Ομιλία Ζ’ – ότι η σωτηρία δια τε της χάριτος του Θεού και δια της θελήσεως του ανθρώπου κατορθούται – Αγίου Νεκταρίου, Επισκ. Πενταπόλεως.

«Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν, ειμή ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις
επιγιγνώσκει ειμή ο Υιός, και ώ εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι».
(Ματθ. ια’, 27).
Καίτοι η θεία φιλανθρωπία είνε άπειρος και η χάρις δαψιλής προς σωτηρίαν του ανθρώπου, ουχ ήττον η του ανθρώπου σωτηρία άνευ της συγκαταθέσεως και της συνεργασίας αυτού είνε αδύνατος˙ οφείλει ούτος πρώτος να συναισθανθή, ότι ημάρτησε, να μεταμεληθή, να επιθυμήση και επιζητήση την σωτηρίαν αυτού, και ούτως η χάρις να βραβεύση την σωτηρίαν˙ διότι η συναίσθησις και η μεταμέλεια, ο πόθος της σωτηρίας και η ταύτης επιζήτησις είνε ένδειξις της προς τον Θεόν επιστροφής, είνε σημείον της προς την αμαρτίαν αποστροφής και διάθεσις προς κατεργασίαν της αρετής, είνε τρόπον τινά επίκλησις της θείας ευσπλαγχνίας, ήτις σπεύδει να ελεήση τον παραπεσόντα. Ώστε πρέπει να θέλωμεν να σωθώμεν, ίνα η χάρις σώση ημάς. Την αλήθειαν ταύτην μαρτυρούσιν οι θείοι της Εκκλησίας Πατέρες. Ο θείος Χρυσόστομος λέγει «η χάρις καν χάρις η, τους εθέλοντας σώζει». Επίσης και ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγει «δει και το εφ’ ημίν είναι και εκ Θεού το σώζεσθαι» και ο Ιουστίνος λέγει «ότι ο Θεός πλάσας μόνος τον άνθρωπον, τον άνθρωπον άνευ του ανθρώπου δεν σώζει».
Οι φρονούντες, ότι ο άνθρωπος δύναται να σωθή δια μόνης της χάριτος του Θεού, ή δια μόνης της θελήσεως αυτού του ιδίου, άνευ της θείας χάριτος, πλανώνται˙ διότι η μεν χάρις, ως υπεδείξαμεν, δεν σώζει ειμή τους μετανοήσαντας και επιστραφέντας προς Κύριον, η δε θέλησις άνευ της χάριτος είνε ανεπαρκής προς σωτηρίαν, διότι αδυνατεί ο άνθρωπος να δικαιώση αυτός εαυτόν προς τον Θεόν, η δε αδυναμία αυτού κατεδείχθη ήδη κατά τους μακρούς αιώνας της δουλείας αυτού υπό την αμαρτίαν και την τυραννίδα του διαβόλου, καθ’ ους έμενε δουλεύων ακουσίως και στενάζων και εξ ης ούτε η ανάπτυξις αυτού, ούτε η σοφία ουδ’ άλλο τι ηδυνήθη να τον ελευθερώση.
Περί της ισχύος της ανθρωπίνης θελήσεως, ως ικανής προς σωτηρίαν, κατά τας αρχάς της πέμπτης εκατονταετηρίδος εδόξασε πρώτος ο Πελάγιος και οι ακολουθήσαντες αυτώ Πελαγιανοί. Περί δε της ισχύος της θείας χάριτος, ως της μόνης σωζούσης τον άνθρωπον, απεφάνθησαν, καταπολεμούντες τον Πελάγιον, δύο επίσημοι της Δυτικής Εκκλησίας Πατέρες, ο ιερός Αυγουστίνος και ο Ιερώνυμος, επιζητήσαντες την αποκήρυξιν της εσφαλμένης διδασκαλίας του Πελαγίου˙ άλλ’ η καθόλου Εκκλησία την μέσην βαδίσασα οδόν, εκήρυξεν αμφοτέρας εσφαλμένας και εδογμάτισεν, ότι «η σωτηρία δια τε της θείας χάριτος και της θελήσεως και συνεργασίας του ανθρώπου κατορθούται».
