Ο Αρχοντας της Ειρήνης – π. Δημητρίου Μπόκου.

«….και συμβοσκηθήσεται λύκος μετά αρνός,
και πάρδαλις συναναπαύσεται ερίφω,
και μοσχάριον και ταύρος και λέων και βους και άρκος άμα βοσκηθήσονται,
και παιδίον μικρόν άξει αυτούς»
(Ησ. 11, 6-7)
Η χρυσή πύλη έκλεισε πίσω τους και το νεαρό αντρόγυνο αντίκρυσε για πρώτη φορά μια χώρα διαφορετική που απλωνόταν απέραντη μπροστά τους.
– Δεν είναι και τόσο τραγικά! είπε η γυναίκα προσπαθώντας να δώσει έναν τόνο αισιοδοξίας στη φωνή της.
Μα δεν απόσωσε τα λόγια της όταν ένας φοβερός βρυχηθμός έσπασε τη σιγαλιά της καταπράσινης κοιλάδας. Η ειδυλλιακή εικόνα του όμορφου δειλινού θρυμματίστηκε βίαια. Η ευκίνητη στικτή λεοπάρδαλη κοντοστάθηκε. Το πυρόξανθο ερίφιο του αίγαγρου, που αεικίνητο στριφογύριζε γύρω της παίζοντας με την ουρά της, στύλωσε τα λεπτά πόδια του με απορία. Ανάμεσα στα ψηλά χόρτα η αντιλόπη αναπήδησε ξαφνιασμένη. Το μεγάλο ελάφι, υψώνοντας τα κλαδωτά του κέρατα, σάρωσε βιαστικά με ανήσυχη ματιά τον περίγυρο. Ο μικρός σκίουρος με έκδηλη περιέργεια πρόβαλε απ’ την κουφάλα του δέντρου. Η τεράστια αρκούδα υψώθηκε στα πίσω της πόδια για να δει καλύτερα, ενώ το μοσχάρι απορημένο σταμάτησε να μασουλάει το χορτάρι του.
Όλων τα βλέμματα στράφηκαν στον ψηλό βράχο που δέσποζε στο μεγάλο πλάτωμα στη μέση του δάσους. Στην κορφή του διαγραφόταν επιβλητική, μεγαλόπρεπη μέσα στο φόντο του ουρανού η σιλουέτα του μεγάλου λιονταριού. Η πλούσια χαίτη του ανέμιζε στον σιγανό άνεμο. Ανοιγοκλείνοντας αργά τα τρομερά του σαγόνια, βρυχήθηκε ξανά δυνατά.
Το νεαρό αντρόγυνο σταμάτησε. Κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι μεταξύ τους.
– Τι ήταν αυτό; αναρωτήθηκαν οι ματιές τους.
Η γυναίκα στρέφοντας παραξενεμένη το κεφάλι της κοίταξε με απορία τον βασιλιά των ζώων, σαν να ’θελε να πει:
– Τι σου συμβαίνει;
Ήταν η πρώτη φορά που ο ήχος της τρομερής του κραυγής αντιλαλούσε στη μεγάλη κοιλάδα. Και ξαφνικά φάνηκαν τα πάντα ν’ αλλάζουν. Τα φύλλα των δέντρων τρεμούλιασαν. Ένα ρίγος ανησυχίας διαπέρασε το δάσος ολόκληρο. Ανήσυχος ο άντρας έπιασε το χέρι της νεαρής γυναίκας, καθώς εκείνη έκανε να κινηθεί προς το λιοντάρι.
– Στάσου! της είπε επιτακτικά. Κάτι τρέχει εδώ. Μην πλησιάζεις. Δεν είναι το λιοντάρι που ξέραμε. Πρώτη φορά το βλέπω αγριεμένο.
– Πράγματι, απάντησε η γυναίκα. Κάτι έχει αλλάξει. Τι όμως και γιατί; Εκείνο δεν αγρίευε ποτέ.
Είχε παίξει με το λιοντάρι πολλές φορές. Είχε χώσει το πρόσωπό της μέσα στην πλούσια χαίτη του και το είχε χαϊδέψει απαλά, ενώ εκείνο αναπαυόταν ξαπλωμένο σαν χαδιάρικη γάτα στα πόδια της.
