυβα τίποτα, ἐγὼ τοὺς ἀπαντοῦσα πὼς εἶναι ντροπὴ νὰ τοὺς λέμε ψέματα, πὼς τὰ παιδιὰ ἔτσι κι ἀλλιῶς τὰ ξέρουν ὅλα, ὅσο κι ἂν προσπαθοῦν νὰ τοὺς τὰ κρύψουν, καὶ τὰ μαθαίνουν ἴσως· ἴσως ἄσκημα, ἐνῶ ἀπὸ μένα δὲν τὰ μαθαίνουν ἄσκημα. Ἔφτανε μονάχα νὰ θυμηθεῖ ὁ καθένας τους πῶς σκεφτόταν καὶ τί ἤξερε σὰν ἦταν παιδί. Αὐτοὶ δὲ συμφωνάγανε…

Τὴ Μαρὶ τὴ φίλησα δύο βδομάδες πρὶν πεθάνει ἡ μάνα της. Ὅταν λοιπὸν ὁ πάστορας ἔκανε τὸ κήρυγμά του, ὅλα τὰ παιδιὰ ἦταν κιόλας μὲ τὸ μέρος μου. Ἐγὼ τοὺς διηγήθηκα ἀμέσως καὶ τοὺς ἐξήγησα αὐτὸ ποὺ ‘χε κάνει ὁ πάστορας. Ὅλα τὰ παιδιὰ θυμώσανε μαζί του καὶ μερικὰ μάλιστα θύμωσαν τόσο πολύ, ποὺ τοῦ σπάσανε τὰ τζάμια μὲ τὶς πέτρες. Ἐγὼ τοὺς εἶπα νὰ μὴν τὸ ξανακάνουν γιατί αὐτὸ πιὰ ἦταν κακό. Στὸ χωριὸ ὅμως, ὅλοι τὰ μάθανε ἀμέσως ὅλα καὶ τότε ἦταν ποὺ ἀρχίσανε καὶ μὲ κατηγοράγανε πὼς εἶχα χαλάσει τὰ παιδιά.

Ὕστερα ὅλοι μάθανε πὼς τὰ παιδιὰ ἀγαπᾶνε τὴ Μαρὶ καὶ κατατρόμαξαν· ἡ Μαρὶ ὅμως ἦταν πιὰ εὐτυχισμένη. Οἱ πατεράδες ἀπαγορεύανε στὰ παιδιὰ ἀκόμα καὶ νὰ συναντοῦν τὴ Μαρί, τὰ παιδιὰ ὅμως πήγαιναν καὶ τὴ βλέπαν κρυφὰ στὸ κοπάδι της, ἀρκετὰ μακριά, σχεδὸν μισὸ βέρστι ἀπ’ τὸ χωριό· τῆς πηγαίνανε καλούδια καὶ μερικὰ πήγαιναν μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὴν ἀγκαλιάσουν, νὰ τὴ φιλήσουν καὶ νὰ τῆς ποῦν: «Je vous aime, Marie!» κι ὕστερα νὰ ξαναφύγουν τρέχοντας γιὰ τὸ χωριό.

Ἡ Μαρὶ παραλίγο νὰ χάσει τὸ μυαλό της ἀπὸ μία τέτοια ἀναπάντεχη εὐτυχία: μήτε στ’ ὄνειρό της δὲν τὸ ‘χε δεῖ αὐτό· ντρεπόταν καὶ χαιρόταν καί, τὸ κυριότερο, τῶν παιδιῶν τοὺς ἄρεσε, ἰδιαίτερα τῶν κοριτσιῶν, νὰ τρέχουν καὶ νὰ τὴ βρίσκουν γιὰ νὰ τῆς ποῦνε πὼς ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ καὶ τοὺς μιλάω πολὺ γι’ αὐτήν. Τῆς διηγήθηκαν πὼς ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖνος ποὺ τοὺς τὰ εἶπα ὅλα καὶ πὼς τώρα αὐτὰ τὴν ἀγαπᾶνε καὶ τὴ λυποῦνται καὶ θὰ τὴν ἀγαπᾶνε πάντα. Ὕστερα τρέχανε σὲ μένα καὶ μοῦ τὰ λέγανε, καὶ τὰ προσωπάκια τους ἦταν τόσο χαρούμενα καὶ πολυάσχολα, πὼς μόλις τώρα εἶχαν δεῖ τὴ Μαρὶ κι ἡ Μαρί μοῦ στέλνει χαιρετίσματα.

