Πρέπει να διαβάζεται συγχωρητική ευχή σε όσους πρόκειται να κοινωνήσουν; – Ιωάννου Φουντούλη.

Υπάρχει έθιμο, οι ιερείς να αναγινώσκουν εις τους μέλλοντας να κοινωνήσουν την συγχωρητική ευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, ποιμήν και αμνέ…». Επιτρέπεται τούτο εφ’ όσον δεν είναι πνευματικοί;

Οι παλαιοί ιερείς, είτε ήσαν πνευματικοί είτε όχι, προ της θείας κοινωνίας εδιάβαζαν απαραιτήτως σε εκείνους που επρόκειτο να κοινωνήσουν, είτε είχαν εξομολογηθή είτε όχι, την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, ποιμήν και αμνέ…». Αυτό εξακολουθούν να ζητούν πολλοί από τους πιστούς που προσέρχονται στην θεία κοινωνία και οι περισσότεροι από τους ιερείς μας εξακολουθούν να την διαβάζουν. Πολλοί εξ άλλου από τους νεωτέρους μορφωμένους ιερείς μας αρνούνται να διαβάσουν την ευχή αυτή στους μέλλοντας να κοινωνήσουν, είτε με την αιτιολογία ότι δεν είναι πνευματικοί, είτε γιατί δεν θέλουν να καλλιεργούν στον λαό ψευδαισθήσεις ότι έτσι συγχωρούνται αι αμαρτίαι των και παραπέμπουν, όσους ζητούν «διάβασμα», στους πνευματικούς για εξομολόγησι. Δηλαδή θεωρούν την ευχή αυτή ως ευχή αφέσεως των αμαρτιών, που πρέπει να διαβασθή στον εξομολογούμενο μετά την εξομολόγησί του από τον πνευματικό του πατέρα. Πράγματι πολλοί εξομολόγοι διαβάζουν την ευχή αυτή στην εξομολόγησι ως ευχή αφέσεως και σε μερικά χειρόγραφα χαρακτηρίζεται η ευχή αυτή ως «ευχή, ην εύχεται ο πνευματικός πατήρ υπέρ πνευματικού αυτού παιδός εξομολογηθέντος αυτώ τα ίδια αμαρτήματα». Η εξέτασις των κειμένων και της παλαιάς πράξεως της Εκκλησίας θα μας δείξη ποια είναι η σωστή πράξις, που πρέπει να τηρούν στην προκειμένη περίπτωσι οι ιερείς μας.
Ας ιδούμε πρώτα το κείμενο της ευχής. Το πρώτο που μας ξενίζει είναι ότι πουθενά δεν γίνεται λόγος δια εξομολόγησι και άφεσι εξομολογηθέντων αμαρτημάτων. Αντιθέτως στην άλλη ευχή «Κύριε ο Θεός ημών, ο τω Πέτρω και τη πόρνη…» γίνεται καθαρά λόγος για εξομολόγησι αμαρτιών («πρόσδεξαι την εξομολόγησιν του δούλου σου δείνος…»). Η «ετέρα ευχή» επί εξομολογουμένων «Ο Θεός ο δι’ ημάς ενανθρωπήσας…» και αυτή κατά τον ίδιο τρόπο ομιλεί: «και ταύτα πάντα αναδέξηται όσα ενώπιον αυτού τη εμή αναξιότητι…». Το ίδιο και η «ευχή επί εξομολογουμένων» «Ο Θεός ο συγχωρήσας δια Νάθαν τω προφήτη Δαβίδ…» λέγει: «όσα νυν ενώπιον αυτού τη εμή ελαχιστότητι ωμολογήσω και ων επελάθου…». Ομοίως και η «ευχή εξομολογήσεως» «Ο Θεός ο δίκαιος, ο δι’ ημάς σάρκα φορέσας…»: «όσα τη εμή εξείπας αναξιότητι…». Τέλος και η «ευχή συγχωρητική επί εξομολογουμένων», που αποδίδεται στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο συγχωρήσας δια Νάθαν…» ρητώς ομιλεί για την άφεσι των εξομολογηθέντων αμαρτημάτων («συγχώρησον πάντα όσα ενώπιόν σου τη εμή ελαχιστότητι εξωμολογήσατο μετά συντετριμμένης καρδίας το πνευματικόν μου τέκνον …». Όλες αυτές οι ευχές ευρίσκονται στα διάφορα εν χρήσει Ευχολόγιά μας και σε χειρόγραφα.
Δεύτερον, σε όλα τα χειρόγραφα και στα έντυπα Ευχολόγια η ευχή αυτή, προϋποθέτουσα την παρουσία πολλών ατόμων μετανοούντων, είναι γραμμένη σε πληθυντικό αριθμό («παρά των δούλων σου τούτων… ως άνθρωποι σάρκα φορούντες και τον κόσμον οικούντες εκ του διαβόλου επλανήθησαν… κατεπάτησαν…. Εγένοντο…. Υπέπεσαν…. Υπήχθησαν…. Τούτους τους δούλους σου… συγχωρών αυτοίς…. Απάλλαξον αυτούς…»). Και όχι μόνο αυτό, αλλά και η ευχή είναι γραμμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παρουσιάζεται σαν κοινή αίτησις πολλών συγχρόνως ευχομένων ιερέων: «επάκουσον ημών δεομένων…». Ξεύρομε όμως ότι η εξομολόγησις και η άφεσις γίνεται από αρχαιοτάτων χρόνων στην Εκκλησία κατ’ ιδίαν από ένα ιερέα και παρουσία ενός μονάχα εξομολογουμένου πιστού.
