Θέλω να ζήσω – Νικολάου Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.

Έλενα(80): Εγώ μέχρι τώρα δεν άνοιξα το στόμα μου. Νομίζω ότι έχω δικαίωμα να γυρίσω λίγο τη συζήτηση. Κατ’ αρχήν, οφείλω να ομολογήσω ότι ήμουν εντελώς άσχετη με την Εκκλησία. Ούτε η παιδεία μου ήταν ανάλογη, ούτε μεγάλωσα σε οικογένεια με τέτοιο προσανατολισμό. Οι φίλοι μου δήλωναν άθεοι και γενικά έκανα τα αντίθετα από αυτά που λέει η Εκκλησία. Είμαι μάλλον η μεγαλύτερη από την παρέα, έζησα τα πάντα, καμία σχέση με αυτά που εσείς περιγράφετε. Εγώ, αν φτιάξετε και κανένα μοναστήρι, όχι του Ληστή αλλά της Πόρνης, θα ταίριαζε να το επισκεφτώ. Εν πάση περιπτώσει, αφού τα ‘κανα μούσκεμα, βρέθηκα σε αδιέξοδο, πήρε στροφή η ζωή μου και χωρίς να είμαι και καμιά θεούσα, τώρα η μόνη μου ελπίδα είναι η Παναγία και η πίστη στον Χριστό.
Βέβαια από αμαρτίες είμαι γεμάτη, με κυνηγάει το παρελθόν μου, πάτερ μου. Δεν μπορώ να ξεφύγω εύκολα, αλλά προσπαθώ. Δεν δικαιολογώ τίποτα στον εαυτό μου. Δεν σας κρύβω ότι πολύ μας άρεσαν τα όσα μας είπατε την περασμένη φορά, δεν τα είχα σκεφτεί έτσι. Μου έδωσαν ανάσα και προοπτική. Γι’ αυτό και θα ήθελα κάτι να ρωτήσω κι εγώ.
Νιώθω πως η περισσότεροι ζούμε σε μία μονοδιάστατη πραγματικότητα. Σ’ ένα πολύ φτωχό, αεροστεγές παρόν που μέσα του η ψυχή ασφυκτιά. Πρωταγωνιστές εκεί είμαστε μόνον εμείς και οι ανάγκες μας. Εάν υπάρχει αμαρτία μα Α κεφαλαίο, νομίζω πως αυτό θα είναι. Ίσως Αμαρτία να είναι και ολόκληρος ο πολιτισμός μας, που έχει κάνει θεό το Εγώ… Ένα φυτό, όταν βρεθεί σε εύφορο χώμα και ποτιστεί κανονικά, θα αποκτήσει γερές ρίζες και μπορεί και να καρποφορήσει. Τι γίνεται όμως όταν το χώμα είναι σκουληκιασμένο, δεν ποτίστηκε, και ο αέρας γύρω είναι κι αυτός μολυσμένος; Μένει χαμηλά στο χώμα;
Κι η ψυχή όταν προσπαθεί να βρει αδιέξοδο, μοιάζει με τη Σαμαρείτιδα, στη γνωστή περικοπή, που δίνει ένα ποτήρι νερό στον Χριστό. Όταν όμως Εκείνος της ζητάει να αφήσει τα δικά της «άνυδρα νερά» για να της δώσει το ύδωρ της ζωής, εκείνη ανταποκρίνεται. Αντίθετα, η δική μας ψυχή τρέμει, δειλιάζει, φοβάται, και τελικά διαλέγει την ξεραΐλα της, που επειδή της είναι τουλάχιστον γνωστή, την φοβίζει λιγότερο.
Πως μπορεί κανείς να υπερβεί αυτό το κλειστό σύστημα, ιδίως όταν η πίστη γι’ αυτόν δεν είναι ακόμα παρά μια ελπίδα, μία νοσταλγία, ένας αόριστος πόθος;
Απ. : Νομίζω ότι το κλειδί είναι αυτό το τελευταίο η ενδυνάμωση της πίστης. Έχει ένα περιστατικό στο Ευαγγέλιο: γίνεται μια καταιγίδα ξαφνική στη λίμνη της Τιβεριάδος, οι μαθητές βρίσκονται πάνω σε μια βάρκα, σκοτεινιάζει και ξαφνικά μέσα στον πανικό της κακοκαιρίας εμφανίζεται ο Χριστός να περπατάει πάνω στα κύματα. Νομίζουν ότι είναι φάντασμα και για να τους βοηθήσει ο Κύριος να ξεπεράσουν τις αμφιβολίες τους, καλεί τον Πέτρο να Τον πλησιάσει περπατώντας και αυτός πάνω στα κύματα. Αυτός το κάνει. Σε μια στιγμή συνειδητοποιεί ότι ο άνεμος είναι ισχυρός και απειλητικός, φοβάται και αρχίζει να βυθίζεται. Κύριε, σώσε με, φωνάζει. Ο Κύριος τον πιάνει και του λέγει: «ολιγόπιστε! Εις τι εδίστασας;» (Ματθ. Ιδ’ 31). Κοίταξες τον άνεμο και βούλιαξες, γιατί ξέχασες εμένα. Λησμόνησες τη θαυμαστή εμπειρία και πίστεψες στη λογική σου.
Το πρόβλημα είναι η ολιγοπιστία. Με νοσταλγίες και αόριστους πόθους, όπως εσύ το είπες, λίγα πράγματα γίνονται. Πρέπει να δυναμώσει η πίστη μας. Από την άλλη πλευρά , και η φύση μας είναι επιρρεπής στα πονηρά και χαμερπή. Αγώνας γίνεται και όσο αυξάνουν οι καλές γεύσεις, τόσο ενισχύεται πίστη, τόσο δυναμώνει και η ζωή.