Τὰ βράδια πήγαινα στὸν καταρράχτη· ἦταν ἐκεῖ ἕνα μέρος ἐντελῶς κλειστὸ ἀπ’ τὴ μεριὰ τοῦ χωριοῦ κι ὁλόγυρα εἶχε λεῦκες· ἐκεῖ ἔρχονταν καὶ μὲ βρίσκανε τὰ παιδιὰ τ’ ἀπογεύματα, μερικὰ μάλιστα τὸ σκάγανε κρυφὰ ἀπ’ τὰ σπίτια τους.

Μοῦ φαίνεται πὼς ἦταν τρομερὴ ἀπόλαυση γι’ αὐτὰ ἡ ἀγάπη μου γιὰ τὴ Μαρί, καὶ σ’ αὐτὸ μονάχα, σ’ ὅλα μου τὰ χρόνια ποὺ ‘ζησα ἐκεῖ κάτω, τὰ ξεγέλασα. Δὲν ἔκατσα νὰ τοὺς ἐξηγήσω πὼς ἐγὼ δὲν ἀγαπῶ καθόλου τὴ Μαρί, δηλαδὴ δὲν εἶμαι καθόλου ἐρωτευμένος μαζί της, μὰ μονάχα τὴ λυπᾶμαι πολύ. Τὸ ‘βλεπα καθαρὰ πὼς θὰ τοὺς ἄρεσε πολὺ περισσότερο νὰ ‘μαι ἐρωτευμένος μαζί της, ἔτσι ὅπως τὸ ‘χαν φανταστεῖ μοναχά τους καὶ τὸ ‘χαν συμφωνήσει ἀναμεταξύ τους, καὶ γι’ αὐτὸ σώπαινα κι ὑποκρινόμουν πὼς εἶχαν μαντέψει σωστά. Καὶ πόση λεπτότητα, τί τρυφεράδα ποὺ ‘χαν αὐτὲς οἱ μικρὲς καρδοῦλες: ἀνάμεσα στ’ ἄλλα τοὺς φάνηκε ἀδύνατο ὁ καλός τους Leon ν’ ἀγαπάει τόσο πολὺ τὴ Μαρὶ κι ἡ Μαρὶ νὰ ‘ναι τόσο κακοντυμένη καὶ νὰ περπατάει ξυπόλητη.

Φανταστεῖτε, τῆς βρήκανε καὶ παπούτσια καὶ κάλτσες κι ἀσπρόρουχα, ἀκόμα καὶ κάποιο φουστάνι· πῶς τὰ καταφέρανε; Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ καταλάβω· ὅλο τὸ τσοῦρμο δούλευε μαζί. Ὅταν τοὺς ρώταγα, τὰ παιδιὰ δὲν ἀπαντοῦσαν τίποτα, μονάχα γελάγανε χαρούμενα καὶ τὰ μικρὰ κορίτσια χτύπαγαν παλαμάκια καὶ μὲ φιλοῦσαν. Ἦταν μάλιστα φορὲς ποὺ ‘θελα νὰ πάω κρυφὰ καὶ νὰ δῶ τὴ Μαρί. Ἦταν πιὰ πολὺ ἄρρωστη καὶ μόλις· μόλις περπάταγε. Τελικά, ἔπαψε ἐντελῶς νὰ δουλεύει στοῦ βοσκοῦ, παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὅμως ἔφευγε κάθε πρωὶ μαζὶ μὲ τὸ κοπάδι. Καθόταν παράμερα· ἐκεῖ ὑπῆρχε, σ’ ἕναν σχεδὸν κάθετο βράχο, μία προεξοχή. Ἡ Μαρὶ καθόταν στὴ μέσα-μέσα γωνιά, ἐκεῖ ποὺ δὲν τὴν ἔβλεπε κανείς, καθόταν πάνω στὴν πέτρα κι ἔμενε κεῖ ἀσάλευτη ὅλη σχεδὸν τὴ μέρα, ἀπ’ τὸ πρωὶ ὥς τὴν ὥρα ποὺ ‘φευγε τὸ κοπάδι. Ἦταν πιὰ τόσο ἀδυνατισμένη ἀπ’ τὴ ἀρρώστια, ποὺ τὴν περισσότερη ὥρα καθόταν μὲ τὰ μάτια κλειστά, μὲ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στὸ βράχο καὶ μισοκοιμόταν, ἀνασαίνοντας βαριά. Τὸ πρόσωπό της εἶχε γίνει σὰ σκελετὸς κι ὁ ἱδρώτας ἔσταζε ἀπ’ τὸ μέτωπο καὶ
τὰ μελίγγια της. Ἔτσι τὴν ἔβρισκα πάντα.

