Προσκύνημα στην ελεύθερη Πάτμο – Γεωργίου Καλαματιανού.

Η εκδρομή μας.

Από τ’ ακρογιάλια της Ικαρίας χρόνια και χρόνια την αγνάντευα. Κάποτε θαρρούσα, πως ξεχώριζα τους μαυροφορεμένους καλογέρους να πηγαινοέρχωνται στις ταράτσες του μοναστηριού της. Δέκα οχτώ μίλια μόλις χωρίζουν τα δύο ελληνικώτατα νησιά. Και μια βαρκούλα με πανί θα μπορούσε με γαλήνη να μας πάη προσκυνητάς μέσα σε λίγες ώρες. Έτσι γινόταν, πριν πέση η Πάτμος στα χέρια των Ιταλών.
Η Πάτμος είναι το βορεινότερο από τα Δωδεκάνησά μας, που και τ’ όνομά τους ακόμη ενοχλούσε τον κατακτητή τους. Και γι’ αυτό τα είχε ονομάσει «ιταλικά νησιά του Αιγαίου».
Το περασμένο καλοκαίρι ήταν γραφτό μου να πατήσω τα άγια χώματά της. Μόλις έφτασα στην Ικαρία, πληροφορήθηκα, ότι μερικοί φίλοι προετοίμαζαν μια εκδρομή για την Πάτμο. Άλλο που δε γύρευα.
Στις 24 του Αυγούστου 1946 ξεκινήσαμε. Πλέομε προς τα Ν.Α. Αριστερά μας απλώνεται η Σάμος με τα μικρασιατικά παράλια στο βάθος του ορίζοντος. Πολύ πιο κοντά μας, προς την ίδια διεύθυνση, είναι οι Φούρνοι. Μόλις τους προσπερνάμε, είμαστε στα μισά του ταξιδιού και μπαίνομε στα νερά της Δωδεκανήσου. Το πέλαγος μας δροσίζει κάπως μέσα στη ζέστη του Αυγούστου. Μα πιο πολύ μας δροσίζει η ανέκφραστη χαρά, γιατί μπήκαμε στα πολυπόθητα νερά των λεύτερων πια νησιών μας.
Απ’ εδώ και κάτω, προς το νοτιά, μίλια πολλά, το Αιγαίο είναι τώρα πέρα για πέρα ελληνικό, από τη Πάτμο ως τη Ρόδο, κι αύριο ακόμη πιο πέρα, ως την Κύπρο μας. Όσο κι αν αγωνίστηκαν να τη μολύνουν τη θάλασσά μας τόσοι και τόσοι κατακτητές, να την σήμερα αμόλυντη, τόσο ελληνική όσο ήταν και πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια. Κι εμείς έχομε τη μεγάλη τύχη ν’ αρμενίζωμε έπειτα από τόσων αιώνων σκλαβιά προς τα ηλιόχαρα νησιά μας.
Τώρα πλησιάζομε τις ακτές της Πάτμου κι έτσι μπορούμε να περιεργαστούμε την εδαφική της διαμόρφωση και τη βλάστησή της. Η γύμνια και το χαμηλό της ύψος μας θυμίζει τη Μύκονο, αν και ξεχωρίζουμε σε λίγο μερικές μικρές οάσεις με αμπέλια και συκιές. Παραπλέομε από τον ένα κολπίσκο στον άλλο, που μας δίνουν την εντύπωση μιας δαντέλας με πολλούς γύρους. Όταν κάποτε αντικρύζουμε στο βάθος ενός κόλπου το γραφικώτατα χωριό της, τον Κάμπο, ν’ απλώνεται σε μεγάλο μάκρος μέσα στην πρασινάδα των αμπελιών και των δέντρων του, θαρρούμε πως βρισκόμαστε σε κάποιο από τα χωριά της Σύρου με τους περίφημους κήπους.
Όλο και πλησιάζομε στο μοναδικό λιμάνι του νησιού, στη Σκάλα, χτισμένη στον πιο βαθύ κόλπο και πολύ κοντά στον πιο στενό λαιμό του, εκεί ακριβώς όπου δείχνει ο χάρτης την Πάτμο σα δυο νησιά ενωμένα. Όλοι μας καμαρώνουμε τα πεντακάθαρα νησιώτικα σπίτια.
