Ἐπιστολή 223-η του Οσίου πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου, στὸν Εὐστάθιο τὸ Σεβαστηνό.

Ἐπιστολή 223

(Ὁ Εὐστάθιος, περίεργος καὶ πολὺ δραστήριος ἄνδρας, ἐπιχείρησε ὑποτυπώδη ὀργάνωση τοῦ μοναχικοῦ βίου στὴν περιοχὴ τοῦ Πόντου, Καππαδοκίας καὶ Ἀρμενίας πρὶν ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ Δ αἰώνα. Συνδέθηκε μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ Βασιλείου καὶ τὸν ἴδιο καὶ λίγο πρὶν τὸ 360 ἔγινε ἐπίσκοπος Σεβαστείας τῆς Μικρῆς Ἀρμενίας. Ὁ Βασίλειος τοῦ ἔδειχνε πολὺ σεβασμό, ἀλλ’ ἐκεῖνος ἦταν ἀσταθὴς καὶ μολονότι συχνὰ προσποιόταν τὸν ὀρθόδοξο, ἦταν ὁμοιουσιανός, πράγμα ποὺ δημιούργησε πολλὲς δυσκολίες στὸ Βασίλειο. Στὴ σύνοδο τῆς Γάγγρας (340 ἡ 343) καταδικάσθηκαν ὑπερβολὲς καὶ παρεκκλίσεις τοῦ μοναχισμοῦ του.)

Ἡ ἐπιστολὴ 223 εἶναι καθαρὰ ἀπολογητική. Γιὰ νὰ δείξει ὁ Βασίλειος τὴν ἀθωότητά του, παραθέτει πλῆθος προσωπικῶν του βιογραφικῶν στοιχείων καὶ δίνει ἐξήγηση τῆς θεολογίας του ποὺ παρερμηνεύεται. Ἔτσι μιλάει γιὰ τὶς σπουδές του, τὴν ὁριστική του στροφὴ στὸν ἀσκητικὸ βίο, τὸ ταξίδι του στὴν Ἀνατολή, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πολλά του κτήματα, τὴ γνωριμία του μὲ τὸν Εὐστάθιο Σεβάστειας καὶ τοὺς μοναχούς του, τὴν ἀπὸ μακρυὰ γνωριμία του μὲ τὸν Ἀπολινάριο (αὐτὸν ποὺ ἔγινε αἱρετικός). Πρὸ παντὸς μιλάει γιὰ τὸ ὅτι αὐτοὶ ποὺ σήμερα τὸν συκοφαντοῦν (ὁ Εὐστάθιος καὶ οἱ μοναχοί του), τὸν ἄκουσαν πάρα πολλὲς φορὲς νὰ συζητεῖ γιὰ τὴν πίστη καὶ ποτὲ δὲν νόμισαν ὅτι κακοδοξοῦσε.

Η ἐξαιρετικὴ θεολογικὴ σημασία τῆς ἐπιστολῆς βρίσκεται στὸ ἑξῆς: ἐπειδὴ τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι νόθευσε τὴν πίστη περὶ Ἁγίου Πνεύματος κυρίως, ἐξηγεῖ ὅτι διακράτει ὅ,τι παρέλαβε, μόνο ποὺ τὸ αὔξησε προσθέτοντας κάτι ποὺ ἔλειπε, κι αὐτὸ ἀνάλογα μὲ τὴν προκοπὴ τῆς γνώσεως τῆς ἀληθείας ποὺ στὸ μεταξύ τοῦ χάρισε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ ἀνάπτυξη τούτη, ἡ αὔξηση στὴ διδασκαλία, δὲ σημαίνει ποτὲ βελτίωση πράγματος ποὺ ἦταν κακό. Ἡ παράδοση παραμένει πάντα ἡ αὐτή, μόνο αὐξάνει, μεγαλώνει.

Η ἐπιστολὴ γράφηκε τὸ 375, ὅταν οἱ συκοφαντίες εἰς βάρος τοῦ Βασιλείου ἀπὸ μέρους τῶν εὐσταθιανῶν εἶχαν κορυφωθεῖ καὶ ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι ὑποπτεύονταν τὸ Βασίλειο ἐπειδὴ δὲν ἀποκήρυττε ὁριστικὰ τὸν Εὐστάθιο.

