«Μεγάλη υποχρέωση αισθάνομαι στον πατέρα Αρσένιο τον Καππαδόκη» – Αγίου Παισίου του Αγιορείτου.

Ελεγε ο Αγιος Παϊσιος:

«Μεγάλη υποχρέωση αισθάνομαι στον Πατέρα Αρσένιο, τόσο για τ’ όνομα του που μούδωσε μαζί με τις άγιες του ευχές στην κολυμβήθρα, όσο και αργότερα, μικρός, που θήλαζα στα λίγα του βιβλία, που διέσωζε ο γερο‐Πρόδρομος ο Κορτσινόγλου (του Χατζητσινή). Έλεγε ο Πατήρ ο ΑΓΙΟς ΑΡΣΕΝΙΟΣ , πριν ακόμη γίνη η Ανταλλαγή:

«Όταν θα πάμε στην Ελλάδα, το χωριό μας θα σπαρή σε πολλά μέρη της, θα γίνη γαρμάν–τσορδάν (φύρδην–μίγδην)»· όπως επίσης έλεγε και για τον εαυτό του: «Εγώ θα ζήσω μόνο σαράντα ημέρες στην Ελλάδα και θα πεθάνω σ’ ένα Νησί».

Πράγματι έτσι και έγιναν όλα· και το χωριό μας έκανε τέτοιο σκόρπισμα, που πολλοί συγγενείς ακόμη ούτε γνωρίζονται ούτε και ξέρουν ο ένας για τον άλλον, εάν ζη ή συγχωρέθηκε.

Έχοντας λοιπόν όλα αυτά υπ’ όψη μου, αποφάσισα να πάω μόνος μου στην Κέρκυρα, για να κάνω την εκταφή και ανακομιδή του. Δεν γνωρίζω όμως, εάν η ευλάβεια μου ήταν περισσότερη ή η αναίδεια μου. Σε όλο μου το ταξίδι είχα και λογισμούς: «Σε περίπτωση που βρω το Λείψανο του ολόκληρο, τι να κάνω;» ‐ διότι αδύνατο τότε να μ’ αφήσουν οι Κερκυραίοι να το πάρω. Το ότι θα το εύρισκα ήμουν σίγουρος, διότι το 1945 είχαν βρει τον τάφο του Πατρός τα αδέλφια μου και μου έστειλαν χώμα από τον τάφο του, το οποίο ρίξαμε επάνω σ’ ένα συγχωριανό μας, που είχε βγη άλειωτος, και μετά έλειωσε. (Μου είχε πει ο Πρόδρομος να το κάνω αυτό, καθώς και την αιτία, που δεν είχε λειώσει προηγουμένως ο συγχωριανός μας).

Φθάνω λοιπόν στην Κέρκυρα τον Οκτώβριο του 1958, και εκεί συνέχεια βροχές. Ο Ιερεύς του Κοιμητηρίου μου είπε ή να πάω ξανά άλλη εποχή ή να παραμείνω μέχρι να σταματήσουν οι βροχές. Του είπα: «Θα έρθω αύριο το πρωί στο Κοιμητήρι και ο Πατήρ θα βοηθήση». Την επομένη το πρωί ξεκίνησα με κατακλυσμό, αλλά μόλις έφθασα στο Κοιμητήρι, έπαψε αμέσως η δυνατή εκείνη βροχή και βγήκε και ο ήλιος. Έγινε με καλωσύνη η εκταφή του, διάβασε και το Τρισάγιο ο Ιερεύς, και φεύγοντας με τα Λείψανα, άρχισε πάλι η δυνατή βροχή να συνεχίζη. Ο Ιερεύς τότε μου είπε: «Ο Πατήρ έκανε το θαύμα του».

Έφθασα μετά στο ξενοδοχείο. Τοποθέτησα τα Λείψανα στο μαξιλάρι μου και άνοιξα το καπάκι της βαλίτσας, που τα είχα μέσα, για να τα βλέπω, και γονατιστός προσευχόμουν. Όταν είχε νυχτώσει πια, άναψα το φως, για να τα βλέπω και στην συνέχεια της νυκτός και να προσεύχωμαι. Στις εννέα με δέκα η ώρα το βράδυ (ώρα κοσμική), ενώ προσευχόμουν γονατιστός, άκουσα μια φωνή άγρια να μενα μου λέγη: «Τι Λείψανα είναι αυτά»; και μια δύναμη ένιωσα να ορμάη επάνω μου, χωρίς να βλέπω ολόκληρο σώμα· δυο χέρια μαύρα και άγρια να με σφίγγουν γερά, για να με πνίξουν. Εκείνη την στιγμή που κινδύνεψα, δεν ξέρω πώς μου ήρθε, φώναξα δυνατά: «Άγιε Αρσένιε βοήθησε με!». Αμέσως τότε ένιωσα μια άλλη δύναμη, ενός αθλητού, να αρπάζη εκείνα τα φοβερά χέρια και να τα πετάη πέρα και να με ελευθερώνη. Η καρδιά μου πια τότε χτυπούσε γλυκά, και συνέχισα την προσευχή μου με ευλάβεια περισσότερη προς τον Πατέρα Αρσένιο, και την επομένη έφυγα για την Κόνιτσα με τα Λείψανα του.

Το γεγονός αυτό το είχα πη τότε μόνο σε δύο άτομα πνευματικά, διότι φοβήθηκα μήπως το μάθουν περισσότεροι και οι γυναίκες από αδιάκριτη ευλάβεια μετά πλέξουν και παραμύθια.»

Απο το βιβλιο Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης.

Ακούστε και «κατεβάστε» από εδώ το βιβλίο: Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης – Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου.mp3

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.