Ἐρχόμουν γιὰ ἕνα λεπτό· καὶ γὼ δὲν ἤθελα νὰ μὲ δοῦν. Μόλις ἔφτανα, ἡ Μαρὶ ἀνασκιρτοῦσε, ἄνοιγε νὰ μάτια της κι ἄρχιζε νὰ μοῦ φιλάει τὰ χέρια. Ἐγὼ δὲν τ’ ἀποτραβοῦσα πιὰ γιατί γιὰ κείνην αὐτὸ ἦταν μία εὐτυχία. Ὅλη τὴν ὥρα ποὺ καθόμουνα κοντά της, ἔτρεμε κι ἔκλαιγε· ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς μερικὲς φορὲς κάτι πάσκιζε νὰ πεῖ μὰ ἦταν δύσκολο νὰ τὴν καταλάβεις. Ὧρες-ὧρες ἦταν σὰν τρελή, τρομερὰ ταραγμένη κι ἐνθουσιασμένη. Ἦταν φορὲς ποὺ ἔρχονταν καὶ τὰ παιδιὰ μαζί μου. Στὶς περιπτώσεις αὐτές, στέκονταν συνήθως λίγο πιὸ κάτω καὶ μᾶς φύλαγαν ἀπὸ κάποιον κι ἀπὸ κάτι, κι αὐτὸ τοὺς ἔδινε ἐξαιρετικὴ εὐχαρίστηση.

Ὅταν φεύγαμε, ἡ Μαρὶ ἔμενε καὶ πάλι μονάχη της, ἀκίνητη ὅπως καὶ πρίν, ἔχοντας κλειστὰ τὰ μάτια καὶ τὸ κεφάλι της ἀκουμπισμένο στὸ βράχο· ἴσως κάτι νὰ ὀνειρευόταν.

Ἕνα πρωὶ δὲν εἶχε πιὰ τὴ δύναμη νὰ πάει ὡς τὸ κοπάδι κι ἔμεινε στὸ ἄδειο σπίτι της. Τὰ παιδιὰ τὸ μάθανε ἀμέσως καὶ σχεδὸν ὅλα πῆγαν ἐκείνη τὴ μέρα νὰ τὴ δοῦν. Ἡ Μαρὶ κειτόταν στὸ κρεβάτι τῆς μόνη, ὁλομόναχη. Δύο μέρες τὴν περιποιόνταν μονάχα τὰ παιδιὰ ποὺ ἔρχονταν καὶ τὴ βλέπανε ἕνα-ἕνα μὲ τὴ σειρά, ὕστερα ὅμως, ὅταν μαθεύτηκε στὸ χωριὸ πὼς ἡ Μαρὶ εἶναι πραγματικὰ στὰ τελευταῖα της, τότε ἄρχισαν καὶ πήγαιναν οἱ γριὲς στὸ σπίτι της καὶ τὴ φρόντιζαν μὲ βάρδιες. Ἂν δὲν κάνω λάθος, φαίνεται πὼς στὸ χωριὸ ἄρχισαν καὶ τὴ λυπόνταν τὴ Μαρὶ τουλάχιστον τὰ παιδιὰ δὲν τὰ ἐμποδίζανε οὔτε τὰ μαλώνανε σὰν πρῶτα.

Ἡ Μαρὶ ὅλη τὴν ὥρα βρισκόταν σὲ λήθαργο κι ὁ ὕπνος της ἦταν ταραγμένος: Ἔβηχε τρομερά. Οἱ γριὲς διώχνανε τὰ παιδιά, ἐκεῖνα ὅμως ἔρχονταν τρέχοντας στὸ παράθυρο, καμιὰ φορὰ μονάχα γιὰ ἕνα λεπτό, γιὰ νὰ ποῦν μονάχα: «Bonjour, notre bonne Marie». Καὶ κείνη, μόλις τὰ ‘βλεπε ἢ τ’ ἄκουγε, ζωήρευε, κι ἀμέσως, χωρὶς ν’ ἀκούει τὶς γριές, πάσκιζε ν’ ἀνασηκωθεῖ στὸν ἀγκώνα καὶ τοὺς κούναγε τὸ κεφάλι, εὐχαριστώντας τα. Τὰ παιδιά, ὅπως καὶ πρῶτα, τῆς φέρνανε καλούδια, αὐτὴ ὅμως δὲν ἔτρωγε σχεδὸν τίποτα.