1. «Καιρὸς νὰ σιγᾶμε καὶ καιρὸς νὰ μιλᾶμε», λέει ὁ Ἐκκλησιαστής. Λοιπὸν καὶ τώρα, ἀφοῦ ἀρκετὰ κράτησε ἡ σιωπή, εὐκαιρία εἶναι πιὰ ν’ ἀνοίξω τὸ στόμα, γιὰ νὰ φανερώσω τὴν ἀλήθεια ὅσων ἀγνοοῦνται. Κάτι παρόμοιο δὲν ἔκανε κι ὁ μεγάλος Ἰώβ; Γιὰ πολὺ καιρὸ βάστηξε τὶς συμφορὲς μέσα σὲ σιωπή, δείχνοντας ἔτσι ἀκριβῶς τὴν ἀνδρεία του νὰ μένει καρτερικὸς στὰ πιὸ ἀνυπόφορα παθήματα. Ἀρκετὰ ὅμως διῆλθε σὲ σιωπὴ καὶ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του ἔστεργε τὸν πόνο. Καὶ κάποια ὥρα, ἄνοιξε τὸ στόμα κι εἶπε ἐκεῖνα ποὺ ὅλοι ξέρουν. Κι ἐμεῖς λοιπόν, τρία χρόνια τώρα σιωπώντας, εἶναι σὰν νὰ ζηλέψαμε τοῦ προφήτη τὸ καύχημα, ἀκούοντάς τον νὰ λέει: «Ἔγινα σὰν ἄνθρωπος ποὺ δὲν γρικᾶ καὶ στὸ στόμα του δὲν ἔχει κατηγορίες». Γι’ αὐτό, σφαλίσαμε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας τὴν ὀδύνη ποὺ μᾶς προξενεῖ ἡ συκοφαντία. Γιατί, πράγματι, ἡ συκοφαντία ταπεινώνει τὸν ἄνδρα κι ἡ συκοφαντία κλονίζει τὸ φτωχὸ ἄνθρωπο.

Πολὺ λοιπὸν εἶναι τὸ κακὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ συκοφαντία, ἀφοῦ κι αὐτὸν ποὺ ἤδη εἶναι τέλειος (γιατί αὐτὸ ὑποδηλώνει ἡ λέξη ἄνδρας) κρημνίζει ἀπὸ τὸ ὕψος του κι ἐπίσης τὸ φτωχὸ ἄνθρωπο. Δηλαδὴ αὐτὸν ποὺ ὑπολείπεται σὲ μεγάλη πίστη (σύμφωνα καὶ μὲ τὴ γνώμη τοῦ προφήτη ποὺ λέει «Ἴσως εἶναι φτωχοί, γι’ αὐτὸ δὲν ἀκοῦνε, θὰ βαδίσω πρὸς τοὺς δυνατούς», φτωχοὺς δηλαδὴ κι ἐδῶ ἐννοώντας ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἀρκετὴ πνευματικὴ σύνεση), μὴ καταρτισμένον ἀκόμα κατὰ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ ποὺ δὲν ἔφθασε στὸ τέλειο μέτρο τῆς πνευματικῆς ἡλικίας (γι’ αὐτὸν λέει ἡ παροιμία πὼς ταλαντεύεται καὶ σαλεύεται).

Όμως ἐγὼ σκέφθηκα πὼς ἔπρεπε μέσα σὲ σιωπὴ νὰ ὑπομένω τὰ λυπηρά, ἐλπίζοντας σὲ κάποια ἐπανόρθωση ἔμπρακτη. Γιατί εἶχα τὴν ἰδέα πὼς ὅ,τι εἰπώθηκε ἐναντίον μας, προερχόταν ὄχι ἀπὸ κακία, ἀλλὰ ἀπὸ ἄγνοια τῆς ἀλήθειας. Τώρα ὅμως τί βλέπω); Ἡ ἔχθρα συμβαδίζει μὲ τὸν καιρὸ ποὺ κυλᾶ. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν μεταμελοῦνται γιὰ τὰ ὅσα εἶπαν τότε. Οὔτε φροντίζουν καθόλου νὰ διορθώσουν αὐτὸ ποὺ τοὺς βαραίνει. Τὸ συνεχίζουν καὶ μένουν κολλημένοι στὸν ἀρχικὸ σκοπὸ ποὺ ἔβαλαν. Μηχανεύονται νὰ κακοποιήσουν τὴ ζωή μας καὶ νὰ κηλιδώσουν τὴν ὑπόληψή μας ἀνάμεσα στοὺς ἀδελφούς. Ἔτσι, κατάλαβα πιὰ πὼς ἡ σιωπὴ δὲν εἶναι ἡ σίγουρη στάση ποὺ ἔπρεπε νὰ τηρῶ. Ἀλλά μοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ τὸ ρητό του Ἠσαΐα: «Σώπασα. Ἀλλὰ μὴ γιὰ πάντα θὰ σωπαίνω καὶ θ’ ἀνέχομαι; Περίμενα καρτερικὰ σὰν ἡ γυναίκα ποὺ γεννᾶ». Εἴθε κι ἐμεῖς ν’ ἀμειφθοῦμε γιὰ τὴ σιωπή μας καὶ κάποια δύναμη νὰ λάβουμε μέσα στὶς κατηγορίες. Ἔτσι, ἔχοντάς τους ἐλέγξει, θὰ ξεραινόταν ὁ πικρὸς χείμαρρος τῆς ψεύτικης κατηγορίας ποὺ ξεχύθηκε καταπάνω μας καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε:
«Χείμαρρο πέρασε ἡ ψυχὴ μας». Καὶ τό: «Ἂν ὁ Κύριος δὲν ἦταν μ’ ἐμᾶς ὅταν ξεσηκώθηκαν ἄνθρωποι ἐναντίον μας, ζωντανοὺς βέβαια θὰ μᾶς κατέπιναν», «βέβαια θὰ μᾶς καταπόντιζε τὸ νερὸ».