Μα τώρα;
Το λιοντάρι χαμήλωσε το κεφάλι και, παρά τον τεράστιο όγκο του, πήδησε ανάλαφρα κάτω απ’ τον βράχο, στο χώμα. Περπάτησε γρήγορα μέσα στο ξέφωτο. Για πρώτη φορά, κανένα ζώο δεν τόλμησε να το πλησιάσει. Η γυναίκα όμως ξέφυγε απ’ το χέρι του άντρα της και έκανε να τρέξει προς το μέρος του. Ατενίζοντάς την το λιοντάρι στάθηκε προς στιγμήν αμήχανο. Θυμόταν κάτι από τα τρυφερά χάδια της; Μα γρήγορα τίναξε ψηλά την ατίθαση χαίτη του και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος της. Μετά από μια στιγμή αμφιβολίας, η γυναίκα πισωπάτησε φοβισμένη. Όχι, δεν ήταν το λιοντάρι που ήξερε αυτό. Κάτι άλλαξε μεταξύ τους.
Το νεαρό αντρόγυνο στράφηκε προς την πύλη. Μα ήταν ήδη κλειστή. Ένας φύλακας με πολύ παράξενη εμφάνιση στεκόταν κιόλας μπροστά της. Η μεγαλόπρεπη κορμοστασιά του άστραφτε. Η όψη του, πολυόμματη, σάρωνε τα πάντα και «φλογίνη ρομφαία στρεφομένη» παλλόταν στο χέρι του. Κατάλαβαν πως δεν μπορούσαν να περάσουν ξανά στον παλιό τους γνώριμο κόσμο. Η θέα του πύρινου σπαθιού τους καθήλωνε. Μα καθηλώθηκε μπροστά του και το λιοντάρι. Έκοψε απότομα τη φόρα του και στάθηκε ακίνητο.
– Ως εδώ! το πρόσταξε αυστηρά ο αιθέριος φρουρός. Μάθε τα όριά σου. Και σεις προσέχετε στο εξής, αγαπητοί μου! προειδοποίησε το νεαρό αντρόγυνο. Οι όροι του παιχνιδιού έχουν ήδη αλλάξει. Δυστυχώς για σας, η χάρη έφυγε από πάνω σας. Την απορρίψατε. Μαζί με σας έφυγε και από τη φύση. Από τώρα «συστενάζει και συνωδίνει» κι αυτή μαζί σας. Τη φέρατε στη δική σας κατάσταση. Δεν σας αναγνωρίζει πια. Δεν θα σας υπακούει. Την κάνατε ανταγωνιστή σας. Θα χρειαστείτε πολύν κόπο για να την υποτάξετε. Ο καιρός της ειρήνης πέρασε.
Το νεαρό αντρόγυνο κατάλαβε. Ο παραμυθένιος κόσμος που ήξεραν μέχρι τότε, έκλεισε οριστικά πίσω τους. Τα υπέροχα χρόνια της χρυσής τους νιότης είχαν περάσει. Η εποχή της εδεμικής αθωότητας έσβησε. Ένας κόσμος διαφορετικός, εχθρικός, αφιλόξενος, ανταγωνιστικός, αναδυόταν μπροστά τους. Κι αυτοί τον υποδέχονταν γυμνοί, χωρίς τον παραδεισένιο πλούτο που τους έντυνε. Ιοβόλο φίδι, η αφόρητη θλίψη δάγκωσε ύπουλα την καρδιά τους, καθώς ήλθαν «εις επίγνωσιν» της νέας ζοφερής τους κατάστασης.
Το λιοντάρι γύρισε και απομακρύνθηκε γρήγορα. Ρίχτηκε με ορμή στη ζωηρή αντιλόπη. Βλέποντας τη φονική λάμψη στο βλέμμα του εκείνη, ένοιωσε αμέσως την απειλή. Η καρδιά της για πρώτη φορά χτύπησε δυνατά. Το ένστικτό της σήμανε συναγερμό. Ο φόβος, άγνωστο μέχρι τότε αίσθημα, τρύπωσε μέσα της για να μείνει για πάντα εκεί. Η στικτή λεοπάρδαλη έδειξε τα κοφτερά δόντια της και γρυλίζοντας απειλητικά στράφηκε προς το ερίφιο. Θα ήταν στο εξής παν(των) θηρ(ευτής), ο φοβερός πάνθηρας. Η μεγάλη αρκούδα βρυχήθηκε δυνατά και το βλέμμα της καρφώθηκε στο τρυφερό μοσχάρι που έβοσκε παραπέρα. Ο λύκος στράφηκε με άγριες διαθέσεις στον τροφαντό αμνό, που έπαιζε στο πράσινο λιβάδι.