Ας ιδούμε τώρα πότε ελέγετο η ευχή αυτή. Στα έντυπα Ευχολόγια χαρακτηρίζεται ως «ευχή επί μετανοούντων». Ευρίσκεται δε εις την ακολουθίαν της εξομολογήσεως ως πρώτη ευχή, λεγομένη πριν ή ο αμαρτωλός ομολογήση τα αμαρτήματά του. Επομένως ούτε στην μία ούτε στην άλλλη περίπτωσι δεν έχει τον χαρακτήρα ευχής συστατικής του μυστηρίου της μετανοίας εφ’ όσον λέγεται πριν από την εξομολόγησι και την ακολουθούν άλλες ιδικές συγχωρητικές ευχές. Στα χειρόγραφα τώρα απαντά πολλές φορές η ευχή αυτή, σ’ ένα μάλιστα αποδίδεται στον Μέγα Βασίλειο. Σε πάρα πολλά χαρακτηρίζεται ως «συγχωρητική ευχή επί τον μέλλοντα μεταλαβείν των θείων μυστηρίων» ή «ευχή μεταλήψεως» (χειρόγραφα: Πατριαρχ. Ιεροσολύμων 73, Πατριαρχ. Αλεξανδρείας 371, Σινά 977, 978, 986, Τιμίου Σταυρού 615, Βατοπεδίου 134, Καρακάλλου 163 κ.α.). Αλλά και σε άλλα πολλά χειρόγραφα υπάρχουν άλλες ευχές που λέγονται αντί της ευχής αυτής πάλι «επί τους μέλλοντας μεταλαβείν». Από αυτά συνάγομεν ότι υπήρχε παλαιότατο έθος να διαβάζεται συγχωρητική ευχή στους μέλλοντας να κοινωνήσουν πιστούς, είτε εκείνη για την οποία γίνεται ο λόγος είτε μία άλλη.
Ποιός την διάβαζε; Πάλι τα χειρόγραφα μας λέγουν ότι εδιαβάζετο από τον αρχιερέα ή τον πνευματικό πατέρα ή τον ιερέα. Αυτή η διάκρισις σημαίνει ότι, αν δεν παρίσταται αρχιερεύς ή πνευματικός πατήρ, και απλούς ιερεύς, που δεν έχει το αξίωμα της πνευματικής πατρότητος, ημπορεί αδιακρίτως να διαβάση την εν λόγω ευχή. Τα περισσότερα μάλιστα χειρόγραφα δεν κάμνουν λόγο περί αρχιερέως ή πνευματικού πατρός, αλλά απλώς λέγουν: «Ευχή, ην λέγει ο ιερεύς» ή «λεγομένη παρά του ιερέως επί την κεφαλήν του μέλλοντος μετασχείν της αγίας κοινωνίας» ή «λεγομένη υπό ιερέως» κλπ.
Και το συμπέρασμα είναι φανερό: Η ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, ποιμήν και αμνέ …» είναι γενική συγχωρητική ευχή και καλώς λέγεται, κατά το αρχαίο έθος, σ’ όλους τους πιστούς που θα κοινωνήσουν, από τον ιερέα που θα τους κοινωνήση είτε είναι πνευματικός είτε όχι. Και είναι πολύ λογικό ο προσερχόμενος στην θεία κοινωνία πιστός να αισθάνεται την ανάγκη να ζητήση από τον ιερέα του να ευχηθή για την συγχώρησι και άφεσι των αμαρτιών του για να προσέλθη πιο άξιος στην θεία κοινωνία, όπως επίσης και ο ιερεύς να εύχεται για την συγχώρησι των αμαρτημάτων των μελλόντων να προσέλθουν στην θεία μετάληψι πιστών. Τώρα αν μερικοί πιστοί αρκούνται στην ευχή αυτή και τους δημιουργείται η συνείδησις ότι δεν έχουν ανάγκη από εξομολόγησι, σ’ αυτό δεν φταίουν ούτε αυτοί ούτε η ευχή. Το να καταργούμε κάτι γιατί αυτό γίνεται αφορμή ωρισμένων παρανοήσεων ή παρεξηγήσεων είναι η πιο εύκολη αλλά και η πιο χειροτέρα λύσις. Πάρα πολλά πράγματα στην θεία λατρεία μας είτε από αγραμματοσύνη, είτε από δεισιδαιμονία, είτε από μη φωτισμένη πίστι, έχουν παρανοηθή ή συνδεθή με χίλιες προλήψεις. Πρέπει λοιπόν να τα καταργήσωμε για τον λόγο αυτό ή να διαφωτίσωμε τον λαό μας – που είναι ο τελευταίος υπεύθυνος γι’ αυτά – να θρησκεύη σωστά και να ξεύρη το λόγο και το βαθύτερο νόημα των τελουμένων στην Εκκλησία μας;

Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’. ΣΤ’ έκδοσις.

Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.