2. Ἐγὼ πολὺ καιρὸ ξόδεψα στὴ ματαιότητα. Ὅλα μου σχεδὸν τὰ νεανικὰ χρόνια τὰ ἀφάνισα μέσα στὴ ματαιοπονία ποὺ εἶχα μαθητεύοντας στὴ σοφία ποὺ ὁ Θεὸς ἐμώρανε. Ὥσπου, κάποτε, σὰν νὰ σηκώθηκα ἀπὸ βαθὺν ὕπνο, κοίταξα κατάματα τὸ θαυμαστὸ φῶς τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας. Κατάλαβα πολὺ καλὰ τί ἄχρηστη εἶναι ἡ σοφία τῶν ἀρχόντων τούτου τοῦ αἰώνα, ποὺ καταργοῦνται.

Κι ἔτσι, ἀφοῦ ἔκλαψα καὶ ξανάκλαψα τὴν ἐλεεινή μου ζωή, παρακαλοῦσα νὰ μοῦ δοθεῖ χειραγωγία γιὰ νὰ εἰσέλθω στὶς ἀλήθειες τῆς εὐσέβειας. Καὶ πρὶν ἀπ’ ὅλα, καταπιανόμουν μ’ ἐπιμέλεια νὰ διορθώσω κάπως τὸ ἦθος μου, ποὺ εἶχε διαστραφεῖ ἀπὸ τὶς συναναστροφές μου μὲ τοὺς φαύλους. Διάβασα λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ βρῆκα ἐκεῖ πολὺ δυνατὴ παρόρμηση νὰ τελειοποιηθῶ. Πῶς; Πουλώντας τὰ ὑπάρχοντά μου. Πηγαίνοντας σιμὰ στοὺς ἄνεχους ἀδελφούς.

Ὄντας ὁλότελα ἀμέριμνος γι’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή. Καὶ χωρὶς καμμιὰ ἕλξη στὴν ψυχὴ γιὰ τὰ ἐδῶ. Ἔτσι, εὐχόμουν νὰ βρῶ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ νὰ εἶχε διαλέξει αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς, γιὰ νὰ διαβῶ μαζί του αὐτὴ τὴ φοβερὴ τρικυμία τοῦ βίου. Καὶ βρῆκα. Πολλοὺς στὰ μέρη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Πολλοὺς καὶ στὴν ὑπόλοιπη Αἴγυπτο. Κι ἄλλους στὴν Παλαιστίνη καὶ στὴν Κοίλη Συρία καὶ στὴ Μεσοποταμία. Καὶ τοὺς θαύμασα στὴν ἐγκράτεια ποὺ εἶχαν ἀπέναντι στὴν τροφή. Τοὺς θαύμασα στὴν καρτερία ποὺ ἔδειχναν κατὰ τοὺς κόπους. Μοῦ ἔκανε κατάπληξη ἡ εὐρωστία τους στὶς προσευχὲς καὶ πῶς δάμαζαν τὸν ὕπνο, χωρὶς νὰ τοὺς λυγίζει καμμιὰ σωματικὴ ἀπαίτηση. Πῶς πάντα ὑψηλὸ κι ἀδούλωτο φύλαγαν τὸ φρόνημα τῆς ψυχῆς σὲ πείνα μεγάλη καὶ δίψα, στὸ κρύο καὶ στὴ γύμνια, χωρὶς νὰ προσέχουν καὶ νὰ καλοπιάνουν τὸ σῶμα, χωρὶς νὰ καταδέχονται νὰ ξοδέψουν γιὰ χάρη του κάποια φροντίδα. Ἀλλὰ περνώντας τὶς μέρες τους σὰν ἡ σάρκα νὰ τοὺς ἦταν ξένη, ἀπέδειξαν ἔμπρακτα τί σημαίνει τὸ νὰ παροικεῖ κανεὶς στὰ ἐδῶ κάτω καὶ τὸ νὰ ἔχει τὴ μόνιμη κατοικία του
στὸν οὐρανό.

Ἐκεῖνα λοιπὸν θαύμασα. Καὶ μακάρισα αὐτῶν τῶν ἀνδρῶν τὴ ζωή, ποὺ ἔμπρακτα φανέρωναν ὅτι τὴ νέκρωση τοῦ Ἰησοῦ περιέφεραν στὸ σῶμα τους. Ἔτσι, παρακαλοῦσα κι ὁ ἴδιος, ὅσο μοῦ ἦταν μπορετὸ νὰ τοὺς μιμηθῶ φιλότιμα.

