Το πρόσωπο του κατηχητή – Μακαριστού μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης κυρού Παύλου.

Εισήγηση στη Σύναξη για διάλογο με αφορμή την Κατήχηση του
Γραφείου Νεότητος της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Οκτώβριος 2003

Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, αυτή η σύναξη με αφορμή την κατήχηση είναι βέβαια πάντοτε επίκαιρη αλλά εγώ την αισθάνομαι ιδιαίτερα επίκαιρη και θα ήθελα να καταθέσω έναν έντονο προβληματισμό, ο οποίος δεν σας αποκρύπτω ότι μερικές φορές φτάνει στη ριζική άρνηση του σημερινού συστήματος Κατήχησης το οποίο έχουμε στην Εκκλησία, διότι άλλο πράγμα είναι η Κατήχηση και άλλο πράγμα το κατηχητικό σχολείο.
Η Κατήχηση και η Εκκλησία πήγαν και είναι πάντοτε μαζί. Είναι συνδεδεμένη άμεσα με τη ζωή της Εκκλησίας. Ήδη αυτό το μέγιστο γεγονός της Θείας Λειτουργίας μας το φανερώνει: οι κατηχούμενοι, οι φωτιζόμενοι, οι πιστοί. Δεν είναι λοιπόν κάτι καινούριο αλλά προϋπόθεση μιας συνειδητής ένταξης του ανθρώπου στη ζωή της Εκκλησίας. Βέβαια σήμερα πριν από το Βάπτισμα υπάρχει μια σύντομη κατήχηση, την οποία υποτίθεται την εμπιστευόμαστε στους αναδόχους και στους γονείς αλλά λέχθηκαν αρκετά για την ανεπάρκεια πολλές φορές και των δύο. Έτσι ουσιαστικά η Εκκλησία έχει το μέγιστον έργο. Αυτό που ξεκίνησε με το μυστήριο του Βαπτίσματος να το συνεχίσει και μετά από το Βάπτισμα. Άλλωστε, η Κατήχηση δεν αφορά μόνον την προ του Βαπτίσματος περίοδο του ανθρώπου σε όποια ηλικία κι αν αυτή συμβαίνει, αλλά ουσιαστικά αφορά όλη τη ζωή.
Έτσι λοιπόν η Κατήχηση στην πραγματικότητα αγγίζει τα σημαντικότερα νεανικά προβλήματα που είναι κατά βάση κατηχητικά θέματα. Η Κατήχηση είναι πολύ ευρύτερη από μια διανοητική διδασκαλία και από μερικές «ψυχολογικές προσφορές». Αναφέρεται στην είσοδο του κατηχουμένου στην εκκλησιαστική ζωή και αποβλέπει όπως ήδη ακούστηκε στη θεραπεία του ανθρώπου. Οπωσδήποτε η κατήχηση δεν αποτελεί μία από τις δραστηριότητες της ενορίας αλλά είναι σύμφυτα δεμένη με τη ζωή της.
Μέσα από αυτή την πραγματικότητα ανακύπτει αμέσως το ερώτημα: Γι’ αυτή την Κατήχηση ποιος είναι ο κατηχητής; Τι προσόντα θα πρέπει να έχει; Ποιος είναι λοιπόν ο κατηχητής μέσα στην Εκκλησία; Ο ποιμένας, ο ιερέας είναι ο βασικός κατηχητής. Στην ίδια την ευχή της Χειροτονίας του αναφέρεται ότι η διακονία του είναι να ιερουργεί το λόγο της αληθείας. Η Κατήχηση λοιπόν είναι μια ιερουργία και όχι μια διανοητική διδαχή και αποτελεί το βασικό και θεμελιώδες έργο του ποιμένος. Ο λόγος και η πράξη του οφείλει να είναι πάντοτε κατηχητικές. Ακόμα το κήρυγμα στην Εκκλησία οφείλει να είναι θεολογικό και γι’ αυτό κατηχητικό και όχι απλά ηθικοπλαστικό, γιατί το πραγματικό ήθος πηγάζει από την αλήθεια, από το δόγμα της Εκκλησίας.
Τι συμβαίνει όμως σήμερα; Δυστυχώς, εν πολλοίς έχουμε μια παραθεώρηση της κατηχητικής διακονίας από τους ποιμένες της Εκκλησίας. Όχι σπάνια η κατήχηση για τον ποιμένα θεωρείται πάρεργο και όχι το βασικό του έργο, και δυστυχώς συναντάμε πολλές φορές να υπάρχει μια σχετικά μικρή εκτίμηση στοπ κατηχητικό έργο της ενορίας. Όχι σπάνια θεωρείται δυστυχώς από τους ποιμένες ενόχληση η λειτουργία του κατηχητικού σχολείου, ιδίως όταν κάποιες φορές συμπίπτει με χώρους που την ίδια στιγμή πρέπει να γίνει κάτι άλλο, το οποίο πάντοτε θεωρείται σπουδαιότερο από την Κατήχηση. Επίσης, διαπιστώνουμε κάποιες φορές στο κήρυγμα της Εκκλησίας, στο κήρυγμα των ποιμένων, του εφημερίου, του ποιμένος, την απουσία του κατηχητικού λόγου.