Το νεαρό αντρόγυνο έστρεψε τα μάτια πίσω ξανά. Μα η χρυσή πύλη είχε τώρα χαθεί. Μαζί και ο παράξενος φρουρός της. Κάθε πρόσβαση προς τον πρωτινό παραδεισένιο κόσμο τους είχε πλέον χαθεί.
Ο σκίουρος, σχετικά ασφαλής στην κουφάλα του δέντρου, τα είδε όλα από ψηλά. Κούνησε με βαθειά στενοχώρια τη φουντωτή ουρά του. Ήταν γεγονός. Ένας πόλεμος είχε αρχίσει. Σκληρός, εξοντωτικός, αδυσώπητος και προπαντός μακρύς, ατελείωτα μακρύς.
Πέρασαν χρόνια δίσεκτα χιλιάδες από τότε. Απέραντοι αιώνες ποτισμένοι στο αίμα, στο δάκρυ και στον πόνο. Το νεαρό αντρόγυνο δοκιμάστηκε σκληρά στην κοιλάδα του μόχθου, αφήνοντας πίσω του «υιούς και θυγατέρας» να παλεύουν σε μια θανατερή, αξημέρωτη, ζοφερή κι ασέληνη νύχτα.
Ώσπου μια νύχτα κάποτε…
Το μεγάλο λιοντάρι βρισκόταν αποβραδίς καθισμένο στην κορφή του βράχου με τα μάτια του στυλωμένα στα ύψη του ουρανού. Κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε εκεί. Τα ουράνια λαμπύριζαν με μια γλυκειά αστροφεγγιά που έριχνε την απαλή φεγγοβολή της απ’ άκρη σ’ άκρη στη γη. Μα δεν ήταν λάμψη από τ’ αμέτρητα άστρα που σπίθιζαν στο βάθος του σκοτεινού απείρου αυτή. Ένας μοναδικός καινούργιος αστέρας φαινόταν να ανατέλλει στο στερέωμα. Το πρωτόγνωρο φέγγος του απλωνόταν σβήνοντας κάθε άλλη μαρμαρυγή.
Το μεγάλο δάσος βρισκόταν ολόκληρο σε αναταραχή. Ο στικτός πάνθηρας ήρθε και στάθηκε αντικρυστά, απέναντι στο μεγάλο λιοντάρι. Όλα τα ζώα ήταν ανήσυχα. Το αλάνθαστο ένστικτό τους είχε αφυπνισθεί. Σιγανά γρυλίσματα συνόδευαν την ανησυχία τους. Ο αγέρας χωνόταν ανάμεσα στ’ ασημένια φύλλα ηχώντας παράξενα. Κάτι μυστήριο έκρυβε η νύχτα αυτή.
Χαμηλά στο βάθος, αρκετά μακριά, φάνηκε τότε μια μικρή συντροφιά. Ένα ταπεινό ονάριο ανηφόριζε αργά προς το ξέφωτο. Καθισμένη στη ράχη του μια νεαρή γυναίκα, τρυφερή κόρη ακόμα, έσφιγγε απαλά στην αγκαλιά της το νεογέννητο βρέφος της. Δίπλα τους πεζοπορούσε ένας λευκός γέροντας. Βάδιζαν μες στη νύχτα με το φως του παράξενου άστρου, που ξάνοιγε στο σκοτάδι τον δρόμο τους.
Το μεγάλο λιοντάρι πήδησε ανάλαφρα στα ριζά του βράχου. Ο πάνθηρας ήρθε και μισοξάπλωσε δίπλα του. Πλησίασαν σιγά-σιγά η αρκούδα και ο λύκος. Μα σε λίγο ήρθαν δίπλα τους η αντιλόπη, το ελάφι, το ερίφιο, ο αμνός, ο ταύρος, το μοσχάρι. Η έχθρα τόσων αιώνων φαινόταν να έχει ξεχαστεί. Η αντιλόπη έτριψε τη λεπτή μούρη της στη χαίτη του λιονταριού, το πεταχτό ερίφιο τύλιξε παιχνιδιάρικα στο λαιμό του την ουρά του πάνθηρα, ο αμνός και το μοσχάρι κάθησαν ανάμεσα στον λύκο και την αρκούδα.
