Ποιος αξίζει αυτά τα λουλούδια; – Μακαριστής Μοναχής Πορφυρίας.

Κλήση από το Ράδιο Ταξί, για Αεροδρόμιο. Η ώρα είναι πέντε το πρωί, μόλις ξεκινάει η βάρδια μου. Στο ταξί επιβιβάζεται μια ηλικιωμένη κυρία
– Αεροδρόμιο, μου λέει.
Ακόμη δεν έχω ξυπνήσει καλά και σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής παραμείναμε σιωπηλές. Φτάσαμε στον προορισμό μας κι έπειτα μπήκα στη σειρά των ταξί, που περιμένουν για επιβίβαση.
Ήρθε η σειρά μου- ένας κύριος με μια βαλίτσα και μια τεράστια ανθοδέσμη από ορχιδέες με πλησίασε. Έβα¬λα τη βαλίτσα στο πορτ-μπαγκάζ και την ανθοδέσμη στο πίσω κάθισμα. Εκείνος κάθισε δίπλα μου. -Καλημέρα, πού πάμε;
Μου είπε τον προορισμό και ξεκίνησα. Η διαδρομή ήταν μεγάλη και, ως συνήθως, άρχισα την κουβέντα.
-Εκεί μένετε;
-Μμ! όχι, εκεί μένει μια φίλη μου… μου λέει διστα¬κτικά.
-Η φίλη σας ή η κοπέλα σας;
Με κοίταξε και χαμογέλασε. Με θάρρος εγώ συνεχίζω:
-Τα λουλούδια αυτά από πού τα φέρατε;
-Από Σιγκαπούρη! μου απαντά.
-Α! από κει έρχεστε;
-Ναι. Είμαι καπετάνιος και λείπω από την Ελλάδα οκτώ μήνες.
-Φαντάζομαι τη χαρά της, τώρα που θα σας δει! Και πάλι χαμογελάει.
Γύρισα και τον κοίταξα. Η ματιά μου έπεσε στα χέ¬ρια του και είδα πως φορούσε βέρα.
-Είστε παντρεμένος;
-Ναι! απαντά κοφτά.
-Έχετε παιδιά;
-Έχω δύο.
-Έχετε και ερωμένη;
-Έχω και απ’ αυτό.
-Δεν τα πάτε καλά με τη γυναίκα σας;
-Καλά τα πάμε, άψογα.
-Τότε τι τη θέλετε την ερωμένη;
-Ε, το ξένο είναι αλλιώς! απαντά χαζογελώντας.
-Εκείνη; Παντρεμένη;
-Ναι!
-Α, πολύ ωραία! Λοιπόν έχετε δυο παιδιά, η γυναίκα σας είναι άψογη, καλή μητέρα, καλή σύζυγος, κι όμως, κάτι σας λείπει για να έχετε παράλληλη σχέση.
-Όχι! δεν μου λείπει τίποτε.
-Τότε γιατί το κάνετε;
-Δεν ξέρω!
-Μήπως είστε τρελός;
-Όχι! μου απαντάει γελώντας.
-Τέλος πάντων, πάμε πάρα κάτω. Λοιπόν, η γυναίκα σας σας προσφέρει όλα αυτά, που ο ίδιος παραδέχεστε. Εσείς τι της προσφέρετε;
-Αυτά που πρέπει, το χρήμα- τίποτα δεν της λείπει!
-Και νομίζετε πως αυτό αρκεί; πως τα πάντα καλύπτονται με το χρήμα; καλύπτει το χρήμα την απουσία σας, το τρυφερό αγκάλιασμα, το χάδι, το φιλί, την παρέα τις νύ¬χτες, που δεν θα μπορεί να κοιμηθεί, γιατί κάποιο παιδί σας θα είναι άρρωστο; κάποια γλυκιά βραδυά, που θα σας ήθελε κοντά της; καλύπτονται όλα αυτά με το χρήμα; τελι¬κά τόσα πολλά καλύπτει αυτό το χρήμα και δεν το είχα καταλάβει τόσα χρόνια;
Ο κύριος δεν μιλάει, εγώ συνεχίζω. Να σας ρωτήσω κάτι;
-Ρωτήστε με ό,τι θέλετε.
-Στα χρόνια που είστε παντρεμένος, πόσες φορές την «πήρατε από το χέρι να πάτε ένα ρομαντικό περίπατο, να την πάτε σ’ ένα ωραίο πιάνο μπαρ, να της κρατήσετε τα χέρια, να την κοιτάξετε στα μάτια, να της πείτε πόσο πολύ ι ην αγαπάτε, να την ευχαριστήσετε για τα δυο αγγελούδια που σας χάρισε, να της πείτε πόσο σας λείπει, όταν είστε μακριά της; πόσα χρόνια έχετε να της τα πείτε αυτά;
Με κοιτούσε σαν χαμένος. Είπαμε ακόμη πολλά. Κάποια στιγμή τον ρώτησα:
-Έχετε αρρωστήσει ποτέ;
-Ναι…
-Ποιος ήταν δίπλα σας, όταν αρρωστήσατε;
-Η γυναίκα μου, απαντά σκεφτικός.
-Λοιπόν, σκεφθείτε: Ποιος αξίζει αυτά τα λουλούδια;
-Σας παρακαλώ, σταματήστε δεξιά.
Έκανα δεξιά και σταμάτησα. Σκέφτηκα- ο κύριος θύμωσε και θα κατέβει. Όμως έκανα λάθος- ο κύριος μού απάντησε:
-Ξέρετε κάτι; Με προβληματίσατε πάρα πολύ. Σας ακούω και μου μιλάτε τόση ώρα για τα λάθη μου με πολλή γλυκύτητα, που με κάνατε να νιώσω πολλές τύψεις. Ναι! Έχετε δίκιο, τα στέρησα απ’ τη γυναίκα μου όλα αυτά και όμως τα αξίζει!
Το βλέμμα του δεν ήταν σε μένα, ήταν στο κενό, έξω από το αυτοκίνητο, σαν να έψαχνε κάτι που είχε χαμένο. Τον άφησα να ονειροπολεί.
Ξαφνικά μου λέει:
-Σας παρακαλώ, γυρίστε πίσω.
Είμαι ηλίθιος, ηλίθιος… μονολογούσε.
Έκανα όπως μου είπε.
-Μπορώ να ανάψω ένα τσιγάρο;
-Μπορείτε να ανάψετε δύο, του λέω χαμογελώντας.
Στο γυρισμό δεν μιλήσαμε καθόλου. Εκείνος κάπνι¬ζε συνέχεια. Φτάνοντας στο σπίτι του μ’ ευχαρίστησε πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση και από τα μάτια του έτρεξε ένα δά¬κρυ. Κατεβαίνοντας μου λέει:
-Περιμένετε μισό λεπτό!
Κατέβηκε και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του. Βγήκε στην πόρτα μια όμορφη κυρία αριστοκρατική και πολύ απλή. Εκείνος την αγκάλιασε τρυφερά, τη φίλησε και της πρόσφερε τα λουλούδια.
Όταν με πλησίασε, για να με πληρώσει, μου είπε:
-Αυτή τη μεγάλη χαρά τη χρωστάω σε σένα, με έσωσες! Σ’ ευχαριστώ!
Έφυγα συγκινημένη. Η καρδιά μου είχε ξεχειλίσει από ευτυχία!
«Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ!» ψιθύρισα.

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Κατηγορίες: Γενικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.