3. Γι’ αὐτὸ λοιπόν, σὰν εἶδα μερικούς ( ἐννοεῖ τοὺς μοναχοὺς τοῦ Εὐσταθίου Σεβαστείας ) στὴν πατρίδα μου νὰ ἐπιχειροῦν τὴ μίμηση ἐκείνων, πίστεψα πὼς βρῆκα κάποια βοήθεια γιὰ τὴ σωτηρία μου. Κι ἔτσι, ἀπ’ ὅ,τι θωροῦσα στὴν ἐπιφάνεια, ζωντάνευα ὅ,τι κρυβόταν κάτωθέ της. Ἄδηλα εἶναι, βλέπεις, τὰ ὅσα ἔχουμε μέσα μας. Μοῦ ἀρκοῦσε λοιπὸν σὰν μήνυμα ταπεινοφροσύνης τὸ ταπεινὸ ἔνδυμα. Μὲ πληροφοροῦσαν γι’ αὐτὴ τὸ χονδρὸ ἱμάτιο κι ἡ ζώνη καὶ τὸ ἀκατέργαστο πετσὶ τῶν ὑποδημάτων. Ἂν καὶ πολλὰ μ’ ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸ δικό τους τρόπο ζωῆς, μὲ κέντριζε τὸ ὅτι τοὺς ἔβλεπα νὰ προτιμοῦν τὸν καρτερικὸ βίο ἀπὸ ἐκεῖνον τῶν ἀπολαύσεων κι ἡ διαφορὰ ποὺ παρουσίαζε ἡ ζωὴ τοὺς μ’ ἔκανε νὰ τοὺς ζηλεύω.

Έτσι, οὔτε κἄν λάβαινα ὑπ’ ὄψη τὶς κακὲς φῆμες ποὺ διαδίδονταν γύρω ἀπὸ τὴν πίστη τους. Ἂν καὶ πολλοὶ βεβαιώνουν πὼς αὐτοὶ οἱ ἀσκητὲς δὲν ἔτρεφαν σωστὴ γιὰ τὸ Θεὸ ἀντίληψη, ἀλλὰ στὸν κύριο αὐτουργὸ τῆς τωρινῆς κακοδοξίας ( τοῦ Ἀρειανισμοῦ) ἔχοντας μαθητέψει, ἔσπερναν ὕπουλα παντοῦ τὶς διδασκαλίες του. Κι ἐπειδὴ δὲν τοὺς εἶχα ἀκούσει μὲ τ’ αὐτιά μου, θαρροῦσα συκοφάντες αὐτοὺς ποὺ τοὺς κατήγγελναν.

Αφοῦ ὕστερα καλεσθήκαμε στὴν ποίμανση τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοὺς ποὺ βρήκαμε φύλακες καὶ κατασκόπους τῆς ζωῆς μας, μέσα σὲ δῆθεν βοήθεια καὶ κοινωνία ἀγάπης, τοὺς παρασιωπῶ. Κι αὐτὸ γιὰ δυὸ λόγους. Γιὰ νὰ μὴ φανῶ πὼς διασύρω τὸν ἑαυτό μου, ἐκφράζοντας δυσκολοπίστευτα πράγματα. Ἤ, κάνοντας νὰ μὲ πιστέψουν, νὰ φανῶ ὅτι προκαλῶ ἔχθρα σ’ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν. ΙΙράγμα ποὺ σὲ μένα παρὰ λίγο θὰ συνέβαινε, ἂν γρήγορα δὲν μὲ προλάβαιναν οἱ οἰκτιρμοὶ τοῦ Θεοῦ. Παρὰ λίγο δηλαδὴ θὰ γλιστροῦσα στὸ νὰ ὑποπτεύομαι τοὺς πάντες, σὲ κανέναν μὴ βλέποντας ἀξιοπιστία, τραυματισμένος στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ φάσμα τοῦ δόλου.