Ἐξαιτίας τῶν παιδιῶν, σᾶς βεβαιῶ πὼς πέθανε σχεδὸν εὐτυχισμένη. Ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν τὴν ἔκανε καὶ ξέχασε τὶς μαῦρες συμφορές της, ἦταν σάμπως νὰ δέχτηκε τὴ συγνώμη χάρη σ’ αὐτά, γιατί ὡς τὸ τέλος θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ τῆς μεγάλη ἁμαρτωλή. Ἐκεῖνα, σὰν πουλάκια, χτυπάγανε μὲ τὰ μικρά τους φτερὰ στὰ παράθυρά της καὶ τῆς φωνάζανε κάθε πρωί: «Nous t’ aimons, Marie».

Ἡ Μαρὶ πέθανε πολὺ γρήγορα. Νόμιζα πὼς θὰ ζοῦσε πολὺ περισσότερο. Τὴν παραμονὴ τοῦ θανάτου της, λίγο πρὶν πέσει ὁ ἥλιος, πέρασα νὰ τὴ δῶ· νομίζω πὼς μὲ γνώρισε, καὶ γὼ γιὰ τελευταία φορὰ τῆς ἔσφιξα τὸ χέρι. Πόσο ἀποσκελετωμένο εἶχε γίνει τὸ χέρι της!

Καὶ ξαφνικά, τ’ ἄλλο πρωί, ἔρχονται καὶ μοῦ λένε πὼς ἡ Μαρὶ πέθανε. Τότε πιὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὰ συγκρατήσεις τὰ παιδιά. Τῆς στολίσανε ὅλο τὸ φέρετρο μὲ λουλούδια καὶ τῆς φόρεσαν ἕνα στεφάνι στὸ κεφάλι. Ὁ πάστορας στὴν ἐκκλησία δὲν εἶπε πιὰ τίποτα κακὸ γιὰ τὴ νεκρή, μὰ καὶ στὴν κηδεία ἦταν πολὺ λίγος ὁ κόσμος, ἔτσι μονάχα ἀπὸ περιέργεια εἶχαν ἔρθει μερικοί· μὰ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πάρουν τὸ φέρετρο, τὰ παιδιὰ ὅρμησαν ὅλα μαζὶ γιὰ νὰ τὸ σηκώσουν ἐκεῖνα. Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ σηκώσουν μόνα τους, βοηθοῦσαν, ὅλο τρέχαν πίσω ἀπ’ τὸ φέρετρο καὶ κλαίγανε.

Ἀπὸ τότε, τὸ μικρὸ μνῆμα τῆς Μαρὶ ἔγινε τὸ προσκύνημα τῶν παιδιῶν: Τὸ στολίζουν κάθε χρόνο μὲ λουλούδια, γύρω-γύρω ἔχουν φυτέψει τριανταφυλλιές.

Μὰ ἀπὸ κείνη τὴν κηδεία κι ὕστερα ἄρχισε καὶ μὲ κατάτρεχε ὅλο τὸ χωριὸ ἐξαιτίας τῶν παιδιῶν. Αὐτοὶ ποὺ βάζαν κυρίως τοὺς χωριάτες στὰ αἵματα, ἦταν ὁ πάστορας κι ὁ δάσκαλος. Ἀπαγορέψανε στὰ παιδιὰ μὲ τὸν αὐστηρότερο τρόπο νὰ μὲ βλέπουν καὶ μάλιστα ὁ Σνάιντερ ἀναγκάστηκε νὰ ὑποσχεθεῖ πὼς δὲ θ’ ἀφήσει κανένα παιδὶ νὰ μὲ πλησιάσει. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὅμως, ἐμεῖς βλεπόμασταν, συνεννογιόμασταν ἀπὸ μακριὰ μὲ νοήματα. Μοῦ στέλναν τὰ μικρά τους σημειώματα.

