Ο Γεροθανάσης φοβάται μη δακρύση – ο γυρισμός – έπειτα απο χρόνια – Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Ο Γεροθανάσης φοβάται μη δακρύση.

Ο Γεροθανάσης περπατεί έξω από την καλύβα του μιλώντας με τον Αντρέα, το Φάνη και το Δήμο. Φαίνεται πως έχουν σοβαρή κουβέντα.
Ο Γεροθανάσης έχει κατεβάσει τα κάτασπρα χοντρά φρύδια του. Το γαλανό μάτι του φαίνεται αγριεμένο.
«Τί λέτε, παιδιά μου;» φωνάζει. «Τ’ είν’ αυτά που λέτε;».
-«Μα είναι καμωμένος για γράμματα, Μπάρμπα Θανάση. Άφησέ τον».
-«Να πάρη τα μάτια του δηλαδή και να φύγη από δω το παιδί;».
-«Ναι, να πάη σ’ όλο το δημοτικό».
-«Σ’ όλο το δημοτικό; Μα τί; Σοφό θα τον κάμω;».

Για το Λάμπρο βέβαια μιλούν. Τα παιδιά θέλουν να τον πάρουν μαζί τους στο σχολείο, να καθίση χρόνια και να μάθη τα γράμματα καλά. Γιατί να μείνη τσοπάνης;
Ήρθαν και παρακάλεσαν τον παππού του να τον αφήση. Μα ο παππούς αγρίεψε. Τότε ο Δημητράκης ξετύλιξε το τετράδιο του Λάμπρου.
«Κοίταξε, παππούλη, είπε, πως έμαθε και γράφει. Εικοσιπέντε μέρες έχει που άρχισε την άλφα. Και όμως να που έφτασε».
-«Τ’ είν’ αυτά;» είπε ο παππούς. «Γράμματα;».
-«Ναι, είναι γράψιμο του Λάμπρου˙ αυτά εδώ στο τέλος τα έχει γράψει μοναχός του, με το χέρι του και με το νου του».

Ο Γεροθανάσης σήκωσε το κεφάλι, διώρθωσε τ’ άσπρα φρύδια του και πήρε το τετράδιο στα χέρια. Το κοίταξε ανάποδα. Από σεβασμό όμως τα παιδιά έκαμαν πως δεν το κατάλαβαν.
Ώρα πολλή το κοίταζε. Και θαύμαζε από μέσα του, πως έχει εγγόνι που κατώρθωσε να βάλη όλα εκείνα τα γράμματα στη γραμμή.
«Τί λέει εδώ;» ρώτησε.
Ο Δημητράκης πήρε το τετράδιο και του διάβασε αυτά τα λόγια, που ο Λάμπρος τα είχε γράψει μόνος του με γράμματα μεγάλα ίσαμε φασόλια.
«Την Κυριακή παντρέψαμε την Αφρόδω μας με τραγούδια και βιολιά˙ και τη δώσαμε του Γιάννη απ’ το Περιστέρι˙ και μας φίλησε κι έφυγε».
Ο Γεροθανάσης δεν ήθελε να μιλήση άλλο.
«Να πάτε τώρα στο καλό, παιδιά, είπε, θα τα πω με τον κυρ Στέφανο. Νάτος, έρχεται».