Η δοξασία της Εκκλησίας είναι η μόνη ορθή και σύμφωνος προς τας Αγ. Γραφάς. Εξ αυτών των Αγ. Γραφών καταδείκνυται, ότι προς σωτηρίαν του ανθρώπου απαιτούνται αμφότερα, ή τε χάρις και η του ανθρώπου συγκατάθεσις. Εξ αυτών των λόγων του Σωτήρος ομολογείται η ανάγκη της συνυπάρξεως αμφοτέρων. Ο Κύριος ελθών προς σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων δεν έσωζε πάντας, καίτοι πάντας ήθελε σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας, ελθείν αλλά τους ακολουθούντας αυτώ˙ διο και κηρύττων, έλεγεν˙ «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν απαρνησάσθω εαυτόν»˙ προς σωτηρίαν απήτει αυταπάρνησιν, ήτις άνευ συγκαταθέσεως και οικείας βουλήσεως αδύνατος. Επίσης δε κηρύττει προς τους εξ έργων νόμου απεκδεχομένους σωτηρίαν, λέγων˙ «Εγώ ειμί η θύρα, δι’ εμού εάν τις εισέλθη σωθήσεται»˙ (Ιωάν. ι’. 9) και˙ χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»˙ (Ιωάν. ιε’. 5)˙ εξ ων καταφαίνεται η ανάγκη της συνυπάρξεως αμφοτέρων.
Εις την σωτηρίαν λοιπόν του ανθρώπου συντρέχουσι συγχρόνως ή τε χάρις του Θεού και η θέλησις του ανθρώπου˙ η μεν χάρις του Θεού, προσκαλεί, διαφωτίζει τον νουν και την καρδίαν, η δε θέλησις συντρέχει να διανοίξη τους οφθαλμούς και καθαρίση την καρδίαν. Η σωτηρία λοιπόν άρχεται από της χάριτος, μορφούται υπό της θελήσεως και τελειούται υπό της χάριτος, ήτις επιστέφει αυτήν. Η παραβολή του σπορέως είναι προσφυές παράδειγμα. Ο σπορεύς έσπειρεν, η αγαθή γη εδέχθη, ο δε Θεός ηύξησε και ηυλόγησεν. Όθεν ανάγκη να θέλωμεν να σωθώμεν, όπως σωθώμεν δια της χάριτος.
Ότι οφείλομεν να σπεύδωμεν προς μετάνοιαν.
Η περί της σωτηρίας ημετέρα φροντίς ανάγκη να είνε έγκαιρος˙ ο δε λόγος, ο επικείμενος κίνδυνος της ψυχικής ημών σωτηρίας. Ο αμεριμνών περί της σωτηρίας της ψυχής αυτού διπλούν διατρέχει κίνδυνον˙ ή να αφαρπασθή απροσδοκήτως υπό του θανάτου, ή να εγκαταλειφθή υπό της χάριτος του Θεού˙ κατ’ αμφοτέρας το κακόν είνε μέγα, διότι η ζημία θάνατος της ψυχής˙ δια ταύτα ο θείος Χρυσόστομος παραγγέλλει, λέγων˙ «Μη αναβάλλου επιστρέψαι προς Κύριον, μηδέ ανάμενε ημέραν εξ ημέρας, μήποτε, ως μέλλεις, εκτριβής˙ άδηλός εστίν η τελευτή, φησί, και δια τούτο άδηλος, ίνα αεί σπουδάζης˙ δια τούτο ως κλέπτης εν νυκτί, ούτως η ημέρα Κυρίου έρχεται, ουχ ίνα κλέψη, άλλ’ ίνα ημάς ασφαλεστέρους ποιήση. Ο γαρ τον κλέπτην προορών, εν αγρυπνία διάγει και λύχνον άψας δια παντός εγρήγορεν˙ ούτως ουν και υμείς άψαντες το φως της πίστεως και της ορθής πολιτείας, φαιδράς έχετε τας λαμπάδας εν αγρυπνία διηνεκεί. Επειδή γαρ ουκ οίδαμεν πότε ο νυμφίος έρχεται, δει παρεσκευασμένους είναι δια παντός, ίνα όταν έλθη νήφοντας εύρη»˙ Τόμ. ς’, 286). Και ο θεολόγος Γρηγόριος λέγει˙ «Ου δει καιρόν αναμένειν επί τη εαυτού διορθώσει, δια το ασφαλές μη έχειν περί την αύριον˙ πολλοί γαρ πολλά βουλευσάμενοι την αύριον ου κατέλαβον».
«Εάν αεί το σημείον παρατρέχων επιτηρής το εις αύριον τας κατά μικρόν αναβολάς υπό του πονηρού κλεπτόμενος, ώσπερ εκείνω τρόπος˙ εμοί δος το παρόν, Θεώ δε το μέλλον˙ εμοί την νεότητα, Θεώ δε το γήρας˙ εμοί τας ηδονάς εκείνω δε την αχρηστίαν˙ όσος ο περί σε κίνδυνος, όσα τα παρ’ ελπίδα συμπτώματα, ή πόλεμος παρηνάλωσε, ή φριξ παραδραμούσα, το φαυλότατον (τι γαρ του αποθανείν άνθρωπον ευκολώτερον, καν μέγα φρονής τη εικόνι;) ή πότος πλεονάσας, ή άνεμος κρημνίσας, ή ίππος συναρπάσας, ή φάρμακον εκ προνοίας επιβουλεύσας, τυχόν δε και αντί σωτηρίου φανέν δηλητήριον».