Είχα θαυμάσει πολλές φορές ως τώρα τη λευκότητα και την καθαριότητα της Μυκόνου και θαρρούσα πως καμιά άλλη πόλη δεν την ξεπερνάει. Κι όμως πιο άσπρη και πιο καθαρή είναι η Πάτμος. Όλα τα σπίτια της φρεσκοασπρισμένα κι οι αυλές της και τα πεζοδρόμια κι οι άκρες του δρόμου της ακόμη, που ενώνει τη Σκάλα με το μοναστήρι και τη Χώρα. Κανένα άλλο χρώμα δεν διακρίναμε ανάμεσα στα σπίτια εκτός από λίγη πρασινάδα εδώ και εκεί, κάπου ένα δέντρο, κάπου ένα μικρό περιβόλι.
Η υποδοχή μας από τους κατοίκους.
Χαιρετηθήκαμε χαρούμενα με δυό τρεις βαρκούλες, που πρωταπαντήσαμε στο λιμάνι. Κάμποσος κόσμος μαζεύτηκε στην προκυμαία. Στα μελαψά τους πρόσωπα διαβάζαμε μια ευχάριστη έκπληξη. Είμαστε η δεύτερη εκδρομή, που δεχόταν το νησί τους από τη μητέρα Ελλάδα. Λίγες εβδομάδες μας είχαν προλάβει ο Σαμιώτες, όπως μας είπαν, μόλις εβγήκαμε.
Γαϊδουράκια και μουλάρια έτοιμα μας προσφέρθηκαν σε πολύ χαμηλή τιμή, να μας ανεβάσουν στο μοναστήρι, όπου αποφασίσαμε να περάσωμε τη νύχτα οι περισσότεροι. Και να σου, η συνοδεία μας ανηφορίζει ακολουθώντας τον παλιό δρόμο, όλο πλακόστρωτο, για συντομία. Οι αγωγιάτες μας ήταν η ευγένεια κι η προθυμία προσωποποιημένη. Στεγνοί και φτωχοντυμένοι, αλλά και πλημμυρισμένοι χαρά, γιατί στις μέρες τους ήρθε η περιπόθητη ελευθερία, που τόσους αιώνες την ονειρεύτηκαν οι πρόγονοί τους. στους ολόασπρους τοίχους των σπιτιών γαλάζιες επιγραφές μαρτυρούσαν τη μεγάλη τους ευτυχία: «Σας περιμέναμε 34 χρόνια», «Ζήτω η Ένωσις», «Καλώς ήρθατε, αδέρφια». Πόσο αγνό διατήρησαν τον πατριωτισμό τους αυτοί οι ήμεροι νησιώτες!
Προσπερνάμε το σπήλαιο της Αποκαλύψεως με τα ερείπια της περίφημης Πατμιάδος Σχολής, για να το επισκεφθούμε την άλλη μέρα στο γυρισμό μας από το μοναστήρι. Και φτάνομε στην είσοδο του κάστρου – μοναστηριού με το ηλιοβασίλεμα. Στο γενικό του σχέδιο είναι απαράλλαχτο όπως το πρωτόχτισε ο Όσιος Χριστόδουλος τον 11ον αιώνα μ. Χ. Οι καλόγεροι κοιτάζουν πώς να μας ευχαριστήσουν με τις περιποιήσεις τους. Οι κοιτώνες μας περιμένουν έτοιμοι, γιατί στο μεταξύ είχε τηλεφωνήσει η Αστυνομία από τη Σκάλα.
Η θρησκευτική ζωή στην Πάτμο.
Νύχτα νύχτα μας ξύπνησε η ψαλμωδία του Όρθρου, η οποία έφτανε κατανυκτική και σαν απόκοσμη από κάτω από την εκκλησία του μοναστηριού ως επάνω στους κοιτώνες. Για χάρη δική μας ο Όρθρος άρχισε στις 3 τη νύχτα αντί στις 2, που είναι η συνηθισμένη ώρα, για να μπορέσωμε να παρακολουθήσωμε τη λειτουργία από τις 5 έως τις 8.30’ το πρωί. Έτσι μου εδόθηκε η ευκαιρία πρώτη φορά να ζήσω τρεις ώρες μέσα σ’ ένα γνήσιο βυζαντινό περιβάλλον, με παπάδες και ψάλτες καλογέρους, με το καλογεροπαίδι κανονάρχο να πηγαινοέρχεται από τον ένα ψάλτη στον άλλο, για να του κανοναρχάη, με την ανόθευτη βυζαντινή μουσική, μακριά από την οχλοβοή, που δε σ’ αφήνει να συγκεντρωθής. Η πίστη η πιο θερμή νιώθαμε να μας εξαγνίζη.