Αυτό που έρχεται σαν αποτέλεσμα είναι η αυτονόμηση του κατηχητικού έργου από τη λειτουργική ζωή της εκκλησίας, με αποτέλεσμα την αλλοτρίωση του αληθινού χαρακτήρος της Κατηχήσεως και πιθανώς όπως θα δούμε και του κατηχητού. Έτσι λοιπόν η απόσπαση του κατηχητικού έργου από τη διακονία του ιερέως οδηγεί στην αυτονόμηση από τη ζωή της ενορίας και διαμορφώνει έναν άλλο τύπο κατήχησης. Αποχαρακτηρίζει την κατήχηση εν πολλοίς από την πραγματικότητα της ιερουργίας και τη μετατρέπει σε μια διανοητική διδαχή. Της αφαιρεί το λειτουργικό της χαρακτήρα και δημιουργεί μοιραία έναν άλλο τύπο κατηχητού αλλά και κατηχητικού.
Το σημερινό κατηχητικό, το λέμε άλλωστε και σχολείο –και στην πραγματικότητα μοιάζει με ένα σχολείο με τη γνωστή λειτουργία του- έχει τη μορφή της σχολικής διδαχής. Κι ερχόμαστε μετά από αυτό στο ερώτημα: Ποιος είναι ο σημερινός κατηχητής;
Σ’ αυτό το ερώτημα υπάρχουν δύο απαντήσεις και η πρώτη αφορά τα πρόσωπα καθεαυτά. Ο σημερινός κατηχητής και η σημερινή κατηχήτρια είναι συνήθως νέοι άνθρωποι με ιεραποστολικό ζήλο και διάθεση, με αγάπη γι’ αυτό που κάνουν, οι οποίοι υποβάλλονται σε θυσίες πολλές, αντιμετωπίζουν ενίοτε δυσχέρειες στο έργο τους και μάλιστα εκ μέρους εκείνων που θα έπρεπε να αισθάνονται υποχρεωμένοι απέναντι σ’ αυτούς τους νέους ανθρώπους και εννοώ εμάς τους ποιμένες της Εκκλησίας. Και που όχι σπάνια ζητιανεύουν λίγα χρήματα για την άσκηση μιας διακονίας που δεν είναι προσωπική τους υπόθεση αλλά εκκλησιαστική και ενοριακή. Οι νέοι αυτοί με προθυμία εκπαιδεύονται για να ασκήσουν αυτό το έργο, υποβάλλονται σε παρακολούθηση, σε εξετάσεις, σε πρακτική εκπαίδευση μέσω των φροντιστηρίων στελεχών. Και όλα αυτά τα κάνουν με πολλή προθυμία. Και το σημαντικότερο προσφέρουν εθελοντικά τη διακονία τους και γιατί να το κρύψουμε, μερικές φορές βάζουν το χέρι στη δική τους τσέπη γιατί συναντούν την άρνηση της ενορίας να συμπαρασταθεί στο κατηχητικό έργο.
Για μένα είναι αξιέπαινοι αυτοί οι ευλογημένοι άνθρωποι που επιμένουν σε δύσκολους καιρούς να διακονούν με πιστότητα και με αφοσίωση. Όμως, υπάρχουν και κατηχητές που δεν είναι τελείως κατάλληλοι γι’ αυτό το έργο, που επιστρατεύονται για να καλυφθούν κενά, χωρίς πολύ διάθεση. Ας μείνουμε όμως στους πρώτους και με βάση αυτούς ας προχωρήσουμε σε μια βαθύτερη προσέγγιση. […]
Ο κατηχητής ασκεί διακόνημα εκκλησιαστικό και οφείλει να αγωνίζεται για να γίνεται μια πνευματική προσωπικότητα. «Άνθρωπος επιθυμιών των του πνεύματος». Οφείλει να προσφέρει πρώτος τον εαυτό του για να γίνεται χώρος διαμονής και επενέργειας του Αγίου Πνεύματος, όποτε η ύπαρξή του, παρόλες τις αδυναμίες και τις ελλείψεις, θα γίνεται διαφανής στη χάρη του Θεού. Να έχει σαφώς εκκλησιαστική ζωή και να μην έχει φρόνημα κοσμικό. Να αγωνίζεται και να πορεύεται από το δρόμο της καθάρσεως από τα πάθη στο δρόμο του φωτισμού και της θεώσεως.
Η θέαση όμως αυτής της πορείας οφείλει να είναι εκκλησιαστική. Ο κατηχητής οφείλει να ασκεί τη διακονία με κριτήρια απολύτως θεολογικά και εκκλησιαστικά και να την θεμελιώνει όχι σε θεολογίες ιδιωτικές αλλά στο εκκλησιαστικό γεγονός. Στην Εκκλησία δεν είμαστε για να την αλλάξουμε ή να την διορθώσουμε, αλλά για να «αλλαγούμε» από αυτήν και με κριτήριο τη θεολογία της να διορθώσουμε τα λαθεμένα και να θεραπεύσουμε τα ασθενή.
Πιστεύω ότι μια λύση θα ήταν ο κατηχητής από τη στιγμή που αναλαμβάνει το έργο αυτό σε μια ενορία, να εντάσσεται στην όλη ζωή της, αυτή είναι η οικογένειά του, η πνευματική του οικογένεια. Σ’ αυτήν εντασσόμαστε από όπου κι αν καταγόμαστε. Αυτό το φρόνημα θα πρέπει να έχει ο κατηχητής ή η κατηχήτρια, έστω κι αν είναι από άλλη ενορία ώστε να αποτελεί βασικό στέλεχος για την οργάνωση της όλης ενοριακής ζωής.
Πηγή: Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, Τεύχος 312, Μάρτιος 2019

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.