Η χάρις του Θεού εγκαταλείπει τον αμετανόητον άνθρωπον, διότι ούτος κατεφρόνησε του πλούτου της χρηστότητος της ανοχής και της μακροθυμίας του Θεού˙ ιδού τι λέγει ο Απόστολος Παύλος προς τον εμμένοντα τη αμαρτία άνθρωπον˙ «Λογίζη δε τούτο, ώ άνθρωπε, ο κρίνων τους τα τοιαύτα πράσσοντας και ποιών αυτά, ότι συ εκφεύξη το κρίμα του Θεού; Ή του πλούτου της χρηστότητος αυτού και της ανοχής και της μακροθυμίας καταφρονείς, αγνοών, ότι το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιάν σε άγει; Κατά δε την σκληρότητά σου και αμετανόητον καρδίαν θησαυρίζει σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως δικαιοκρισίας του Θεού, ος αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού»˙ (Ρωμ. β’. 3-6). Η θεία μακροθυμία μεταβάλλεται εις αγανάκτησιν, η ανοχή εις το αφόρητον και η χρηστότης εις αποστροφήν˙ δια τούτο και ο κορυφαίος των Αποστόλων συμβουλεύει ημάς να μη πλανώμεθα, φρονούντες βραδύτητα την ανοχήν του Θεού και την μακροθυμίαν, διότι δεν βραδύνει, αλλά μακροθυμεί μη θέλων να απολεσθή κανείς εξ ημών, άλλ’ όλοι να έλθωμεν εις μετάνοιαν. «Ου βραδύνει ο Κύριος της επαγγελίας, ως τινές βραδυτήται ηγούνται˙ αλλά μακροθυμεί εις ημάς μη βουλόμενός τινάς απολέσθαι, αλλά πάντας εις μετάνοιαν χωρήσαι. Ήξει δε η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί, εν η οι ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται, και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται»˙ (Β’ Πέτρου γ’. 9-10).
Ότι οφείλομεν να σπεύσωμεν να επιζητήσωμεν τον Κύριον, αυτός ο Κύριος λέγει˙ «Ζητήσετέ με και ουχ ευρήσετε˙» (Ιωάν. Ζ’. 34). Εν όσω λοιπόν προσκαλεί η χάρις, οφείλομεν να προσερχώμεθα, διότι ίσως, όταν επιζητήσωμεν την χάριν, δεν εύρωμεν αυτήν, διότι απεκλείσθη η θύρα και ο νυμφίος θα απαντήση προς ημάς φωνούντας, άνοιξον, άνοιξον ημίν, ουκ οίδα υμάς. Εζήσαμεν εν τη αμαρτία ίσως θέλομεν αποθάνει εν αυτή˙ τις περί του εναντίου βεβαιοί ημάς, αφού μένομεν αμετανόητοι; Ιδού τι λέγει ο Κύριος προς τους Ιουδαίους˙ «Εγώ υπάγω και ζητήσετέ με και εν τη αμαρτία υμών αποθανείσθε˙» (Ιωάν. η’. 21). Εάν λοιπόν εν όσω έχομεν τον Χριστόν προσκαλούντα, δεν μετανοήσωμεν, θα αποθάνωμεν εν τη αμαρτία ημών, διότι θα επιζητήσωμεν αυτόν, άλλ’ εις μάτην αποβήσεται η επιζήτησις. Όθεν ανάγκη να γνωρίσωμεν καλώς, ότι οφείλομεν να σπεύσωμεν, διότι η χάρις του Θεού εγκαταλείπει ημάς, και διότι παλλάκις αυταί αι αμαρτίαι φέρουσιν εις προώρους και αιφνιδίους θανάτους, ως τούτο λέγει ο Απόστολος Παύλος, γράφων προς τους αμαρτάνοντας Κορινθίους˙ «δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί»˙ (Α’ Κορινθ. ια’ 30). Παράδειγμα της υπό του Θεού εγκαταλείψεως, υπό της Γραφής μαρτυρούμενον, είνε ο βασιλεύς της Ιουδαίας Σεδεκίας, όστις εγκατελείφθη υπό του Θεού και παρεδόθη αυτός και το βασίλειον αυτού εις καταστροφήν, καίτοι επεζήτει δια του προφήτου Ιερεμίου το έλεος