Ὅμως φάνηκε ἐδῶ καὶ λίγο καιρὸ πὼς κι ἐμεῖς συσχηματισθήκαμε μὲ τὴ νοοτροπία τους. Ἀνακινήθηκαν καὶ μπροστὰ μας θέματα σχετικὰ μὲ τὴν πίστη, μία καὶ δυὸ φορές. Καὶ δώσαμε τὴν ἐντύπωση πὼς δὲν διαφωνήσαμε. Ἔβλεπαν πὼς πάντα τὰ ἴδια κι ἀπαράλλαχτα λέγαμε γύρω ἀπὸ τὴν πίστη στὸ Θεό, ποὺ ἀνέκαθεν τὰ ἄκουαν ἀπό μᾶς. Ἂς κάνω ἐδῶ μία παρένθεση. Τὰ ἄλλα σημεῖα τῆς ζωῆς μου εἶναι ἄξια στεναγμῶν. Ἀλλὰ γιὰ ἕνα μπορῶ νὰ καυχιέμαι ἐν Κυρίω, ὅτι ποτὲ δὲν εἶχα πλανεμένες ἰδέες γύρω ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ καὶ ποτὲ δὲν τὶς ἄλλαξα ὕστερα, ἐπηρεασμένος ἀπὸ ἄλλους. Ἀλλὰ τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ ποὺ πῆρα ἀπὸ τὴ μακαρία μητέρα μου καὶ τὴ γιαγιά μου Μακρίνα, τὴν ἴδια φύλαξα καὶ καλλιέργησα. Δὲν διδάχτηκα τίποτε τὸ νέο ἀπ’ ἄλλους, προσθέτοντάς το στὴ μόρφωσή μου, ἁπλῶς τὴν ἀρχὴ πού μοῦ παρέδωσαν ἐκεῖνες συμπλήρωσα.

Ὅ,τι αὐξάνει καὶ γίνεται μεγαλύτερο ἀπὸ πρίν, δὲν παύει νὰ ἔχει τὴν ἴδια ταυτότητα. Δὲν μεταβάλλεται τὸ εἶδος του, ὁλοκληρώνεται ἡ ἀνάπτυξή του. Αὐτό, θαρρῶ, συνέβη καὶ σὲ μένα, τὴν ἴδια διδασκαλία πλούτισα, μὲ τὸν καιρό, μέσα μου.

Λοιπόν, γιὰ νὰ ξανάλθω σ’ αὐτούς, ἂς ἐρευνοῦν τὴ συνείδησή τους κι ἂς θυμοῦνται τὸν κριτὴ Χριστό, ἂν καμμιὰ φορὰ ἄκουσαν ἀπὸ ἐμᾶς κάτι τὸ διαφορετικὸ ἀπ’ ὅ,τι τώρα λέμε, ὅσοι κυκλοφόρησαν τὴ φήμη πὼς πέσαμε σὲ κακοδοξία καὶ ποὺ μὲ στηλιτευτικὲς ἐπιστολὲς τους ἐναντίον μας δὲν ἄφησαν ἄνθρωπο ποὺ νὰ μὴ τὸ πληροφορηθεῖ. Ἔτσι κι ἐμεῖς ἀναγκασθήκαμε νὰ ἔλθουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἀπολογία.

4. Γιατί μᾶς καθίζουν στὸ ἑδώλιο; Ὄχι γιὰ βλασφημία τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν προβάλαμε μὲ κάποιο κείμενό μας ἤ ἀπὸ ὅσα προφορικὰ κι ἄγραφα στὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ μὲ φανερὸ τρόπο εἴπαμε. Ἀλλὰ οὔτε καὶ κανεὶς βρέθηκε νὰ μαρτυρήσει πὼς ἄκουσε ἀπὸ μᾶς κάποια ἀσέβεια ποὺ ξεστομίσαμε στὰ κρυφά. Πῶς λοιπὸν μᾶς καταδικάζουν, ἀφοῦ οὔτε γράφουμε ἀσέβειες, οὔτε ἐκφωνοῦμε βλαβεροὺς λόγους, οὔτε στὸ σπίτι μέσα μιλώντας διαστρέφουμε ὅσους τύχει νὰ βρεθοῦν ἐκεῖ;

Μὰ τί πρωτότυπο εἶδος θλιβεροῦ θεάματος εἶναι αὐτό! «Ὁ δείνα», λέει, «στὴ Συρία ἔγραφε κάποια πράγματα ποὺ δὲν φαίνονται εὐσεβῆ. Κι ἐσὺ τοῦ εἶχες στείλει γράμμα πρὶν ἀπὸ εἴκοσι καὶ πάνω χρόνια. Ἄρα, πρέπει νὰ εἶσαι συμμέτοχος τῶν ἰδεῶν του». ( Ὁ Βασίλειος εἴκοσι χρόνια πρὶν εἶχε γράψει στὸν Ἀπολινάριο ἐπιστολὴ χωρὶς θεολογικὸ ἐνδιαφέρον. Οἱ σημερινοὶ συκοφάντες πλαστογράφησαν τώρα καὶ κυκλοφοροῦσαν κρυφὰ ἐπιστολὴ τοῦ Βασιλείου πρὸς τὸν Ἀπολινάριο (ποὺ στὸ μεταξὺ ἄρχισε νὰ κακοδοξεῖ) καὶ ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ πρῶτος συμμερίζεται τὶς ἀπόψεις τοῦ δεύτερου. ) Ἀλλά, ἄνθρωπέ μου, ποὺ εἶσαι φίλος τῆς ἀλήθειας καὶ διδάχτηκες ὅτι τὸ ψέμμα τὸ γεννοβολᾶ ὁ διάβολος, πῶς βεβαιώθηκες ὅτι δική μου ἦταν ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη; Γιατί δὲν ἔστειλες νὰ ρωτήσεις, οὔτε ἀπὸ ἐμένα, ποὺ μποροῦσα νὰ σοῦ πῶ τὴν ἀλήθεια, τὸ ἔμαθες. Κι ἂν ἦταν δικό μου τὸ γράμμα, ἀπὸ ποῦ γίνεται φανερὸ ὅτι τὸ κείμενο αὐτό, ποὺ ἔπεσε τώρα στὰ χέρια σου, εἶναι σύγχρονο μὲ τὰ δικά μου γράμματα; Ποιὸς σὲ πληροφόρησε πὼς ἔχει ἡλικία εἴκοσι χρόνων αὐτὸ τὸ γράψιμο;