Να μάθεις όχι να εφαρμόζεις το θέλημα του Θεού, αλλά να χαίρεσαι τη ζωή Του. Έτσι θα ξεφύγεις από το νομικό Θεό και θα πέσεις στην αγκαλιά του Ελεήμονος. Μπορεί κανείς να ερωτεύεται και να προτιμά την ξεραΐλα της απόστασης; Δεν γίνεται. Η ζωή κερδίζεται με το ρίσκο του μεγάλου και την τόλμη του καινούριου.
Έλενα(81) : Η διαφορά είναι ότι στον φυσικό έρωτα αγαπώμενος είναι πρόσωπο, συμμετέχουν οι αισθήσεις και συναινεί και η λογική. Στα πνευματικά το αγαπώμενο είναι ιδέα, όχι πρόσωπο. Και υπερβαίνονται οι αισθήσεις και η λογική.
Απ. : Μα ο Θεός δεν είναι ιδέα, ανώτερη δύναμη, ασαφής έννοια. Είναι πρόσωπο με βούληση, έχει οντότητα, αναπτύσσει σχέση, κοινωνεί και κοινωνείται, προχέει τη χάρι και τη δύναμή Του.
Όταν άνέφερες το σκουληκιασμένο χώμα και το μολυσμένο αέρα ως περιβάλλον ανάπτυξής μας, σκέφτηκα το ερώτημα «και τις δύναται σωθήναι;» που υπέβαλαν στο Χριστό. Κι Εκείνος απάντησε: «τα αδύνατα περί ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστιν» (Λκ. Ιη’ 26-27). Είναι δυνατόν να ζουν κάποιοι «ως άγγελοι Θεού» (Ματθ. Κβ’ 30) «εν μέσω γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης» (Φιλιπ. Β’ 15). Η πίστη στη δύναμη του Θεού καθιστά «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μαρκ. θ’ 23). Είναι υπέρ αίσθησιν αίσθηση και υπερβαίνουσα την διάνοια λογική.
Έλενα(82) : Σύμφωνοι, αλλά διαβάζοντας κανείς κάτι από την πατερική σοφία, νιώθει μια τρομερή φλόγα. Που χάθηκε όλη αυτή η ένταση στη διαδρομή, και λες και ζούμε τώρα στον απόηχο; Κι αν δεν την έχει κανείς πώς να τη μεταδώσει, κι αν δεν την βλέπει πώς να πειστεί;
Απ. : Αν δεν την έχει, φυσικά και δεν μπορεί να την μεταδώσει. Όσο για το τελευταίο, θα σας παραπέμψω στο περιστατικό της εμφάνισης του Κυρίου μετά την Ανάστασή Του στον Θωμά. Αυτός απαιτούσε να δει και να ψηλαφήσει για να πιστέψει, να βάλει το χέρι του πάνω στον τύπο των ήλων. Του ικανοποιεί ο Χριστός την επιθυμία, κι εκείνος ομολογεί: «ο Κύριος μου και ο Θεός μου». Το σημαντικό δεν είναι η ομολογία του Θωμά όσο ο λόγος του Κυρίου στη συνέχεια: «ότι εώρακάς με, πεπίστευκας, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. κ’ 28-29).
Υπάρχουν αυτοί που βλέπουν και στη συνέχεια πιστεύουν, όπως τώρα εσύ, αυτοί που επειδή δεν έχουν δει, αρνούνται να πιστέψουν , και τέλος που αυτοί που χωρίς να δουν πιστεύουν. Αυτοί πιστεύουν και τότε βλέπουν. Αυτοί αποκτούν άλλη όραση, βλέπουν και τα μη ορώμενα. Είναι οι μακαριζόμενοι. Είναι η φλόγα των Πατέρων για την οποία μιλας, η φλόγα των αγίων. Συμφωνώ ότι στην εποχή μας ο Θεός δεν φαίνεται να συγκινεί τις ψυχές όσο σε άλλες εποχές. Τα ενδιαφέροντα έχουν μετατοπισθεί. Το είπες κι εσύ προηγουμένως ότι ο σύγχρονος πολιτισμός μας έχει κάνει θεό του το Εγώ…
Το εγώ, η ορθή λογική, το συμφέρον, η η προσπάθεια κατανόησης των πάντων, ακόμη και η σύγχρονη ηθική σβήνουν αυτή τη φλόγα, δημιουργούν ανθρώπους διογκωμένους βιολογικά, παχείς στη σκέψη, και εντελώς δυσκίνητους και αποδυναμωμένους στο πνεύμα, άνευρα πλάσματα, έστω και αν αυτά παριστάνουν στους πιστούς, ανθρώπους που μπορούν όλα τα ανόητα και δυσκολεύονται στα αυτονόητα και πολύ περισσότερο στα μεγάλα. Παρά ταύτα, όποιος το καταλαβαίνει αρκεί να το προσπαθήσει.
Έλενα(83) : Και πως ανάβει αυτή η φλόγα; Και για να οδηγηθεί κανείς στην ελευθερία του Θεού εκτός από το να ξεπεράσει την εποχή του, πρέπει να περάσει από πολύ στενά πλαίσια, πρέπει να ξεπεράσει και τον εαυτό του. Είναι απαραίτητο αυτό; Και γιατί;
Απ. : Πρέπει να στενέψει, να χαμηλώσει και να σμικρύνει. Η ελευθερία του Θεού χωράει τους ταπεινούς και τους αγωνιζόμενους. Η βασιλεία του Θεού «βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν», και «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. Ια’ 12, ζ’ 14). Εσύ για να πετύχεις στο θέατρο ή ένας επιστήμονας στην έρευνα ή ένας αθλητής στον στόχο του δεν απαιτείται προσπάθεια; Όσο περισσότερα προσφέρεις, τόσο ψηλότερα ανεβαίνεις. Η ελευθερία του Θεού είναι το μείζον, γι’ αυτό και χρειάζεται μείζονα προσπάθεια. Οι ψηλές κορυφές θέλουν δυνατούς μυς και ανθεκτικά πνευμόνια.