του Κυρίου και παρεκάλει τον προφήτην, λέγων˙ «δεήθητι υπέρ ημών Κυρίου του Θεού»˙ άλλ’ ο Ιερεμίας έλαβεν εντολήν παρά του Θεού, ίνα μη δεηθή υπέρ αυτών, διότι παρέδωκε την πόλιν και τον βασιλέα Σεδεκίαν εις χείρας του φοβερού τυράννου Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως Ασσυρίων˙ και δεν εδεήθη υπέρ αυτών ο Ιερεμίας˙ εκυριεύθη η πόλις, ελεηλατήθη, διήλθον πάντες από μικρού έως μεγάλου εν στόματι μαχαίρας, κατεσφάγη προ των οφθαλμών του Σεδεκίου άπασα η οικογένεια αυτού, εξώρυξαν τους οφθαλμούς αυτού, έδεσαν αλύσεσι και ήγαγον αιχμάλωτον εις Βαθυλώνα. «Ο Θεός εξέχυσε τον θυμόν και την οργήν αυτού κατά Σεδεκίου και της πόλεως˙ διότι εμυκτήρισαν και εξουθένωσαν τους λόγους Ιερεμίου του Προφήτου και εσκλήρυναν τας καρδίας αυτών του μη επιστρέψαι επί Κύριον»˙ (Ιερεμ.). Φοβερόν αληθές, αλλά και δίκαιον˙ δίκαιον ο εγκαταλείπων τον Θεόν να εγκαταλειφθή υπ’ αυτού˙ δίκαιον να απωθήται, ο απωθών την προσκαλούσαν χάριν˙ δίκαιον να αποστρέφη το πρόσωπον αυτού ο Θεός από των αποσκιρτώντων και μη προσερχομένων. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης λέγει˙ «Ούτως η δικαία του Θεού κρίσις ταις ημετέραις διαθέσεσιν εξομοιούται˙ οία περ τα παρ’ ημίν η, τοιαύτα ημίν εκ των ιδίων παρέχουσα»˙ (Λόγ. ε’.).
Την σπουδήν ημών προς ταχείαν επιστροφήν και μετάνοιαν υπαγορεύει και ο κίνδυνος της ανικανότητος προς επιστροφήν˙ διότι η έξις προς το κακόν δύναται να καταστήση ημάς ανικάνους προς μετάνοιαν, όπερ πρέπει να φοβίζη ημάς λίαν. Η έξις, η εκ της συνεχούς επαναλήψεως θέσιν φύσεως εν τω ανθρώπω λαμβάνουσα, τοσούτον καθίσταται ισχυρά, ώστε ο άνθρωπος αδυνατεί πλέον να αντιστή αυτή, διότι το κράτος αυτής κατίσχυσε και του φυσικού νόμου˙ όταν δε η έξις άρξη εφ’ ημάς, υποτασσόμεθα αυτή και καθιστάμεθα αυτής δούλοι˙ η ελευθέρα θέλησις απόλλυσι την εαυτής ανεξαρτησίαν˙ ο άνθρωπος αποβάλλει το αυτεξούσιον, η βούλησις δείκνυται αδύνατος να αντιπαλαίση προς αυτήν και πάσα απόπειρα προς ανάκτησιν της απολεσθείσης ελευθερίας ματαιούται˙ ο αγών καθιστά προφανεστέραν την αδυναμίαν. Ο υπό της έξεως κυριευθείς, πράττει, ενεργεί, εκτελεί ως υπήκοος, ως υποτελής˙ η αυτενέργεια έπαυσε˙ πράττει κατά διαταγήν˙ η φωνή του έσω ανθρώπου πνίγεται εν τοις στέρνοις αυτού. Η έξις αποβαίνει λίαν τυραννική, διότι ενώ η δύναμις των παθών εξέλιπεν, η έξις επιμένει εν τη θεραπεία αυτών˙ τοιαύτη η έξις, τοιαύτη η δύναμις αυτής, τοιαύτη η τυραννία αυτής. Όταν αύτη άπαξ άρξη εφ’ ημάς τότε αύτη διευθύνει τας θελήσεις ημών, αύτη κανονίζει τας πράξεις ημών και ουδέποτε αφίησιν από των χειρών αυτής τα ηνία, δι’ ων διευθύνει τας διαθέσεις ημών˙ τότε το παν απώλετο˙ πάσα ελπίς σωτηρίας εξέλιπεν, ουδέ μία φωτός ακτίς υπελείφθη˙ έζησεν εν αμαρτίαις, εν αμαρτίαις και θα αποθάνη˙ ανάγκη λοιπόν να σπεύδωμεν προς μετάνοιαν, πριν ή η αμαρτία γίνη εις ημάς έξις, διότι τότε αδύνατον να σωθώμεν.