Έβλεπαν τη μικρή συνοδία απορημένα. Γιατί όπου περνούσε η παράξενη εκείνη συντροφιά, ο τόπος γέμιζε με μια πρωτόγνωρη μοσχοβολιά. Λουλούδια άνθιζαν δίπλα στα βήματα του οναρίου. Λες και μες στο καταχείμωνο είχε ανοίξει ξαφνικά ένα παράθυρο της άνοιξης. Τα δέντρα αναρριγούσαν και βεργολυγίζονταν στο νυχτερινό παγωμένο αγέρι. Καθώς η μυστηριώδης συνοδία πλησίαζε, οι κορφές τους λύγιζαν γέρνοντας μέχρι το χώμα, σαν να προσκυνούσαν ευλαβικά τους άγνωστους ταξιδευτές. Καθισμένα πλάι-πλάι σε ημικύκλιο θηρία και κτήνη μαζί παρακολουθούσαν σαν μαγεμένα. Ανοιγόκλειναν τα ρουθούνια τους, οσμίζονταν την υπερκόσμια μυρωδιά, το μυστήριο τα είχε καθηλώσει.
Μα πριν ακόμα οι νυχτερινοί ταξιδιώτες φτάσουν στο μικρό ξέφωτο, ένα δυνατό αχολόγημα γέμισε τον αέρα ως πέρα, κουρελιάζοντας τη σιγαλιά της νυχτιάς. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς τη βουή. Μια μικρή στρατιωτική έφιππη φάλαγγα φάνηκε να καλπάζει προς το ξέφωτο. Ο επικεφαλής πρόσταξε να κυκλώσουν αμέσως τη συνοδία.
– Είμαι σίγουρος πως είναι αυτό που ζητάμε! φώναξε θριαμβευτικά.
Οι στρατιώτες ξιφούλκησαν και, καθώς η φάλαγγα ορμούσε απειλητική μπροστά, η κλαγγή των σπαθιών έσμιξε με το παγερό βούισμα του αγέρα. Μα τότε έγινε το αναπάντεχο. Απ’ τα ριζά του βράχου ένας τρομερός βρυχηθμός τράνταξε την κοιμισμένη κοιλάδα. Το μεγάλο λιοντάρι μ’ ένα τεράστιο πήδημα βρέθηκε ανάμεσα στη μικρή συντροφιά και τους έφιππους στρατιώτες, δείχνοντάς τους τα τρομερά δόντια του και γρυλίζοντας δυνατά. Η ομήγυρη των ζώων ακολούθησε πάραυτα τον βασιλιά της. Τα άλογα ξαφνιασμένα πισωπάτησαν. Ο επικεφαλής φρύαξε.
– Τοξότες! ούρλιαξε αλλόφρονα.
Τέσσερις ιππείς αυτοστιγμεί, ελαφρά οπλισμένοι με τόξα, έριξαν τα βέλη τους πάνω στ’ αγρίμια. Οι σαΐτες έσκισαν σφυρίζοντας τον παγωμένο αέρα, μα όταν άγγιξαν τα αγριεμένα θηρία, έπεσαν στη γη σαν να χτύπησαν ατσάλι. Πεισματωμένοι οι τοξότες έριξαν και ξανάριξαν, μα δεν άλλαξε τίποτε. Μόλις άγγιζαν το σώμα των ζώων τα βέλη τους, έπεφταν αμέσως στο χώμα. Ο αρχηγός φρένιασε.
– Επάνω τους! κραύγασε δυνατά. Δεν θα μας ξεφύγουν τώρα!