Όσες ώρες μας απέμεναν τις διαθέσαμε, για να επισκεφτούμε την περίφημη Βιβλιοθήκη, το ανεκτίμητο σκευοφυλάκιο,, τα άλλα διαμερίσματα του μοναστηριού και τέλος το Σπήλαιο της Αποκαλύψεως. Θέλαμε να προσέξωμε όλα τα κειμήλια κι όλους τους θησαυρούς της τέχνης, τα οποία με τόση στοργή κι αφοσίωση κατόρθωσαν να σώσουν τόσες και τόσες γενεές καλογήρων. Είναι θαύμα πως κανένας από τους τόσους επιδρομείς δεν αποτόλμησε την παραμικρή ιεροσυλία. Είναι λοιπόν τόσο μεγάλη η δύναμη του Χριστιανισμού, ώστε ανάγκαζε και τους αλλοπίστους ακόμη όχι μονάχα να σέβωνται, αλλά και να προστατεύουν πολλές φορές το μοναστήρι του;
Η Βιβλιοθήκη έχει σήμερα 735 χειρόγραφα και 4500 παλιά έντυπα βιβλία. Ανάμεσα στα χειρόγραφα πολλά είναι πολυτιμότατα, όπως ο «πορφυρούς Κώδιξ», χειρόγραφο μερικών κεφαλαίων του κατά Μάρκον Ευαγγελίου του Ε’ μ. Χ. αιώνα, γραμμένο πιθανώτατα από τον καλλιγράφο αυτοκράτορα Θεοδόσιο το Μικρό. Πολλά χρυσόβουλλα, δηλαδή διατάγματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, διατάγματα Φράγκων βασιλέων και Ενετών δόγηδων ακόμη και φιρμάνια σουλτάνων φανερώνουν τη μεγάλη σημασία του μοναστηριού για όλο τον κόσμο. Από όλα αυτά το σπουδαιότερο είναι το χρυσόβουλλο του Αλεξίου Α’, με το οποίο δωρίζει το νησί στον Όσιο Χριστόδουλο στα 1088 μ. Χ., για να ιδρύση το μοναστήρι του Ιωάννου του Θεολόγου.
Από τα αφθονώτερα κειμήλια και έργα τέχνης ας αναφέρωμε την αλυσίδα του Ιωάννου του Θεολόγου, με την οποία τον μετέφεραν δεμένο από τη Ρώμη στην Πάτμο, το λείψανο του Οσίου Χριστοδούλου, το μεγαλύτερο σωζόμενο Τίμιο Ξύλο σε σταυρό, δώρο του Αλεξίου Α’, και μια κανδήλα, δώρο του Μωάμεθ Β’. Μονάχα ο Πανάγιος Τάφος, μας είπαν οι καλόγεροι, ξεπερνάει το μοναστήρι στον πλούτο.
Αξίζει ν’ αναφέρωμε πως κάτω από το τόσο μεγάλο μοναστήρι είναι η στέρνα του, τόσο μεγάλη κι αυτή, που επαρκούσε για τους διακόσιους καλογήρους της παλαιότερης εποχής και τους πολλούς επισκέπτες. Σε περασμένους αιώνες, που το μοναστήρι ήταν κοινόβιο, χρησιμοποιούσε ένα φούρνο μεγάλο σαν αλώνι και μία σκάφη σα μεγάλη βάρκα, που σώζονται ακόμη και τα είδαμε.
Βιαστικοί περάσαμε από το Σπήλαιο της Αποκαλύψεως.
Να, εδώ η θέση, όπου αλυσοδεμένος ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε το όραμα του Θεού με το εφτασφράγιστο βιβλίο, με το σάλπισμα των εφτά αγγέλων, με το εφτακέφαλο θηρίο και με τη Δευτέρα παρουσία. Στους τοίχους της εκκλησίας αποσπάσματα και εικόνες από την Αποκάλυψη μας ξαναζωντανεύουν το όραμα. Ένα ρίγος μας συγκλονίζει, οι γυναίκες δακρύζουν και γονατίζουν. Στιγμές αλησμόνητες για όλη τη ζωή μας.
Γεώργιος Καλαματιανός.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Γενικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.