Ότι η έξις του αμαρτάνειν φέρει θάνατον.
Προς την αμαρτίαν οφείλομεν να ώμεν ανένδοτοι, διότι και άπαξ, εάν υποκλέψη την συγκατάθεσιν ημών, καθίσταται ο αληθής ημών κύριος. Παράδειγμα πρόσφορον υποδεικνύον τον ύπουλον και τυραννικόν χαρακτήρα της αμαρτίας είνε ο τρόπος της Σεμιράμιδος, δι’ ου αφήρπασε την βασιλείαν και εγένετο αυτοκράτειρα. Η Σεμίραμις κατώρθωσε δια παντοίων θωπευμάτων να πείση τον σύζυτον αυτής Νίνον Βασιλέα της Ασσυρίας να παραιτηθή επί μίαν μόνον ημέραν της αρχής και να παραδώση αυτή το σκήπτρον της βασιλείας˙ άλλ’ οποίον υπήρξεν της νέας αυτοκρατείρας το πρώτον έργον; Να διατάξη να φονευθή ο Νίνος ο βασιλεύς και σύζυγος αυτής και να εξασφαλίση εαυτή την εξουσίαν ισοβίως. Η παρομοίωσις είνε πλήρης, εφαρμοζομένη καθ’ όλα τα μέρη. Η αμαρτία, ως η Σεμίραμις, αγωνίζεται δια παντοίων θωπευμάτων να επιτύχη της συγκαταθέσεως του ανθρώπου˙ ευθύς δε ως επιτύχη του ποθουμένου, κατακυριεύει, αιχμαλωτίζει και θανατοί το λογικόν, ανιστά τον θρόνον της επί της καρδίας και διευθύνει δι’ όλου του βίου. Τοιαύτη η αμαρτία, τοιούτος ο χαρακτήρ αυτής˙ μη λοιπόν, μη ενδώσωμέν ποτέ εις τας θωπείας αυτής, μη παραδώσωμεν αυτή την εξουσίαν˙ μη πράξωμεν ό,τι ο έσω άνθρωπος δεν θέλει˙ μη υποτάξωμεν την ελευθέραν ημών θέλησιν τη θελήσει της αμαρτίας, μη συγκατατεθώμεν εις ό,τι είναι εναντίον προς τον ηθικόν νόμον˙ ουδέν ας μη μαλάξη την καρδίαν ημών. Οι θωπευτικώτεροι λόγοι χάλυβος σκληροτέραν ας αναδεικνύωσι την καρδίαν ημών˙ τα δάκρυα, οι στεναγμοί, αι υποσχέσεις, αι απειλαί, ουδεμίαν να εμποιώσιν ημίν εντύπωσιν˙ μείνωμεν σταθεροί και ακλόνητοι εις το φρόνημα ημών, ίνα μη μετ’ ολίγον δάκρυα μετανοίας ακάρπου τας στυγνάς καταβρέχωσι παρειάς ημών˙ η άνανδρος υποχώρησις διπλά θα προσκομίση ημίν τα κακά˙ πρώτον το αίσχος και δεύτερον την δυστυχίαν˙ η ανδρεία τουναντίον θα προσκομίση την παρρησίαν, την δόξαν και την ευτυχίαν˙ προσφυέστατα παραδείγματα υποδεικνύει η Αγία Γραφή εκ μεν των ανδρών τον Πάγκαλον Ιωσήφ, όστις πάσαν ηρετίσατο κακοπάθειαν και αυτόν τον θάνατον προς τήρησιν των ηθικών αυτού αρχών, προς τήρησιν της ηθικής ελευθερίας αυτού, προς τήρησιν του νόμου του Θεού˙ εκ δε των γυναικών, την ενάρετον Σωσάνναν, ήτις προέκρινε τον θάνατον της αμαρτίας. Εάν ο Νίνος έμενεν ανένδοτος προς τας θωπείας της Σεμιράμιδος, αύτη θα διέμενεν αυτώ ισοβίως υποτεταγμένη. Ευστάθειαν λοιπόν και ανδρείαν, διότι μόνον δι’ αυτών θα τηρήσωμεν την ηγεμονίαν του λογικού και την ηθικήν ημών ελευθερίαν.