Μα τα άλογα δεν σάλεψαν καθόλου. Οι αναβάτες τα σπιρούνισαν, μα όσο κι αν τα παρότρυναν, δεν κινήθηκαν ούτε βήμα μπροστά. Ο επικεφαλής ξεπέζεψε μανιασμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Τυφλός μες στην παραφορά του αγνόησε την απειλή των αγριμιών και μ ἕνα παράτολμο σάλτο όρμησε προς το βρέφος που αναπαυόταν στη ζεστή αγκαλιά της νεαρής μητέρας. Ύψωσε απειλητικά το σπαθί του για να το σφάξει, μα τα μάτια του παρευθύς αλλοιθώρησαν από τρόμο και έκπληξη. Μπροστά του δεν έβλεπε πια τη νεαρή κόρη με το βρέφος της. Το γλυκό πονεμένο πρόσωπο της δικής του γυναίκας, με το δικό τους παιδί στην αγκαλιά της, πρόβαλε άξαφνα στα μάτια του. Ο αγαπημένος του γιος άπλωνε προς την ψυχρή λεπίδα τα χεράκια του και του χαμογελούσε γλυκά, σαν να έλεγε:
– Δεν θα με σκότωνες, μπαμπά μου, έτσι δεν είναι; Δεν θέλεις στ’ αλήθεια να το κάνεις αυτό!
Ο σκληροτράχηλος πολεμιστής πέτρωσε απ’ τη σαστιμάρα του. Τα ατσάλινα δάχτυλά του παρέλυσαν, το ψυχρό φονικό μέταλλο έπεσε στη γη. Μα τι γινόταν επιτέλους εδώ; Ποιός έπαιζε παιχνίδια μπρος στα μάτια του; Ποιό ανεξήγητο βαθύ μυστήριο ξετυλιγόταν μπροστά του; Τα γόνατά του λύγισαν, το κορμί του έγειρε, έπεσε στη γη. Θολό το βλέμμα του υψώθηκε ξανά, εναγώνια έψαξε το μονάκριβο παιδί του και την αγαπημένη του σύζυγο. Μα δεν είδε μπρος του παρά την άγνωστη νεαρή μητέρα, με το βρέφος της να αναπαύεται μακάριο στη ζεστή αγκαλιά της.
Καθισμένη στο ταπεινό ονάριο τον κοίταζε με ανέκφραστη συμπόνια. Το βλέμμα της ακτινοβολούσε γλυκειά ζεστασιά. Κι όπως ξεχυνόταν από ψηλά το λαμπερό φέγγος του παράξενου άστρου, ένα φωτεινό υπερκόσμιο τόξο ιρίδιζε ακτινωτά γύρω της, τρεμοπαίζοντας και σκορπίζοντας απαλά χίλια χρώματα στην ψυχρή σκοτεινιά. Μια παρθενική, ανέγγιχτη, δροσερή ομορφιά φαινόταν να ξεπηδάει από το φωτεινό της πρόσωπο. Μα κι εκείνο το θεόμορφο βρέφος της! Έδειχνε μοναδικό. Σαν να μην είχε όμοιό του πάνω στη γη. Σαν να κατέβηκε το δίχως άλλο απ’ τον ουρανό!
Ο τραχύς στρατιώτης έβλεπε εκστατικός. Μια δραστική αλλοίωση είχε συμβεί μέσα του. Ένοιωθε πια πως του ήταν αδύνατο να υψώσει το χέρι του φονικό πάνω στο βρέφος αυτό. Δεν έβλεπε στο πρόσωπό του τον εχθρό που τόσο επιδίωκε να εξοντώσει, μα το μονάκριβο δικό του αγαπημένο παιδί. Και – πράγμα παράξενο! – ένοιωθε το άγνωστο βρέφος πιο δικό του κι απ’ το δικό του παιδί. Κι αυτός βρισκόταν εδώ όχι για να σκοτώσει, μα για να προστατέψει το βρέφος και τη μητέρα του από κάθε επιβουλή. Όπως θα έκανε για το δικό του βρέφος και τη λατρευτή του γυναίκα, αν χρειαζόταν. Η αποστολή του άλλαξε πια. Πέρασε στην υπηρεσία κάποιου άλλου βασιλιά, κι ας μην τον γνώριζε καν. Η καρδιά του είχε σαγηνευτεί απ’ την ουράνια ομορφιά που πλανιόταν γύρω του. Μια πρωτόγνωρη γαλήνη απλώθηκε μέσα του. Κατάλαβε πως ο,τι συνέβαινε τον ξεπερνούσε. Αισθάνθηκε μικρός, ελάχιστος, μπρος στο μικρό εκείνο βρέφος. Φάνταζε τόσο αδύναμο στα χέρια μιας εύθραυστης κόρης. Μα τα πάντα φαινόντουσαν να υποκλίνονται μπρος του.