Έλενα(84) : Έχω την εντύπωση ότι είναι αντίπαλος η εποχή μας και κάνει τα πράγματα δυσκολότερα. Δηλαδή μια τέτοια συζήτηση δεν είναι συνηθισμένη. Και τα όσα μας λέτε αντιλαμβάνεστε ότι δεν είναι εύκολα κατανοητά.
Απ. : Η εποχή μας, δηλαδή η νοοτροπία, οι συνήθειες, η κουλτούρα που καλλιεργεί, δυσκολεύει τα πράγματα, γιατί προβάλλει άλλους δρόμους εύκολους και κρύβει τα στενά περάσματα στην αλήθεια. Παρά ταύτα, να ξέρετε, σύντομα θα βγάλει ίσως λίγους αλλά πολύ σπουδαίους καρπούς, διότι όπου «επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Αυτό που χάνεται είναι η πλειοψηφία των αγίων, όχι το μέγεθος της αγιότητας. Σήμερα υπάρχει πλεόνασμα χάριτος και έλλειμμα προθυμίας. Η προθυμία είναι δική μας υπόθεση, ενώ η χάρις είναι του Θεού. Εξάλλου ο Χριστός είπε: «ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστιν» (Ματθ. Ια’ 30). Όποιος είναι έξυπνος δοκιμάζει.
Έλενα(85) : Είναι όμως αντίπαλος και ο εαυτός μας. Άλλα θέλει και άλλα κάνει. Βλέπει κάτι καλό και το απωθεί. Εγώ μέσα μου νιώθω κυρίως μία μαύρη τρύπα. Στην εποχή του ορθολογισμού που ζούμε, είμαστε πιο εξοικιωμένοι με την ψυχολογία και τη λέξη «ενοχή» παρά με την ταπείνωση. Με αυτό το δεδομένο, δύσκολο κανείς να συντριβεί και να μετανοήσει. Και σίγουρα αυτή η μαύρη τρύπα δεν κλείνει ούτε με το φόβο ούτε με τη βία. Πως φεύγει, μπορείτε να μου πείτε;
Απ. : Δεν ξέρω. Σίγουρα δεν κλείνει ούτε με το φόβο ούτε με τη βία, όπως είπες. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε τη χαρά του τελευταίου, του να είσαι έσχατος. Είναι η πιο ωραία και βαθιά χαρά. Αυτή έχει σφραγίδα αγάπης και κυρίως ελευθερίας. Είναι η γνήσια ταπείνωση. Δεν έχει καμία σχέση με την ικανοποίηση του πρώτου.
Ρώτησα κάποτε έναν προτεστάντη πάστορα ποια είναι η καλύτερη θέση στον παράδεισο, και μου απάντησε αυτόματα «δίπλα στον Κύριό μας». Έκανε μεγάλο λάθος. Η καλύτερη θέση στον παράδεισο είναι η θέση του τελευταίου. Δεν υπάρχει καθαρότερη χαρά από το να απολαμβάνεις τη δόξα του αδερφού σου ως δική σου δόξα. Να ζεις ως τιμή σου την πρόοδο των αδερφών σου, να τους βλέπεις μπροστά σου και καλύτερους και να χαίρεσαι. Όχι πίσω σου και να καυχάσαι. Ούτε κινδυνεύεις ούτε δεσμεύεσαι από κάτι. «Ο ταπεινός ουδέποτε πίπτει . Πόθεν γαρ πεσείν έχει υποκάτω πάντων ων;». Έτσι μάλλον σβήνουν οι μαύρες τρύπες και εξαφανίζονται οι ενοχές. Κάπως έτσι κατανοώ το μυστικό της ζωής.
Έλενα(86) : Παρακολούθησα ότι στην προηγούμενή μας συζήτηση δεν μας υποδείξατε καθόλου τι πρέπει να κάνουμε γενικότερα στη ζωή μας. Μάλλον μας δείχνατε τον δρόμο πώς να γίνουμε, δηλαδή πώς να καλλιεργήσουμε το κατάλληλο φρόνημα στη ζωή μας που θα μας κάνει ικανούς να ενεργούμε το ορθό, το αληθινό, αν κατάλαβα καλά. Επίσης αντιλαμβάνομαι ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι ο εγωισμός, καθώς όλα γύρω μας είναι φτιαγμένα για να τον τρέφουν.
Αυτό όμως που ονομάζετε ταπείνωση, εύκολα θα μπορούσε να είναι και κακομοιριά, ή εγωιστική αυτομαστίγωση σαν του Σταυρογκίν στους «Δαιμονισμένους», και έτσι να χάσει κανείς την αίσθηση ότι παρ’ όλο το χάλι του εξακολουθεί να είναι πολύτιμος στα μάτια του Θεού, κι ότι Αυτός τον αγαπάει. Πως μπορεί κανείς να ξεχωρίσει και να γευθεί την αληθινή ταπείνωση;
Απ. : Νομίζω ότι το παράδειγμα που σας ανέφερα είναι σαφές. Η ενοχική αντίληψη και τα άλλα που περιέγραψες, όπως εξάλλου το είπες κι εσύ, είναι παθολογικές κινήσεις του εγώ. Ο ταπεινός ειρηνεύει και ελπίζει. Χωρίς εσωτερική χαρά, ελπίδα και ειρήνη δεν υπάρχει ταπείνωση. Βρισκόμαστε εδώ στη Σκήτη του Ευγνώμονος Ληστού. Αυτός είχε μέσα του ελπίδα και γι’ αυτό ζήτησε μια θέση στη βασιλεία του Θεού. Σίγουρα την τελευταία. Αν είχε μιζέρια και αυτομαστίγωση, ούτε αυτός θα ήταν στον παράδεισο ούτε εμείς θα είχαμε μοναστήρι στο όνομά του. Μήπως όμως σας κούρασα;
Έλενα(87) : Εμένα κάθε άλλο. Δεν ξέρω για τους υπόλοιπους. Επιτρέψτε μου κάτι ακόμη να ρωτήσω. Έτυχε να ακούσω σε μία ομιλία σας στο διαδίκτυο την εξής πρόταση: «Μόνο ο Θεός ξέρει ποιος είναι αληθινά δικός Του». Πολύ απελευθερωτική φράση! Σκέφτομαι καμιά φορά πως έχουμε φτιάξει έναν ψεύτικο Θεό στα μέτρα μας, για να μπορούμε να τον αντέξουμε. Αντί να αναρωτιόμαστε πώς να μας βλέπει άραγε ο Θεός, πως είμαστε κάτω από το βλέμμα Του, αναρωτιόμαστε μόνο: «ποιος είμαι εγώ;» και βάζουμε και σε μας και στους άλλους διάφορες «ταμπέλες» : ευλαβής, κουλτουριάρης, αριστερός, «της Εκκλησίας» κλπ.