Το παράδειγμα του Νίνου διδάσκει ημίν, ότι ου μόνον η ισχυρά έξις, αλλά και το άπαξ αμαρτείν είνε επικίνδυνον και φοβερόν, ανάγκη άρα παντί σθένει να αποφεύγωμεν την αμαρτίαν˙ άλλ’ εάν αμαρτήσωμεν, τάχιστα να μετανοώμεν, όπως μη δουλουθώμεν αυτή˙ (Ει το αμαρτάνειν χαλεπόν, λέγει ο Μέγ. Βασίλειος, το τοις αμαρτήμασιν επιμένειν πόσω χαλεπώτερον;»˙ (Τμ. Α’. 409)˙ και ο θείος Χρυσόστομος˙ «ου γαρ το πεσείν χαλεπόν, αλλά το πεσόντα κείσθαι και μη ανίστασθαι, άλλ’ εθελοκακούντα και βλακεύοντα τοις της απογνώσεως λογισμοίς την της προαιρέσεως αποκρύπτειν ασθένειαν»˙ και αύθις «το μεν αμαρτάνειν ίσως ανθρώπινον, το δε επιμείναι τοις αυτοίς, τούτο ουκ ανθρώπινον λοιπόν, άλλ’ όλον Σατανικόν».
Οποία τις πρέπει να ήνε η μετάνοια.
Η μετάνοια ανάγκη να ήνε αληθής˙ είναι δε αληθής μετάνοια, όταν αύτη συνοδεύηται υπό της συντριβής της καρδίας, υπό της διαθέσεως προς ικανοποίησιν της θείας δικαιοσύνης και της εξαγορεύσεως των αμαρτημάτων.
Η αληθής μετάνοια είνε μετάγνωσις επί τοις πεπραγμένοις, αλλοίωσις του ηθικού βίου, μεταβολή επί τα κρείττω, και τελεία αποστροφή από του προηγουμένου βίου και από της αμαρτίας. Αληθής μετάνοια, λέγει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, είνε «το μηκέτι τοις αυτοίς ένοχον ευρεθήναι, άλλ’ άρδην εκριζώσαι της ψυχής, εφ’ οις εαυτού κατέγνω θάνατον αμαρτήμασιν»˙ Και αύθις «επιστρέψαι όντως εστίν από αμαρτιών το παύσασθαι και μηκέτι βλέπειν εις τα οπίσω»˙ (α’. 9). Μετάνοια λοιπόν είνε αναγέννησις ηθική του ανθρώπου, και αφετηρία νέου εναρέτου βίου.
Τύπον αληθούς μετανοίας δίδωσιν ημίν ο προφήτης Ησαΐας, προτρέπων τους Ιουδαίους εις μετάνοιαν και επιστροφήν προς τον Θεόν˙ ιδού ούτος˙ «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών, απέναντι των οφθαλμών μου˙ παύσασθε από των πονηριών υμών, μάθετε καλόν ποιείν, εκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε αδικούμενον, κρίνατε ορφανώ και δικαιώσατε χήραν και δεύτε δη και διαλεχθώμεν, λέγει Κύριος˙ και αν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ˙ εάν δε ώσιν ως κόκκινον, ως έριον λευκανώ» (Ησαΐας Α’. 16-18).
Ο αληθώς μετανοών, έχει καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην˙ παράδειγμα αληθούς μετανοίας είνε ο προφητάναξ Δαυΐδ˙ νους και καρδία, ψυχή και σώμα, ό τε έσω και έξω άνθρωπος δεικνύουσι μαρτύρια της αληθούς μεταγνώσεως και του διακαούς πόθου προς εξιλέωσιν του θείου. Οι ψαλμοί αυτού οι πλήρεις ενθέου πόθου, μάλιστα δε ο της μετανοίας δι’ ου επιζητεί το έλεος του Κυρίου, είναι διαφανή κάτοπτρα, εν οις κατοπτρίζεται ο ένθεος πόθος και ο υψηλός χαρακτήρ της αληθούς μετανοίας. Τοιαύτην συντετριμμένην και τεταπεινωμένην καρδίαν ο Θεός ουκ εξουδενώσει.
Όμοιον παράδειγμα είνε και η μετάνοια του Μανασσή, βασιλέως της Ιουδαίας, των Νινευιτών, του τελώνου και το του ασώτου υιού. Η δε του Ζακχαίου μετάνοια δεικνύει ταυτοχρόνως και τον τρόπον της θεραπείας του αμαρτήματος και τον τρόπον της ικανοποιήσεως της προσβληθείσης δικαιοσύνης. «Ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς˙ και ει τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν». (Λουκ. ιθ’. 8). Το μύρον της μετανοούσης πόρνης και τα δάκρυα του Πέτρου, η του ληστού μετάνοια είνε εκφραστικώτατα παραδείγματα της αληθούς μετανοίας, και συγχρόνως της θείας φιλανθρωπίας.