Κι ἀπὸ ποῦ γίνεται φανερὸ πὼς ἐκείνου τοῦ ἄνθρωπου εἶναι τὸ κείμενο, ποὺ ὁ ἴδιος ἔλαβε καὶ τὴ δική μου ἐπιστολή; Κι ἂν ἀκόμα ἐκεῖνος εἶναι ποὺ τὸ ἔγραψε κι ἐγὼ σ’ ἐκεῖνον ἔστειλα τὴν ἐπιστολὴ καὶ συμπίπτει ὁ χρόνος τῆς ἐπιστολῆς μου καὶ τοῦ κειμένου του, ποιὰ ἡ ἀπόδειξη πὼς τὸ ἐγκολπώθηκα κι ἔχω ἐκεῖνο τὸ φρόνημα;

5. Ρώτα τὸν ἑαυτό σου. Πόσες καὶ πόσες φορὲς μ’ ἐπισκέφθηκες ὅταν μόναζα σιμὰ στὸν Ἰρη ποταμὸ κι ἦταν μαζί μου ὁ θεοφιλέστατος ἀδελφὸς Γρηγόριος (ὁ Θεολόγος), διανύοντας τὴν ἴδια γραμμὴ βίου; Ἄκουσες ποτὲ κάτι παρόμοιο, τονισμένο ἐλαφρὰ ἤ πολύ; Καὶ κατὰ τὶς πολλὲς μέρες, στὴν ἀντίπερα κώμη, στῆς μητέρας μου, ποὺ τὶς περάσαμε σὰν φίλοι, κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, νύχτα καὶ μέρα συζητώντας, βρεθήκαμε νὰ ἔχουμε κάτι τὸ σχετικὸ στὸ νοῦ; Ἤ ὅταν πάλι πηγαίναμε νὰ δοῦμε τὸ μακάριο Σιλουανὸ, δὲν λέγαμε τέτοια πράγματα στὸ δρόμο; Κι ὅταν, στὴν Εὐσινόη, προκειμένου μὲ πολλοὺς ἐπισκόπους νὰ πᾶτε στὴ Λάμψακο, μὲ προσκαλέσατε, οἱ ὁμιλίες δὲν εἶχαν θέματα σχετικὰ μὲ τὴν πίστη; Κι ὅλο τὸν καιρό, πολλοὶ ἦταν οἱ στενογράφοι σου γύρω μου, ποὺ μετέφεραν στὸ χαρτὶ ὅσα ἔλεγα γιὰ τὴν αἵρεση. Κι οἱ πιὸ γνήσιοι μαθητές σου πάντα ἦταν συντροφιά μου. Κι ὅταν ἐπισκεπτόμουν τὶς ἀδελφότητες καὶ ξαγρυπνοῦσα μαζί τους στὶς προσευχές, λέγοντας κι ἀκούοντας, πάντα χωρὶς νὰ ἐρίζω, τὰ σχετικὰ μὲ τὸ Θεό, ἐξέφρασα μὲ καθαρὸ κι ἀναμφισβήτητο
τρόπο τὶς ἀντιλήψεις μου.