«Μόνο ο Θεός ξέρει ποιος είναι δικός Του»! Αν το πιστεύαμε αυτό αληθινά, ίσως και στην Εκκλησία να υπήρχε λιγότερος φανατισμός και σκληροκαρδία. Όταν αφήνομαι στην αίσθηση ότι ο Θεός μας βλέπει, μας αναζητάει διαρκώς και όλους, γαληνεύω. Όμως πιστεύω πως η αντίστροφη διαδρομή, η δικιά μας δηλαδή προς την αναζήτηση του Θεού, είναι γεμάτη από πολλές παρεξηγήσεις, είναι φτιαγμένη από πολύ ανθρώπινα κριτήρια γύρω από το τι σημαίνει και με τι όρους γίνεται.
Υπάρχουν κάποιο συγκεκριμένοι πνευματικοί σταθμοί από τους οποίους περνά η προσωπική διαδρομή μας προς την αναζήτηση του Θεού; Και αν ναι, ποιοι είναι αυτοί;
Απ. : Κατ’ αρχάς η αναζήτηση του Θεού δεν είναι σκοπός. Σκοπός είναι η συνάντηση του Θεού. Η αναζήτησή Του αποτελεί τη διαδρομή. Από την άλλη πλευρά, διαδρομή κάνει κυρίως ο Θεός, όχι τόσο εμείς. Αυτός κινείται προς εμάς μέσα από γεγονότα, ευκαιρίες, ανθρώπους, σημεία κλπ. Εμείς προσδοκούμε τη συνάντηση και απλά γρηγορούμε. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να περιμένουμε και να έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας για να Τον αναγνωρίσουμε. Δεν αποτελεί δικό μας κατόρθωμα η συνάντηση με τον Θεό, αλλά ανταπόκριση στη χάρι Του. Γι’ αυτό και η εμπειρία της δεν συνοδεύεται με καύχηση αλλά με ακόμη μεγαλύτερη ταπείνωση.
Η προετοιμασία της συνάντησης ξεκινάει με τον αγώνα της καθάρσεως, δηλαδή με την απελευθέρωση από τα πάθη, τη συντριβή του εγωισμού, τη καλλιέργεια των αρετών, την ενδυνάμωση της πίστεως, την ειρήνη των λογισμών. Ακολουθεί ο φωτισμός του νου και έπεται η ένωση και κοινωνία μετά του Θεού. Εμείς αγωνιζόμαστε για το πρώτο, τα άλλα είναι δουλειά του Θεού. Είναι μια συνεχής πορεία πτώσης και ανάστασης. Ευλογημένη πορεία!
Έλενα(88) : Το ερώτημά μου στο πρώτο του σκέλος έχει να κάνει και με την αυτοσυνειδησία της καταστάσεώς μας κατά την πορεία αυτήν. Δηλαδή η ενασχόληση με το που βρίσκομαι, πόσο σωστός ή καλός είμαι ή και πόσο αμαρτωλός.
Απ. : Το κατάλαβα, και αυτό που θα είχα να πω είναι ότι δεν ασχολούμαστε με τον εαυτό μας ούτε με τους άλλους. Είναι άγνωστο μυστήριο η ψυχή του κάθε ανθρώπου. Συχνά στην εξομολόγηση θέλουμε να είμαστε αναλυτικοί του βάθους μας στον πνευματικό, με δεδομένο ότι και εμείς γνωρίζουμε την αλήθεια μας και εκείνος πρέπει να την πληροφορηθεί από μας. Είναι μεγάλο λάθος. Μόλις νομίσει ο πνευματικός ότι μας γνωρίζει, χάνει το μυστήριό μας. Το ίδιο κι εμείς, από τη στιγμή που αισθανόμαστε πως γνωρίζουμε το μέσα μας, το έχουμε ήδη χάσει. Γι’ αυτό και επαναλαμβάνω, μόνον ο Θεός γνωρίζει το μυστικό του κάθε ανθρώπου. Και το αποκαλύπτει και στους δικούς Του.