Ψευδής μετάνοια είνε η του Φαραώ, όστις δεκάκις ωμολόγησε το ίδιον αμάρτημα, δεκάκις εζήτησε συγχώρησιν, δεκάκις έλαβεν άφεσιν, και δεκάκις παρώργισε τον Θεόν και τελευταίον εξεστράτευσε κατά της βουλής του Θεού˙ διότι η ασύνετος αυτού καρδία δεν συνετρίβη, εφ’ οις ημάρτησεν, άλλ’ έμεινε σκληρά και άκαμπτος˙ η μετάνοια αυτού ήτο μετάνοια φόβου˙ ουχί μετάνοια συναισθήσεως, ουχί επίγνωσις του αμαρτήματος˙ μετενόει εκ φόβου μη παιδευθή, ή απολεσθή, ουχί εκ συναισθήσεως, ότι ημάρτησε προς τον Θεόν, ουχί επιγνώσεως του μεγάλου αυτού αμαρτήματος˙ δια τούτο και κατεποντίσθη εις τα βάθη της Ερυθράς θαλάσσης, παθών άξια της ψευδούς αυτού μετανοίας.
Περί της αληθούς μετανοίας και των καρπών αυτής.
Η αληθής μετάνοια καθαρόν ποιεί του μετανοούντος τον νουν, λέγει ο σοφός Δίδυμος.
Ο δε άγιος Νείλος λέγει, ότι μεγάλως προς σωτηρίαν ισχύει η αγαθή μεταμέλεια, ην τινά διηνεκώς γεωργήσωμεν, ίνα σωθώμεν και μη απολώμεθα, διότι, όταν επιστροφής, στενάξης, λέγει ο προφήτης Ησαΐας, τότε σωθήση˙ «η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται»˙ ουδείς δε απώλετο τω δραστικώ φαρμάκω της μετανοίας χρησάμενος.
Ο δε θείος Χρυσόστομος λέγει˙ «Μετάνοια δε εστί πρόξενος Βασιλείας Ουρανών και είσοδος Παραδείσου και τρυφής αιωνίου απόλαυσις˙ ο μετανοήσας, εφ’ οις έπραξε δεινοίς, καν μη των αμαρτημάτων αξίαν επιδείξηται την μετάνοιαν και αυτής ταύτης όμως έξει την ανταπόδοσιν».
Ο δε Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει˙ «Η αληθινή μετάνοια, το μηκέτι τοις αυτοίς ένοχον ευρεθήναι, άλλ’ άρδην εκριζώσαι της ψυχής, εφ’ οις εαυτόν κατέγνω θάνατον αμαρτήμασιν»˙ και αύθις˙ «Επιστρέψαι όντως εστίν από αμαρτίας, το παύσασθαι και μηκέτι βλέπειν εις τα οπίσω»˙ και αλλαχού. «Καλόν μεν το μη αμαρτείν, αγαθόν δε και τους αμαρτάνοντας μετανοείν˙ ώσπερ άριστον το υγιαίνειν αεί, καλόν δε και το ανασφήλαι μετά την νόσον».
Ο δε μέγας Βασίλειος παραινεί λέγων˙ «Μη απογίνωσκε μηδέ αφίστατο της ευχής, αλλά πρόσελθε, αμαρτωλός ων, ίνα δοξάσης συ τον Δεσπότην, ίνα δως αυτώ την οικείαν φιλανθρωπίαν εν τη συγχωρήσει των αμαρτημάτων των σων επιδείξασθαι, ως εάν φοβηθής προσελθείν ενεπόδισας αυτού τη αγαθότητι και εκώλυσας αυτού της χρηστότητος την δαψίλειαν, το γε εις σε ήκον»˙ και αύθις˙ «Εκακάθημεν δια τας αμαρτίας, ιαθώμεν δια της μετανοίας˙ μετάνοια δε χωρίς νηστείας αργή».
Περί της προσκλήσεως των αμαρτωλών
υπό του φιλανθρώπου Θεού.
Ο Θεός δι’ όλων των προφητών προσεκάλεσε τους αμαρτήσαντας εις μετάνοιαν˙ δια του προφήτου Μαλαχίου καλεί αυτούς λέγων˙ «Επιστρέψατε προς με και επιστραφήσομαι προς υμάς, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ».
Δια του Ιερεμίου του προφήτου λέγει˙ «αποστράφητε δη έκαστος από οδού αυτού της πονηράς και καλλίονα ποιήσατε τα επιτηδεύματα υμών».
Δια του προφήτου Ησαΐου λέγει. «Εγώ ο Θεός και ουκ έστιν άλλος, πλην εμού, δίκαιος και σωτήρ˙ ουκ έστι πάρεξ εμού˙ επιστράφητε προς με και σωθήσεσθε οι επ’ εσχάτου της γης. Ακούσατέ μου οι απολωλεκότες την καρδίαν, οι μακράν από της δικαιοσύνης μου, εγγίσατε τη δικαιοσύνη μου και την αλήθειαν και την σωτηρίαν την παρ’ εμού ου βραδύνω».