Τελικὰ ὅλ’ αὐτὰ σταμάτησαν, τότε ὅμως ἦταν πολὺ ὄμορφα· μέσα σὲ κείνη τὴν καταδίωξη, ἦρθα μάλιστα σὲ στενότερη ἐπαφὴ μὲ τὰ παιδιά. Τὸν τελευταῖο χρόνο συμφιλιώθηκα σχεδὸν μὲ τὸν Τιμπὸ καὶ τὸν πάστορα. Ὅσο γιὰ τὸ Σνάιντερ, μοῦ μίλαγε πολὺ καὶ λογομαχοῦσε μαζί μου γιὰ τὸ βλαβερό μου «σύστημα» μὲ τὰ παιδιά. Τί σύστημα μποροῦσα νὰ ‘χω ἐγώ! Τελικά, ὁ Σνάιντερ μοῦ εἶπε μία πολὺ παράξενη σκέψη του—αὐτὸ πιὰ ἔγινε λίγο πρὶν φύγω—μοῦ εἶπε πὼς βεβαιώθηκε ἀπόλυτα πὼς καὶ γὼ ὁ ἴδιος εἶμαι ἕνα παιδί, δηλαδὴ ὁλότελα παιδί, πὼς μονάχα στὸ μπόι καὶ στὸ πρόσωπο μοιάζω μὲ ἄντρα μὰ στὴν ἀνάπτυξή μου, στὴν ψυχή, στὸ χαρακτήρα, ἴσως-ἴσως καὶ στὸ μυαλό, δὲν ἔχω ἐνηλικιωθεῖ καὶ θὰ μείνω ἔτσι ἔστω κι ἂν ζήσω ἑξῆντα χρόνια.

Ἐγὼ γέλασα τότε μὲ τὴν καρδιά μου: εἶναι φανερὸ πὼς ἔχει ἄδικο: γιατί, τί σόι μικρὸ παιδὶ εἶμαι γώ; Ἕνα μονάχα εἶναι ἀλήθεια· πραγματικά, δὲ μ’ ἀρέσει νὰ βρίσκουμαι μὲ μεγάλους, μὲ κόσμο, μὲ ἡλικιωμένους—κι αὐτὸ τὸ ‘χω παρατηρήσει ἀπὸ καιρό—δὲ μ’ ἀρέσει γιατί δὲν ξέρω πῶς νὰ φερθῶ μαζί τους. Ὅ,τι κι ἄν μοῦ λένε, ὅσο καλοὶ κι ἂν εἶναι μαζί μου, ἐγὼ πάντοτε, δὲν ξέρω γιατί, στεναχωριέμαι, κι εἶμαι τρομερὰ χαρούμενος ὅταν μπορῶ νὰ τὸ σκάσω καὶ νὰ πάω στοὺς φίλους μου καὶ φίλοι μου ἦταν πάντοτε τὰ παιδιά, μὰ ὄχι γιατί καὶ γὼ ἤμουν μικρὸ παιδί, μὰ ἁπλῶς καὶ μόνο γιατί κάτι μὲ τραβοῦσε κοντά τους.

Ὅταν, στὴν ἀρχὴ ἀκόμα τῆς ζωῆς μου στὸ χωριό—τότε ποὺ πήγαινα μονάχος μου στὸ βουνὸ νὰ μελαγχολήσω—ὅταν, περιδιαβάζοντας μόνος μου, ἄρχισα νὰ τὰ συναντάω καμιὰ φορὰ ἰδιαίτερα τὰ μεσημέρια σὰν σκολάγανε, ὅλο κεῖνο τὸ πολυθόρυβο σμάρι, ὅλα κεῖνα τὰ παιδιὰ ποὺ τρέχανε μὲ τὶς μικρές τους σάκες καὶ τὶς πλάκες, μὲ φωνές, μὲ γέλια, μὲ παιχνίδια, ἔνιωθα τότε μ’ ὅλη μου τὴ ψυχὴ πὼς θέλω νὰ βρεθῶ κοντά τους. Δὲν ξέρω, μὰ ἄρχισα νὰ νιώθω ἕνα ἐξαιρετικὰ δυνατό, ἕνα εὐτυχισμένο συναίσθημα, κάθε φορὰ ποὺ τὰ συναντοῦσα. Σταμάταγα καὶ γελοῦσα ἀπὸ εὐτυχία κοιτάζοντας τὰ μικρὰ ποδαράκια τους ποὺ τρέχαν καὶ πεταλούδιζαν ἀσταμάτητα, τ’ ἀγοράκια καὶ τὰ κοριτσάκια ποὺ τρέχανε μαζί, τὰ γέλια καὶ τὰ δάκρυα (γιατί πολλὰ πρόφταιναν κι ὅλας νὰ τσακωθοῦν, νὰ βάλουν τὰ κλάματα, νὰ ξαναφιλιώσουν καὶ νὰ παίξουν, ὅσο νὰ φτάσουν τρέχοντας ἀπ’ τὸ σχολειὸ στὸ σπίτι) καὶ ξέχναγα τότε ὅλη μου τὴ θλίψη.