Πῶς λοιπὸν ἡ ἐμπειρία τόσου καιροῦ φάνηκε πιὸ ἀδύνατη μπροστὰ στὴν τόσο σαθρὴ κι ἄτονη ὑπόνοια; Καὶ ποιὲς μαρτυρίες ἤθελες γιὰ τὴ δική μου διάθεση; Τὰ ὅσα εἴπαμε στὴν Καρχηδόνα γιὰ τὴν πίστη; Τὰ πρὶν στὴν Καισαρεία, στὸ προάστειο; Σὲ ὅλα δὲν συμφωνούσαμε; Σὲ ὅλα δὲν συμπίπταμε; Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἶπα. Ὅτι δηλαδή, ἔβλεπε κανεὶς στὰ λεγόμενά μου μία ἀνάπτυξη, ἕνα πλουτισμό. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν ἦταν μεταβολὴ ἀπὸ τὸ χειρότερο στὸ καλύτερο. Ἦταν συμπλήρωση τῶν ἐλλείψεων ἀπὸ τὴν πρόσθετη γνώση. Καὶ πῶς δὲν θυμᾶσαι κι ἐκεῖνο, ὅτι ὁ πατέρας δὲν βαρύνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ παιδιοῦ, οὔτε ὁ γιὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ πατέρα, ἀλλὰ ὁ καθένας στὴ δική του ἁμαρτία θὰ πεθάνη; Κι ἔμενα, αὐτὸς ποὺ κατηγορεῖς, δὲν εἶναι οὔτε πατέρας, οὔτε γιός. Γιατί οὔτε δάσκαλός μου ὑπῆρξε, οὔτε μαθητής. Κι ἂν πρέπει οἱ ἁμαρτίες τῶν γονέων νὰ καταλογίζονται σὰν ἐνοχὴ τῶν τέκνων, πολὺ πιὸ δίκαιο θὰ ἦταν τὰ φταιξίματα τοῦ Ἀρείου νὰ βαραίνουν τοὺς μαθητές του. Κι ἂν κάποιος γέννησε τὸν αἱρετικὸ Ἀέτιο, τοῦ παιδιοῦ ἡ ἐνοχὴ πέφτει στὸ κεφάλι τοῦ
πατέρα.

Δὲν εἶναι δίκαιο βέβαια γιὰ ἐκεῖνον νὰ κατηγοροῦμε κάποιον. Ἄρα πολὺ δικαιότερο εἶναι νὰ μὴν ἔχουμε ἐμεῖς εὐθύνες γιὰ πράγματα ποὺ μᾶς εἶναι ξένα, ἂν αὐτοὶ ἔστω ἔπεσαν ἔξω, γράφοντας ἀξιοκατάκριτα. Ἂς συγχωρεθῶ λοιπὸν ποὺ δυσπιστῶ γιὰ ὅσα λέγονται ἐναντίον τους. Γιατί ἀπὸ πείρα γνωρίζω, σὰν θύμα συκοφαντίας, τί εὔκολο εἶναι νὰ συμβεῖ αὐτό.

6. Ἂς παραδεχθοῦμε ἕνα ἐλαφρυντικό. Πὼς ἀπατήθηκαν καὶ πίστεψαν ὅτι ἐγὼ συμμερίζομαι τὶς ἀπόψεις αὐτῶν ποὺ ἔγραψαν τὶς κακοδοξίες τοῦ Σαβελλίου κι ὅτι ἔτσι ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ μὲ διαβάλουν. Καὶ πάλι ὅμως δὲν θ’ ἄξιζαν συγχώρεση. Γιατί, χωρὶς νὰ ἔχουν σαφεῖς ἀποδείξεις, ἔσπευσαν νὰ ρίξουν βέλη βλάσφημα καὶ νὰ πληγώσουν αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν καμμιὰ ἐπαφή, γιὰ νὰ μὴ πῶ καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς στενοὺς φίλους τους. Ποιὰ ἄλλη ἀπόδειξη ὑπάρχει γιὰ τὸ ὅτι ἕνας ἄνθρωπος δὲν ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, παρὰ τὸ νὰ ἔχει ψεύτικη μέσα του ἀντίληψη; Πολὺ πρέπει νὰ μεριμνήσει καὶ πολλὲς ἄγρυπνες νύχτες νὰ περάσει καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν ἀλήθεια, ὁποῖος πρόκειται νὰ κόψει τὸ δεσμὸ μιᾶς ἀδελφικῆς φιλίας.

Τί κάνουν οἱ κοσμικοὶ ἄρχοντες; Ὅταν εἶναι νὰ καταδικάσουν σὲ θάνατο ἕνα κακοῦργο, ἀνοίγουν τὰ παραπετάσματα. Καλοῦν τοὺς πιὸ ἁρμόδιους νὰ κρίνουν πάνω στὸ προκείμενο θέμα. Καὶ ξοδεύουν πολὺ χρόνο, ἀπὸ τὴ μία θωρώντας τὴν αὐστηρότητα τοῦ νόμου κι ἀπὸ τὴν ἄλλη λυπούμενοι σὰν ἄνθρωποι τὸ συνάνθρωπο. Κι ἀφοῦ στενάξουν πολὺ καὶ κλάψουν μέσα τους πικρά, ἔρχονται μπροστὰ σὲ ὅλο τὸ λαὸ καὶ δείχνονται σὰν ὑπηρέτες τοῦ νόμου, ποὺ ἀπ’ αὐτὸν ἀναγκασμένοι κι ὄχι ἀπὸ δική τους εὐχαρίστηση, ἔβγαλαν τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση.