Ο Θεός προσκαλεί και δια του προφήτου Ιωήλ, λέγων˙ «Επιστράφητε προς με εξ όλης της καρδίας υμών, εν νηστεία και εν κλαυθμώ και εν κοπετώ και διαρρήξατε τας καρδίας υμών και μη τα ιμάτια υμών και επιστράφητε προς Κύριον τον Θεόν υμών, ότι ελεήμων και οικτίρμων εστί, μακρόθυμος και πολυέλεος και μετανοών επί κακίαις».
Τοις αμαρτάνουσιν ουκ ευθύς επέξεισιν ο Θεός, αλλά δίδωσι χρόνον εις μετάνοιαν και την του σφάλματος ίασίν τε και επανόρθωσιν, λέγει ο Νείλος.
Δια δε του προφήτου Ζαχαρίου προσκαλεί λέγων˙ «Επιστράφητε προς με και επιστραφήσομαι προς υμάς, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ».
Και δια του Ιεζεκιήλ λέγει. «Ζω εγώ, λέγει Αδωναΐ Κύριος˙ ου βούλομαι τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν˙ αποστραφή αποστρέψατε από της οδού υμών της πονηράς, και ίνα τι αποθνήσκετε οίκος Ισραήλ;».
Ο Πρόδρομος υπήρξεν ο κήρυξ της μετανοίας. Αυτός ο Σωτήρ ήλθε, κηρύττων μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών. «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς». Το ρητόν τούτο ερμηνεύων ο θείος Χρυσόστομος, λέγει, «Δεύτε, ουχ ο δείνα, αλλά πάντες οι εν φροντίσιν, οι εν λύπαις, οι εν αμαρτίαις. Δεύτε, ουχ ίνα απαιτήσω ευθύνας, άλλ’ ίνα λύσω τα αμαρτήματα. Δεύτε ουκ επειδή δέομαι υμών της δόξης, άλλ’ επειδή δέομαι υμών της σωτηρίας˙ εγώ γαρ αναπαύσω υμάς˙ ουκ είπε σώσω μόνον, αλλά και πολύ πλέον ην, εν αδεία καταστήσω πάση». Ίνα δε ενδείξη την άκραν του Θεού φιλανθρωπίαν και ίνα προθυμοτέρους εις μετάνοιαν καταστήση τους αμαρτάνοντας, αποκαλύπτει αυτοίς τα μυστήρια του Ουρανού˙ «χαρά, λέγει, έσται εν τω Ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι, ή επί ενενήκοντα εννέα δικαίους, οίτινες ου χρείαν έχουσι μετανοίας».
Το κήρυγμα των Αποστόλων αποστολήν είχε να κηρυχθή μετάνοια εις πάντα τα έθνη, αρχομένη από Ιερουσαλήμ˙ «ότι ούτω γέγραπται, και ούτως έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα και κηρυχθήναι επί τω ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ». Δεύτε λοιπόν, Χριστιανοί αδελφοί, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι δράμωμεν προς τον Κύριον. Επιστρέψωμεν καλώς, όθεν κακώς απεμακρύνθημεν˙ ιδού ο δικαστής πρόθυμος να συγχωρήση ημών τα αμαρτήματα˙ ιδού ο Δεσπότης έτοιμος να χαρίση ημίν την οφειλήν˙ ιδού ο Σωτήρ ορέγει χείρας, ίνα εισαγάγη ημάς εις τον Παράδεισον, ίνα ανακουφίση ημάς του βάρους των αμαρτιών ημών, ίνα χαρίση ημίν την ειρήνην, και ίνα αναπαύση ημάς˙ άρωμεν τον ζυγόν αυτού˙ ο γαρ ζυγός του Κυρίου χρηστός και το φορτίον αυτού ελαφρόν εστί˙ σπεύσωμεν εν όσω εστίν καιρός, εν όσω η θύρα της ζωής της αιωνίου διατελεί ανοικτή, εν όσω ο νυμφίος προσκαλεί ημάς να εισέλθωμεν εις τους γάμους μη αναβάλλωμεν από ημέρας εις ημέραν, διότι ουκ οίδαμεν τι τέξεται η επιούσα. Προσέλθωμεν προς τον Κύριον, εξαγορεύσωμεν προς αυτόν τας ανομίας ημών και έτοιμος είνε να αφήση τας αμαρτίας ημών. Δεύτε πάντες επιζητήσωμεν τον Κύριον, όπως εύρωμεν ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών. Αμήν.

Από το σύγγραμμα: Του εν αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού, «Περί επιμελείας Ψυχής». Αθήναι 1894.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.