Ἀργότερα μάλιστα, ὅλα κεῖνα τὰ τρία χρόνια, μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ καταλάβω πῶς θλίβονται καὶ γιατί θλίβονται οἱ ἄνθρωποι. Εἶχα συνδέσει τὴ μοῖρα μου μὲ τὰ παιδιά.

Δὲ λογαρίαζα ποτὲ ν’ ἀφήσω τὸ χωριό, οὔτε μοῦ πέρασε κἄν ἀπ’ τὸ νοῦ τέτοιο πράμα—πὼς θὰ ξεκινήσω καμιὰ φορὰ καὶ θὰ ‘ρθω ἐδῶ στὴ Ρωσία. Εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς θὰ μείνω γιὰ πάντα ἐκεῖ, εἶδα ὅμως ἐπιτέλους πὼς ὁ Σνάιντερ δὲν μποροῦσε βέβαια νὰ μὲ συντηρεῖ ἐπ’ ἄπειρον κι ἐξάλλου μεσολάβησε καὶ μία ὑπόθεση ποὺ φαίνεται νὰ ‘ναι τόσο σπουδαία ὥστε ὁ Σνάιντερ μοῦ εἶπε ὁ ἴδιος νὰ βιαστῶ καὶ νὰ φεύγω κι ἀπάντησε αὐτὸς ὁ ἴδιος γιὰ λογαριασμό μου. Ἔχω σκοπὸ νὰ ἐξακριβώσω περὶ τίνος ἀκριβῶς πρόκειται καὶ θὰ συμβουλευτῶ κάνα δύο ἀνθρώπους. Μπορεῖ ἡ μοῖρα μου ν’ ἀλλάξει ἐντελῶς, ὅλ’ αὐτὰ ὡστόσο δὲν ἔχουν σημασία κι οὔτε εἶναι τὸ κυριότερο. Τὸ κυριότερο εἶναι πὼς ἀπ’ τὰ τώρα κιόλας ἔχει ἀλλάξει ὅλη μου ἡ ζωή. Ἔχω ἀφήσει πολλὰ κεῖ κάτω, πάρα πολλά. Ὅλα χάθηκαν.

Καθόμουν στὸ βαγόνι καὶ σκεφτόμουν: «Τώρα πάω στοὺς ἀνθρώπους· ἴσως-ἴσως νὰ μὴν ξέρω τίποτα· ὡστόσο ἀρχίζει γιὰ μένα μία καινούργια ζωή». Ἀποφάσισα νὰ ἐκπληρώσω τὴν ἀποστολή μου τίμια καὶ σταθερά. Μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἴσως νὰ πλήξω καὶ νὰ στεναχωρεθῶ. Γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο ἀποφάσισα νὰ ‘μαι μ’ ὅλους εὐγενικὸς κι εἰλικρινής· γιατί βέβαια κανένας δὲ θὰ μοῦ ζητήσει τίποτα περισσότερο. Μπορεῖ καὶ δῶ νὰ μὲ θεωρήσουν μικρὸ παιδί—ἄς μὲ θεωρήσουν!

Ἐπίσης, δὲν ξέρω γιατί, ὅλοι μ’ ἔχουν γιὰ ἠλίθιο· πραγματικά, κάποτε ἤμουν τόσο ἄρρωστος ποὺ ἔμοιαζα, εἶν’ ἀλήθεια, μὲ ἠλίθιο· μὰ τί σόι ἠλίθιος εἶμαι τώρα μιὰ καὶ τὸ καταλαβαίνω ὁ ἴδιος πὼς μὲ θεωροῦν ἠλίθιο; Μπαίνω κάπου καὶ σκέφτουμαι: «Νά, αὐτοὶ μὲ θεωροῦν ἠλίθιο, ὡστόσο ἐγὼ εἶμαι ἔξυπνος καὶ κεῖνοι δὲν τὸ παίρνουν εἴδηση…» Συχνά μοῦ περνάει αὐτὴ ἡ σκέψη.

Ὅταν στὸ Βερολίνο πῆρα ἀπὸ κεῖ κάτω μερικὰ μικρὰ γράμματα ποὺ εἶχαν προφτάσει κι ὅλας νὰ μοῦ γράψουν τὰ παιδιά, τότε μονάχα τὸ κατάλαβα πόσο τ’ ἀγαποῦσα. Σφίγγεται ἡ καρδιά σου σὰν παίρνεις τὸ πρῶτο γράμμα! Πόση ἦταν ἡ θλίψη τους σὰν μ’ ἀποχαιρετοῦσαν!