Αυτό που χρειαζόμαστε στην πορεία μας προς τον Κύριο είναι να κρατούμε αταλάντευτο το ταπεινό φρόνημα μέσα μου και τη μετάνοιά. Έτσι να ποθούμε συνεχώς την ένωσή μας με τον Χριστό και να ελπίζουμε στο έλεός Του, θεωρώντας τον κάθε συνάνθρωπό μας καλό αδερφό Του. Είναι αυτό που λέγει ο Άγιος Σιλουανός: «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Που να φυτρώσει μετά φανατισμός, σκληροκαρδία ή πίεση;
Έλενα(89) : Μια τελευταία ερώτηση επιτρέψτε μου, που έχει σχέση με τη συζήτηση που είχαμε νομίζω στο γραφείο σας. Προχτές στην εκκλησία άκουγα τη φράση: [ας προσευχηθούμε] «για την ειρήνη του σύμπαντος κόσμου». Μια επίμονη φωνή μέσα μου ψιθύριζε: «Σιγά μην γίνει ειρήνη, επειδή εμείς τώρα εδώ προσευχόμαστε». Μία δεύτερη: «Αν η πίστη σου ήταν απόλυτη, μπορεί και να γινόταν». Συχνά μέσα στην εκκλησία μου συμβαίνει αυτό, αυτός ο διχασμός, η εσωτερική πάλη, ο νοερός διάλογος με τον εαυτό μου, ενώ το μόνο πραγματικά που θα ήθελα θα ήταν να σωπάσουν όλες οι φωνές και να μπορέσω σιωπηλά να παραδοθώ. Πόσο δύσκολο όμως μοιάζει αυτό! Σχεδόν ακατόρθωτο, λες και είναι ο σταυρός του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι τελικά ο ορθολογισμός προϊόν της σύγχρονης εποχής, κάτι που μπορεί να μας εφησυχάζει και λίγο τη συνείδηση ή είναι έμφυτο στοιχείο της πτωτικής ανθρώπινης φύσης;
Απ. : Τι σημασία έχει από πού προέρχεται; Σημασία έχει ότι υπάρχει. Βέβαια στον διάλογο των πρωτοπλάστων με τον διάβολο, όπως αυτός παρουσιάζεται στην Παλαιά Διαθήκη, φαίνεται ότι ο ορθολογισμός ήταν η τελευταία σπρωξιά στην πτώση τους. Άρα ενυπάρχει στη φύση μας.
Είναι όμως αλήθεια ότι και η σύγχρονη εποχή έχει πολύ επενδύσει σε αυτόν και τον έχει κάνει πραγματικό θηρίο. Έχει διογκωθεί η σκέψη μας, ο νους μας είναι γεμάτος από πληροφορίες και δυναμική διανοητικής κατανόησης. Έτσι χάνεται η προσδοκία της αποκάλυψης του μυστηρίου, η ησυχία της θείας επισκέψεως. Αυτό είναι το πρόβλημά μας. Η εποχή μας βγάζει επιστήμονες, οικονομολόγους, φιλοσόφους, αλλά δυσκολεύεται να γεννήσει αγίους και να τους αναγνωρίσει. Γι’ αυτό δεν φαίνεται η βασιλεία του Θεού και η παρουσία Του. Τα ίχνη Του είναι δυσδιάκριτα.
Θάνος(90) : Μπορώ να διακόψω; Κάτι είπατε για Παλαιά Διαθήκη και Αδάμ και Εύα. Δηλαδή αυτά τα πιστεύετε;ότι έφαγε το μήλο και εξαιτίας αυτού εμείς είμαστε όπως είμαστε και τα σχετικά;
Απ. : Έχεις λίγο ειρωνειούλα στην ερώτησή σας. Τι σημασία έχει αν ήταν μήλο ή αχλάδι, που δεν λέει τίποτε περί αυτού η Γραφή, ή αν κάλυψαν τη γύμνωσή τους με φύλα συκής ή καρυδιάς κλπ.;
Εμείς πιστεύουμε στη σοφία και την αποκάλυψη του αγιογραφικού λόγου, στη θεοπνευστία του, στη δυνατότητά του όχι να ικανοποιήσει την αλαζονική διανοητική πολυπραγμοσύνη μας, αλλά να καταδείξει την αλήθεια της φύσης μας και την προς τον Θεό προοπτική μας. Λίγο είναι αυτό; Μήπως το βρίσκεις κάπου αλλού καλύτερα διατυπωμένο; Όπως σε αυτή τη συζήτηση, τι έχουν σημασία, τα παραδείγματα που λέμε ή οι αλήθειες που προσπαθούμε να ανακαλύψουμε;
Θα πω και κάτι που ακόμη περισσότερο θα σε παραξενέψει. Λέγει ο Χριστός στους μαθητές Του: όποιος δεν δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν ένα μικρό παιδάκι δεν θα μπορέσει να εισέλθει σε αυτήν (βλ. Μαρκ. ι’ 15). Το πρόβλημά μας είναι ότι δεν μπορούμε να λειτουργούμε στη ζωή με την αθωότητα ενός μικρού παιδιού. Μεγαλύτερη αξία από την σοφία των σπουδαγμένων έχει η ταπείνωση των γερόντων και η καθαρότητα της παιδικής ψυχής.

*********

Λίγο ανώμαλη πάλι προσγείωση στη πραγματικότητά μας. Εκεί που νόμιζα πως είχαμε προχωρήσει, επιστρέφουμε πάλι στην πεζότητα της δυσπιστίας και της αμφιβολίας. Πόσο ριζωμένα είναι αυτά μέσα μας! Για να είμαι όμως ειλικρινής, παρά τα όσα λέω, παρά τα όσα πιστεύω, ανιχνεύω μέσα μου και ίχνη της δικής μου ανελευθερίας. Εγώ ισχυρίζομαι ότι δεν θέλω να τους πείσω, στην πραγματικότητα το να πεισθούν θα μου έδινε εκτός από χαρά και ικανοποίηση. Το ότι επανερχόμαστε στα ίδια με ξαφνιάζει αρνητικά. Τελικά όμως δεν είμαι τόσο ελεύθερος όσο πιστεύω πως θα έπρεπε. Νιώθω ότι η δυσκολία τους να με καταλάβουν δεν τη δέχομαι ελεύθερα. Πρέπει να υποταχτώ και να δεχτώ τους ανθρώπους όπως είναι. Γιατί δηλαδή να αλλάξουν, και μάλιστα από μένα; Μήπως κι εγώ είμαι εύκολος στις αλλαγές; Ειρηνεύω μέσα μου και συνεχίζουμε.

Δήμος(91) : Ομολογώ ότι τα ακούω αυτά, αλλά ακόμη διατηρώ μέσα μου αμφιβολίες. Αισθάνομαι ότι η όλη μου αγωγή έχει εντελώς αντίθετη κατεύθυνση σκέψης. Ωραία όλα αυτά, αλλά πώς να τα εμπιστευτώ; Δεν τα έχω δει στην πράξη, και αυτό με τρομάζει . Η δε Εκκλησία που εσείς περιγράφετε είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που έχε καταγραφεί μέσα μου ως Εκκλησία. Αισθάνομαι ότι πρέπει να πηδήξω ψηλά χωρίς κοντάρι, και δεν είμαι έτοιμος. Φοβάμαι μήπως πριν φτάσω τον στόχο γκρεμοτσακίσω.