Τα τρία παιδιά έφυγαν. Ο κυρ Στέφανος που ήρθε είχε κι αυτός την ίδια ιδέα.
«Μια που το εγγόνι σου παίρνει έτσι τα γράμματα, είπε, κι έχει όρεξη γι’ αυτά, πρέπει να τ’ αποφασίσης.
»Εκεί κάτω θα τον προσέχωμε όλοι το Λάμπρο. Στείλε τον στο σκολειό, πέντε, δέκα χρόνια, να μάθη να γράφη, να λογαριάζη, να διαβάζη τα βιβλία. Τί θα κερδίσης μ’ ένα τσοπάνη παραπάνω;».
-«Το σωστό είναι σωστό» είπε ο Γεροθανάσης. «Εδώ απάνω θα μείνη βλάχος σαν εμάς. Καλό ήταν να βγάλουν και τα Θανασαίικα ένα γραμματικό……
»Μα το βρίσκεις πάλι σωστό, κυρ Στέφανε, να μου φύγουν δυο εγγόνια σε μια βδομάδα;».
Και το γαλανό μάτι του φάνηκε σα να θόλωσε.
Ο Γεροθανάσης συνηθίζει να λέη, πως ο άντρας πρέπει ν’ αρπάζη τη λύπη του καθώς το αγριεμένο άλογο˙ απ’ το γκέμι. Λοιπόν τώρα δα τινάχτηκε λίγο, από το φόβο μην πάρη την ντροπή και δακρύση.
Ο γυρισμός.
Ήρθε η ώρα του γυρισμού.
Στρογγυλά σύννεφα στέκουν απάνω από τα βουνά. Από τη γη ανεβαίνει φθινοπωρινή ευωδιά. Σε λίγο θα έρθουν οι βροχές.
Από χτες ετοιμάζονται. Φτιάνουν δέματα, ράβουν με τις σακοράφες τα πράματα μέσα σε μεγάλους σάκους, συγυρίζονται. Οι αγωγιάτες με τα μουλάρια ήρθαν από χτες το βράδυ και περιμένουν.
Σήμερα το πρωί τα παιδιά φόρτωσαν. Όταν είδαν τις καλύβες άδειες, ένιωσαν κάποια λύπη. Έρχονταν στην πόρτα, τις κοίταζαν και συλλογίζονταν πως εκεί μέσα έζησαν πολύν καιρό.
Έφτασε η ώρα που θα χωριστούν τις φτωχικές τους κατοικίες. Τους κοίταζαν θαρρείς και κείνες σαν άνθρωποι.
Να τους τώρα με τα ραβδιά τους, με τα παγούρια τους, με τα σακούλια τους, όπως είχαν έρθει.
«Έτοιμοι, παιδιά;» φωνάζει ο κυρ Στέφανος.
-«Έτοιμοι!»
-«Έχε γεια και πάλι, Μπαρμπαθανάση!»
Ο Γεροθανάσης σηκώνει το χέρι του, κάνει τρεις μεγάλους σταυρούς και λέει:
«Να πάτε στο καλό, να πάτε στην ευχή του Θεού και των Αγίων Αποστόλων».
Έπειτα σκύβει στο Λάμπρο: «Λάμπρο, έχε την ευχή μου, κι άκου τι θα σου πω: Να γίνης καλός άνθρωπος. Νάχης τιμή και να κρατάς το λόγο σου».
Ο Λάμπρος φίλησε το χέρι του παππού και ξεκίνησε με τ’ άλλα παιδιά βιαστικός, για να μη χάση καιρό. Ο παππούς γύρισε και κοίταξε αλλού. Το μάτι του αυτή τη στιγμή δεν ξέρομε αν έμεινε στεγνό.
Οι μικροί ταξιδιώτες που κατεβαίνουν από το Χλωρό, δεν είναι οι ίδιοι που είχαν ανεβή εδώ κι ενάμισυ μήνα.
Αυτοί εδώ έχουν ωραίο χρώμα στο πρόσωπο και είναι πολύ πιο δυνατοί από κείνους.
Είδαν τη μεγάλη πλάση, που εκείνοι δεν την ήξεραν, και μέσα σ’ αυτή έζησαν μονάχοι τους μέρες και νύχτες.
Είδαν το βουνό, βράχηκαν στα ποτάμια που βροντούν, πάτησαν τους στοιχειωμένους βράχους, κι έμαθαν να κινδυνεύουν ο ένας για τον άλλον.
Ο Φάνης που είχε έρθει τότε, ήταν λυπημένος και λιγόψυχος. Ο Φάνης που γυρίζει τώρα, έχει γερή και άφοβη ψυχή.
Ο Αντρέας στο σχολείο ήταν ένα παιδί. Στο βουνό νίκησε τις δυσκολίες και κυβέρνησε τους άλλους.
Έπειτα από χρόνια.
Όσοι από τους παλαιούς θυμούνται αυτή την ιστορία, μας είπαν πως εκεί στη χώρα φάνηκε έπειτα από χρόνια ένας δάσκαλος, που άφησε όνομα.
Έπαιρνε τα παιδιά και τα δίδασκε κάτω από τα δέντρα.
Όταν δεν ήταν βαρυχειμωνιά, είχαν για σχολείο πότε έναν πεύκο, πότε έναν πλάτανο.
Έπαιρναν το βιβλίο τους και διάβαζαν μαζί του απάνω στους λόφους, στον ήλιο και στον αέρα.
Από κει τους έδειχνε τους γύρω τόπους, τη γη, τον ουρανό, τα πλάσματα όλα. Τους πήγαινε κοντά στις αγελάδες, στα πρόβατα, στα γίδια, στις κότες για να μάθουν πως ζούνε.
Τους μάθαινε τη ζωή των δέντρων, των πουλιών και των εντόμων. Όταν ήταν καθαρή αστροφεγγιά, τους έδειχνε από ένα ύψωμα και τους ωνόμαζε τ’ άστρα.
Τους μάθαινε να γράφουν όσα έβλεπαν στον κόσμο κι όσα είχαν στο νου και στην ψυχή τους.
Το δάσκαλο αυτό τον έλεγαν Λάμπρο.
Όσο για τον Γκέκα δεν ξέρομε τι απόγινε. Σπάνια μαθαίνουν οι άνθρπωοι την ιστορία των σκύλων.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.