Ἕνα μήνα πρὶν φύγω, εἶχαν ἀρχίσει κιόλας νὰ μὲ κατευοδώνουν: «Leon s’ en va, Leon s’ en va pour toujours» («Ὁ Λεὸν φεύγει, ὁ Λεὸν φεύγει γιὰ πάντα!») Κάθε βράδυ μαζευόμασταν σὰν καὶ πρῶτα κοντὰ στὸν καταρράχτη κι ὅλο μιλάγαμε γιὰ τὸ πῶς θὰ χωρίσουμε. Ὧρες-ὧρες, ἦταν τὸ ἴδιο εὔθυμα ὅπως καὶ πρὶν μονάχα σὰ χωρίζαμε γιὰ νὰ πᾶμε γιὰ ὕπνο, τὰ παιδιὰ ἄρχιζαν νὰ μ’ ἀγκαλιάζουν δυνατὰ καὶ θερμά, πράμα ποὺ δὲ συνέβαινε πρίν. Μερικὰ ἔρχονταν γιὰ μία στιγμὴ καὶ μὲ βλέπανε κρυφά, ἕνα-ἕνα, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μ’ ἀγκαλιάσουν καὶ νὰ μὲ φιλήσουν σὰ θὰ ‘μασταν μόνοι, ὄχι μπροστὰ στοὺς ἄλλους.

Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα νὰ φύγω, ὅλα τὰ παιδιά, ὅλα μαζεμένα, μὲ ξεπροβόδισαν ὥς τὸ σταθμό. Ὁ σιδηροδρομικὸς σταθμὸς ἦταν κάπου ἕνα βέρστι μακριὰ ἀπ’ τὸ χωριό μας. Συγκρατιόνταν γιὰ νὰ μὴν κλάψουν, ἦταν ὅμως πολλὰ παιδιὰ ποὺ δὲν τὰ καταφέρανε νὰ κρατήσουν τὰ δάκρυά τους καὶ κλαίγανε δυνατά, ἰδιαίτερα τὰ κοριτσάκια. Βιαζόμασταν γιὰ νὰ μὴν ἀργήσουμε, ἦταν ὅμως καὶ παιδιὰ ποὺ ξέφευγαν ξάφνου ἀπ’ τὸ σμάρι τους κι ὀρμάγανε σὲ μένα, ἐκεῖ καταμεσὶς τοῦ δρόμου, καὶ μ’ ἀγκάλιαζαν μὲ τὰ μικρά τους τὰ χεράκια καὶ μὲ φιλοῦσαν καὶ μᾶς καθυστεροῦσαν ὅλους· καὶ μεῖς, μόλο ποὺ βιαζόμασταν, ὅλο καὶ σταματάγαμε ὡστόσο καὶ περιμέναμε ὥσπου νὰ μ’ ἀποχαιρετήσουν.

Ὅταν ἔκατσα στὸ βαγόνι καὶ τὸ τρένο ξεκίνησε, ὅλα τὰ παιδιά μου φωνάζανε «ζήτω!» καὶ πολλὴν ὥρα στέκονταν ἐκεῖ, ὥσπου πιὰ χάθηκε ἀπ’ τὰ μάτια τους τὸ τρένο. Καὶ γὼ ἐπίσης τὰ κοίταζα…

Ἀκοῦστε, ὅταν πρωτομπῆκα δῶ μέσα καὶ κοίταξα τ’ ἀξιαγάπητα πρόσωπα σας— πρέπει νὰ ξέρετε πὼς τώρα κοιτάζω μὲ μεγάλη προσοχὴ τὰ προσωπα—κι ἄκουσα τὰ πρῶτα σας λόγια, ἔνιωσα γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τότε νὰ ξαλαφρώνει ἡ ψυχή μου. Πρὶν ἀπὸ λίγο σκέφτηκα μάλιστα πὼς ἴσως καὶ στ’ ἀλήθεια νὰ ‘μαι ἀπ’ τοὺς τυχερούς: γιατί τὸ ξέρω πὼς δὲν εἶναι καὶ τόσο εὔκολο νὰ συναντήσει κανεὶς ἀνθρώπους ποὺ νὰ τοὺς ἀγαπήσει ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμή, ἐνῶ ἐγώ, μόλις βγῆκα ἀπ’ τὸ βαγόνι, σᾶς συνάντησα. Τὸ ξέρω πολὺ καλὰ πὼς εἶναι ντροπὴ νὰ μιλάει κανεὶς γιὰ τὰ αἰσθήματά του ἔτσι μπροστὰ σ’ ὅλους, νὰ ὅμως ποὺ ἐσᾶς, σᾶς λέω τί νιώθω καὶ δὲ ντρέπομαι. Δύσκολα κάνω παρέα μ’ ἀνθρώπους κι ἴσως ἀργήσω νὰ σᾶς ξαναεπισκεφτῶ. Μὴν τὸ πάρετε ἀπὸ κακό: Δὲν τὸ ‘πα γιατί δὲν ἐκτιμῶ τὴ φιλία σας, καὶ μὴ νομίσετε πὼς εἶμαι γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο πειραγμένος.