Απ. : Κράτα τα στο νου σου και έχει ο Θεός. Για να γεννήσει μια γυναίκα χρειάζεται να προηγηθεί εννιάμηνη εγκυμοσύνη. Καλό είναι να κυοφορήσεις τα όσα είπαμε. Θα είναι όμως κρίμα να κυοφορήσεις τα όσα είπαμε. Θα είναι όμως κρίμα να αφήσεις να χαθεί η ευκαιρία. Δεν μου λες, τη χαίρεσαι τη ζωή σου; Πιστεύεις στη μετά θάνατο ζωή;
Δήμος(92) : Ωχ! Μη μου κάνετε τέτοιες ερωτήσεις. Νομίζω ότι… όχι, δεν πιστεύω. Ίσως κάτι να υπάρχει, αλλά δεν σκέφτομαι τέτοια πράγματα. Τώρα αν μου τύχει κάτι –χτύπα ξύλο- δεν ξέρω.
Απ. :Γιατί χτύπησες το καημένο το ξύλο; Τι νομίζεις, θα τη γλιτώσεις; Και τι αξία έχει αυτή η ζωή, όπως την περιγράφεις; Ούτε πότε θα πεθάνεις ξέρεις ούτε με ποιον τρόπο ούτε πως θα εξελιχθεί η καθημερινότητά σου στις λεπτομέρειές της. Χωρίς Θεό και αιώνια προοπτική τι είμαστε;λίγα σκεπτόμενα ζώα ανίκανα να ρυθμίσουμε τη ζωή μας, πεταμένα σε μια γωνία στο αχανές σύμπαν που ύστερα από κάποια χρόνια θα εξαφανισθούμε; Ίσως τότε η σκέψη κάνει βασανιστικότερη τη ζωή μας και από αυτή των ζώων. Μοιάζει σαν κακομαγειρεμένο φαγητό που πρέπει οπωσδήποτε να φάμε. Αυτά που είπαμε είναι σαν να ρίχνουμε λίγο λαδάκι και λίγο αλατάκι. Αλλάζει όλη η γεύση της ζωής. Είμαστε πολύ περισσότερο από λίγα κιλά κρέας και λίγα χρόνια αναπνοών σε αυτό τον κόσμο.
Δήμος(93) : Εμένα ποιος με ρώτησε και γεννήθηκα σε αυτόν τον κόσμο; Θα προτιμούσα να μην είχα γεννηθεί. Δεν θα ήθελα να ζω. Αν πάλι κάνω όλα αυτά που λέει η Εκκλησία δήθεν για να ζήσω, δεν μπορώ, με σφίγγει κάτι στο λαιμό. Αν για να ζήσεις δεν πρέπει να ζεις, τότε τι αξία έχει η ζωή;
Απ. : Αν όμως για να ζήσεις, δώσεις ζωή στην κάθε σου στιγμή, τότε δεν θα ήθελες να πεθάνεις. Έτσι γίνεσαι αθάνατος. Είναι υπέροχη αυτή η ζωή, αρκεί κανείς να ξεφύγει από την εφημερότητα στην αιωνιότητα, από τον φόβο της ζωής και του θανάτου στην αίσθηση της χωρίς θάνατο ζωής του. Αυτό είναι η πίστη και η κοινωνία του Θεού. Μη τη φοβάσαι την Εκκλησία. Μπορείς να τη ζήσεις σαν καλή μάνα.
Δήμος(94) : Με κουράζουν οι εκκλησιαστικοί τύποι, τα πολλά σύμβολα, οι κανόνες. Τι πειράζει αν πιστεύω αλλά δεν πηγαίνω στην εκκλησία ή δεν δέχομαι τις τελετουργίες , τους ιερείς κλπ. Γιατί πρέπει να παντρευτούμε στην Εκκλησία; Δεν αρκεί ο αμοιβαίος σεβασμός και η διαπροσωπική δέσμευση; Γιατί να βαφτίζουμε τα μωρά και χωρίς αυτό να νομίζουμε ότι θα πάνε στην κόλαση; Τι είναι αυτά τα πράγματα; Είναι πολύ ανθρώπινη, πάτερ μου, η θρησκεία. Έχει στενότητα, ανθρώπινα ελαττώματα, υπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες, έχει μιζέρια, κουράζει και δεν πείθει.