Λοιπόν, πόσο μεγαλύτερη προσοχὴ καὶ φροντίδα καὶ σύσκεψη μὲ ἄλλους πρέπει νὰ ἔχει σὰν προϋπόθεση ὁποῖος μέλλει νὰ ξεκόψει ἀπὸ ἀδελφικὴ φιλία, ποὺ τὴ βεβαίωνε τόσο πολὺς καιρός; Ἀλλὰ μιὰ εἶναι ἡ ἐπιστολὴ κι αὐτὴ ἀμφίβολη. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσες νὰ πεῖς ὅτι διαπίστωσε τὴ γνησιότητά της ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὑπογραφή μου αὐτὸς ποὺ τὴν πῆρε στὰ χέρια του, ἀφοῦ δὲν ἦταν τὸ πρωτότυπο, ἀλλὰ ἀντίγραφό της.

Ένα γράμμα λοιπὸν ὑπάρχει στὴ μέση κι αὐτὸ παλαιό. Γιατί εἴκοσι χρόνια διάβηκαν ὡς τώρα ἀπὸ τότε ποὺ γράφηκε σ’ ἐκεῖνο τὸν ἄνθρωπο. Καὶ στὸ μεταξὺ διάστημα, ἄλλο δὲν ἔχω μάρτυρα τῶν καλῶν μου διαθέσεων καὶ τῆς ζωῆς μου σὰν αὐτοὺς ποὺ τώρα μὲ κατηγοροῦν.

7. Ἀλλὰ δὲν στάθηκε ἡ ἐπιστολὴ αἰτία τοῦ χωρισμοῦ. Ἄλλη εἶναι ἡ ἱστορία του, ποὺ ἐγὼ ντρέπομαι νὰ τὴν πῶ. Καὶ θὰ κρατοῦσα σιωπὴ γιὰ πάντα, ἂν ὅσα συνέβηκαν τώρα, δὲν μοῦ καθιστοῦσαν ἀναγκαία τὴν πολλαπλὰ ὠφέλιμη φανέρωση ὅλης τους τῆς διάθεσης. Ἂς πιστεύουν αὐτοὶ οἱ τίμιοι ἄνθρωποι πὼς τοὺς εἶναι ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἀνάληψη δύναμης ἡ κοινωνία τους μ’ ἐμᾶς. Κι ἔτσι ἔγινε ὅ,τι ἔγινε. Ὑπέγραψαν μία δογματικὴ διδασκαλία, ποὺ ἐμεῖς τοὺς προτείναμε. Λὲν ἔτρεφαν οἱ ἴδιοι ἄπιστο φρόνημα, τὸ παραδέχομαι. Ἀλλὰ θέλοντας νὰ διασκεδάσουν τὶς ἐναντίον τους ὑπόνοιες, ποὺ εἶχαν πολλοὶ ὁμόψυχοι ἀδελφοί μας, γιὰ νὰ μὴ προκύψει κανένα ἐμπόδιο ἀπὸ τὴν ὁμολογία ἐκείνη στὸ νὰ τοὺς καλοδεχθοῦν αὐτοὶ ποὺ σήμερα εἶναι στὰ πράγματα, ἀποκήρυξαν τὴ μ’ ἐμᾶς κοινωνία κι ἐπινοήθηκε, σὰν κίνητρο τοῦ χωρισμοῦ, αὐτὸ τὸ γράμμα.

Κι ἀπόδειξη ἀναμφίβολη αὐτῶν ποὺ λέω, εἶναι τὸ ἑξῆς. Ἀφοῦ μᾶς ἔκαναν πέρα καὶ συνέταξαν τὶς μομφὲς ποὺ ἤθελαν ἐναντίον μας, πρὶν μᾶς στείλουν τὰ γράμματα, τὰ πήγαιναν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Πράγματι, μία ἑβδομάδα πρὶν φτάσει στὰ χέρια μου, φάνηκε ἡ ἐπιστολή, ποὺ οἱ ἀποδέκτες της τὴ διαβίβαζαν σὲ ἄλλους κάθε φορά. Ἔτσι τὸ σοφίσθηκαν. Κυκλοφορώντας τη ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο, νὰ τὴ διαδώσουν γρήγορα παντοῦ.

Μᾶς τὸ ἀνακοίνωσαν ἀπὸ τότε ὅσοι μᾶς πληροφόρησαν ξεκάθαρα γιὰ τὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Κρίναμε ὅμως σωστὸ νὰ κρατήσουμε σιωπή, ὥσπου ἐκεῖνος ποὺ ἀποκαλύπτει ὅσα εἶναι βαθειά, νὰ φέρει στὴ δημοσιότητα μὲ κρυστάλλινη κι ἀναντίρρητη ἀπόδειξη τὰ σχετικὰ μ’ αὐτούς.

Από το βιβλίο: Μ. Βασιλείου Ἐπιστολές καὶ ἄλλα κείμενα (Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας), 1980.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Αγία Ζώνη.gr

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.