Μὲ ρωτήσατε γιὰ τὰ πρόσωπά σας καὶ θέλατε νὰ σᾶς πῶ τί παρατήρησα, θὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ μεγάλη μου εὐχαρίστηση. Ἐσεῖς, Ἀδελαΐδα Ἰβάνοβνα, ἔχετε ἕνα εὐτυχισμένο πρόσωπο, κι ἀπ’ τὰ τρία πρόσωπα τὸ πιὸ συμπαθητικό. Ἐκτὸς ἀπ’ τὸ ὅτι εἶστε πολὺ ὄμορφη, σᾶς κοιτάει κανεὶς καὶ σκέφτεται: «Τὸ πρόσωπό της εἶναι σὰν τὸ πρόσωπο μιᾶς καλόκαρδης ἀδερφῆς». Πλησιάζετε τὰ πράματα ἁπλὰ κι εὔθυμα, ξέρετε ὅμως νὰ γνωρίζετε γρήγορα τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι τὸ βλέπω ἐγὼ τὸ πρόσωπό σας. Καὶ τὸ δικό σας πρόσωπο, Ἀλεξάνδρα Ἰβάνοβνα, εἶν’ ἐπίσης ὑπέροχο καὶ πολὺ ἀξιαγάπητο, δὲν ἀποκλείεται ὅμως νὰ ‘χετε κάποια κρυφὴ θλίψη· ἡ ψυχή σας, χωρὶς ἀμφιβολία, εἶναι ἀγαθότατη, δὲν εἶστε ὅμως εὔθυμη. Τὸ πρόσωπό σας ἔχει ἕνα ὕφος ποὺ μοιάζει μὲ τὴ Μαντόνα τοῦ Χολμπάιν στὴ Δρέσδη.

Αὐτὰ λοιπὸν γιὰ τὰ πρόσωπά σας· μάντεψα καλά: Γιατί σεῖς οἱ ἴδιες μ’ ἔχετε γιὰ ἄνθρωπο ποὺ ξέρει νὰ μαντεύει. Γιὰ τὸ δικό σας πρόσωπο ὅμως, Λιζαβέτα Προκόφιεβνα,—γύρισε ξάφνου στὴ στρατηγίνα,—γιὰ τὸ δικό σας πρόσωπο ὄχι μονάχα μῦυ φαίνεται, μὰ εἶμαι ἀπόλυτα σίγουρος πὼς εἴσαστε ἐντελῶς παιδὶ σ’ ὅλα, σ’ ὅλα, σ’ ὅλα τὰ καλὰ καὶ σ’ ὅλα τὰ κακά, παρὰ τὴν ἡλικία σας. Δὲν πιστεύω νὰ μοῦ θυμώνετε ποῦ σᾶς τὰ λέω αὐτά, ἔτσι δὲν εἶναι; Ξέρετε πόσο τὰ ἐκτιμάω τὰ παιδιά. Μὴ νομίσετε πὼς σᾶς τὰ εἶπα ὅλ’ αὐτὰ τὰ σχετικὰ μὲ τὰ πρόσωπά σας ἀπὸ ἀφέλεια: ὤ, ὄχι, κάθε ἄλλο! Δὲν ἀποκλείεται νὰ ‘χα καὶ γὼ τὸ σκοπό μου.

Από το έργο: Ἠλίθιος, του Fyodor Dostoyefsky. Εκδόσεις Γκοβόστη, μετ. Ἄρη Ἀλεξάνδρου

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Αγία Ζώνη.gr: 23 Σεπτεμβρίου 2018

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.