Απ. : Κοίταξε, ο υπερτονισμός των τύπων και η απουσία ουσίας οπωσδήποτε δεν είναι κάτι με το οποίο θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει. Επίσης η θρησκειοποίηση της πίστης συνήθως την φθείρει και της προσδίδει υπερβολικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Αυτά όμως που σου έλεγα προηγουμένως, τι σχέση μπορούν να έχουν με αυτά για τα οποία εσύ τώρα μιλάς; Ο τύπος είναι σαν το ποτήρι που συγκρατεί το νερό. Αν σπάσει, τότε το περιεχόμενο σκορπίζει. Δεν είναι κακό πράγμα οι τύποι και οι συμβολισμοί, αρκεί να υπογραμμίζουν και όχι να σκεπάζουν την ουσία ή να απομονώνονται από αυτήν. Όταν βρεθούμε σε μια ωραία παράσταση ή ομιλία, στο τέλος χτυπάμε τα χέρια μας, χειροκροτούμε. Θα μπορούσε να εκφράζαμε τον ενθουσιασμό μας διαφορετικά. Παρά ταύτα, χωρίς άλλες σκέψεις, εκδηλωνόμαστε όλοι με αυτόν τον τρόπο. Ποιο το πρόβλημα; Μήπως είναι κακό πράγμα το χειροκρότημα και πρέπει να το καταργήσουμε;
Θα πω και κάτι άλλο. Εγώ έχω γένια, φοράω ράσο. Τι συμβολίζουν αυτά ούτε εγώ γνωρίζω ούτε και με ενδιαφέρει. Διερωτώμαι, αν ήμουν ξυρισμένος με ένα κουστουμάκι, τι θα με εμπόδιζε να τελώ το μυστήριο; Τίποτα απολύτως. Παρά ταύτα δεν μπορώ να σας πω πόσο τα αγαπώ, όχι ως τύπους αλλά ως εκφράσεις κάποιου κρυμμένου φρονήματος. Φιλώ ώρες- ώρες το ρασάκι μου. Δεν το βγάζω με τίποτα. Μου δίνει μια εξωτερική εικόνα που παραπέμπει στην ετερότητα αυτού που επαγγέλλομαι σε αυτόν τον κόσμο. Δεν είμαι ένας κοσμικός τύπος, a nice gentleman. Είμαι ο ιερέας, που τόση ώρα μιλάει κι εσείς δυσκολεύεστε να κατανοήσετε τα λεγόμενά του, και τούτο διότι παραπέμπει σε άλλη ζωή, άλλες έννοιες, άλλον κόσμο. Όταν καταλάβετε την ετερότητα του μηνύματος, τότε θα κατανοήσετε και τη διαφορετικότητα της εμφάνισης. Έτσι είναι και με τα σύμβολα και τους τύπους. Τους μη σχετικούς απλά τους υποψιάζουν, ενώ στους μεμυημένους –αν μπορώ να το πω- δηλαδή σε αυτούς που έχουν βιώματα πίστεως, εκφράζουν τον πλούτο της πίστεως θαυμάσια.
Ανάλογα έχουμε και την τελετουργία του μυστηρίου. Τι ωραίο πράγμα με αισθητούς τρόπους, με συμβολισμούς, με κινήσεις, με λόγια να εκφράζουμε το μυστήριο! Ποιο το πρόβλημα να μεταλάβεις ή να ζήσεις τη δέσμευση και τη χαρά του γάμου μέσα σε ένα πλαίσιο προσευχής και τελετουργίας; Η άρνηση αυτών σε κάνει να ζεις στερημένος, δίχως μυστήριο, δίχως μυστήριο, δίχως σημεία, δίχως κοινωνία, δίχως εμπειρία αγιότητος και χάριτος. Ένας πολιτικός γάμος είναι μια επίγεια συμφωνία. Ένας εκκλησιαστικός καταργεί το ανθρώπινο και ανοίγει τον δρόμο του Θεού στη ζωή μας, Τον βάζει ανάμεσά μας. Αν έχεις πίστη, όχι μόνο δεν τον αρνείσαι, αλλά τον επιθυμείς. Αν όχι τότε τον αμφισβητείς. Εκεί είναι το πρόβλημα. Μόνο όταν αγαπήσεις κάτι το κατανοείς, μόνο όταν το αγαπήσεις το μαθαίνεις. Έτσι και με την Εκκλησία. Αγάπησέ την και θα τα καταλάβεις όλα.
Δήμος(95) : Σας είπα ότι δεν θέλω να ζω, κι εσείς είπατε να δώσω ζωή στην κάθε μου στιγμή. Τι σημαίνει αυτό; Πώς να ζωντανέψω τις στιγμές μου σε αυτόν τον κόσμο; Γύρω μου βλέπω αδικία, αρρώστιες, βία, τώρα ανεργία, έναν κόσμο σε κατάσταση τρέλας.
Απ. : Το πρόβλημα είναι ότι βλέπεις γύρω σου και όχι μέσα σου. Αυτοί που φταίνε είναι οι άλλοι, οι συνθήκες της ζωής, οι πολιτικοί, ο κόσμος, όχι εμείς. Λέγει ένας Ρώσος άγιος της ερήμου, ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «ειρήνευσε μέσα σου και όλα θα ειρηνεύσουν γύρω σου». Εδώ είναι η λύση. Γι’ αυτό σου είπα να δώσεις ζωή στην κάθε σου στιγμή. Τον κόσμο δεν θα τον αλλάξεις ούτε μπορεί ούτε μπορείς. Τον εαυτό σου όμως μπορείς να τον αλλάξεις.
Δήμος(96) : Και πως μπορώ να δώσω ζωή στη… ζωή μου; Δεν βλέπω τίποτα άλλο. Από πού να πάρω ζωή;
Απ. : Και να δεις, δεν θα μπορέσεις να πάρεις, αν δεν αλλάξεις μέσα σου. Αυτή η συζήτηση που κάνουμε θα μπορούσε να είναι φοβερά αποκαλυπτική στο να ανοίξει δρόμους και για σένα και για μένα. Και όμως είναι δυνατόν να μην δημιουργεί κανέναν απόηχο μέσα μας. Οι προκαταλήψεις μας, οι επιρροές που έχουμε δεχθεί, οι συνήθειες, η προσκόλληση σε συγκεκριμένες απόψεις, ο κρυφός εγωισμός μας να μας τυφλώνουν τόσο που να μη μπορούμε να δούμε την αλήθεια και να λυτρωθούμε. Πρέπει να βρούμε τη τόλμη της ελευθερίας μας. Θα σου το πω, και ας σε ενοχλήσει ενδεχομένως ο όρος, χρειάζεται η μετάνοια. Όχι να είμαστε ειλικρινείς στους άλλους, αλλά να τολμήσουμε να αντικρίσουμε την αλήθεια μας. Και αυτό θέλει μια διπλή ταπείνωση, την ταπείνωση να αντικρίσουμε τη μίζερη κατάστασή μας, και την ταπείνωση να ζητήσουμε βοήθεια.
Θάνος(97) : Από πού να ζητήσουμε βοήθεια; Που είναι αυτός που μπορεί να διορθώσει τον κόσμο; Μη μου πείτε ο Θεός. Αυτός έφτιαξε έτσι τον κόσμο.