Και να, που τώρα το τρομερό λιοντάρι και ο στικτός πάνθηρας πλησίασαν. Κάθησαν χάμω, δίπλα στο ταπεινό ονάριο, σιγανά γουργουρίζοντας σαν γατούλες ακίνδυνες. Ο άγριος λύκος έτριψε τη μουσούδα του σαν ήμερο κουτάβι στα πόδια του γέροντα. Όλα τα ζώα περιτριγύρισαν φιλικά τη μικρή συντροφιά. Το νεύμα του μικρού παιδιού, αόρατο μα παντοδύναμο, οδηγούσε λιοντάρι και μοσχάρι μαζί, ταύρο και αρκούδα, λύκο και αρνί, πάρδαλη και ερίφιο. Κυριευμένοι από την αλλόκοσμη ομορφιά του απροσδόκητου μυστηρίου οι στρατιώτες, ξεπέζεψαν αμήχανοι, πλησίασαν διστακτικά, γονάτισαν δίπλα στα θηρία κι αυτοί.
Ο χρόνος έδειχνε να έχει σταματήσει. Στη σκοτεινιά της παγερής κοιλάδας του θανάτου φαινόταν ανοιχτό ένα παράθυρο μιας άλλης κτίσης φωτεινής. Άνθρωποι και ζώα, η επίγεια πλάση ολόκληρη, θύματα και θύτες, παραδομένοι στην αδυσώπητη μανία της έχθρας και του πολέμου για χιλιάδες χρόνια, ξαναβρισκόντουσαν τώρα σ ἕνα αντάμωμα πρωτόφαντης αρχαίας ομορφιάς. Το όραμα του χαμένου βασιλείου της Εδέμ έλαμπε μπρος τους ολοζώντανο. Η χρυσή πύλη του ήταν ξανά ανοιχτή. «Ουκέτι φλογίνη ρομφαία φυλάττει την πύλην της Εδέμ». Το βρέφος προσκαλούσε τους πάντες μυστικά: «Εισάγεσθε πάλιν εις τον Παράδεισον». Μια παλιά προφητεία έπαιρνε σάρκα και οστά. Έβλεπαν ότι «ήγγικεν», ήταν όντως κοντά η εποχή, όπου «συμβοσκηθήσεται λύκος μετά αρνός, και πάρδαλις συναναπαύσεται ερίφω, και μοσχάριον και ταύρος και λέων και βους και άρκος άμα βοσκηθήσονται, και παιδίον μικρόν άξει αυτούς».
Μια μεγάλη συνοδία βάδιζε τώρα αντάμα. Έφτασαν μέχρι τα όρια της χώρας εκείνης. Εκεί σταμάτησαν. Το βρέφος ύψωσε το χέρι του, ένα μικρό χεράκι βρεφικό, μα ικανό να κυβερνάει τα σύμπαντα. Τους ευλόγησε σταυροειδώς. Το μεγάλο λιοντάρι, ο πάνθηρας, η άρκτος, τα θηρία, τα κτήνη, οι άνθρωποι, έσκυψαν και πάλι ταπεινά μπρος στο ονάριο, που κουβαλούσε «παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν». Το μικρό παιδί έφερε τα πάντα «εις ενότητα».
Προσκύνησαν ευλαβικά και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Η εδεμική μαγεία τους είχε μεταμορφώσει. Είχαν εισέλθει για λίγο στον άχρονο και αδιάστατο χωροχρόνο της Βασιλείας του Θεού. Είδαν την ανατολή της πολυπόθητης καινής κτίσης. Ο Άρχοντας της ειρήνης ήταν πλέον ανάμεσά τους. Η αγάπη, η χαρά και η ειρήνη είχαν θέση ξανά πάνω στη γη.
Επιτέλους, για πρώτη φορά διαφαινόταν στην άκρη του τούνελ το τέλος του πολέμου.
Χριστούγεννα 2016

Από την εφημερίδα: «Α ν τ ι υ λ η»

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.