Απ. : Φυσικά και θα σου πω ο Θεός. Το αν Αυτός έφτιαξε έτσι τον κόσμο ή το αν μπορεί να τον αλλάξει ή το γιατί δεν το κάνει, είναι άλλη υπόθεση. Αυτό όμως που σίγουρα μπορεί να κάνει είναι το να μας βοηθήσει εμείς να αλλάξουμε, όχι να μας αλλάξει. Αυτό δεν θα το κάνει. Και το να ζητήσουμε τη βοήθειά Του προϋποθέτει την ταπείνωση της πίστης και εμπιστοσύνης σε Αυτόν. Σκέψου λίγο και θα δεις τι δυνάμεις απελευθερώνει μέσα μας αυτή τη ταπείνωση.
Θάνος(98) : Δηλαδή δεν μπορώ μόνος μου; Γιατί να ζητήσω βοήθεια;
Απ. : Αυτό το «μπορώ» και το «μόνος» είναι που μας καταστρέφει. Είναι ωραίο που δεν είμαι μόνος και χρειάζομαι βοήθεια. Αυτό δημιουργεί κοινωνία. Να γιατί η πίστη θέλει ταπείνωση. Δεν είναι ντροπή, είναι μεγαλείο.
Μαρίτα(99) : Δεν θέλω να σας κουράσω, αλλά θα σας ήταν εύκολο να μου δώσετε ένα παράδειγμα για το πώς αλλάζοντας εμείς, αλλάζουν όλα γύρω μας.
Απ. : Ευχαρίστως, δεν είναι δύσκολο. Αξίζει, διότι η εσωτερική προσέγγιση αλλάζει όλη την ερμηνεία του κόσμου. Θα σου πω ένα παράδειγμα από τη δική μου εμπειρία. Νομίζω πολύ όμορφο- και συγχώρα με για τον προσωπικό χαρακτήρα του λόγου. Εγώ ασχολήθηκα με την Θεωρητική περισσότερο Φυσική και Αστροφυσική. Δεν ήμουν πειραματικός ή παρατηρησιακός. Άνηκα στους επιστήμπονες της σχέσης και όχι των αισθήσεων. Μια μέρα, ήταν νομίζω Νοέμβριος του 1980, κάποιοι φίλοι μου που έκαναν παρατηρήσεις σε ένα μεγάλο αστρονομικό σταθμό βόρεια της Βοστώνης, στο Haystack, με κάλεσαν να περάσω όλο το βράδυ μαζί τους, δίνοντάς μου παράλληλα την ευκαιρία να δω με το τηλεσκόπιο αυτά που μόνο με τη σκέψη είχα ως τότε προσεγγίσει. Είχε και ένα μεγάλο ραδιοτηλεσκόπιο διαμέτρου περίπου 41 μέτρων, με το οποίο κάναμε μία παρατήρηση ενός ραδιογαλαξία, σε απόσταση 5,5 δισεκατομμυρίων ετών φωτός.
Στο τέλος γύρω στις 5 το πρωί καθίσαμε και κάναμε μία συζήτηση. Κατάλαβα τι δυνατό πράγμα είναι οι αισθήσεις και η αμεσότητά τους. Γι’ αυτό και τους ρώτησα πως αισθάνονται μέσα από την εμπειρία αυτών των παρατηρήσεων, προσδοκώντας να μου μιλήσουν για κάτι συγκλονιστικό, ανάλογο με αυτό που και εγώ έζησα εκείνη τη βραδιά. Προς μεγάλη μου όμως έκπληξη, τους άκουσα να μου λένε ότι άλλοτε τους πιάνει τρέλα, άλλοτε απογοήτευση, άλλοτε ότι η ζωή δεν αξίζει τίποτα και κάτι τέτοια. Όλα αυτά γιατί ζούμε μέσα σε ένα πολύ σκοτεινό σύμπαν με ελάχιστα φωτόνια, πολύ ψυχρό με θερμοκρασία στους 2,7 Κ, πολύ άδειο, κενό, είμαστε απελπιστικά μικροί και τραγικά μόνοι μέσα στο αχανές χάος.
Ήρθε και η σειρά μου να μιλήσω. Τι όμως να πω; Εγώ ένιωθα ότι το σύμπαν είναι πολύ φωτεινό και ας έχει λίγα φωτόνια, πολύ θερμό και ας είναι τόσο χαμηλές οι θερμοκρασίες του, γεμάτο από αρμονία, ομορφιά και σοφία. Ένιωθα πολύ μικρός χωρίς αυτό να με ενοχλεί, μιας και μπορούσα να το αντικρίσω και να το απολαύσω, και καθόλου μόνος, αφού η σοφία και η ομορφιά του είχε ζωή και πρόσωπο. Τόλμησα και τους το είπα. Απογοητεύτηκαν αντί να με ζηλέψουν. Με ρώτησαν αν είμαι θρήσκος. Τους απάντησα όχι. Μπερδεύτηκαν. Τους είπα όμως ότι εκείνο το βράδυ γέμισα από τη χαρά της θεϊκής παρουσίας. Η συζήτηση σταμάτησε.
Το ίδιο ερέθισμα αυτούς τους βούλιαξε κι εμένα με απελευθέρωσε, με γέμισε. Η διαφορά βρισκόταν μέσα μας. Δεν ήμουν καλύτερος από αυτούς. Όχι. Είχα όμως πίστη. Δόξασα τον Θεό που υπήρχε μέσα μου. Χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσα κι εγώ ούτε να εξηγήσω ούτε να κατανοήσω ούτε και να αντέξω αυτόν τον κόσμο. Αυτή η βραδιά δίνει μέχρι σήμερα ζωή στη ζωή μου.
Μαρίτα(100) : Αν είναι έτσι, τότε αξίζει η ζωή. Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω.

Από το βιβλίο: Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω. 100 ερωτήσεις και απαντήσεις περί πίστεως. Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Νοέμβριος 2013.

Κατηγορίες: Γενικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.